Θεατρο - Οπερα

Υπερθέαμα και κιτς

Είδαμε την «Τόσκα» της ΕΛΣ στο Ηρώδειο

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
100114-200107.jpg

Είθισται η Εθνική Λυρική Σκηνή να συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια δημοφιλή όπερα του λυρικού ρεπερτορίου, επιλογή συνειδητή και απόλυτα δικαιολογημένη, αν κρίνουμε από τις πάντα sold out παραστάσεις της. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τη μοντέρνα σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Χουβαρδά που μας έδωσε πέρυσι τον Ντον Τζοβάνι και του Γιάννη Κόκκου που ακολούθησε με τον Οθέλλο, οι περισσότερες παραγωγές της Λυρικής που ανεβαίνουν το καλοκαίρι στο Ηρώδειο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι «φορτωμένες». Περιέχουν πολλά στοιχεία εύκολου εντυπωσιασμού, που ενθουσιάζουν μεν το κοινό, συχνά όμως ακροβατούν ανάμεσα στο υπερθέαμα και το κιτς. Τη δεύτερη κατά τη γνώμη μου, κατηγορία αγγίζει επικίνδυνα και η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι σε σκηνοθεσία Ούγκο ντε Άνα. Από το πρώτο ανέβασμα της συγκεκριμένης παραγωγής, το 2012, το σκηνικό με τον γιγάντιο εσταυρωμένο και η εμμονή του σκηνοθέτη με το θρησκευτικό στοιχείο, στοίχειωνε ακόμα τη μνήμη μου. Αποφάσισα όμως να ξαναδώ την αναβίωσή της από την Κατερίνα Πετσατώδη, τόσο γιατί Τόσκα είναι μια όπερα που δεν χορταίνεις ποτέ, όσο και γιατί ανέβαινε με νέο καστ ‒ και με την ελπίδα βέβαια ότι ίσως αυτή τη φορά θα μπορούσα να κατανοήσω το πνεύμα του σκηνοθέτη και να αναθεωρήσω.

Μπαίνοντας στο κατάμεστο Ηρώδειο, στη θέα του ογκώδους αγάλματος που κειτόταν σκεπασμένο στη σκηνή, κατάλαβα ότι μάλλον δεν θα άλλαζα γνώμη, ούτε αυτή τη φορά. Πρώτη πράξη, στην εκκλησία Σαντ’ Αντρέα ντε λα Βάλλε. Ο χρυσαφί εσταυρωμένος με τα δυσανάλογα μεγάλα χέρια αποκαλύπτεται . Η Φλόρια Τόσκα, ο Μάριο Καβαραντόσσι, ο νεωκόρος, τα παιδιά της χορωδίας, ο φυγάς Αντζελότι, ο Σκάρπια και οι αστυνομικοί του, όλοι στριμώχνονται στο λιγοστό ελεύθερο χώρο που απομένει ανάμεσα στο καβαλέτο του ζωγράφου και τις τεράστιες ανασηκωμένες πλάκες που γεμίζουν το χώρο. Στις αψίδες του ρωμαϊκού θεάτρου, προβάλλονται βίντεο με λατρευτικές εικόνες, εκκλησίες, μνημεία της Ρώμης, πορτρέτα της ηρωίδας και της μαρκησίας Ατταβάντι, αλλά και η… «συνέχεια επί της οθόνης»∙ βλέπουμε ξαφνικά μια άλλη Τόσκα , με διαφορετικό κοστούμι, να μπαίνει σε μια άμαξα και να αναχωρεί. Οπτικά εφέ που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τον σκηνοθέτη , χωρίς να εξυπηρετούν, κατά τη γνώμη μου, την εξέλιξη του δράματος. Στο Te Deum της τελικής σκηνής της πρώτης πράξης, το μεγαλειώδες tutta forza της ορχήστρας των μονωδών και των χορωδών, οπτικοποιείται με ένα κρεσέντο πομπώδους υπερβολής: φωτάκια Led ανάβουν γύρω από τον εσταυρωμένο και ο Πάπας (αντί του καρδινάλιου) με τη συνοδεία του εμφανίζονται μέσα από τις καμάρες του Ηρωδείου, ακίνητοι σαν αγάλματα. Στη δεύτερη πράξη μεταφερόμαστε στο μέγαρο Φαρνέζε, κατοικία του δαιμονικού Σκάρπια, αρχηγού της αστυνομίας της Ρώμης. Η εικόνα εδώ παραπέμπει σε μετακόμιση… Πίνακες και χαλιά ατάκτως ερριμμένα , μια τραπεζαρία-γραφείο και ο εσταυρωμένος, ελαφρά ανασηκωμένος τώρα, να δεσπόζει και πάλι στη σκηνή. Η κορύφωση του δράματος, η δολοφονία του μισητού Σκάρπια από το χέρι της ευλαβούς Φλόρια Τόσκα συντελείται ‒κατά τον σκηνοθέτη‒ κάτω από το βλέμμα του Θεού…

Τρίτη και τελευταία πράξη. Το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, φρούριο και τόπος εκτέλεσης του Καβαραντόσσι δεν είναι άλλο από το ίδιο σκηνικό καλυμμένο αυτή τη φορά με στρατιωτικά δίχτυα παραλλαγής – ο εσταυρωμένος πάντα εκεί… Όσο για το τραγικό φινάλε της όπερας, την αυτοκτονία της Τόσκα με πτώση στο κενό, ο σκηνοθέτης προτιμά –για πρακτικούς λόγους(;)‒ να την αφήσει να φύγει και να χαθεί στο σκοτάδι…

Ευτυχώς, μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα ατυχών συμβολισμών και περιττών οπτικών εφέ ‒εξαιρώ τα κοστούμια τα οποία ήταν σε γενικές γραμμές καλόγουστα‒, η δύναμη της μουσικής του Πουτσίνι λειτούργησε καταλυτικά. Σ’ αυτό συνέβαλε η εξαιρετική «ανάγνωση» αυτού του πασίγνωστου αλλά όχι λιγότερο απαιτητικού έργου του βερισμού από την ορχήστρα της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Φώτισε τα μουσικά θέματα που συνοδεύουν καθέναν από τους πρωταγωνιστές, αξιοποιώντας άλλοτε τη μελωδικότητα και τη γλυκύτητα των ξύλινων πνευστών της κι άλλοτε την ένταση και το πάθος των κρουστών και των εγχόρδων. Για άλλη μια φορά, ένα μεγάλο μπράβο σε μια ορχήστρα που δεν έχει πια να ζηλέψει σε τίποτα τις ορχήστρες των μεγάλων λυρικών θεάτρων. Ένα διπλό μπράβο αξίζει επίσης στον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο και τη Μάτα Κατσούλη για την άρτια διδασκαλία της χορωδίας και της παιδικής χορωδίας.

Ας πάμε τώρα στους πρωταγωνιστές. Για μένα, η Δήμητρα Θεοδοσίου είναι μια από τις κορυφαίες υψιφώνους, σε διεθνές επίπεδο και η ερμηνεία της με εντυπωσιάζει και με συγκινεί πάντα. Πιστεύω όμως ότι αυτή τη φορά, μολονότι φωνητικά ήταν άψογη, μας έδωσε μια Τόσκα λίγο αδύναμη, υποταγμένη. Είχα την αίσθηση ότι της έλειπε ο αέρας, ο δυναμισμός της ντίβας που απαιτεί ο ρόλος, τόσο στην πρώτη πράξη όταν εκδηλώνει τον έρωτά της αλλά και τη ζήλεια της προς τον Μάριο, όσο και στη δεύτερη πράξη όταν έρχεται αντιμέτωπη με την εξουσία και τη νικά. Επίσης θεωρώ εντελώς περιττές τις υπερβολικά θεατρικές κινήσεις των χεριών της –προφανώς ακολούθησε τις σκηνοθετικές οδηγίες‒ ιδίως στην καθηλωτική άρια “Vissi d’ Arte”, την οποία φυσικά ερμήνευσε υπέροχα. Ο Μάριο Καβαραντόσσι του Ρομπέρτο Αρόνικα ήταν πειστικός, σωστός φωνητικά , όχι πάντως όσο λαμπερός περίμενα. Απολαυστικός στο ρόλο του νεωκόρου ο Δημήτρης Κασιούμης και πολύ καλός ο Αντζελόττι του Πέτρου Μαγουλά.

Για μένα όμως, ο απόλυτος πρωταγωνιστής της Τόσκα ήταν ο συναρπαστικός Σκάρπια του Δημήτρη Πλατανιά. Φεύγοντας εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας από το Ηρώδειο, σκεφτόμουν πως δεν ήταν μόνο το παρουσιαστικό του που ταίριαζε γάντι στο ρόλο, ούτε η εξαιρετική φωνή του. Αυτό που κατάφερε ο Πλατανιάς ‒και δικαίως απέσπασε το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κόσμου‒ ήταν να διεισδύσει στη ψυχοσύνθεση του βίαιου, κυνικού, δεσποτικού, δολοπλόκου, έκφυλου εκπρόσωπου της εξουσίας και να την κατανοήσει. Δεν υποδύθηκε τον Σκάρπια. Ήταν ο Σκάρπια. Η Λυρική μας θα πρέπει να είναι περήφανη που διαθέτει ένα τέτοιο σπουδαίο ερμηνευτή.

Με μια κουβέντα: Μπορεί κι εσείς να έχετε τις ίδιες ενστάσεις για τη σκηνοθεσία ή τα σκηνικά της παράστασης. Μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι ότι η Τόσκα, παραμένει μια από τις πιο ωραιότερες όπερες του λυρικού ρεπερτορίου που αξίζει να δείτε και να ακούσετε ξανά και ξανά …

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ