Θεατρο - Οπερα

Αποστειρωμένος Μεσαίωνας

«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή από το Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου (Θέατρο Βράχων)

335178-696166.jpg
Γιώργος Σαμπατακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλή από το Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου (Θέατρο Βράχων)
© Ελίνα Γιουνανλή

Η Ηλέκτρα του Εθνικού Θεάτρου ήταν μια από τις πολυσυζητημένες παραστάσεις του φεστιβαλικού θέρους. Μετά τα «παλλόμενα πέη» και τις «κακοποιημένες» κότες ήρθε φέτος o θόρυβος γύρω από τον «κλινικό Μεσαίωνα» και την ιδέα να «εγκλειστεί» η Ηλέκτρα στην ψυχιατρική «κλινική» μιας κατάλευκης ορχήστρας.

Η αλήθεια είναι, όμως, πως η Ηλέκτρα είχε νοσηλευτεί και παλαιότερα σε σκηνικό νοσοκομείο.

Στην αβυσσαλέας σύλληψης παράσταση του Ταντάσι Σουζούκι η ηρωίδα πλαισιωνόταν από έναν Χορό με αναπηρικά καροτσάκια και από αδερφές νοσοκόμες ντυμένες στα λευκά, σαν κι αυτές τις «καλόγριες» που είδαμε στην Ηλέκτρα του Εθνικού. Κι όπως όλες οι δυστοπίες του Σουζούκι, έτσι και η Ηλέκτρα είδε την τραγωδία ως παραβολή για τον αιώνιο κύκλο της θεσμικής βίας και των καταπιεστικών εξουσιών.

Ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου, έχοντας παρόμοιες σκέψεις, κατέβηκε στην Επίδαυρο για να κατασκευάσει μια εικαστική δυστοπία με σχεδόν αυτονόητους συμβολισμούς και μια επιθυμία για φορμαλισμό που έμεινε στην επιφάνεια των πραγμάτων.

Η παραβολικότητα του μύθου ενισχύθηκε από τη μετάθεση της δράσης σε κάποιον ακαθόριστο Μεσαίωνα μέσω μιας πλάγιας «ιστορικοποίησης» που ήθελε να αναδείξει το αέναα αμετάβλητο πρόσωπο της βίας και των εξουσιών. Μέσα σε αυτή τη νέα ιστορική συνθήκη, ένας Παιδαγωγός σαν Αρχιερέας της Ιεράς Εξέτασης κι ένας Πυλάδης σαν εντεταλμένος ιερέας της Εκδίκησης «συγκρατούσαν» τον Ορέστη με χαλινάρια στο «θεϊκό» καθήκον του, για να ξαναγραφτεί η τραγωδία πάνω στον λευκό καμβά.

Ακάθαρτη σαν μαύρη μοίρα

Για κάποιους μελετητές η σοφόκλεια Ηλέκτρα είναι μια τραγωδία χωρίς κάθαρση, επειδή ακριβώς η ηρωίδα μένει στο τέλος «υπαρξιακά» εκκρεμής παρ' όλη την «επιτυχία» της εκδίκησης που τόσο επιθυμούσε. Και γι' αυτόν, υποθέτω, τον λόγο η Ηλέκτρα του Παπακωνσταντίνου πασαλειβόταν με μαύρη λάσπη κατά τη διάρκεια της παράστασης, εκχέοντας μια ακάθαρτη ψυχή στον μαύρο κόσμο της. Το ίδιο και ο Χορός στο φινάλε «αμαύρωνε» υστερικά την ορχήστρα με τη λάσπη από το πάντα βρώμικο μένος της Ηλέκτρας.

Αν όμως ο σκηνοθέτης ζήλεψε τις αιματοβαμμένες Δράσεις και τους λερωμένους καμβάδες του Χέρμαν Νιτς, είναι σίγουρο ότι εξευγένισε με αστική επιμέλεια τις «πηγές» του, φοβούμενος τη βρωμιά και το κόστος της αλήθειας.

Γιατί ο Χορός έπρεπε να βγάλει τα λευκά κοστούμια του για να αναμετρηθεί με τη λάσπη; Και γιατί να μη λερώσουν οι γυναίκες τα ρούχα τους με μαύρη λάσπη και μαύρη μοίρα;

Μήπως επειδή δεν ήταν οικονομικό να υπάρχουν δώδεκα καινούργια κοστούμια σε κάθε παράσταση;

Μήπως, όμως, έτσι αποστειρώθηκε η ιδέα της «σπίλωσης» του λευκού και άμωμου Κόσμου;

Άλλη μια Ηλέκτρα σαν θηρίο κι ένας ακόμη ευαίσθητος Ορέστης

Η ερμηνεία της Ηλέκτρας ως «υστερικής» γυναίκας που πνίγεται στους γόους και την οργή της, είναι κοινός τόπος στη δυτική σκέψη. Και είτε μας αρέσει είτε όχι, η λυσσασμένη εξαγρίωση της τραγικής ηρωίδας είναι ένα σκηνικό κλισέ που δοξάστηκε από σκηνοθέτες και ηθοποιούς.

Στην παράσταση του Εθνικού είδαμε άλλη μια Ηλέκτρα που στρίγγλιζε, τσίριζε, τραύλιζε και χρωμάτιζε αφύσικα τις προτάσεις, πάσχοντας από ακραία «υστερικοποίηση». Όλες εξάλλου οι Ηλέκτρες από την εποχή του Μαξ Ράινχαρντ «πάθαιναν» αντίστοιχη εξαγριωμένη λύσσα και «άσχημη» σωματικότητα, ενώ σχεδόν πάντα εγκατέλειπαν την υστερία τους, όταν έπρεπε να θρηνήσουν τον αδελφό τους, όπως έκανε και η Αλεξία Καλτσίκη, υπηρετώντας ένα ακόμη «θεσμικό» κλισέ του ρόλου (με εξαιρετική λεπτότητα). Στην ίδια παραδοσιακότητα κινήθηκε και ο Ορέστης (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ο οποίος για άλλη μια φορά παρουσιάστηκε ως ευαίσθητος νεαρός και κάτι σαν ρομαντική ανάμνηση της Ηλέκτρας που τον άφησε παιδάκι στα χέρια του Παιδαγωγού (για να τον «επιδέσει» εκείνος στη μοίρα του).

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο όρια (υστερία της Ηλέκτρας και ρομαντική ηρεμία του Ορέστη) ξεπρόβαλε μια φοβισμένη Χρυσόθεμις σαν κωμικό καρτούν με γκροτέσκες μούτες και παιχνιδίσματα των ματιών (από την ξεχωριστή Ελένη Μολέσκη).

Εξίσου κωμικοποιημένη και εξωανθρώπινη ήταν η Κλυταιμνήστρα της Μαρίας Ναυπλιώτου (με μια συγκλονιστική πλαστικότητα σα να βγήκε από «πίνακα» του Ρόμπερτ Γιουίλσον). Σε άλλο ύφος, ο στακάτος Παιδαγωγός του Νίκου Χατζόπουλου ανέδιδε την αυστηρότητα ενός μεσαιωνικού ιεροεξεταστή.

Εξωφρενικό καρτούν στάθηκε ο Αίγισθος (Χρήστος Λούλης) που μέσα στη μπαλαφάρα του φινάλε παρέπαιε από ευχαρίστηση και φόβο, ενώ ο σιωπηλός Πυλάδης (Μάριος Παναγιώτου) έγινε ένας «φονταμενταλιστής» ιερέας με παρανοϊκό βλέμμα, που εκτελούσε τελετουργικές πράξεις (με μια έξοχα ειρωνική εκφραστικότητα). 

Το σκηνικό και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού ήταν πανέμορφα μέσα στην αρχέγονη συμβολικότητά τους (με την εξαίρεση του «ιδρυματικού» φορέματος της Ηλέκτρας).

Δώδεκα Αδελφές του Ελέους

Ο Χορός των Γυναικών του Άργους παρουσιάστηκε ως τάγμα καλογριών-νοσοκόμων (με λευκή στολή Καθολικού τύπου), οι οποίες «έψελναν» την Ηλέκτρα σαν εκκλησιαστική χορωδία με άψογη μουσική διδασκαλία.

Η οπερατική μελοποίηση των χορικών και η λυρική συνεκφώνησή τους από τον Χορό συνοδεύονταν από μια επιμελώς εκτελεσμένη χορογραφία ψυχαναγκαστικών περπατημάτων και σπαστικών ομαδικών κινήσεων (σαν από χορό λευκών φλαμίνγκο).

Η μουσική του Δημήτρη Σκύλλα καθόρισε το «βιβλικό» κλίμα της παράστασης με τα επικά τύμπανα να κατισχύουν, παρόλες τις επιρροές από τη Μεσαιωνική μουσική και τους δυτικούς εκκλησιαστικούς ύμνους. Μέσα σε αυτό το κλίμα υστερικής κατάνυξης, ο Χορός με τα χλωμά πρόσωπα και τις ιερατικές χειρονομίες θύμιζε παραθρησκευτική οργάνωση που ήθελε να σώσει την Ηλέκτρα από τη μαύρη ψυχή της.

Το πιο παράδοξο, όμως, ήταν πως ούτε αυτή η Ήλεκτρα μπόρεσε να αντισταθεί στο παραδοσιακό μοιρολόι.

Πήγε να συναντήσει τις βαριόμοιρες «αδερφές» της, πεθαμένες πια στους τάφους των μεγαλείων. Έστω και για λίγο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ