Μουσικη

Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ο ταξιδιώτης με τη «μικρή βαλίτσα»

max.jpg
Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 503
16’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
80499-180067.jpg

Όταν ήμουν νέος το κριτήριό μου για τους μουσικούς ήταν μόνο καλλιτεχνικό. Δεν συνέδεα το άτομο με το έργο του κι έτσι χάριν της τέχνης έχω «ανεχτεί» πολλά παλιόπαιδα, πολλούς παλιοχαρακτήρες, πολλούς αγενείς, αλήτες και μπαγάσες. Όσο περνάνε τα χρόνια όλο και περισσότερο αυτό αλλάζει. Τώρα πια η συμπεριφορά, οι απόψεις, ο δημόσιος βίος, η αισθητική, ο τρόπος που μεγαλώνει κάθε μουσικός προσθέτουν ή αφαιρούν πόντους από το καλλιτεχνικό του έργο. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έχει κερδίσει την εκτίμηση και την προσοχή μου γιατί ως άτομο με πείθει για τις προθέσεις του, για την αισθητική του αξιοπρέπεια, για την καλλιτεχνική του διάσταση, για το σεβαστικό τρόπο που μαστορεύει τη μουσική του, για τις δημόσιες απόψεις του, για το ήθος και την (έμφυτη θαρρείς) ευγένεια. Εν προκειμένω είναι το άτομο που με «υποχρέωσε» να στραφώ προς το έργο του. Έτσι μια συζήτηση μαζί του (έστω και δι’ αλληλογραφίας) για τα cd στα περίπτερα, για την –παρ’ ολίγον–μετανάστευση, τις τιμές στα μαγαζιά, την κρίση στην Κύπρο και την Ελλάδα, ακόμη και για τρίχες, ήταν για μένα μια ευχάριστη πράξη. Να τι τον ρώτησα και τι μου απάντησε:

Σας είχαμε συνδέσει με μια συγκεκριμένη, για χρόνια, εξωτερική εικόνα και η «εικόνα» για τους καλλιτέχνες παίζει ένα ρόλο. Είδα στις νέες σας φωτογραφίες μια διαφορετική εικόνα. Είναι μια διάθεση αλλαγής; Να σηματοδοτήσετε μια νέα περίοδο; Να αφήσετε πίσω κάτι από το παρελθόν σας ή είναι απλώς μια απλή αισθητική αλλαγή; 

Αν εννοείτε πως άσπρισα, είναι που βγάζω δίσκο κάθε αρκετά χρόνια και πάει καιρός από την προηγούμενη φωτογράφιση. Αν, εξακολουθώντας να μιλάμε για τρίχες, αναφέρεστε στο κούρεμα, η ιστορία έχει ως εξής: Στην Κύπρο, στο σχολείο φορούσαμε στολή και τα αγόρια είχαμε υποχρεωτικά κοντά μαλλιά. Κατά καιρούς κατάφερνα να τα μακρύνω σχεδόν ως τους ώμους, με τη δικαιολογία πως ο πατέρας μου είναι ζωγράφος και μου κάνει το πορτρέτο. Αμέσως μετά το λύκειο, υπηρέτησα 29 μήνες σαν έφεδρος αξιωματικός καταδρομών. Κουρευόμασταν γουλί. Κι όταν απολύθηκα είπα «δεν ξανακουρεύομαι!» Ήταν μια ελευθερία να μην έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να μου λέει τι να κάνω με το κεφάλι μου. Πέρασαν τα χρόνια, η χαρά της ελευθερίας έσβησε μες στη συνήθεια. Και στο τέλος η εικόνα μου, καθώς και η εναγώνια συμβουλή διαφόρων να μην κάνω καμιά βλακεία και κουρευτώ, αφού έτσι με ξέρει ο κόσμος, μου έγινε μια νέα φυλακή. Οπότε, τα ξάπλωσα με σαδιστική ευχαρίστηση στο πάτωμα του κουρέα… Φοβήθηκα αρχικά πως θα χοντρύνει η φωνή μου, πως θα μοιάζω νεότερος, πως θα αρχίσουν να με κυνηγούν ξανά τα κοριτσάκια, πως κανείς δεν θα με παίρνει πια στα σοβαρά, πως θα με ρωτούν οι δημοσιογράφοι γιατί το έκανα. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη, δυστυχώς.

Ρώτησα σε μια πρόσφατη κουβέντα μαζί του τον Γιώργο Χατζιδάκι ποια ήταν η εμπειρία του από την διανομή των δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι με εφημερίδα και το πρώτο που απάντησε ήταν: «Δυστυχώς έφτασε σε πολύ κόσμο». Είδα ότι κάποιος δίσκος σας (ή δίσκοι σας) διανέμονται με κυριακάτικη εφημερίδα. Ποια είναι η γνώμη σας γενικά για αυτόν τον τρόπο διανομής των δίσκων (παλιών και καινούργιων); Και ποια είναι η γνώμη σας για τα «μεγάλα ακροατήρια» τα οποία κι εσείς έχετε κερδίσει όλα αυτά τα χρόνια; Σας καταπιέζουν; Σας επηρεάζουν; Σας περιορίζουν την καλλιτεχνική ελευθερία;

Παραφράζοντας την απάντηση του Γιώργου, θα απαντούσα ως εξής: «Ευτυχώς έφτασε σε πολύ κόσμο, δυστυχώς οι περισσότεροι θα το πετάξουν». Δεν ήταν η πρώτη φορά που μια εφημερίδα έδινε δίσκους με τη φωνή μου, ήταν ωστόσο η πρώτη φορά που «εφημέρευσαν» δικοί μου στίχοι και μουσικές. Δεν επέτρεψα να δοθούν τα τραγούδια μου όταν μια τέτοια κίνηση μεταφραζόταν σε μισό σπίτι, το έκανα τώρα. Στα οικονομικά είμαι ο απόλυτος βλάκας. Χαίρομαι που κάποιοι μπόρεσαν να πάρουν τόσο φτηνά τα cd, χαίρομαι επίσης που η εφημερίδα επέλεξε να φιλοξενήσει εμένα, αντί για κανέναν πιο προσοδοφόρο διάττοντα. Από την άλλη, όπως και να το κάνουμε, είναι τουλάχιστον περίεργο, μετά από τόσα χρόνια που έκανα τον δύσκολο... Είναι και πώς θα το δει κανείς: Αν θέλεις να το δεις θετικά, σκέφτεσαι πως έτσι κι αλλιώς τα τραγούδια σου ζούνε σε περιβάλλον εμπορικής εκμετάλλευσης, στα ραδιόφωνα, στις εταιρείες, στο ίντερνετ και στα μεγάλα δισκάδικα, οπότε, γιατί να μην μπορέσει ο κόσμος να τα πάρει σχεδόν δωρεάν; Αν το κοιτάξεις από μιαν άλλη πλευρά, για όσους ζήσαμε τη δισκογραφία ανθηρή, οι κρεμασμένοι δίσκοι στα περίπτερα μοιάζουν σαν κηδειόχαρτα μιας εποχής που πέρασε... Οι λόγοι πάντως ήταν καθαρά οικονομικοί: Η εταιρεία που εκδίδει τον καινούργιο δίσκο, τη «Μικρή Βαλίτσα», χρειαζόταν χρήματα, ώστε να χρηματοδοτήσει ένα μέρος της υλοποίησης του δίσκου. Είναι μια ελληνική εταιρεία, που διαδέχθηκε την προηγούμενη, την τεράστια, την πολυεθνική. Μια τοπική εταιρεία που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε ένα δύσκολο τοπίο. Πιέστηκα πολύ, αλλά σ’ έναν βαθμό τους καταλαβαίνω κιόλας... Παλιά, αρκούσε ένα μήνυμα του εδώ παραρτήματος, στη Μαμά-Universal στο Λονδίνο: “Kalimera from Hellada! Unfortunately, Alkinoos has decided to record a new album. Ιt will take him ages in the studio, as always. He is insane: he wants his albums to sound good! Furthermore, he’s got the PMW (Pay Musicians Well) virus. We can’t avoid this expensive album, as we have a contract with him. Please send money ASAP. Over”. (Μετάφραση: Ο σπουδαίος καλλιτέχνης Αλκίνοος Ιωαννίδης, μάς κάνει την τιμή να ηχογραφήσει στην εταιρεία μας τα καινούργια του αριστουργήματα. Το οικονομικό κόστος είναι ασήμαντο μπροστά στο κέρδος για τον παγκόσμιο πολιτισμό, και θα αποτελούσε μικρότητα εκ μέρους μας να του στερήσουμε τη δυνατότητα να χαρίσει για άλλη μια φορά το ανεκτίμητο ταλέντο του στην ανθρωπότητα, απλώς και μόνο για μερικά ψωροχιλιάρικα, τα οποία και παρακαλούμε να στείλετε το συντομότερο, όβερ).

Πάνε αυτά... Η «Μικρή Βαλίτσα», είναι από όλες τις απόψεις παιδί της κρίσης. Για να κερδίσει έναν πόλεμο, έπρεπε να χάσει μια μάχη. Ζήτησα και για μένα ένα ποσό, για να μη μπορώ να λέω μετά πως με εκμεταλλεύονται οι εταιρείες και οι εκδότες, ούτε να το παίζω κλαψο-επαναστάτης (που είμαι και επιρρεπής). Δεν το έλαβα ακόμη, αλλά είμαι αισιόδοξος. Παρακάλεσα τον πατέρα μου αν έχει κάποιο σχέδιο για το εξώφυλλο, μη μπει καμιά φωτογραφία μου και με βρω χαμογελαστό κυριακάτικα, όταν πάω για τσιγάρα. Γύρισα αρκετά περίπτερα και πήρα 20 αντίτυπα, να έχω να χαρίζω τα cd μου σε φίλους όταν μου ζητάνε. Την επόμενη Κυριακή, πήρα το φύλλο με τα τραγούδια του Άκη Πάνου. Δεν ένιωσα ότι προσβάλλω τα τραγούδια του. Περίεργοι καιροί...

 

Με επιστολές σας πήρατε θέση δημοσίως για θέματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο και όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο) κι αυτές οι θέσεις που διατυπώσατε βρήκαν πολλούς ανθρώπους σύμφωνους. Ήταν σαν να δώσατε φωνή στη «σιωπηρή πλειοψηφία». Όμως γενικά οι συνάδελφοί σας κατηγορήθηκαν ότι –εν πολλοίς– έμειναν σιωπηλοί απέναντι σε όλα αυτά και ότι ο «πνευματικός κόσμος» δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; Ειδικά από το μουσικό χώρο το συγγενικό σας; Εννοώ ότι εμείς οι δημοσιογράφοι εφεύραμε τον ατυχή όρο «έντεχνο» μέσα στον οποίο εντάσσουν και εσάς…

Αρχίζω απ’ το τέλος: Δεν είναι ατυχής ο όρος «έντεχνο» που επινοήσατε. Ατυχής ήταν η πορεία της χώρας τα τελευταία χρόνια, και μαζί και του τραγουδιού της. Και πώς να μην είναι ατυχής η πορεία του τραγουδιού, αφού αποτελεί καθρέφτη της χώρας και της κοινωνίας; Άλλοι λένε «Οι πνευματικοί άνθρωποι δεν μας προειδοποίησαν». Έπρεπε δηλαδή η κοινωνία να βουλιάζει ευχαριστημένη στη διαφθορά, στα διακοποδάνεια, στον καταναλωτισμό και στη φούσκα, και το τραγούδι να μας καλεί στο Βουνό; Η «Πατρίδα» γράφτηκε στις «καλές» εποχές, και όλοι με θεωρούσαν υπερβολικό και κινδυνολόγο. Με συμβούλευαν τότε να μην το βάλω στο δίσκο, γιατί έβρισκαν την ανησυχία μου εκτός τόπου και χρόνου. Το τραγούδησα στο Σύνταγμα, αμέσως μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και, λίγες εβδομάδες μετά, πριν ξεσπάσει η κρίση και παρά τις διαφωνίες, το συμπεριέλαβα στη «Νεροποντή». Το τραγούδι αυτό υπήρξε γιατί ένα μέρος της κοινωνίας ένιωθε τι ζήσαμε, τι ζούμε και τι μας έρχεται. Η κοινωνία γεννά τα τραγούδια. Οι ακροατές τα καλούν και τα γεννούν, γιατί τα χρειάζονται. Όταν θα υπάρξουν ξανά σπουδαίοι ακροατές, θα υπάρξουν και σπουδαίοι δημιουργοί. Όταν θα υπάρξει επιτακτική ανάγκη να γεννηθούν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι που θα μιλήσουν στις καρδιές μας, θα το ζητήσουμε με τη στάση μας και θα έρθουν. Υπάρχουν! Είναι άγνωστοι, φτωχοί, αόρατοι νέοι που ζουν ανάμεσά μας και δεν τους υποψιαζόμαστε. Ούτε αυτοί ξέρουν τι είναι, ή τι θα μπορούσαν να είναι. Όταν βασανίζονταν άνθρωποι στα ξερονήσια, όταν πολεμούσαν τους κατακτητές, όταν επαναστατούσαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν έριχναν χούντες, βρίσκονταν πάντοτε οι πνευματικοί άνθρωποι για να τους εκφράσουν και να τους εμψυχώσουν. Όσο εμείς θα είμαστε τούβλα, χειρότερα τούβλα θα είναι και οι “διανοούμενοι”. Όσο εμείς θα κοιτάμε να την βολέψουμε, το ίδιο θα κάνουν και οι «πνευματικοί άνθρωποι», και θα βολεύονται καλύτερα από εμάς, γιατί είναι και καταφερτζήδες. Και όποιος τολμήσει να μιλήσει χωρίς πλάτες, να πει μια γνώμη, να μοιραστεί την ψυχή του, να θέσει μια βάση για ένα διάλογο, θα τρώει σκατά. Ακόμα και η μετακίνηση των ψηφοφόρων, από τα παλιά, αποδεδειγμένα καταστροφικά κόμματα σε νέα, σε μεγάλο βαθμό δεν γίνεται λόγω ιδεολογίας, πίστης, ονείρου ή ελπίδας, αλλά από απελπισία και οργή. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς όραμα. Οφείλουμε να ζωντανέψουμε. Προς το παρόν, είμαστε σκιές στον Άδη. Ζούμε ζωή εν τάφω. Δε βλέπετε τι σουξέ έχει η Αμφίπολη;

Υπάρχει πάλι μία τάση στο ελληνικό τραγούδι να αποκτήσει «πολιτικό» χαρακτήρα και να μιλήσει για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Βλέπετε μια ειλικρινή πρόθεση σε αυτό ή πιστεύετε ότι από πολλούς γίνεται ως «σημαία ευκαιρίας» κι επειδή προς τα κει φυσάει ο άνεμος τώρα; 

Σε εποχές δύσκολες, η αλήθεια του έργου φανερώνει και τις προθέσεις του δημιουργού του. Αν κάποιοι γράψουν αληθινά τραγούδια, εκφράζοντας αυτό που μας συμβαίνει, δεν θα μπορέσει κανείς σοβαρός άνθρωπος να τους αμφισβητήσει ή να τους αντιμετωπίσει καχύποπτα. Αν κανείς γράφει τραγούδια που ενσωματώνουν αμάσητα τα όσα λέγονται στα καφενεία, προκειμένου να γίνει αρεστός ή να πουλήσει, τότε θα εκτεθεί. Θα πουλήσει, γιατί τέτοιοι είμαστε, αλλά θα εκτεθεί. Καλό ήταν που για κάποια χρόνια κρατήσαμε επιφυλακτική στάση απέναντι στους εαυτούς μας οι δημιουργοί, και δεν βιαστήκαμε να ενσωματώσουμε στη μικρή μας τέχνη το μεγάλο παρόν, κάποτε όμως θα πρέπει αναπόφευκτα να εκφραστεί όλο αυτό που μας συμβαίνει. Και πιστεύω πως μπορεί να εκφραστεί ακόμη βαθύτερα χωρίς την ταμπέλα και τη μανιέρα του γνωστού και σεβαστού «πολιτικού τραγουδιού».

image

 

Έχετε μια αξιόλογη παιδεία ο ίδιος και προέρχεστε από καλλιτεχνική οικογένεια. Είσαστε χρόνια μουσικός και μάλιστα πετυχημένος. Όλη αυτή η σημαντική γνώση και εμπειρία σάς έχει πείσει για την αναγκαιότητα της παιδείας και κυρίως της τέχνης; Πιστεύετε πως μπορούν αυτά (παιδεία και τέχνη) να παίξουν κάποιο πραγματικά ουσιαστικό ρόλο για τις ζωές των ανθρώπων; 

Δεν έχω ολοκληρωμένη παιδεία, είμαι ημιμαθής και στην ουσία αυτοδίδακτος. Δεν είμαι μάλλον ο κατάλληλος να απαντήσω, πιστεύω όμως πως σε αγροτικές κοινωνίες και σε μέρη απομακρυσμένα, όπου η ζωή δεν μπερδεύεται μέσα σε άπειρες πληροφορίες, υποχρεώσεις και επιλογές, μπορούν αμόρφωτοι, αγράμματοι άνθρωποι να αγγίξουν τη σοφία και να δημιουργήσουν μεγάλη τέχνη. Στον δικό μας, «σύγχρονο» κόσμο, χωρίς παιδεία γινόμαστε απλά επικίνδυνοι. Η κοινωνία μας δεν διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος και γι’ αυτό φταίει σε μεγάλο βαθμό η δημόσια παιδεία, που ό,τι προσφέρει, το προσφέρει σαν «υποχρεωτική ύλη» και όχι σαν δώρο, σαν παράθυρο ή σαν παιχνίδι. Τελειώνεις το σχολείο και δεν ξαναδιαβάζεις ποίηση ούτε για πλάκα. Όταν στη ζωή φτάνουν τα πράγματα στο απροχώρητο, όποτε φτάνουμε σε αδιέξοδο, όποτε κοιτάμε μέσα και έξω μας αντικρίζοντας μόνο χάος, έχουμε δύο επιλογές: Η μία είναι να κρατηθούμε από τη γερή λαβή του ανθρώπινου πνεύματος και να αντλήσουμε δύναμη. Αυτό προϋποθέτει να είναι, η παιδεία και η τέχνη, μέρος της καθημερινότητάς μας, συγκάτοικοι στο σπίτι μας και σύντροφοι της ψυχής μας. Η άλλη επιλογή είναι να γίνουμε απελπισμένα, ακαλλιέργητα όντα που σπέρνουν μίσος και καταστροφή, ανίκανα να διαχειριστούν την ύπαρξή τους και να μετασχηματίσουν την όποια δυσκολία βιώνουν σε κάτι βαθύτερο και δημιουργικό. Βλέπουμε να συμβαίνει το δεύτερο, όλο και περισσότερο.

Προέρχεστε από μια χώρα αλλά ζείτε και σε μια χώρα που βιώνουν μια μεγάλη κρίση. Πιστεύετε πως τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά κι εδώ και στην Κύπρο; Πως είμαστε αθώα θύματα κακών εταίρων; Πως ανοίξαμε μόνοι μας την κερκόπορτα για να μπουκάρει η τρόικα; Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις; Υπάρχει ένας άλλος δρόμος; Βλέπετε κάποια προοπτική; 

Κοιτάξτε, για μένα η Κύπρος, στην οποία αναφέρεστε ως χώρα, δεν είναι απλά χώρα. Xώρες είναι το Βέλγιο και η Ελβετία. Η Κύπρος είναι Χώρος. Μικρός, απέραντος χώρος. Συμπυκνωμένος χωρο-χρόνος. Η Ελλάδα δεν ένιωσε ποτέ τι ακριβώς είναι η Κύπρος. Ούτε και η Κύπρος κατάλαβε τι ακριβώς είναι η Ελλάδα. Τέλος πάντων, δεν είναι της ώρας… Πιστεύω πως είμαστε αθώοι και ένοχοι μαζί, όλοι μας, Κύπριοι και Ελλαδίτες. Δεν είμαστε όλοι τόσο ένοχοι ώστε να πρέπει να πληρώσουμε τόσο ακριβά, ούτε όλοι τόσο αθώοι ώστε να μην πληρώσουμε καθόλου. Είναι, σίγουρα, τεράστια η ευθύνη των Αγορών, των ξένων πολιτικών κέντρων, των τραπεζών. Είναι όμως μεγάλη και η δική μας ευθύνη, και, κυρίως, των ηγεσιών μας, που δεν διαφυλάξαμε από τα δόντια τους την ύπαρξή μας. Που υπήρξαμε τόσο μη ουσιαστικοί, τόσο φαντασμένοι. Που κάναμε ό,τι μπορέσαμε για να αδυνατίσουμε κι άλλο την πάντα επισφαλή θέση μας. Από τη στιγμή που ως κράτη μπήκαμε στο παιχνίδι των άλλων κρατών, έπρεπε να παίξουμε καλά, ή, έστω, μέτρια. Εμείς το τερματίσαμε! Κι εξακολουθούμε να ψηφίζουμε αυτούς που, αν ήταν υπάλληλοί μας (που στην ουσία είναι, αφού εμείς τους πληρώνουμε), θα τους είχαμε απολύσει χρόνια τώρα. Όσο για τις μεταρρυθμίσεις, είναι αυτονόητο ότι χρειάζονται. Μακάρι να είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες, θα είχαμε γλιτώσει πολλή μαυρίλα τόσα χρόνια. Είναι αναγκαίο να γίνουν, έστω τώρα. Ποιος θα τις κάνει όμως, και πώς; Ας ρυθμίσουν πρώτα τη φιλοδοξία τους οι πολιτικοί και ας μας μεταρρυθμίσουν αμέσως μετά. Ας ζητήσουν μια ειλικρινή συγνώμη και ας αποσυρθούν, ας πάνε διακοπές να χαρούνε τη ζωή τους. Η μόνη προοπτική που βλέπω είναι να έρθουν νέοι άνθρωποι, που να μην είναι μαθητές των παλαιότερων, που να μην απαντούν στις ερωτήσεις τους με το ίδιο, παλιό, αποτυχημένο, ξεθωριασμένο λεξιλόγιο. Ελπίζω σε ανθρώπους με νέα αισθητική, νέα ηθική, νέα πράξη και νέο λόγο, των οποίων ο αυτόματος μεταφραστής θα μετατρέπει τις βαρύγδουπες ανοησίες των γερασμένων μυαλών σε χαζά αστεία. Απελπίζομαι να παρακολουθώ νέους πολιτικούς να πέφτουν στην παγίδα, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα και τα ίδια τεχνάσματα με τους άλλους. Αυτό συμβαίνει γιατί εμείς, οι ψηφοφόροι, εξακολουθούμε να καταλαβαίνουμε μόνο αυτή τη γλώσσα. Αν το δικό μας επίπεδο ήταν άλλο, τότε κι αυτοί θα μιλούσαν και θα έπρατταν αλλιώς. Η τύχη της χώρας θα ήταν άλλη. Αν το τραγούδι το γεννά ο ακροατής και η ανάγκη του, όπως λέγαμε πιο πάνω, τότε και τον πολιτικό τον γεννά ο ψηφοφόρος. Πρέπει να αλλάξουμε γλώσσα, δηλαδή σκέψη, δηλαδή τρόπο ύπαρξης. Πράγμα δύσκολο και επικίνδυνο, αλλά όχι ακατόρθωτο.

Έχετε έτοιμο ένα καινούργιο άλμπουμ που βασίζεται στην ιδέα μιας μικρής βαλίτσας με τα απαραίτητα που παίρνει κανείς μαζί του όταν φεύγει, όταν μεταναστεύει. Ήσασταν έτοιμος να το κάνετε στ' αλήθεια. Να φύγετε και να μεταναστεύσετε; Τελικά αποφασίσατε να μην το κάνετε αλλά την βαλίτσα αυτή να την γεμίσετε με τραγούδια. Γιατί θα φεύγατε; Γιατί τελικά μείνατε; 

Θα φεύγαμε οικογενειακώς, για διάφορους, πρακτικούς και επαγγελματικούς λόγους. Μείναμε κυρίως γιατί νιώσαμε ότι ανήκουμε εδώ, κι ας μην είμαστε καθόλου τυπικές περιπτώσεις πατριωτών. Θα ήταν μια ήττα το φευγιό μας και μια αχαριστία που δεν θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε μέσα μας, στα χρόνια που θα έρχονταν. Πώς θα έγραφα τραγούδια, πώς θα έβγαινα να τραγουδήσω στους συμπολίτες μου; Θα ήμουν, για μένα, αυτός που την έκανε στα δύσκολα, όχι λόγω επιτακτικής ανάγκης, αλλά απλά επειδή μπορούσε. Ο ευνοημένος από τη ζωή, τη χώρα και το κοινό, που άφησε τους άλλους να βράζουν στο καζάνι κι έρχεται από τας Ευρώπας όποτε του καπνίσει να πει τραγουδάκια για την κατάντια μας. Το κοινό δεν θα το μετρούσε έτσι, ποτέ δεν κατηγορήσαμε κάποιον μουσικό που μπόρεσε να φύγει και πάλεψε να σταθεί στο εξωτερικό, ούτε και νιώσαμε πως μας εγκατέλειψε, ίσα-ίσα που υπερηφανευόμαστε για αυτές τις λίγες περιπτώσεις που τα κατάφεραν. Πριν από πέντε χρόνια δεν θα ‘χα πρόβλημα, όμως δεν θα το άντεχα τώρα. Άργησα… Δεν ξέρω αν καλλιτεχνικά ή επαγγελματικά θα με βοηθούσε το φευγιό μου, ίσως και όχι, το σίγουρο όμως είναι πως θα γερνούσα μες στη νοσταλγία. Να φύγουν τα νέα παιδιά, αν θέλουν. Και να σώσουν κάτι από το πρόσωπό μας εκεί που πάνε. Έτσι που καταντήσαμε τη χώρα, κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει, και όλοι πρέπει να τους ευχόμαστε καλή τύχη. Όσοι μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί και στοιχειωδώς χρήσιμοι εδώ, όσοι καταφέραμε να χτίσουμε εδώ πράγματα σε εποχές καλύτερες και ανταμειφθήκαμε γι’ αυτό, όσοι αντέχουμε ακόμη, νομίζω πως καλό είναι να παραμείνουμε, με όλο το κόστος.

image

Τι περιέχει τελικά αυτή η βαλίτσα; 

Η «Μικρή βαλίτσα» περιέχει τα άκρως απαραίτητα. Αυτά που, για να χωρέσουν, πρέπει να αφαιρέσεις κάτι λιγότερο σημαντικό. Έβαλα μέσα όσα θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να έχω το ίδιο πρόσωπο σε ξένο καθρέφτη, εκεί που θα πήγαινα. Την κατάσταση στη χώρα που θα άφηνα, τους ανθρώπους, τις ζωές, τα γεγονότα. Τη μνήμη, αλλά και το παρόν, όπως το βιώνω κι όπως το βλέπω στις ζωές των συνανθρώπων μου. Και μαζί, το μέλλον που περιμένω, κι ας είναι πλάνη. Είναι ένας ιδιαίτερος ηχητικά δίσκος, γυμνός και μαζί γεμάτος και πολυεπίπεδος, δύσκολος στην υλοποίησή του και ανοιχτός στην ακρόασή του. Δεν έχει ηλεκτρικά όργανα, ούτε κρουστά. Στηρίζει τις εντάσεις του στο κουαρτέτο εγχόρδων, που άλλοτε ησυχάζει κι άλλοτε σπάει δοξάρια, στην κιθάρα, το κοντραμπάσο, το λαούτο, το πιάνο. Αλλά και στο μπουζούκι του Μανόλη Πάππου, σε τέσσερα τραγούδια. Πρώτη φορά δίνω σ’ αυτό το όργανο έναν τόσο καθοριστικό ρόλο, παρά τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφω για τον Μανόλη και την πολυετή φιλία μας. Όταν έψαχνα στο εξωτερικό σπίτι και σχολείο για τα παιδιά (τόσο κοντά φτάσαμε στο να φύγουμε), ήθελα να ακούω μόνο δημοτικά και ρεμπέτικα. Ένιωθα πως, αν θα μπορούσα να πάρω κάτι μαζί μου από την Ελλάδα, θα έπαιρνα πρώτα αυτή τη μουσική και μετά οτιδήποτε άλλο. Έτσι προέκυψαν και τα λαϊκότροπα αυτά τραγούδια. Αλλά και σαν μια αντίδραση στο κυριλέ μας που τα σνομπάρει, στις μοντερνιές που τα χρησιμοποιούν σαν “χρώμα” και σε όσους ταύτισαν το λαϊκό τραγούδι με το λαμέ lifestyle της μαύρης νύχτας που, παρά τα παθήματά μας, καλά κρατεί. Όταν είδα τους Κέλτες στη Σκωτία να εντάσσουν δημιουργικά το μπουζούκι στην παραδοσιακή, αλλά και στη σύγχρονη μουσική τους, τους ζήλεψα και ένιωσα πως εμείς εδώ κάτι κάνουμε λάθος.

Κυκλοφορείτε έναν καινούργιο δίσκο σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν αγοράζουν μουσική πιά (ειδικά στην Ελλάδα αλλά όχι μόνο), που –σχεδόν– δεν υπάρχουν δισκοπωλεία και γι' αυτό τα περίπτερα έχουν γίνει τα νέα δισκάδικα. Ποιες είναι οι προσδοκίες σας γι’ αυτό το άλμπουμ; Θα το δίνατε σε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό να πουληθεί ώστε να διασφαλίσει καλύτερη διανομή και περισσότερες, ίσως, πωλήσεις; 

Έγιναν μεγάλες προσπάθειες και θυσίες ώστε να μπορέσει να εκδοθεί «κανονικά» η «Μικρή Βαλίτσα». Αυτός ο νέος δίσκος, προτιμώ να έχει την ευκαιρία να πορευτεί όπως γινόταν παλαιότερα, έστω και σε ένα περιβάλλον εχθρικό για τη δισκογραφία. Είναι δίσκος για τα δύσκολα. Ας τον πάρουν λίγοι λοιπόν. Πόσοι είναι οι λίγοι και πόσοι οι πολλοί δηλαδή; Ας τον πάρει όποιος τον θέλει πραγματικά. Δέκα ευρώ θα κάνει στα δισκάδικα, όποιος τον αγαπήσει νομίζω πως θα τα βρει.

Στο πρόσφατο παρελθόν συνάδελφοι σας έχουν κατηγορηθεί ότι αδιαφόρησαν για τις τιμές στα μαγαζιά που εμφανίζονταν και ότι τελικά και οι «προοδευτικοί» καλλιτέχνες όταν έρχεται η συζήτηση στα φράγκα, κάνουν σαν τους «άλλους». Ετοιμάζεστε για μια σειρά εμφανίσεων στο Γυάλινο. Εχετε παρέμβει στο θέμα των τιμών; Είναι κάτι που σας απασχολεί; 

Βεβαίως και με απασχολεί! Απασχολεί και αρκετούς άλλους μουσικούς και μιλάμε γι’ αυτό και ψάχνουμε τρόπους να μειωθούν οι τιμές. Όλοι μας έχουμε φίλους που δυσκολεύονται και, ούτως ή άλλως, νομίζω πως κανείς από μας δεν θα ήθελε ένα κοινό αποτελούμενο αποκλειστικά από «ευκατάστατους», θα ήταν τουλάχιστον άχαρο... Εκεί λοιπόν που η φορολογία και τα έξοδα ανεβαίνουν κατακόρυφα, προσπαθούμε να πείσουμε τα «επιχειρηματικά» μυαλά της υπόθεσης (μη φανταστείτε τίποτα μεγαλοκαρχαρίες) να μειώσουν ή να κρατήσουν σταθερές τις τιμές. Με ρίσκο, είναι η αλήθεια, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Για τις συγκεκριμένες εμφανίσεις στο Γυάλινο, σε συνεργασία με τους ανθρώπους του, καταλήξαμε στο να μπορεί να βρεθεί κανείς στην παράσταση, όρθιος ή σε σκαμπό, με κρασί ή μπίρα, με 12 ευρώ. Θα προτιμούσα το ποτό να είναι προαιρετικό και το εισιτήριο ακόμη φτηνότερο, ελπίζω πως θα γίνει κι αυτό σύντομα. Οι καθιστοί σε τραπέζι, απ’ όσο ξέρω, θα πληρώσουν 25 ευρώ με ποτό. Πριν από χρόνια, είχα δει τον Σαββόπουλο και την Πλάτωνος στον Σείριο του Χατζιδάκι. Όρθιος, με μια πορτοκαλάδα. Και θυμάμαι πάντοτε εκείνη τη νύχτα με ενθουσιασμό, κι ας γύρισα με τα πόδια από την Πλάκα μέχρι ψηλά στου Ζωγράφου. Επίσης, στα θέατρα και στις αίθουσες συναυλιών απαγορεύεται το ποτό, αλλά έχουμε ζήσει το θαύμα στεγνοί αμέτρητες φορές. Θέλω να πω, πως το αν θα νιώσεις ότι αυτό που ζεις είναι σημαντικό, δεν θα εξαρτηθεί από το πόσο και τι θα πιεις. Αν έχετε τη δυνατότητα πάντως, πιείτε κατιτίς. Βοηθά να σπάσει ο πάγος, και πληρώνονται και τα γκαρσόνια.

Υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν πως καλλιτέχνες όπως εσείς, γνωστοί και πετυχημένοι δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα και ότι –ακόμη και τώρα– «τα ’κονομάνε». Πόσο σας έπληξε η κρίση; Πώς τη βιώνετε σε οικονομικό επίπεδο; Πόσο δυσκολεύεστε σε σχέση με το παρελθόν και πόσο οι απολαβές σας έχουν επηρεαστεί από την οικονομική συγκυρία; 

Αρκετοί, αγαπητοί στον κόσμο συνάδελφοι έχουν μεγάλο πρόβλημα. Είναι αξιοπρεπείς και δεν βγαίνουν να κλαίγονται από δω κι από κει (ούτε και γλείφουν Δεξιά-Αριστερά), αλλά δυσκολεύονται πραγματικά. Μου έλεγε με πίκρα ο Μάνος Ελευθερίου τις προάλλες πως, σε οργανισμό διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών, υπάρχουν αιτήματα για προκαταβολή των 75 ευρώ! Οι δικές μου απολαβές έχουν μειωθεί κατακόρυφα, αλλά ζω καλά, χωρίς ιδιαίτερες ανέσεις και πολυτέλειες, που και όταν τις άντεχε το πορτοφόλι μου δεν τις διάλεξα. Έχω και χρέη, τα βολεύω, προς το παρόν είμαι πολύ εντάξει. Μπορεί να βγάλω κάποιο μεγάλο ποσό σε μια μέρα ή σε μια περίοδο, θα ακολουθήσουν μήνες που θα μου φανεί ανεπαρκές. Είμαι όμως προνομιούχος και αν παραπονιόμουνα θα ήμουν αχάριστος και ανόητος. Η αποδοχή του κοινού μού επέτρεψε να ζω και να δημιουργώ χωρίς οικονομικούς χορηγούς, χωρίς καλλιτεχνικές εκπτώσεις και χωρίς υποτέλεια σε κανέναν, ακόμη και σε μια εποχή σαν τη σημερινή. Αυτό είναι ένα τεράστιο δώρο που μου έκανε ο κόσμος, και δεν το ξεχνώ. Δεν θα ζητούσα τίποτα περισσότερο απ’ τη ζωή μου και έτσι εύχομαι να ζήσουν και τα παιδιά μου και τα παιδιά όλου του κόσμου. Ποτέ δεν αναγκάστηκα να θυσιάσω ουσιαστικά κάτι από την τέχνη μου, αν και συχνά δυσκολεύομαι να τη χρηματοδοτήσω. Δεν γράφω, ούτε τραγουδώ πράγματα που δεν τα υποστηρίζω μέσα μου, ούτε παίζω σε χώρους που δεν θα πήγαινα σαν ακροατής. Σίγουρα υπάρχουν τρόποι για να πλουτίσει κανείς πολύ, ακόμη και σήμερα, όμως το τίμημα που θα καταβάλει η ψυχή, η τέχνη και η ζωή του θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το κέρδος. Το θέμα όμως δεν είναι αν τη βγάζουμε όσοι προλάβαμε να σταθούμε όρθιοι σε μια εποχή λιγότερο δύσκολη, αν και το ίδιο σκοτεινή. Το θέμα είναι τι θα κάνουν όσοι δυσκολεύονταν και τότε. Άνθρωποι ιδιαίτεροι, ταλαντούχοι, αφοσιωμένοι στην τέχνη τους, που δεν τους χαμογέλασε το αδηφάγο στόμα της «επιτυχίας» (το είδατε; έχει σάπια δόντια, κι ας το φιλάμε όλοι ευχαρίστως), και που σήμερα είναι πραγματικά απελπισμένοι. Και όχι μόνο τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργοί και μουσικοί, αλλά και ηχολήπτες, φωτιστές, τεχνικοί, εταιρείες ήχου, διοργανωτές, κατασκευαστές οργάνων, σκηνογράφοι, εικονολήπτες και χίλιοι δυο άλλοι που εμπλέκονταν με το αντικείμενο. Οι νέοι; Πόσα ταλαντούχα παιδιά θα μείνουν χωρίς να μάθουν ένα όργανο, πόσα θα πιεστούν να κάνουν μιαν αταίριαστη με την ιδιοσυγκρασία τους δουλειά, ώστε να μην πεινάσουν, πόσοι άνθρωποι θα μείνουν ανέκφραστοι, εξόριστοι απ’ την ουσία τους, πόσοι δεν θα κάνουν αυτό για το οποίο γεννήθηκαν, ζώντας με το βάσανο και βασανίζοντας και τους γύρω τους; Εκεί είναι το αληθινό πρόβλημα. Πόσα σπουδαία τραγούδια θα χάσουμε από αυτά τα παιδιά, πόση ζωγραφική, πόσο θέατρο, πόσο χορό, πόση ποίηση; Και πόσο σκοτάδι θα ξεπηδήσει στη θέση τους; Αυτά πρέπει να μας απασχολούν. Το να βγαίνουμε οι υπόλοιποι και να γκρινιάζουμε πως «δεν πάνε καλά οι δουλειές», το βρίσκω αποκρουστικό. Παρεμπιπτόντως, πρώτη φορά αναφέρομαι σε ποσά και τιμές σε συνέντευξη: «12 ευρώ», «25 ευρώ», «10 ευρώ», «75 ευρώ»… Το βρίσκω ενδιαφέρον που η συνέντευξη ενός μουσικού, σε εποχές σαν τη σημερινή, περιλαμβάνει και τιμοκατάλογο. Θα μας γράψει η ιστορία. Όχι απαραίτητα με καλά λόγια…

* Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης θα εμφανίζεται κάθε Παρ.&Σάβ. στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, ξεκινώντας από τις 31/10 και ως τις 22/11.

* Ο δίσκος «Μικρή βαλίτσα» κυκλοφόρησε στις 27/10 από την Cobalt

Φωτό: Νικόλας Χρυσός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ