Θεατρο - Οπερα

Εκδρομή στη Μικρή Επίδαυρο με το ΚΤΕΛ

Το συμπέρασμα, δεν είναι η ευτυχία ο στόχος. Η ευτυχία είναι σύμπτωμα ή παρενέργεια κάποιου άλλου πράγματος.

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 795
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το θέατρο της Μικρής Επιδαύρου
© Θωμάς Δασκαλάκης

Στη Μικρή Επίδαυρο, εκδρομή για μια παράσταση και ένα μπάνιο με το ΚΤΕΛ

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ο οδηγός του ΚΤΕΛ κόβει για να παραλάβει από τον συνάδελφό του στο πούλμαν που έρχεται από την αντίθετη μεριά, ένα ύποπτο μεταλλικό κουτί που, βιαστικά, το παραχώνει κάτω από το κάθισμά του. Τυχαία θα μάθουμε, αργότερα, τι έχει μέσα – δολώματα, για το ψάρεμα μετά τη βάρδια. Είναι το πρώτο σημάδι για τα αόρατα νήματα που ενώνουν εδώ τα πράγματα.

Δεν φτάσαμε, ούτε φύγαμε, ακολουθώντας γραμμική διαδρομή, πιο πολύ σαν μπάλες μπιλιάρδου, από το ΚΤΕΛ Αργολίδας (Ναύπλιο), σε βανάκι (Ληγουριό), σε ταξί (Αρχαία Επίδαυρος). Ο ταξιτζής, φυσικά, συγγενής, ειδοποιημένος από τον οδηγό του λεωφορείου.

Παρομοίως, στην επιστροφή, στον Ισθμό, δύο πούλμαν προσπάθησαν να συγχωνεύσουν το ανθρώπινο φορτίο τους στο ένα, ώστε να γλιτώσει ο ένας από τους δύο οδηγούς τις τρεις ώρες οδήγησης μέχρι την Αθήνα και πίσω. Ακολούθησε μια μικρή επανάσταση των επιβατών, το πραξικόπημα αποσοβήθηκε, γύρισε ο κάθε κατεργάρης στο πούλμαν του και συνεχίσαμε.

Αν ήταν όνειρο, σκέφτομαι, αυτή η διαδρομή, θα έβγαζε τέλειο νόημα.

Το πρώτο βράδυ στην πόλη βλέπουμε να παρελαύνει το ευφρόσυνο πλήθος των τεχνών, καλαίσθητοι και πράοι, όλα τα τραπέζια στην ταβέρνα γεμάτα και οι κουβέντες να μη φτάνουν πιο πάνω από μουρμούρισμα, διάσπαρτο με γέλια. Πλαισιώνοντας αυτή τη βραδείας καύσεως ευδαιμονία, ανοίγεται ο κοίλος κόλπος της Επιδαύρου, μια πευκόφυτη αχιβάδα. Υπάρχουν, μαθαίνουμε, βράδια στις αρχές της Άνοιξης που ο τόπος αχνίζει από την υγρασία, σχεδόν κοχλάζει. Όχι όμως αυτή την εποχή της άπλετης φωτοχυσίας. Τώρα, οι ντόπιες θεότητες που πρωτοστατούν είναι μια θεριεμένη κρεμαστή φραγκοσυκιά, γάτες που τις ταΐζουμε μύδια, αχινοί που μας ανοιγόκλειναν το μάτι…

Μέσα από αυτές οδηγηθήκαμε την τελευταία ημέρα στην παραλία, όπου το διάφραγμα του χρόνου ανοιγοκλείνει και σταματάμε να σκεφτόμαστε, μπαίνουμε για σχεδόν δέκα ολόκληρα λεπτά σε μια συνειδητή σιωπή, φτιαγμένη από πευκοβελόνες και πατούσες επάνω σε πλάκες ζεσταμένες απ’ τον ήλιο. Ήδη γνωρίζουμε πως αυτό το δεκάλεπτο ήταν πάντα το ζητούμενο, χρόνος ελάχιστος που όμως τόσο χώρο πιάνει μέσα σου, αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να ορέγεσαι τα πράγματα χωρίς να τα διεκδικείς για δικά σου.

Στο έργο που παρακολουθήσαμε στη Μικρή Επίδαυρο, δύο ηλικιωμένες δασκάλες μουσικής, από χρόνια νεκρές, τώρα πλέον μάντισσες που χαρτοπαίζουν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, είχαν αυτό να πουν:

«Μη χολοσκάς για τα κακά προαισθήματα. Ποτέ δεν βγαίνουν αληθινά. Πάντα βγαίνουν αληθινά. Οπότε, γιατί να χολοσκάς;». Και... «Ευτυχώς, δυστυχούμε».

Άρα, το συμπέρασμα, δεν είναι η ευτυχία ο στόχος. Η ευτυχία είναι σύμπτωμα ή παρενέργεια κάποιου άλλου πράγματος.

Στον σταθμό του ΚΤΕΛ για την αναχώρηση, αν εμείς οι 13 που περιμένουμε να επιβιβαστούμε ήμασταν οι τελευταίοι επιζώντες, τι ρόλο θα αναλάμβανε, άραγε, ο καθένας στον κοινό αγώνα για επιβίωση;

- Εγώ θα ήμουν ιχνηλάτης. Θα έφευγα μπροστά για να εντοπίσω περάσματα, πηγές τροφής και πιθανούς κινδύνους.
- Εγώ θα ήμουν στην περίθαλψη.
- Κι αν κάποιος δεν ήθελε να κάνει τίποτα;
- Θα αναγκαζόμασταν να τον σκοτώσουμε. Δεν γίνεται να κουβαλάμε νεκρό βάρος.

Μα να ’μαστε πάλι στη δύσθυμη πόλη, να το, αργά το βράδυ, και το οικείο διαμέρισμα, να προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή του που με ξαναβλέπει. «Όλα καλά;» «Όλα όπως πάντα». Και αυτό λοιπόν το τριήμερο ταξίδι τι ήταν; Μια μικρή, εσωτερική τσέπη στο πανωφόρι του χρόνου, νομίζω. Από εκεί, τα καμένα πεύκα που στελεχώνουν τα Γεράνια όρη έχουν ακόμα το βλέμμα στραμμένο στη Σαλαμίνα απέναντι, τώρα τυφλό. Και το δειλινό πέφτει σε αργή κίνηση πάνω στη φλόγα του Ασπρόπυργου εντείνοντάς την κι άλλο, κι άλλο, σαν το κακό προαίσθημα για το οποίο μιλούσαν οι γυναίκες της Τραχίνας, που δεν ξέρεις αν πρέπει να το πιστέψεις. Σαν μια αλήθεια που δεν ξέρεις αν μπορείς να βάλεις σε λέξεις, γιατί μετά θα πρέπει να την αντέξεις.

Όμως, ποια αλήθεια υπάρχει πιο μεγάλη απ’ τη λυμένη ανάσα μετά το κολύμπι; Και τι προνόμιο, να ενώνεσαι για λίγο με τη ροή του κόσμου, την εφήμερη και αμφίσημη, ξέροντας, με το σώμα πια, ότι δεν είσαι άλλος, ξέχωρος, από αυτήν;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ