Βιβλιο

Τέσσερα νέα ποιητικά βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν

Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού, Κωνσταντίνος Μακρής, Πάνος Μαυρομμάτης και Αναστασία Β. Μήτσου για τη συγγραφική τους εμπειρία

32014-72458.jpg
A.V. Guest
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αναστασία Β. Μήτσου, Κωνσταντίνος Μακρής, Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού, Πάνος Μαυρομμάτης
Αναστασία Β. Μήτσου, Κωνσταντίνος Μακρής, Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού, Πάνος Μαυρομμάτης

Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού, Κωνσταντίνος Μακρής, Πάνος Μαυρομμάτης, Αναστασία Β. Μήτσου μιλούν στην ATHENS VOICE για τα νέα τους βιβλία από τις εκδόσεις Βακχικόν

Του Γιάννη Παπαδόπουλου


Τέσσερις ποιητικές φωνές κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Βακχικόν το τελευταίο διάστημα: τη Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού («Πολύ»), τον Κωνσταντίνο Μακρή («Πεντάδρομος»), τον Πάνο Μαυρομμάτη («Τα λαχνίσματα») και την Αναστασία Β. Μήτσου («Μπαλάντα της βροχής»). Ας τους γνωρίσουμε.

Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού: Ξεκίνησε ως περιέργεια. Οτιδήποτε μου κινούσε το ενδιαφέρον, μου προκαλούσε μια κάποια έμπνευση. Πλέον όμως υποθέτω πως είναι η διέξοδός μου, ώστε να μην πνιγώ από τα συναισθήματα. Δίνει μια ελπίδα το γράψιμο.

Κωνσταντίνος Μακρής: Μια οργανική ανάγκη.

Πάνος Μαυρομμάτης: Η καθημερινότητα που εμπλουτίζεται διαρκώς από μικρές και μεγάλες στιγμές, από μεγαλειώδεις και ανυπόστατες εικόνες, σε συνδυασμό με το αναπάντεχο και το επιθυμητό προβλέψιμο, η γλυκιά οικειότητα της συντροφικότητας με τις αμέτρητες εκπλήξεις, η εναρμόνιση της διαρκούς αναζήτησης και η προσπάθεια θέσπιση νέων ορίων, σαν ένα είδος που εξελισσόμαστε, προσαρμοζόμαστε και πάντοτε αφουγκραζόμαστε.

Αναστασία Μήτσου: Είναι ένα ερώτημα που, ανάλογα με τη μορφή τέχνης που υπηρετεί κάποιος, τίθεται επανειλημμένα: «τι σας ωθεί να ζωγραφίζετε, να... χορεύετε, να υπηρετείτε τη μουσική...», σ’ αυτόν όμως που «γράφει», τίθεται πιο επίμονα. Η «εσωτερική ανάγκη έκφρασης» είναι η πιο συνηθισμένη απάντηση. Προσωπικά, δεν μπορώ να προσδιορίσω μόνο με μια φράση τι ακριβώς είναι αυτό που με ωθεί να γράφω, και θαρρώ, όχι μόνο εμένα αλλά και τον κάθε δημιουργό. Δεν ξέρω αν είναι απλά η εσωτερική ανάγκη έκφρασης ή η δίψα μιας φλέβας που αποζητάει την πηγή των Λέξεων για να ξεδιψάσει, ή ακόμη, αν ένα εσωτερικό πρόταγμα ενάντια στη φθορά και στο φόβο του θανάτου... Το μόνο που μπορώ να πω για μένα είναι ότι μια βαθιά ψυχή, πιο βαθιά από αυτή που μου χάρισε πνοή, πνεύμα κι αισθήσεις, νιώθω να θέλει να αδράξει με λέξεις την ομορφιά και την αλήθεια της ζωής και του κόσμου, γυμνές από ιριδισμούς και αντανακλάσεις. Είναι μια ανάγκη έκφρασης που φαίνεται να την ελευθερώνει η έμπνευση κάποιας στιγμής, όμως..., αυτή η «κάποια στιγμή» προοικονομείται από μια προϋπάρχουσα ασίγαστη αγρύπνια, μια βαθιά αγωνία μου που την ανατροφοδοτεί η ευαισθησία απέναντι στη ζωή, στο θάνατο, στον έρωτα, στη φθορά και στο άγνωστο. Ίσως, λοιπόν, υπ’ αυτή την έννοια, και η έμπνευση να μην είναι «κεραυνός εν αιθρία» ή μια αναπάντεχη «φώτιση», αλλά μια φωτεινή έκφανση του μυαλού που προοιωνίζονται ανεπαίσθητες εσωτερικές διεργασίες...

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς είναι να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;

Μαρία Πηνελόπη Σταυριανού, «Πολύ», εκδόσεις Βακχικόν
ΜΠΣ: Νομίζω ότι έχει ξεπεράσει το εύκολο ή δύσκολο. Πλέον είναι κάτι πηγαίο.

ΚΜ: Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ούτε δύσκολο, ούτε εύκολο μου είναι. Απλώς βγαίνει. Δεν μιλώ για το φινίρισμα, για την πρώτη γραφή μιλώ.

ΠΜ: Η συγγραφή, καθώς και η αποτύπωση δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Μάλλον είναι περισσότερο μια παρόρμηση στιγμιαία. Πηγάζει τυχαία, αναβλύζει. Πρόκειται για ένα είδος αυτανάφλεξης, που δεσποτικά με ωθεί στην καταγραφή μια φράσης, μια εικόνας, ενός πολύστιχου συναισθήματος. Δεν τίθεται εάν είναι εύκολο ή δύσκολο γιατί δεν εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα. Δεν έχει κάποια προφανή κατάληξη γιατί ελίσσεται, ούτε αποτελεί κάποιο σπονδυλωτό σχέδιο, αλλά πιότερο μια ανάγκη έκφρασης μιας εσωτερικής καταιγίδας. Τυχαία η έμπνευση, ακόμα πιο τυχαία η μαρτυρία της.

ΑΜ: Ενώ τα πρώτα ποιήματα −τα πρωτόλεια, ας πούμε− τα έγραψα εύκολα, προφανώς κάτω από συναισθηματική φόρτιση, σε μικρή ηλικία (δώδεκα χρονών έγραψα το πρώτο ποίημα, με ακροστιχίδα και ρίμα), τους επόμενους χρόνους και μέχρι σήμερα, όταν πια η ανάγκη έκφρασης άρχισε να γίνεται πιο επιτακτική, δεν γράφω εύκολα. Εννοώ ότι, ναι μεν έρχεται η έμπνευση −χωρίς αυτή τίποτε δεν ξεκινάει να δημιουργείται− όμως μέχρι να δώσω ολοκληρωμένη μορφή στο πρόταγμα της έμπνευσης μοχθώ, εκτός λίγων περιπτώσεων που κάποια ποιήματα λες και σου κάνουν τη χάρη να μην κουραστείς. Αυτό αρκετές φορές με έκανε να θέτω τον εαυτό μου εν αμφιβολία: μήπως δεν με θέλει η ποίηση; Να όμως που δεν έφευγα από την πηγή της... Αυτή η βάσανος λοιπόν δεν με πρόδωσε ποτέ. Όταν δε, κατά καιρούς, διάβασα «Τον πρώτο στίχο τον δίνει ο Θεός./ Τους άλλους τους δημιουργεί ο μόχθος» του Πωλ Βαλερύ, ή το « Η Μούσα της ποίησης/...../ πιο σκληρά από πυρετό σε φθείρει/...../ Είναι το στράγγισμα των αϋπνιών/ είναι το κερί των κυρτών καυτρών/ είναι εκατοντάδων λευκών καμπανών/ το πρώτο χτύπημα του πρωινού...../ ή του δικού μας Ντίνου Χριστιανόπουλου το: « Υπάρχει μεγαλύτερη κούραση από την Ποίηση;» της Άννας Αχμάτοβα, αναλογίστηκα: αν τόσοι μεγάλοι της ποίησης ομολογούν αυτή τους την αλήθεια, τότε τι να πω εγώ η ασήμαντη που δεν ξέρω ακόμη αν ό,τι γράφω το θέλει η ποίηση, υπηρετεί εν πάσει περιπτώσει τη γνήσια ποίηση.

Ποιες είναι οι επιρροές σας;

ΜΠΣ: Σε αρκετά γραπτά μου έχω επηρεαστεί από αγαπημένους μου, όπως Τ. Μπουκόφσκι, Τ. Λειβαδίτης, Ν. Χριστιανόπουλος, Κ. Γώγου, Κ. Καβάφης κ.ά. Παρ' όλα αυτά με τον καιρό άρχισα να αποτυπώνω πολλά ποιήματά μου με μια δική μου, προσωπική αισθητική.

ΚΜ: Πολλές και ποικίλες. Χωνεμένες, πιστεύω.

ΠΜ: Θα έλεγα τόσο η ελληνική όσο και η ξένη λογοτεχνία, σίγουρα η μουσική, μα πάνω από όλα ο άνθρωπος και η συναισθηματική φόρτιση που πηγάζει μέσω αυτών.

ΑΜ: Οι επιρροές είναι αναπόφευκτες για όλους μας, μόνο που αυτές ασκούνται ανεπαίσθητα από τα πρώτα χρόνια. Ομολογώ, βέβαια, πως ως παιδί αγροτικής οικογένειας δεν είχα πρόσβαση σε βιβλιοθήκη, σε ποιητικά βιβλία, γιατί απλά δεν υπήρχε βιβλιοθήκη στο σπίτι. Μόνο τα σχολικά αναγνώσματα. Στα ύστερα εφηβικά και φοιτητικά άρχισα να δανείζομαι από βιβλιοθήκες. Στα φοιτητικά, βέβαια, λόγω σπουδών, αποθέσαν στην ψυχή μου το μέλι τους οι Κάλβος, Σολωμός (ένα ολόκληρο εξάμηνο αναλύαμε τους Ελεύθερους Πολιορκημένους), το αρχαίο δράμα, η αρχαία λυρική ποίηση... Έξω από τις πανεπιστημιακές αίθουσες: Ελύτης, Σεφέρης, Καβάφης, Αναγνωστάκης και σε στιγμές ανάτασης (μιας και τα φοιτητικά χρόνια συμπίπτουν με τα χρόνια της μεταπολίτευσης), Ναζίμ Χικμέτ, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, κι εκείνος ο ξεχωριστός πορτογάλος Φερνάντο Πεσσόα, ο μάγος της φαντασίας που με μπόλιασε με το τολμηρό μπόλι της. Μετά, σε όλα τα επαγγελματικά μου χρόνια, λόγω ειδικότητας, κράτησα αδιάλειπτη επαφή με την ελληνική ποίηση όλων των σχολών και όλων των ρευμάτων. Από τους ξένους λάτρεψα στην πορεία την Έμιλι Ντίκινσον, τον Οκτάβιο Πας, τον Σέιμους Χήνυ, την Σ. Σιμπόρσκα, κι όλο ανατρέχω στον Γουίτμαν. Ανεξάντλητη η γοητεία του... Και τόσων άλλων, βέβαια, που ο χώρος και ο χρόνος εμποδίζει την αναφορά στο όνομά τους. Δεν ξέρω λοιπόν αν κάτι μέσα από όλα αυτά τα διαβάσματα, ανεπαίσθητα, με επηρέασε σε κάτι. Αυτό θα το κρίνουν άλλοι, οι ειδικοί. Για κείνο που είμαι σίγουρη, και το νιώθω, είναι η καταλυτική επίδραση της Φύσης, αφού από μικρό παιδί εξοικειώθηκα με την άλλοτε άγρια κι άλλοτε ήμερη ομορφιά της, τους ψιθύρους της, αλλά και τους πόνους της, τα τερτίπια της. Το ζητούμενο πάντως είναι να βρει ο καθένας μας τον δικό του τρόπο έκφρασης και, αν είναι και ευλογημένος από την τύχη, να ανοίξει νέους δρόμους στους λειμώνες της Ποίησης.

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;

ΜΠΣ: Τα έργα μου είναι εμπνευσμένα από τον άνθρωπο και τα συναισθήματα που βιώνει, οπότε θα έλεγα ότι υπάρχει ποικιλία στη θεματολογία από άκρως ερωτικά ως αυστηρά κοινωνικά.

Κωνσταντίνος Μακρής, «Πεντάδρομος», εκδόσεις Βακχικόν
ΚΜ: Ο σύγχρονος, ο δικός μας κόσμος. Ο κατακερματισμένος. Μάλλον συγκολλητής πρέπει να δηλώσω (!).

ΠΜ: Οι προσωπικές και βιωματικές μου στιγμές, ένα είδος ζωντανής αυτοβιογραφίας.

ΑΜ: Θεωρώ ότι από καμία συλλογή δεν λείπει ο άνθρωπος, είτε ως εγκλωβισμένος στις παγίδες που στήνονται γύρω του από το «δίκαιο του ισχυρού», την αδικία, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, είτε ως τρυφερός οραματιστής κι επαναστάτης, ως τολμηρός ονειροπόλος του οποίου όμως η θυσία, φροντίζουν άλλοι να εξασθενεί και σιγά σιγά να σβήνει από της μνήμης το κάδρο. Η έννοια της θυσίας ως πράξη αντίστασης της ψυχής και της σκέψης στον κατακερματισμό, στην τραυματισμένη ομορφιά της ζωής, στον φόβο, έχει σημαντική θέση στο συνολικό μου έργο. Με αφορμή όλα αυτά, κυρίαρχοι είναι και οι στοχασμοί πάνω στα διαχρονικά θέματα της ποίησης που είναι: η Ζωή, ο Θάνατος, ο Έρωτας, η Αλήθεια και πάντα η Φύση (το ανέφερα και πριν) η οποία με τις συμβολικές ερμηνείες της υποβάλλει, αριστοτεχνικά και χωρίς διδακτισμούς, μηνύματα και προβληματισμούς.

Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

ΜΠΣ: Το πρώτο μου βιβλίο είναι μια προσωπική δουλειά μου, βιωματικό θα έλεγα, ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων. Κατακλυσμένο από ατέρμονη αγάπη, υποταγή και πόνο.

ΚΜ: Ο Πεντάδρομος, είναι ανθολόγηση ποιημάτων μιας εικοσαετίας. Εκφράζει την πολυπλοκότητα της ζωής και, μέσω της ωσμώσεώς τους, τα ποιήματα συναρτούν ένα ενιαίο σύνολο, συμπαγές, ασφαλτοστρωμένο.

Πάνος Μαυρομμάτης, «Τα λαχνίσματα», εκδόσεις Βακχικόν
ΠΜ: Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω της Εκδόσεις Βακχικόν, που με εμπιστευτήκαν για δεύτερη φορά. Χωρίς την πολύτιμη συμβολή τους, δεν θα είχε ολοκληρωθεί τίποτα από όλα αυτά. «Τα Λαχνίσματα» είναι η δεύτερη ποιητική μου συλλογή, μια άτυπη συνέχεια από τις «Μικρές Απολογίες». Πραγματεύεται, πηγάζει και εμπνέεται από την καθημερινότητά μας, με αλληγορικά ταξίδια μέσα στον κόσμο των συναισθημάτων μας, που πολλές φορές συνοδεύονται από αμφίδρομες χρονικές διαδρομές, που εδραιώνονται από παραστάσεις καθημερινότητας, στοιχειοθετούνται από τα αναγνώσματά μας και ενηλικιώνονται από την ίδια τη ζωή. Πρόκειται για ένα καθρέφτισμα, μια αντανάκλαση, ένα λίκνισμα, μια αχτίδα που όλοι έχουμε βιώσει και αντιληφθεί, που προσπαθεί άδολα να τρυπώσει.

ΑΜ: Η «μπαλάντα της βροχής», με τα ποιήματά της ή τις ευρύτερες ποιητικές συνθέσεις, περιέρχεται τον σημερινό πληγωμένο κόσμο, ωθεί την αφή των λέξεων επί τον τύπο των ήλων που προκαλούν τις πληγές, και με τον, άλλοτε συμβολικό, άλλοτε υπαινικτικό κι άλλοτε ρεαλιστικό τρόπο, κατονομάζει τις αιτίες: ακήρυχτοι και κηρυγμένοι πόλεμοι, ξεριζωμός, επιλεκτική μνήμη, επιλεκτική ελεημοσύνη, επιλεκτικός ρατσισμός, θάνατος και αίμα αθώων, αναγκεμένη υποταγή, απληστία. Ο υποβολέας όμως των λέξεων δεν προσπερνάει τα σημαίνοντα την ελπίδα, το φως: μια «μπαλάντα βροχής», με τη νοσταλγία της, την τρυφεράδα της, την καθαρότητα των σταγόνων της, τη διακριτική ορμή των μουσικών φθόγγων της, μπορεί να ξεδιψάσει ακόμη και την πέτρα, να την κάνει ν’ ανθίσει, να φωτίσει την ομορφιά τού έτσι κι αλλιώς τραγικού κόσμου, να ξαναζωντανέψει τα χρώματα στο κάδρο της εξασθενημένης μνήμης τόσων και τόσων θυσιών.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

ΜΠΣ: Κάποια πράγματα ίσως και να γίνεσαι. Όσον αφορά την ποίηση όμως, νομίζω εκείνη σε γεννάει.

ΚΜ: Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Σαν τέτοια μού φαίνεται η ερώτηση.

ΠΜ: Δεν ξέρω τι να απαντήσω… Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι ο χαρακτηρισμός «συγγραφέας» στο μυαλό μου φαντάζει πολύ βαρύς και ιερός, όταν για μένα «συγγράφεις» αποτελούν όλα αυτά τα ιερά τέρατα που έχουν γράψει και μεγαλουργήσει. Οπότε δεν πιστεύω ότι είναι δίκαιο να μου αποδίδεται ένα τέτοιος τίτλος. Όσο για το εάν γεννιέσαι ή γίνεσαι, παρόλο που είναι πιστεύω μου ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορώ να το τεκμηριώσω. Ίσως αποτελεί μια χρυσή τομή των δύο.

Αναστασία Β. Μήτσου, «Μπαλάντα της βροχής», εκδόσεις Βακχικόν
ΑΜ: Δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να γίνει συγγραφέας αν η φύση δεν προνοήσει γι’ αυτό. Ποτέ, από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε ως έννοια και ως χάρισμα η λέξη «ταλέντο». Και αυτό, βέβαια, αφορά όλες τις μορφές τέχνης. Όσον αφορά δε στο λογοτεχνικό ταλέντο, θεωρώ ότι μπορεί κάποιος με μελέτη και σπουδές να εξελιχθεί σε εξαιρετικό δεξιοτέχνη του λόγου, χωρίς ταλέντο όμως δεν μπορεί να γίνει συγγραφέας, αν βέβαια με τη λέξη αυτή εννοείτε τον διηγηματογράφο, τον μυθιστοριογράφο, τον ποιητή, τον θεατρικό συγγραφέα. Εκείνο όμως που θα επαναλάβω είναι το ότι και το ταλέντο και η έμπνευση, από μόνα τους δεν αρκούν γι’ αυτή την ανάδειξη, απαιτείται σκληρή εργασία και θυσίες.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας, τι θα ήταν αυτό;

ΜΠΣ: Ακούγεται αρκετά απόλυτη και αμετάβλητη ερώτηση. Είναι μια σκέψη που δεν βρίσκω τρόπο να ολοκληρώσω με ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα των συνεπειών οποιασδήποτε αλλαγής.

ΚΜ: Θα καταργούσα την απρέπεια της ευπρέπειας του λόγου.

ΠΜ: Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο κλασικό βιβλίο, να μην παρασυρόμαστε από αυτούς τους έντονους απρόσωπους ηλεκτρονικούς ρυθμούς. Να αφήσουμε να γευτούμε ένα βιβλίο κρατώντας το, μυρίζοντάς το, και να αφουγκραστούμε τις σελίδες τους. Να μας ταξιδέψει και να το ταξιδέψουμε.

ΑΜ: Τι μπορεί, τάχα, να αλλάξει κάποιος απλός άνθρωπος στον τομέα της λογοτεχνίας; Σέβομαι του καθενός την προσπάθεια, όπως θέλω να σέβονται και τη δική μου. Όλοι πρέπει να αφηνόμαστε στην κρίση εκείνων που γνωρίζουν από τέχνη (στους αμερόληπτους και αποστασιοποιημένους από σκοπιμότητες κριτικούς), και βέβαια στον μυημένο αναγνώστη του οποίου η ιερή σιωπηλή προσήλωση στη φωνή μας είναι ο καλύτερος κριτής. Αν ήταν στο χέρι μου να αλλάξω κάτι, αυτό αφορά την εμπορευματοποίηση του λογοτεχνικού βιβλίου, τη διαφήμιση και λίστα που προτάσσει τα «ευπώλητα», αδικώντας έτσι βιβλία εξαιρετικής λογοτεχνικής αξίας και δημιουργώντας «ρεύμα» προς κάποιες κατευθύνσεις. Θεωρώ επίσης ότι υπάρχουν σε συρτάρια αριστουργήματα λογοτεχνίας, τα οποία όμως, λόγω οικονομικών δυσκολιών του δημιουργού τους, θάβονται στην αφάνεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μόνο μια οργανωμένη από την πολιτεία μέριμνα αποκαθιστά τα πράγματα, δίνει λύσεις. Αυτό μου δίνει πάσα να αναφερθώ στη θέση της λογοτεχνίας στον πολιτισμό μας, στην κοινωνικοπολιτική ζωή μας. Θεωρώ ότι από άποψη κρατικής μέριμνας κι ενδιαφέροντος για όλους τους δημιουργούς, η λογοτεχνία (όπως και όλη η Τέχνη γενικότερα) είναι παραγκωνισμένη. Διάβασα κάποια στιγμή ότι σε κάποιο κράτος (της Ασίας θαρρώ), υπάρχει Ναός της Λογοτεχνίας! Για φαντάσου! Κι εδώ όπου γεννήθηκε το Δράμα, άνθησε η Ποίηση σε όλα της τα είδη και προσφέρθηκε σε όλους τους λαούς ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, να μην υπάρχει ένα Σύμβολο - Σημείο αναφοράς για όλους όσοι υπηρετούν τη Λογοτεχνία, ανεξάρτητα από διακρίσεις, βραβεύσεις, αναγνώριση και κατάταξη, ή την αποζητούν ως νάμα για τη δίψα τους. Μπορεί όλοι οι συγγραφείς να χωρούν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ένα Σύμβολο - Σημείο αναφοράς όμως θα κρατούσε αδιάλειπτα ζωντανά την ελκτική δύναμη της Λογοτεχνίας και το μυστήριό της, θα ήταν ένας άσβεστος φάρος για να γαληνεύει ψυχές κουρασμένων, να χαρίζει βάλσαμο σε ναυαγούς της ζωής, ή ν’ ανοίγει δρόμους σε ανήσυχους και ονειροπόλους. Αυτό, μόνο αυτό, όλα τ’ άλλα φαντάζουν πολυτέλεια...

Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

ΜΠΣ: Έχω αρκετούς μελλοντικούς στόχους.

KM: Φυσικά. Ουκ ολίγα.

ΠΜ: Αν με ρωτάτε εάν γράφω κάτι ή εάν έχω κάτι όπως λένε στα «σκαριά», δεν είμαι σε θέση να σας το πω. Σίγουρα οι αφορμές υπάρχουν, άλλωστε η καθημερινότητα καραδοκεί. Σίγουρα συνεχίζω και γράφω, εάν θα πάρει μορφή «βιβλίου», ο χρόνος θα το δείξει.

ΑΜ: Επειδή η ποίηση είναι πρωτίστως θέμα έμπνευσης και δημιουργικού οίστρου, κάτι το οποίο δεν σου κάνει τη χάρη «όταν εσύ θέλεις», δεν κάνω συγγραφικά σχέδια. Αυτό μπορεί να αφορά περισσότερο τον μυθιστοριογράφο ή τον θεατρικό συγγραφέα. Τα ποιήματα δεν «προ - σχεδιάζονται». Το ότι, βέβαια, υπάρχει κάποια ιδέα, κάποιο θέμα πάνω στο οποίο θα ήθελα κάποια στιγμή η έμπνευση να μου χαρίσει τους πρώτους στίχους, δεν το αρνούμαι. Υπάρχει όμως υλικό (ποιήματα για συλλογή σχετικά με την ποίηση, τον ποιητή, τον έρωτα) σχεδόν έτοιμο από καιρό, που έχει βγει απ’ το συρτάρι για μια νέα ματιά και προσέγγιση. Ελπίζω να συνεχιστεί η συνεργασία μας και κάποια στιγμή να «εκτεθεί» στο φως.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ