Πολιτικη & Οικονομια

Η Ελληνική Οικονομία την επόμενη μέρα

Χρόνια υψηλής ανάπτυξης αναμένουν οι αναλυτές, αν περάσει ο κίνδυνος της πανδημίας

328203-678198.png
Φίλιππος Κόλλιας
ΤΕΥΧΟΣ 801
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Economy
© Μathieu Stern / Unsplash

Ή νέα περίοδος στην οποία εισέρχεται η ελληνική οικονομία

Aλλάζει σελίδα, μετά την πανδημική κρίση, η ελληνική οικονομία και εισέρχεται σε μία περίοδο με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης βοηθούμενη κι από τους κοινοτικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ.

Ήδη η φετινή χρονιά θα κλείσει με μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά  6,1%, σύμφωνα με τη μετριοπαθή πρόβλεψη του Yπουργείου Οικονομικών, ενώ δεν αποκλείεται ο ρυθμός ανάπτυξης να προσεγγίσει το 8% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών οίκων.
Για το 2022, όπως προκύπτει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,5% στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στο προσδοκώμενο άλμα των επενδύσεων κατά 23,4%.
 
Η ενίσχυση των επενδύσεων κατά 23,4% (ή κατά 4,83 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές) αποδίδεται στη θετική επίπτωση που έχει ήδη και αναμένεται να έχει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Σύμφωνα με το προσχέδιο, το ήμισυ (50%) της καθαρής αύξησης των επενδύσεων θα προέλθει από την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και το υπόλοιπο μισό θα προέλθει από την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. Κατά συνέπεια, η έγκαιρη και ομαλή απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και η διασφάλιση ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα διοχετεύσει γρήγορα τα κεφάλαια στην πραγματική οικονομία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το Yπουργείο Οικονομικών όσο και τραπεζικοί αναλυτές αναμένουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3,5% για τουλάχιστον μία πενταετία.
Και αυτό καθώς μέχρι το 2026 το οικονομικό επιτελείο αναμένει πόρους 80 δισ. ευρώ αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια. Όπως είπε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, κατά την παρουσίαση του προσχεδίου του νέου προϋπολογισμού, η χώρα θα έχει στα επόμενα χρόνια εισροές κεφαλαίων από την ΕΕ ύψους 79,6 δισ. ευρώ. Οι πόροι μάλιστα αυτοί δεν περιλαμβάνουν την εθνική δημόσια συμμετοχή, αλλά ούτε και την εθνική ιδιωτική συμμετοχή στα επενδυτικά σχέδια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης.
 
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, η Ελλάδα  θα λάβει στα επόμενα επτά χρόνια περίπου 22 δισ. ευρώ από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), 27,6 δισ. ευρώ από τα δύο ΕΣΠΑ που θα τρέξουν παράλληλα και 30,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πιο αναλυτικά τα  ποσά που θα εισρεύσουν  στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης αφορούν σε 17,8 δισ. ευρώ επιδοτήσεις  και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Τα εισερχόμενα κεφάλαια των δύο ΕΣΠΑ αφορούν, αφενός μεν το υφιστάμενο ΕΣΠΑ 2014-2020 από το οποίο εκκρεμεί η εκταμίευση 6,7 δισ. ευρώ, αφετέρου δε στο νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 με  πόρους  που υπολογίζονται στα 20,9 δισ. ευρώ.
 
Σημειώνεται ότι οι πόροι αυτοί δεν περιλαμβάνουν την εθνική δημόσια συμμετοχή η οποία ανέρχεται σε περίπου 8-9 δισ. ευρώ. Αν συμπεριληφθεί και αυτή, τότε οι διαθέσιμοι πόροι στην επταετία 2021-2027 πλησιάζουν τα 90 δισ. ευρώ. Και αν σε αυτό το ποσό συμπεριληφθεί και η ιδιωτική συμμετοχή, τα κεφάλαια δηλαδή των ιδιωτών επενδυτών στο ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, τότε στην επόμενη επταετία οι επενδύσεις και οι ενισχύσεις θα πλησιάσουν τα 120 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια κάθε χρόνο θα επενδύονται στη χώρα μας και θα ρίχνονται στην αγορά πάνω από 17 δισ. ευρώ. Το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στις εκτιμήσεις του δεν απέχει από εκείνες της κυβέρνησης. Όπως αναφέρει στη μελέτη «Ο ρόλος της Βιομηχανίας Υποδομών και Κατασκευών στην επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας», κάθε χρόνο, αρχής γενομένης από το 2021, οι εισροές από την Ε.Ε. θα πλησιάσουν το 5% έως 6% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι τα εισερχόμενα κονδύλια από την Ε.Ε. θα ανέλθουν σε 8 έως 12 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2021-2026. Και αν σε αυτά προστεθεί η εθνική δημόσια και ιδιωτική συμμετοχή, τότε δεν αποκλείεται τα ποσά να ανέλθουν σε εκείνα που αναφέρει η κυβέρνηση.
Ειδικότερα το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι, για την περίοδο 2021-2026, οι εισερχόμενοι πόροι από τις Βρυξέλλες αντιστοιχούν στο υπερδιπλάσιο εκείνου που καταγράφηκε στη δεκαετία του 2010-2019. Τότε οι κοινοτικοί πόροι αφορούσαν αποκλειστικά το ΕΣΠΑ και το οποίο αντιστοιχούσε στο 1% με 2,5% του ΑΕΠ. Εξαίρεση αποτέλεσε το 2020, όπου η απορρόφηση κοινοτικών πόρων (ΕΣΠΑ) ανήλθε στο 3,3%, κυρίως εξαιτίας των μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας.
 
Σήμερα, αρχής γενομένης από φέτος, η απορρόφηση κοινοτικών πόρων (ΕΣΠΑ συν Ταμείο Ανάκαμψης) θα πρέπει να κυμανθεί μεταξύ 4,9% και 5,8% για την περίοδο 2021-2026. Η χαμηλότερη επίδοση (4,9%) είναι για φέτος και η υψηλότερη για του χρόνου (5,8%). Το 2027, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η απορρόφηση κοινοτικών πόρων θα πρέπει να υποχωρήσει στο 2,5%, καθώς οι απορροφήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, θα πρέπει έχουν ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2026.
 
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν και αβεβαιότητες που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να ανακόψουν τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας. Για την επόμενη χρονιά και σύμφωνα με την ανάλυση του προϋπολογισμού από το  Δημοσιονομικό Συμβούλιο οι αβεβαιότητες σχετίζονται με:  
◆ την επιβεβαίωση των θετικών εκτιμήσεων αναφορικά με την εξέλιξη της πανδημίας
◆ τις εξελίξεις στο πεδίο των τιμών της ενέργειας και άλλων παραγωγικών εισροών
◆ την ομαλή και γρήγορη ενεργοποίηση των σχημάτων στήριξης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης.
 
Όπως σημειώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, για το 2022 η κύρια πηγή αβεβαιότητας αφορά στην εξέλιξη της πανδημίας. Εκτιμά πως αν αυτή τεθεί υπό πλήρη έλεγχο, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,9% κρίνεται εύλογη. Επιπλέον, η εκτιμώμενη πτώση του ποσοστού ανεργίας στο 14,3% αναμένεται να συνδράμει στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, πηγή αβεβαιότητας αναφορικά με την προβλεπόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτελεί η μικρή αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν αμοιβής της μισθωτής εργασίας, η οποία προβλέπεται ότι θα ανέλθει σε 1,1%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού (2,0%). Αυτό σημαίνει πως η αύξηση των συνολικών αμοιβών της μισθωτής εργασίας (+3%), που αποτελεί βασική συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης, εφόσον επιτευχθεί, θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από την αύξηση του όγκου της μισθωτής απασχόλησης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ