John Maxos
Ο Γιάγκος Αντίοχος γράφει για τον παππού του με τη λαμπρή καριέρα παλαιστή στην Αμερική του μεσοπολέμου. Συγκινητικές στιγμές.
Τρία ήταν τα ζητήματα που έπρεπε να λύσω με τους συνομήλικούς μου όταν ήμουν μικρός, τότε που οτιδήποτε παρέκκλινε από την ομοιογένεια ήταν αφορμή για πείραγμα. Πρώτον, ότι δεν έχω καμία συγγένεια με τον Γιάγκο Δράκο, δεύτερον να εξηγήσω πού βρίσκονται οι Παξοί, ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου, και τρίτον να τους πείσω ότι ο παππούς μου ήταν επαγγελματίας παλαιστής στην Αμερική.
Όλοι οι Αντίοχοι έχουν παρατσούκλι στους Παξούς. Αυτό γίνεται, φυσικά, για να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους με τους οποίους μοιράζεσαι το ίδιο επώνυμο. Το δικό μας είναι “Αμερικάνος” γιατί ο προ-προ παππούς μου (ή πάππους μου, όπως λέμε στο νησί) Αντώνης ήταν ο πρώτος Παξινός που βρέθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού μετά από μερικές εβδομάδες ταξίδι. Όταν επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του, έφερε μαζί του τη Μέρι Αν, μια όμορφη Ιρλανδο-Καναδέζα που βρήκε στο δρόμο του. Αυτό που χάρισε η Μεριάνι –όπως την έλεγαν στους Παξούς– στην οικογένεια ήταν μια σειρά από παράξενα οικογενειακά ονόματα όπως “Λάιζα” και “Βέρθη”, αλλά και μια κληρονομική ιρλανδέζικη περηφάνια.
Όταν το παρατσούκλι σου είναι “Αμερικάνος” δεν είναι δύσκολο να βρεθείς στην Αμερική. Ο παππούς μου ο Γιάγκος βρέθηκε στις ΗΠΑ το 1912. Όταν πρωτοπήγε εκεί ασχολούταν με το δέκαθλο. Κάποιος, όμως, παρατήρησε στο στίβο τη σπάνια για την εποχή σωματοδομή του και του πρότεινε να γίνει επαγγελματίας παλαιστής. Η πάλη ήταν τότε κάτι σαν το επαγγελματικό μποξ σήμερα. Μεγάλες αρένες γεμάτες κόσμο, στοιχήματα, μαφία, υπόκοσμος... Ο πάππους μου, αφού έμαθε τα παλαιστικά κόλπα ,έπρεπε να βρει και ένα πιασάρικο όνομα για τις μαρκίζες και τις εφημερίδες. Όταν πατούσε την παλαίστρα ο Γιάγκος γινόταν “John Maxos” (από το Paxos), που συνοδευόταν από το tagline “The greek apollo”. Το wrestlingdata.com αναφέρει 115 αγώνες σε 8 χρόνια. Στην πραγματικότητα ήταν περισσότεροι. Συνήθως ήταν παρτενέρ του Τζιμ Λόντου, με τον οποίο έκαναν προπόνηση μαζί. Ένα δημοσίευμα λέει ότι σε έναν αγώνα έμεινε αναίσθητος για επτά ώρες. Άλλα εξυμνούσαν το μοναδικό “αεροπλανικό” του. Το σίγουρο είναι ότι ήταν ένας από τους μικρής εμβέλειας σταρ της εποχής. Ο πάππους έφυγε όμως από την Αμερική για να επιστρέψει στην Ελλάδα το 1934. Του το ζήτησε η μάνα του, στην οποία ποτέ δεν χάλαγε χατίρι. Με αυτήν οι αγώνες ήταν πάντοτε χαμένοι από χέρι.
Γύρισε στους Παξούς σε ηλικία 41 χρονών. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου την Τασούλα από τη Λάκκα, τον πιο έξυπνο άνθρωπο που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου ως τώρα. Έκαναν τέσσερα παιδιά και οκτώ εγγόνια. Ο πάππους πέθανε όταν ήμουν τριών σε ηλικία 88 χρόνων. Άρα δεν έχω πολλές αναμνήσεις από αυτόν. Θα ήθελα να τον είχα ζήσει παραπάνω. Αυτά που μου άφησε είναι ένα φλιτζάνι του ελληνικού που έχει ζωγραφισμένο πάνω του το όνομά μας και μερικές φωτογραφίες. Όταν πάω στους Παξούς φτιάχνω ένα σκέτο ελληνικό και κοιτάζω το άλμπουμ.
Βλέπω τις επαγγελματικές του πόζες που τραβήχτηκαν για τις εφημερίδες. Εκείνες που οι συγχωριανοί του “φουσκώνουν” σαν τους κόκορες δίπλα του στην παραλία. Τους αγώνες που διαιτήτευσε σε μεγάλη ηλικία. Τις οικογενειακές με την Τασούλα και τα παιδιά. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη κληρονομιά που μου άφησε. Εικόνες-αφορμή για να ζωντανεύουν έναν αιώνα μετά συναρπαστικές ιστορίες.
Ο Γιάγκος Αντίοχος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και επιμένει να ζει σε αυτή. Όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει εξερευνητής, γι’ αυτό και ήταν καλός στο μάθημα της γεωγραφίας. Η αγάπη του για το σινεμά ξεκίνησε λίγο βάρβαρα, όταν στα επτά του χρόνια ο πατέρας του τον πήγε να δει τα «Πέτρινα Χρόνια». Στα 11 του, όταν είδε τη «Φωνή του Φεγγαριού» του Φελίνι, κατάλαβε ότι πρόκειται για αληθινή αγάπη. Μεγαλώνοντας όμως δεν έγινε εξερευνητής, ούτε σκηνοθέτης. Πρώτα σπούδασε τουριστικές επιχειρήσεις και μετά αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Η πανεπιστημιακή του τουρνέ, όπως ο ίδιος λέει, ολοκληρώθηκε στο Brighton. Εκεί, στο Πανεπιστήμιο του Sussex, έκανε μεταπτυχιακό στα MΜΕ και στις πολιτιστικές σπουδές. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα καταπιάστηκε με αυτό που του αρέσει περισσότερο. Έτσι, το 2007 βρέθηκε στο περιοδικό «ΣΙΝΕΜΑ», ενώ από το τέλος του 2008 γράφει κριτικές και θέματα για τον κινηματογράφο στο «Αθηνόραμα». Η αγαπημένη του φωτογραφία είναι αυτή του παππού του, με τον οποίο μοιράζονται το ίδιο όνομα. Ο παππούς Γιάγκος έκανε καριέρα ως επαγγελματίας παλαιστής στην Αμερική στο μεσοπόλεμο με το ψευδώνυμο John Maxos. Αυτή είναι η ιστορία της φωτογραφίας.