Μουσικη

Ίσως η δημοφιλέστερη DJ της Αθήνας

Η Φώφη Τσεσμελή, πρώτη στην ψηφοφορία της Athens Voice, μιλάει για αυτό που κάνει την πόλη να χορεύει

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 617
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
357846-741400.jpg

Στο Sodade, εδώ και 17 χρόνια, μόλις πατικωθείς μέσα, νιώθεις ένα κύμα από σώματα και ρυθμό να σε τραβάει προς το βάθος, πίσω, «στης Φώφης». Στη μέσα αίθουσα, εκεί που η Φώφη Τσεσμελή έχει γράψει τη δική της ιστορία – και συνεχίζει πάντα, ανεβασμένη σαν θεότητα στο booth του DJ.

Δυνατό beat με τις πιο τελευταίες εξελίξεις της techno house, ατμόσφαιρα γεμάτη αγάπη και καλές δονήσεις, αγόρια - κορίτσια - μπερδεμένο crowd χωρίς στεγανά, να χορεύει γύρω από το βωμό της και η ίδια, με το περίτεχνο τσουλούφι και την αξιαγάπητη φάτσα, έτοιμη να γελάσει εγκάρδια σε όλους, μία από τις πιο αγαπημένες φιγούρες του αθηναϊκού nightlife. 

Δεν είναι μόνο η παραμονή της στον ίδιο χώρο, τόσα χρόνια, με αμείωτη επιτυχία, ούτε τα κείμενα και οι ραδιοφωνικές της εκπομπές που εντυπωσιάζουν με την ενημέρωση και την αμεσότητά τους. Στην ετήσια ψηφοφορία της Athens Voice, η Φώφη Τσεσμελή ήρθε πρώτη με μία τεράστια διαφορά από τους επόμενους, σε δημοφιλία. Είναι μία σχεδόν φυσική σχέση που έχει με τη μουσική, το χιούμορ – και βέβαια το ανεπανάληπτο στιλ που την κάνει να γράφει σαν ιδιαίτερη περσόνα της πόλης.

Από μικρή στην κονσόλα

«Κατάγομαι από τη Σάμο, ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στην Εθνική Τράπεζα. Όταν ήμουν 5 ετών ξεκίνησε να παίρνει μεταθέσεις σε όλη την Ελλάδα αλλά ζήσαμε αρκετά χρόνια και στη Σύρο. Πολλές φορές νιώθω ένα παιδί χωρίς πατρίδα. Όταν φεύγεις 5 ετών από ένα μέρος πώς να το νιώσεις σπίτι σου; Αυτή που θεωρώ εγώ γειτονιά μου είναι το Νέο Ψυχικό, το σπίτι που έστησα εγώ μόνη μου εκεί».

«Η μουσική έπαιζε πάντα μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό. Ο πατέρας μου έπαιζε ακορντεόν από 7 ετών. Η μητέρα μου ήταν σοπράνο στη Φιλαρμονική της Σάμου. Όλοι οι φίλοι τους ήταν μουσικοί. Στα πικ-νικ που κάναμε, που ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή, ο ένας της παρέας που ήταν αρχιμουσικός είχε ένα βανάκι Μιτσουμπίσι και φόρτωναν από πίσω τα όργανα, αρμόνια, ντραμς, κιθάρες, ό,τι έπαιζε ο καθένας, πηγαίναμε εκεί που ήταν να αράξουμε για φαγητό σε ένα ωραίο σημείο στο βουνό, στήνανε τα όργανα και άρχιζε το ντρίγκι-ντρίγκι. Και όποιος άλλος πέρναγε σταματούσε εκεί και στο τέλος γινόταν πάρτι. Πανηγύρι. Μέχρι και σε κάτι χαράδρες, ντρίγκι ντρίγκι να κουβαλάνε τα όργανα. (γέλια) Κι έτσι ήτανε πάντα. Φαντάσου ότι γύρναγα σπίτι από το σχολείο κι ήταν η μάνα μου που είχε ακούσει ένα ωραίο τραγούδι στο ραδιόφωνο, είχε γράψει τους στίχους, και τους έβρισκα ο πατέρας μου να παίζει το ακορντεόν και η μάνα μου να τραγουδάει».

Η μικρή Φώφη μεγάλωσε στροβιλίζοντας σε μουσικές. Στα 8 της μαθαίνει τρομπέτα, στα 12 κιθάρα. «Οι γονείς μου άκουγαν πολύ ντίσκο, Abba, Χατζηνάσιο, Σπανό… τους αρέσανε τα πιο εξευρωπαϊσμένα. Και οι Carpenters. Η μάνα μου μού εξηγούσε τα κομμάτια, μου έλεγε άκου τη φωνή αυτής της γυναίκας… Ακόμα με συγκινεί η Κάρεν Κάρπεντερ. Αν βάλουμε τώρα στο youtube, Carpenters, αρχίζω και κλαίω». 

Οι κεφάτοι γονείς, από 5 χρονών ακόμα, έπαιρναν τη μικρή στις ντισκοτέκ. Εκεί, ανάμεσα σε πορτοκαλάδα και χορούς κάτω από το μίρορ-μπολ, ανακάλυψε και το καμαράκι του DJ και ενθουσιάστηκε: «Πατούσα τα κουμπιά με τα φώτα» λέει «και είχα συνέχεια ερωτήσεις – τι είναι αυτό, τι είναι εκείνο… Στα 6, τους ζήτησα να μου πάρουν κασετόφωνο. Πήγαινα στα παιδικά πάρτι κι έβαζα κασέτες. Ένιωσα ότι με ενοχλούσε το κενό μεταξύ των τραγουδιών. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν πάρω ένα δεύτερο κασετόφωνο κι όταν τελειώνει το ένα τραγούδι να βάζω το άλλο, δεν θα υπάρχει κενό. Κι έτσι έγινα δημοφιλές παιδάκι στα πάρτι. Πήγαινα με τα κασετόφωνα, τσαντούλα με τις κασέτες, μολύβι να τις γυρίζω και βουρ».

Η Φώφη, σαν DJ ξεκίνησε να παίζει στα 12. Δύο walkman κασετοφωνάκια κι ένας μείκτης με δύο κανάλια ήταν αρκετά για να γεμίζει μουσική τα μπαράκια στη Σύρο όπου ζούσε τότε. Και βέβαια, μίξαρε κασέτες για φίλους – η πιο κλασική τρυφερή πράξη όλων των DJ του πλανήτη. Ο πρώτος που την έβγαλε στο ραδιόφωνο ήταν ο Βαγγέλης Περρής, Συριανός κι αυτός, που είχε ανοίξει ένα σταθμό, από τους πρώτους της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Εκεί η Φώφη έκανε ένα μουσικό παιχνίδι για παιδιά και απέκτησε μεγαλύτερη οικειότητα με πικ-άπ και μείκτες. Θυμάται: «Μέχρι τότε, όπου έβλεπα μαγαζί που είχε μηχανήματα και δεν είχε DJ μέσα, έμπαινα κι έπαιζα. Στα 16 μου, γνώρισα ένα μαγαζάτορα που μόλις είχε γυρίσει από Σικάγο και Νέα Υόρκη. Μ’ έβαλε κάτω και μου μίλησε για το Paradise Garage και το Studio 54, για κάτι καινούργιο που ξεκινούσε εκεί, τη house. Είχε φέρει και κάτι δισκάκια, πήγαινα και τα άκουγα και κάποια στιγμή ξεκίνησα από εκεί να παίζω και επαγγελματικά, να πληρώνομαι δηλαδή».

Ραντεβού στον «Δισκοβόλο»

Στην Αθήνα όλα άρχισαν να γυρίζουν πιο γρήγορα. Οι στροφές, τα βινύλια, οι άνθρωποι, οι γνωριμίες. Ήταν η χρυσή περίοδος του «Δισκοβόλου», το σημείο συνάντησης των ανθρώπων που αγαπούσαν τη house, την techno και τη χορευτική μουσική. Εκεί γίνονταν οι καλύτερες γνωριμίες, εκεί κλείνονταν συμφωνίες, κυκλοφορούσαν τα νέα. Εκεί η Φώφη γνώρισε και τον Αλέξανδρο Δράκο και τον Δημήτρη Λαζαρίδη, διευθυντές του γνωστού Lemon, του περιοδικού της κοινότητας των ravers. Είδανε τη λίστα με τους δίσκους που αγόραζε, και την τσίμπησαν αμέσως. «Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;» Αμέσως της πρότειναν να γράφει δισκοκριτικές και σύντομα άρχισαν και οι εκπομπές της στο θρυλικό ραδιοσταθμό NRJ. 

Η Φώφη έγινε γρήγορα γνωστή και μάλιστα με τις δύο μουσικές της «προσωπικότητες». Η μία είναι η χορευτική μουσική, και η άλλη πλευρά είναι «η 4AD» όπως την λέει, Cocteau Twins, Dead Can Dance, Siouxsie & the Banshees κ.λπ. «Τέτοια ονόματα, μόνο μία χρονιά στη ζωή μου έχω παίξει. Είχε ανοίξει ένα μαγαζί στην Ελευσίνα που δούλευα και ήθελε τέτοιους ήχους. Το έμπλεκα και με λίγα ηλεκτρονικά, λίγο Moby, λίγο Mo’Wax, Skint Records. Η μουσική που παίζω σήμερα θα έλεγα ότι ανήκει στο μελωδικό φάσμα της tech-house και της techno».

Το αθηναϊκό gay clubbing

«Για μένα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η χορευτική μουσική από τη γένεσή της, είναι ο gay ήχος. Τα πρώτα μαγαζιά που έπαιξαν αυτή τη μουσική στην Αμερική ήταν κυρίως gay, το κοινό που αγκάλιασε αυτή τη μουσική ήταν κυρίως gay και επίσης αν δεν υπήρχαν οι gays, οι λατίνοι και οι μαύροι, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε house, ούτε techno. Όπως και τα πρώτα μαγαζιά όπως το Paradise Garage και το Gallery, ήταν gay. Τον χαρακτηριστικά gay ήχο που υπήρξε κάποια στιγμή γύρω στα 80s, το hi-energy, δεν τον έχω στο ρεπερτόριό μου γιατί είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, αλλά τον έχω χορέψει, τον έχω λατρέψει κι ακόμα τρελαίνομαι. Μακάρι να υπήρχε ένας χώρος στην Αθήνα που παίζει τέτοια, να πηγαίνω να τα ακούω». 

«Το Sodade έχει δύο χώρους. Στον μπροστά χώρο παίζει mainstream μουσική και κάποια ελληνικά και στον πίσω χώρο που είμαι εγώ είναι το dance stage. Υπάρχει βέβαια κόσμος που πηγαινοέρχεται. Μου αρέσει γιατί έχει τύχει να έρθουν παιδιά στον μπροστινό χώρο που έχουν άγνοια από αυτή τη μουσική – σου μιλάω για παιδιά 18 χρονών τώρα που ξαφνικά βλέπουν ότι κάτι γίνεται, μπαίνουν μέσα και τελικά απαρνιούνται το μπροστά και μένουν στο dance stage. Δημιουργούνται οι νέες γενιές». (γέλια)

«Εγώ ειδικά, πίσω, έχω πάρα πολύ mixed κόσμο. Ειδικά μετά το 2003-2004 που έκλεισαν τα μεγάλα μαγαζιά τύπου +Soda κ.λπ., αφού υπήρξε παγκοσμίως μία πτώση στο dancing, μείναμε εμείς οι οποίοι βαράγαμε. Κι έτσι έρχονται σε μας αυτοί που ψάχνουνε αυτό τον ήχο. Και το καλό είναι ότι έχεις κι αυτή την ευτυχία, ότι έρχεται ο άλλος σε ένα gay μαγαζί που πιθανώς το είχε δαιμονοποιήσει στο κεφάλι του («θα πάω και θα δω»), έρχεται και βλέπει μία γαμάτη μαγαζάρα –όπως μου λένε, δικά τους λόγια είναι αυτά– όπου νιώθουν όμορφα και άνετα και φιλόξενα και γίνονται φίλοι, έχουν δημιουργηθεί παρέες. Θεωρώ ότι το Sodade έσπασε λίγο και την έννοια του γκέτο. Τα χορευτικά gay μαγαζιά παλιότερα ήταν λίγο πιο αυστηρά και συγκεκριμένα, υπήρχε ίσως και ένα είδος face control που εγώ δεν το έχω βιώσει αλλά ξέρω ότι υπήρχε».

Η Φώφη είναι τυχερή γιατί, με τον τρόπο της, δημιουργεί τα αγαπημένα τραγούδια των θαμώνων. Συνήθως τα τραγούδια που αγαπάμε τα έχουμε ακούσει την ώρα που ερωτευόμαστε, ενώ πίνουμε, ενώ περνάμε καλά, κι έτσι δημιουργούνται οι αναμνήσεις. Η οικειότητα που νιώθει στο Sodade εδώ και 17 χρόνια, της έχει δώσει μία γλύκα στον ήχο της αλλά και στη συμπεριφορά της σαν πρόσωπο «που βρίσκεται πάντα εκεί». Όπως ομολογεί, «όλα τα παιδιά είναι φίλοι, συζητάμε. Στα 2 δευτερόλεπτα που θα έρθουν να με χαιρετίσουν θα μου πουν τι παίζει στη δουλειά τους, τι παίζει στη ζωή τους, αν είναι καλά, αν είναι χάλια… και ανάλογα θα τους πω κι εγώ. Έχω παρακολουθήσει και σχέσεις να δημιουργούνται μπροστά από το μπουθ, έχω κάνει και την προξενήτρα. Αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου».

«Η εξέλιξη του gay nightlife στην Αθήνα είναι παράλληλη με αυτή των straight μαγαζιών. Όλα αυτά τα χρόνια έχω δει το nightlife να αλλάζει σύμφωνα με τις μόδες, αλλά βασικά το όλο ζήτημα έγκειται στους ιδιοκτήτες των μαγαζιών. Αν αυτοί οι άνθρωποι που ανοίγουν ένα μαγαζί έχουν ένα όραμα κι ένα concept για αυτό που θέλουνε να κάνουνε ή αν είναι αρπαχτή. Έχω δει πολλές φορές να ανοίγουνε gay και straight και dance μαγαζιά και να κλείνουνε. Βέβαια, καταλυτικός παράγοντας ήταν και η κρίση. Ο κόσμος το σκέφτεται πολύ το πού θα δώσει τα λεφτά του. Ανάλογα με την αισθητική και την κοσμοθεωρία του θέλει να πάει εκεί αλλά το 5ευρώ, το 10ευρω που θα δώσει θέλει να αξίζει πραγματικά. Οπότε, βλέπουμε να υπάρχει μία διάθεση για μικρότερους χώρους. 

Το gay nightlife πάντως έχει παίξει ρόλο στην απελευθέρωση των gay στην Ελλάδα γιατί έχουν ανοίξει μαγαζιά που έχουν αποτινάξει από πάνω τους τη σφραγίδα του γκέτο. Είναι όμως και χώροι στους οποίους ισχύει το tolerance και μόλις βγεις έξω ο ταξιτζής μπορεί να σου πετάξει και ένα “μωρή αδερφάρα!”. Αυτό είναι θέμα της κοινωνίας γενικά».

Το φλερτ

«Αυτό με το φλερτ είναι το πιο στενάχωρο πράγμα που έχω δει μέσα στα 17 χρόνια που δουλεύω. Και δεν φταίνε οι χώροι, φταίει η τεχνολογία. Αυτό που έχω δει είναι ότι όσο περνάει ο καιρός, τα παιδιά είναι με ένα κινητό στο χέρι. Προτιμούν να βρίσκονται στα απλικέισιονς και στο Facebook και να φλερτάρουν μέσα από εκεί, παρά να σηκώσουν τα μάτια τους και να δούνε ποιος είναι δίπλα τους. Αυτό συμβαίνει και στα straight και στα gay μαγαζιά. Είναι τραγικό, Βλέπεις ότι δεν υπάρχει πλέον η έννοια του φλερτ. Δεν υπάρχει η συζήτηση, το παιχνίδι, το κοίταγμα στα μάτια. Και τα πράγματα, αν θες, έχουνε χάσει το ρομαντισμό τους για μένα».

Την επόμενη φορά που θα βγείτε για χορό, ακούστε τη Φώφη: κλείστε το κινητό, αφεθείτε κι αντικρίστε τον διπλανό σας. Η μουσική θα σας φέρει πιο κοντά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ