Πολιτισμος

Η Αθήνα στο πιάτο

«Εντάξει, δεν είναι σπουδαίο το ξενοδοχείο, αλλά τουλάχιστον δεν έχει κροκόδειλους»

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 410
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
28348-62664.jpg

● ● Ήρθε ο Ιταλός να μας δει, σε αυτές τις κλασικές διακοπές στο-τέλος-του-Σεπτέμβρη-που-είναι-οι-καλύτερες.

● ● ● Είχε φαγωθεί, άι μις Γκρέτσια και άι μις λε ίζολε, του έλειψαν τα νησιά και η ελληνική κουζίνα. Στην Μπολόνια ξημεροβραδιάζεται στο «Steki» και τρώει γύρους και τζατζίκια μουγκρίζοντας από ευχαρίστηση. Όταν του είχαμε μάθει πώς τρώγεται το πιτόγυρο με απ’ όλα, ότι γίνεσαι χάλια δηλαδή, σου τρέχουν τα ζουμιά και η μούρη σου μοιάζει με του Τζόκερ με το πασαλειμμένο χαμόγελο, why so serious, είχε ενθουσιαστεί. Βούταγε με το κεφάλι.

● ● ● «Μάμα μία, γκύρος».

● ● ● Τον Ρ. τον χρησιμοποιούμε για να τονώνεται το ηθικό μας. Είναι τόσο καλός που νομίζουμε ότι τον εκμεταλλευόμαστε, ότι κάτι μάλλον του δείχνουμε λάθος σε αυτήν τη φιλοξενία. Δεν είναι δυνατό να είναι αλήθεια, του αρέσουν όλα. Αγαπάει τα πάντα στην Ελλάδα, η Αθήνα του φαίνεται το πιο συναρπαστικό μέρος για βόλτες.

● ● ● Όχι και για να ζει, βέβαια. Αν και ερωτεύεται εύκολα. Αν του πετάξεις ένα ζεστό, καλομαγειρεμένο πιάτο ντελ’αμόρε α λα γκρέκα στο τραπέζι, μπορεί να φέρει όλα του τα γκάτζετ και να μετακομίσει όπου είναι ο έρωτάς του. Ο Ρ. είναι από τους ανθρώπους που ταξιδεύουν για αγάπη και τέχνη. Και για φαγητό, που τα συνδυάζει και τα δύο.

● ● ● Αυτή τη φορά αποφάσισε να μείνει σε ξενοδοχείο του Μεταξουργείου, του φάνηκε βολικό για το μετρό – αν και στην αρχή ήθελε «κάποιο μπουτίκ οτέλ στην Ομόνοια». Κάπου είχε ακούσει για το Fashion House Hotel. «Πάει αυτό, α κιούζο, καλέ μου. Φαλιμέντο.» Έτσι αρχίσαμε την ξενάγηση: με τα φαλιμέντα.

● ● ● Παρόλα αυτά, ο Ρ. έβλεπε την καλή πλευρά των πραγμάτων. «Nα, γκουάρντα, αυτή είναι η Ομόνοια. Ξέρεις παλιά τι ωραία που ήταν το Σαββατόβραδο με τις εφημερίδες;» (Πόσο κλισέ κι εμείς.) «Εντάξει, δεν είναι τόσο χάλια η Αθήνα» μας έλεγε. «Έχει κόσμο στους δρόμους. Έτσι όπως μου τα λέγατε νόμιζα ότι θα είναι σαν την Καμπούλ».

● ● ● Αυτά που λέει κάποιος όταν πάει διακοπές σε ένα παράξενο, εξωτικό μέρος: «Εντάξει, δεν είναι σπουδαίο το ξενοδοχείο αλλά τουλάχιστον είναι καθαρό». «Εντάξει, δεν είναι σπουδαίο το ξενοδοχείο, αλλά τουλάχιστον έχει ρουφ-γκάρντεν και φαίνεται η Ακρόπολη». «Εντάξει, δεν είναι σπουδαίο το ξενοδοχείο, αλλά τουλάχιστον δεν έχει κροκόδειλους».

● ● ● Απίστευτο, πόσο τους μαγεύει η Ακρόπολη. Την αντικρίζουν και γαληνεύει το βλέμμα τους. Μοιάζει να απλώνει μία θελκτική αχλή πάνω από την πόλη, που την κάνει να δείχνει περίεργα όμορφη. Ένα φίλτρο της ιδανικής χρονολογίας.

● ● ● Το πρώτο πρωί ανέβηκε μόνος του από τα χαράματα στην Ακρόπολη. Του είπαμε «Νωρίς να πας, καπίς; Μη σε πιάσει η ζέστη και κλατάρε». Όλο το πρωινό μας έστελνε φωτογραφίες και θαυμαστικά στο whatsapp και, η αλήθεια είναι, από ψηλά και σε φωτογραφία, η Αθήνα φαίνεται συμπαθητική. Κάπως λευκή και ήσυχη, ξαπλωμένη και χαλαρή, τεράστια, κουρασμένη, αποκαμωμένη αλλά στέρεα. Αθήνα με ζάναξ.

● ● ● Ακόμα και με το café στο Μουσείο της Ακρόπολης ενθουσιάστηκε ο Ιταλός. Πήρε φραπέ, τον βρήκε φτηνό σε σχέση με τα άλλα café γνωστής αλυσίδας, εκτίμησε πολύ το ότι το σέρβις ήταν ευγενέστατο και του έφερε μαζί με τον καφέ και μπισκοτίνο. Τα πλούτη δε φέρνουν την ευτυχία, έτσι του λέγαμε και σχεδόν το είχαμε πιστέψει.

● ● ● Και μετά έπεσε ξερός, όπως κάθε ξένος άνθρωπος που ζει πρώτη μέρα τη ζέστη του αθηναϊκού γαϊδουροκαλόκαιρου. Κοιμόταν όλο το απόγευμα. Η σιέστα είναι μία ευγενική επιβολή του ελληνικού τρόπου διακοπών. Βέβαια, έπαιξε ρόλο ότι μετά την Ακρόπολη πέρασε και από τον Σάββα στο Μοναστηράκι και έζησε την κορύφωση του κεμπάπ. Την προηγούμενη φορά που μας είχε επισκεφθεί, μας έκανε την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου απαντήσεων: ζήτησε να μάθε τη διαφορά ανάμεσα στο γύρο με το κεμπάπ, με το ντονέρ, με το σουβλάκι, με το πίτα, με το απόλα, με το καλαμάκι και τις παραλλαγές. Περάσαμε μια νύχτα απόλυτης ασυνεννοησίας.

● ● ● «Αυτή τη φορά θα τον πάμε να φάει αρχαία ελληνική κουζίνα», καταστρώσαμε σχέδιο ξενάγησης. Το «Αρχαίων Γεύσεις» στο Μεταξουργείο, είναι μία ασφαλής επιλογή αν έχεις ξένο άνθρωπο και θέλεις να μιλήσετε για το παρελθόν και όχι για το παρόν της Αθήνας. Είναι ένα εστιατόριο με αναμμένες δάδες στην είσοδο, πέτρινους τοίχους με ξύλινα ταβάνια, παλιότερα οι άνθρωποι του σέρβις και οι οινοχόοι ήταν ντυμένοι με χιτώνες, και τώρα ακόμα μέχρι και αυλητρίδες μπορείς να έχεις –αν κλείσεις με μεγάλη παρέα την αίθουσα των συμποσίων. Σε ντύνουνε με ρόμπες, σε ξαπλώνουν σε ανάκλιντρα και σου φέρνουν κρεωκάκκαβον, δορκάδα μετά μυκήτων, δελφάκιον οπτόν και άλλα εξαίσια εδέσματα που χρειάζεσαι λυσάρι για να τα μεταφράσεις έτσι όπως αναφέρονται στο, πάντως δελεαστικό, μενού. Στο πίσω μέρος του εστιατορίου υπάρχει ένας μεγάλος κήπος με στέγαστρα και κολόνες, μεγάλα τραπέζια συνεστίασης, τοιχογραφίες, φυτά και πιθάρια. Ο κήπος είναι περικυκλωμένος από ψηλές παλιές πολυκατοικίες. Στα μπαλκόνια τους αναβοσβήνουν σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο τα λαμπάκια των συναγερμών. Από τα βάθη της Αθήνας ακούγονται, αραιά, σειρήνες. Από τα βάθη του χρόνου ακούγονται ανάλαφρες μουσικές και σουραύλια, αρχαιοελληνικές άρπες, ίσως και κανένας Vangelis ή Χατζηδάκις – πάνε πάντα μαζί αυτά, σαν να τα στέλνει με δίαυλο η Ακρόπολη από πάνω σου.

● ● ● «Κοίτα, νον τσε φορκέτα» είπαμε στον Ιταλό. «Θα φας μόνο με κουτάλι και μαχαίρι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι». Έτσι σερβίρει το «Αρχαίων Γεύσεις». Ακόμα και αυτό του άρεσε. Κουτάλιαζε πουρέδες από ρεβύθια και αρακά, σπόρους ροδιού, ξερά σύκα και δαμάσκηνα μέσα σε σάλτσες μελιού, σουσάμια πασπαλισμένα επάνω σε ξεροψημένη κρούστα πάπιας και όρνιθας, τυριά με βότανα και σταφίδες, θυμάρια, κριθάρια, μανιτάρια, πράσα και ξύδι, σίλφιο, σαφράν και φέτα. Και τα ξέπλενε όλα με δροσερό ανθόνερο με κρασί και μέλι.

● ● ● Αυτή τη φορά μάς ρώτησε τι συμβαίνει με τα φρόζεν γιόγκουρτ και είναι τόσα πολλά, παντού. Του είπαμε ότι είναι κάτι σαν τα fish-spa στην ακτογραμμή του Ρίμινι και μας είπε «α, τα κλείσανε στην Ιταλία τα fish-spa. Κρατούσαν νηστικά τα ψάρια για μέρες ολόκληρες επίτηδες για να είναι αποτελεσματικά στην απολέπιση, και μετά αυτά έπεφταν με τα μούτρα στο φαγητό και έσκαγαν». Κλατάρε.

● ● ● Μετά τον πήγαμε βόλτα στο Γκάζι. «Καμία σχέση με Καμπούλ» είπε. «Εδώ είναι η Ίμπιζα». Απορημένοι, τον πήγαμε να δοκιμάσει και Παγωμένο Γιαούρτι, το βρήκε θαυμάσιο, και μετά τον ανεβάσαμε στους Άγιους Ισιδώρους στον Λυκαβηττό, να χωνέψει.

● ● ● Κάτι το κρασί, κάτι η θέα, κάτι το φεγγάρι, κάτι τα λόγια του Ιταλού, ξεχαστήκαμε και κοιτάζοντας τα πορτοκαλί φώτα αυτής της βρομοπόλης που ζούμε, μας ξέφυγε ένα «…κε μπέλα, ε;».

● ● ● Το επόμενο πρωί ο Ρ. έφυγε για να συνεχίσει τις ελληνικές διακοπές του στην Κρήτη. Του είπαμε να δοκιμάσει οπωσδήποτε μπουγάτσα στα Χανιά, και στάκα.


Φωτό: Γιάννης Νένες

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ