Κινηματογραφος

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Γυρίζοντας σελίδα!

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
330518-684095.jpg
Μιχάλης Μπατσούλας / Motionteam

Στη μεταβατική φάση του από την «εποχή Εϊπίδη» σε κείνη των «Ανδρεαδάκη- Ζαλαντό», το φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έδειξε μια χαρά αντανακλαστικά. Η καθιερωμένη «γιορτή της αίθουσας» απέκτησε πιο εξωστρεφή χαρακτήρα  και το στοίχημα του ανοίγματος των διοργανωτών προς την πόλη και τους κατοίκους της, φαίνεται να κερδίζεται με άνεση.

Σε αυτό το 57ο φεστιβάλ όλα ήταν στη θέση τους. Ο καιρός τυπικά φθινοπωρινός (ήλιος τη μέρα, κρύο αεράκι το βράδυ, κάποιες στιγμές συννεφιά και ψιλόβροχο), ουρές έξω από τις αίθουσες, τα στολισμένα με τις αφίσες του φεστιβάλ μαγαζιά της πόλης να σφύζουν από ζωή, πηγαδάκια σινεφίλ εν εξάλλω να επιδίδονται σε έντονες λογομαχίες για τα φιλμ που τους εντυπωσίασαν ή τους εξόργισαν, ερωτευμένα ζευγαράκια να ζουν στο μικρόκοσμο τους απολαμβάνοντας τη θέα του Θερμαϊκού από τα παγκάκια του παλιού λιμανιού. Με μικρότερο μπάτζετ αλλά περισσότερη διάθεση και όρεξη για το κάτι παραπάνω, τα θετικά στοιχεία ήταν περισσότερα από τα αρνητικά και φάνηκαν με το καλημέρα.

Αλλάζοντας το τοπίο στην ομίχλη

Χωρίς φίρμες-σταρ σε ρόλο κράχτη για τα φλας των παπαράτσι και με έμφαση στο καλλιτεχνικό προφίλ μιας διοργάνωσης που έχει το ίματζ του leader της αγοράς των Βαλκανίων, η νέα καλλιτεχνική ομάδα του φεστιβάλ μέτρησε προσεκτικά τις επιλογές της. Κάνοντας βήμα-βήμα τις καινοτόμες παρεμβάσεις της πρόσθεσε τρίτη ελληνική ταινία στο διεθνές διαγωνιστικό (μέχρι τώρα ήταν πάντα δύο), πετυχαίνοντας να καλύψει κάπως το κενό από τη μη ύπαρξη ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος ακόμη κι αν αυτές δεν τους βοήθησαν ιδιαίτερα. Επίσης, χάρισε λόγο για να περιμένουν οι πιο νυκτόβιοι των σινεφίλ το ρολόι να δείξει...μεσάνυχτα και να μπουν στις αίθουσες που φιλοξενούσαν το νέο πρόγραμμα «Round Midnight» και τις λυρικές σπλατεριές των Γιούζμαν, Ρολέν και Μαρίνς. Ακόμη, χάρη στη δημιουργία μόνιμων υποδομών πρόσβασης στους χώρους του φεστιβάλ για άτομα με αναπηρία από το Ίδρυμα Ωνάσης, εφαρμόστηκε στη πράξη το σύνθημα «σινεμά για όλους».

Η ιστορία μάλιστα του φετινού φεστιβάλ θα γράφονταν με αποκλειστικά κινηματογραφικά κριτήρια αν δεν υπήρχε ο απρόβλεπτος παράγοντας... Τραμπ που έκλεψε την περασμένη Τετάρτη την παράσταση από το σινεμά. Μετά από την είδηση της τελικής επικράτησης του γραφικού λαϊκιστή στις αμερικανικές εκλογές, όλοι θυμήθηκαν τα προφητικά λόγια του σκηνοθέτη Άιρα Σακς («είναι μια τρομακτική εποχή για την Αμερική» έλεγε στο Πρώτο Πλάνο, την εφημερίδα του φεστιβάλ) του οποίου η ταινία του «Little men» παίχτηκε στους «Νέους Ορίζοντες» αλλά και του Μάικλ Μουρ που με το γνωστό φλέγμα του δήλωνε στα αμερικανικά κανάλια «ζούμε το δικό μας Brexit- η Αμερική φεύγει από την...Αμερική»!  

Τρεις έλληνες για το Χρυσό Αλέξανδρο

Πριν και πάνω από όλα όμως ένα φεστιβάλ είναι οι ταινίες του. Το επίπεδο των τριών ελληνικών ταινιών που βρέθηκαν απέναντι από τις ξένες στο διεθνές διαγωνιστικό έτυχε συγκρουόμενων απόψεων.  Το έξυπνο, ακραία κωμικό και παιχνιδιάρικο «Άφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου ολοκληρώνει με αυθεντικότητα και αποστροφή προς κάθε δηθενιά και πολιτική ορθότητα τις προθέσεις του. Δεν είναι τυχαίο που καταχειροκροτήθηκε στο κατάμεστο Ολύμπιον το οποίο κάποιες φορές πήγε να γκρεμιστεί από τα γέλια. Η ιστορία του έγκλειστου ζευγαριού των Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου – τα γυρίσματα έγιναν στη βίλα του Νίκου Νικολαϊδη όπου γυρίστηκαν οι περισσότερες ταινίες του και ειδικά «Τα κουρέλια τραγουδούν ακόμη» με την οποία η ταινία του Πάσχου διατηρεί μακρινές συγγένειες-  είναι ένα πρωτότυπο love story, δοσμένο όμως με ανατρεπτικότητα και ακαταμάχητο σεξ απίλ στην προσπάθεια εντοπισμού των αιτιών που οδήγησαν το ζευγάρι στο χωρισμό.

Στο φιλμ αυτό το σουρεαλιστικό, διαδραστικό στοιχείο οργιάζει: σε κάποιες σκηνές ο πρωταγωνιστής Χάρης Φραγκούλης απευθύνεται στο θεατή αλλά και τον κριτικό με απολαυστικές απαξιωτικές ατάκες που εκστομίζει on camera, ήχοι από περαστικά φορτηγά δεν γίνονται να... σβηστούν (ο Φραγκούλης πάλι μιλά απευθείας στο θεατή λέγοντας με ειλικρίνεια κάτι του τύπου «τι να κάνουμε ρε φίλε, δεν έχουμε λεφτά για κάτι τέτοιο») και οι εκμυστηρεύσεις για το αντικείμενο του πόθου του ή οι απορίες του για τον λόγο που τον χώρισε η Μπέζου (εξαιρετικά γήινη και άμεση η ερμηνεία της) σε κάνουν να πεθαίνεις από τα γέλια. Οι άλλες δύο ελληνικές ταινίες του διεθνούς τμήματος, το «Park» της Σοφίας Έξαρχου που έρχεται με φόρα και περγαμηνές από το φεστιβάλ του Τορόντο και η «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη με το σπουδαίο πρωταγωνιστικό δίδυμο των Μάκη Παπαδημητρίου – Γιάννη Στάνκογλου, είναι έργα με τεχνική αρτιότητα, ισχυρές κεντρικές ιδέες και έντιμες προθέσεις αλλά χάνουν έδαφος όσο η ιστορία εξελίσσεται. Το σκηνικό της παρηκμασμένης, βουτηγμένης στο απόλυτο κενό μεταολυμπιακής Ελλάδας της κρίσης, προσφέρει μεν το έδαφος στην Έξαρχου για μια άγρια ιστορία ενηλικίωσης αλλά χωρίς πυξίδα διαφυγής σε πιο στέρεες μυθοπλαστικές φόρμες, ενώ το μεταναστευτικό, κάπως προβλέψιμο, αστικό δράμα του Σακαρίδη ξεκινάει εντυπωσιακά και ζόρικα με ένα θαυμάσιο αφηγηματικά πρώτο αριστοτεχνικό ημίωρο, αλλά στη συνέχεια προδίδεται από τα στερεότυπα και την προσφυγή στο μελόδραμα.

Από τις υπόλοιπες ελληνικές ταινίες που έκαναν πρεμιέρα εδώ και με εξαίρεση το ντοκιμαντέρ του Νικόλα Τριανταφυλλίδη «90 χρόνια ΠΑΟΚ» που ξεφεύγει από τα εύκολα κλισέ του ποδοσφαίρου περί όπιου του λαού και γίνεται αυθεντική κοινωνική μελέτη πάνω στην ιστορία και την προσφυγιά, δύσκολα μπορείς να βρεις κάποια που ξεχωρίζει. Το «Έτερος εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια καταδικάζεται από την εμμονή του σκηνοθέτη να κάνει ένα νουάρ αξιώσεων που θα θυμίζει κλασικά φιλμ του είδους, η «Ιστορία της Πράσινης Γραμμής» του Παννίκου Χρυσάνθου είναι δοσμένη με προφανείς ιδεολογικές αγκυλώσεις, το «Ξα μου» της Κλειούς Φανουράκη ακουλουθεί την λογική ενός τουριστικού σποτ για την Κρήτη, ενώ το «Αγόρι στη Γέφυρα» του Πέτρου Χαραλάμπους έχει υψηλό επίπεδο παραγωγής και χαμηλό σεναριακό ενδιαφέρον παρά την πιασάρικη ιστορία ενηλικίωσης που περιγράφει. Με καλές ιδέες αλλά και αυτογκόλ που τις ακυρώνουν το «Νήμα» του The Boy, ενώ το «Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη» του Κ. Ζάπα είναι απλώς απερίγραπτο (με την κακή έννοια)! Σχετικά καλές επιδόσεις κι από τους έλληνες της διασποράς (ξεχωρίζει το «42 δευτερόλεπτα ευτυχίας» της Χριστίνας Κάλας) ενώ προβλήθηκαν και ταινίες που έχουν ολοκληρώσει ήδη την πορεία τους στις αίθουσες όπως το «Ένας άλλος κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ο «Νοτιάς» του Τάσου Μπουλμέτη, η «Καύση» του Στράτου Τζίτζη, το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου κ.α.

Μέσα από το βλέμμα των ξένων

Από τις ξένες παραγωγές το μενού είχε μεγάλη ποικιλία και περισσότερο ενδιαφέρον. Ταινίες από κάθε γωνιά του πλανήτη παρουσιάστηκαν σε όλα τα τμήματα του φεστιβάλ. Από όσα φιλμ μπορέσαμε να δούμε παρατηρήσαμε μια επιστροφή σε αλλοτινές εποχές με σκοπό την σωστή αποκωδικοποίηση των εργαλείων που οδηγούν στο μέλλον.

Η νοσταλγία αναπόφευκτη μαζί με μια δόση ρομαντισμού (στο θαυμάσιο «Aquarius» του βραζιλιάνου Κ. Φίλιου η σταρ των 80ς Σόνια Μπράγκα παίρνει όλη την ταινία πάνω της), το θέμα του πολέμου και η θέση της γυναίκας απέναντι σε αυτό αντιμετωπίζεται διεξοδικά στο ελληνογαλλικό «Stopover» των αδελφών Κουλέν με τις Αριάν Λαμπέντ και Σοκό να υποδύονται δύο στρατιωτίνες που μετά το τέλος της αποστολής τους στο Αφγανιστάν, παίρνουν τρεις μέρες άδεια για διακοπές στην Κύπρο – τα γυρίσματα έγιναν στη Ρόδο-, ενώ η «Λαίδη Μάκμπεθ», πρώτη ταινία του θεατρικού σκηνοθέτη Ουίλιαμ Ολντρόιντ είναι ένα κομψό δράμα εποχής, καρφωμένο στη βρετανική επαρχία των 60ς που περιγράφει την συναισθηματική δοκιμασία ενός ερωτικού τριγώνου.

Θετικές εντυπώσεις άφησαν και το γιαπωνέζικο «Σπορέας», το αμερικανικό «Σκοτεινή είναι η νύχτα», η γαλλική «Χορεύτρια» της Στεφανί ντι Τζουστό γύρω από την προσωπικότητα της Λόι Φούλερ, η γερμανική «Παράδοξη ευτυχία», το ρωσικό «Πιστός», η συμπαραγωγή Σερβίας- Κροατίας- Βοσνίας «Καλή σύζυγος», το ελβετικό και υποψήφιο για το βραβείο Lux «Εγώ ο Κολοκυθάκης», η βραζιλιάνικη «Γιος σου δεν είμαι» της Άννα Μουλιαέρτ που είχε κάνει πέρυσι το αριστουργηματικό «Δεύτερη μάνα» κλπ.. Όμως όλα τα φλας μονοπώλησε ο...διπλός Τζιμ Τζάρμους με τα «Gimme Danger» και «Πάτερσον» που θα βγουν σύντομα στις ελληνικές αίθουσες.   

Καλές οι ταινίες, τα πάρτυ, οι παράλληλες εκδηλώσεις και τα after γενικώς, όμως τα σπουδαία φεστιβάλ ξεχωρίζουν τόσο για τις απρόβλεπτες εξελίξεις (είναι η δεύτερη φορά στην ιστορία του θεσμού που άλλος υπουργός πολιτισμού κηρύσσει την έναρξη του φεστιβάλ κι άλλος βρίσκεται στην τελετή λήξης του: ότι συνέβη φέτος με Μπαλτά και Κονιόρδου είχε συμβεί και το 2000 με Πάγκαλο και Βενιζέλο αντίστοιχα) όσο και για την...ανθρωπιά τους. Το ανθρώπινο στοιχείο είναι εκείνο που δίνει τη διαφορετική ματιά, το απρόβλεπτο σημείο, την πινελιά της έκπληξης. Μπορεί όπως είπαμε ήδη τα μεγάλα ονόματα να απουσίασαν φέτος αλλά υπήρξαν οι ατάκες που έγραψαν στο θυμικό του θεατή. Σαν εκείνη του σκηνοθέτη Γιάννη Κορρέ που δήλωσε πως το φιλμ του «Όντως φιλιούνται;» γυρίστηκε με «ό,τι υπήρχε στον τραπεζικό μου λογαριασμό».

Αντιφατικές εντυπώσεις άφησε η παρουσία του 52χρονου τούρκου Ζεκί Ντεμιρκουμπούζ (πραγματοποιήθηκε πλήρης ρετροσπεκτίβα του έργου του) που περιέγραψε τη σημερινή κατάσταση στην Τουρκία με τις μαζικές διώξεις και φυλακίσεις καλλιτεχνών, διανοούμενων και δημοσιογράφων με τα εξής λόγια:  «Δεν γνωρίζω την κατάσταση καλά, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν προβλήματα για να συζητιέται».

Αντίθετα εκείνος που μάγεψε το κοινό ήταν ο 80χρονος σπουδαίος ιταλός διευθυντής φωτογραφίας Λουτσιάνο Τόβολι. Στο masterclass που παρέδωσε, μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στο θρυλικό μονοπλάνο του φινάλε στο «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του Αντονιόνι αφηγούμενος μια άγνωστη ιστορία: “Ο Αντονιόνι μου έλεγε ότι ήθελε σε αυτό το τελικό πλάνο να περάσουμε από μία υποκειμενική σε μία αντικειμενική θεώρηση. Για μένα, που δεν είμαι τόσο φιλόσοφος, το θέμα μου φαινόταν περίεργο. Για τα γυρίσματα επιστρατεύσαμε μία σφαίρα μέσα στην οποία έμπαινε η κάμερα και την οποία είχαν επινοήσει δύο Καναδοί πιλότοι, τεράστια γυροσκόπια κι έναν γερανό 40 μέτρων που μας τον έφεραν από τη Μαδρίτη. Γυρίζαμε αυτό το πλάνο επί μία ολόκληρη εβδομάδα, η κάμερα σχεδόν χάλασε, ένα καλώδιο έπεσε στη μέση του πλάνου, επειδή δεν έβαλε αρκετό σελοτέιπ ο βοηθός κι επιπλέον χάλασαν τα γυροσκόπια, ενώ επίσης φυσούσε αέρας που μας εμπόδιζε και ο παραγωγός Κάρλο Πόντι μας έβρισε γιατί καθυστερούσαμε, αποκαλώντας ‘τρελό’ τον Αντονιόνι. Όμως τελικά το πλάνο γυρίστηκε κι έφτασε να αποτελεί αντικείμενο μελέτης στις σχολές κινηματογράφου. Κάναμε μία εβδομάδα για ένα πλάνο. Καταλαβαίνετε ότι χρειάζεται χρόνος, αυτό είναι το σημείο – κλειδί».

Το βράδυ της Κυριακής 13 Νοεμβρίου πέφτει η αυλαία του 57ου φεστιβάλ με την απονομή των βραβείων και την τελετή λήξης στο Ολύμπιον. Ήταν ένα φεστιβάλ που κύλησε ...αναίμακτα, χωρίς αρνητικές εκπλήξεις ή ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι γεγονός πως η καλή διάθεση και το μεράκι του προσωπικού του φεστιβάλ (από τους υπαλλήλους στο γραφείο Τύπου έως τους ανθρώπους στα εκδοτήρια εισιτηρίων), ήταν χρήσιμοι παράγοντες ώστε να γίνει ομαλά και χωρίς κραδασμού η μετάβαση στην «νέα εποχή». Όσον αφορά τους υπεύθυνους του προγραμματισμού ταινιών πατώντας σε δοκιμασμένες συνταγές των παλιών διοικήσεων και προσθέτοντας το δικό τους στίγμα, ευτύχησαν να παρουσιάσουν ένα άρτιο πρόγραμμα ταινιών με ταυτότητα και άποψη. Μπορεί να μην ξετρελαθήκαμε με αρκετά από αυτά αλλά δεν νιώσαμε ότι χάσαμε την ώρα μας παρακολουθώντας τα. Ήταν ένα πρόγραμμα που χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ενστάσεις γύρω από την αξία της πλειονότητας των περισσότερων ταινιών, πέτυχε τον πρωταρχικό σκοπό του: να εγείρει κουβέντες και να φέρει σε επαφή ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και γλώσσας. Δεν είναι και λίγο αυτό.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ