- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Η μανούλα με ξύπνησε στις 5.30 το πρωί. «Κοιμάσαι; Σήκω γρήγορα, ετοιμάσου και έλα να με πάρεις να πάμε στην τράπεζα. Πληρώνομαι τη σύνταξη σήμερα και πρέπει να έχω έναν άνθρωπο μαζί μου». «Μα αφού την προηγούμενη φορά είχαμε βγάλει κάρτα. Πήγαινε στο μηχάνημα και πάρε τα λεφτά». «Την έχασα την κάρτα και δεν θυμάμαι τον κωδικό. Άσε που στα μηχανήματα τον τελευταίο καιρό έχει πάντα μια ατελείωτη ουρά. Όλοι σηκώνουν ό,τι οικονομίες έχουν. Όπως πάνε τα πράγματα με τον Τσίπρα κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη στις τράπεζες. Αχ! αχ! όλοι έχουν κάτι στην άκρη για μια ώρα ανάγκης, εσύ τίποτα! Τόσα λεφτά περάσανε από τα χέρια σου. Τέλος πάντων, τι τα σκαλίζω τώρα; Σήκω και έλα να με πάρεις. Όχι όμως με το πάσο σου. Πρέπει να πάμε νωρίς για να πιάσουμε σειρά». «Μα είναι 6 το πρωί. Οι τράπεζες δεν έχουν ανοίξει». «Ο από κάτω πάει από τις 5 μαζί με τους φίλους του και περιμένει». «Μα γιατί τόσο νωρίς;» «Γιατί τέτοια ώρα κοιμούνται τα πρεζάκια και δεν κινδυνεύουμε να μας αρπάξουν τα λεφτά». «Καλά, θα έρθω σε μια ώρα. Να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, να πιω έναν καφέ...» Η μανούλα αρχίζει να κλαίει σπαραχτικά: «Δεν έχω εγώ παιδιά για να με βοηθήσουν σε μια δύσκολη ώρα. Δεν έχω έναν άνθρωπο δικό μου να με στηρίξει. Μόνη μου είμαι στον κόσμο σαν καλαμιά στον κάμπο». Η μανούλα είναι η Ελλάδα. Κι όταν ακούς την Ελλάδα να σου λέει τέτοια τραγικά, πρέπει να σηκωθείς στις 6 η ώρα το πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, χωρίς καφέ, να πας να την παραλάβεις.
Μουντό πρωινό στον Άγιο Αρτέμιο. Το αγιάζι περονιάζει τα κόκαλα, όμως μέσα από τα στενά της περιοχής ένα κουκουλωμένο πλήθος ξεπροβάλλει. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κατευθύνονται σαν ζόμπι σε ένα και μοναδικό σημείο. Την τράπεζα. Αν ήταν νύχτα θα νόμιζες πως πάνε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Στο δρόμο χαιρετάνε ο ένας τον άλλον, αστειεύονται… «πήρες κάνα σάκο να βάλεις τα λεφτά κυρ-Βαγγέλη;», ανταλλάσσουν πληροφορίες, «βάλτε καμιά λίρα στην άκρη, αυτές μας έσωσαν στην Κατοχή», κάνουν μαύρο χιούμορ «φαντάσου πάνω που πληρωνόμαστε να γίνει ληστεία». Η μανούλα συμμετέχει, χαιρετάει, σχολιάζει. Παρατηρώ πως και άλλες κυρίες συνοδεύονται από τα παιδιά τους και παίρνω κουράγιο.
Έξω από την Πειραιώς στέκεται ένας νεαρός. Είναι σεκουριτάς και προσπαθεί να βάλει σε τάξη δυο ουρές που έχουν σχηματιστεί έξω από την τράπεζα που ακόμα είναι κλειστή. Η μία είναι μπροστά στην είσοδο κι η άλλη μπροστά στο ΑΤΜ. Δυο διαφορετικοί κόσμοι συναντιώνται. Αυτοί που είναι μπροστά στο ΑΤΜ φαίνονται καλοστεκούμενοι και πιο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία. Ανάμεσά τους και κάτι πανέξυπνες γριές που κάνουν επίδειξη στη φίλη τους. «Δεν είναι δύσκολο, Ελένη μου, να, βάζεις την κάρτα εδώ, πληκτρολογείς το ΡΙΝ, σε ρωτάει πόσα λεφτά θέλεις και στα δίνει» εξηγεί μια μπαμπόγρια σε μια άλλη που την κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. «Είδες;» λέω στη μανούλα. «Αν τώρα είχαμε την κάρτα δεν θα καθόμασταν να περιμένουμε στην ουρά». «Δεν τα εμπιστεύομαι εγώ αυτά τα μηχανήματα του διαόλου» μου απαντά και για άλλη μια φορά καταλαβαίνω ότι είμαι γνήσιος γιος της. Την ίδια έκφραση χρησιμοποιώ κι εγώ όταν μου μιλάνε για τεχνολογία.
Μέχρι τις 8 που άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι υπάλληλοι, η ουρά μπροστά στο ΑΤΜ μειωνόταν και μπροστά στην είσοδο αυξανόταν. Τώρα έχει προστεθεί αγουροξυπνημένο γκομενάκι, νεαρός πατέρας με την κόρη του, ένας κύριος, ίδιος ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ντάνα με μαλλί λάχανο, μπογιατζής με τη φόρμα της δουλειάς, γριά από το χωριό με τσεμπέρι και μαγκούρα, πιτσιρικάς με το μαλλί μοϊκάνα και ένας γέρος με σκαμνάκι. Το γκομενάκι μιλάει συνεχώς στο τηλέφωνο, ο νεαρός πατέρας εξηγεί «αυτή είναι η τράπεζα που βάζουμε τα λεφτά και όταν χρειαζόμαστε ερχόμαστε εδώ και παίρνουμε», ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος τσακώνεται με την ντάνα, ο μπογιατζής με τη γριά από το χωριό, ο γέρος βάζει το σκαμνάκι στην ουρά και πήγαινε απέναντι να μιλήσει με τους φίλους του. Πότε-πότε ξαναγυρίζει, το προωθεί στη σειρά και ξαναγυρίζει στην παρέα του.
Άκουσα απίθανες κουβέντες στην ουρά. Για τον Πούτιν και το ξανθό γένος που θα έρθει να μας σώσει, για τον Βαρουφάκη που θέλει να φάει τον Τσίπρα και να γίνει πρωθυπουργός, για την προφητεία του άγιου Παΐσιου, για το γερμανικό χρέος, για το αλάτι των Ιμαλαΐων, για την ένωση της Ελλάδας με την Τουρκία, ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή! Όλες αυτές οι κουβέντες γίνονταν με δυνατή φωνή για να ακούμε όλοι και διανθίζονταν από γνωμικά «Τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι», «Κάλλιο γαϊδουρόδερνε, παρά γαϊδουρογύρευε», «Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα». Μέσα σε όλα αυτά η μανούλα αστειευόταν, νουθετούσε, εκνευριζόταν, ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις. Κάποια στιγμή που το ΑΤΜ μάσησε την κάρτα ενός γέρου, άρχισε να αγορεύει: «Αυτά παθαίνουμε με τις κωλοκάρτες, θέλουν να μας φακελώσουν όλους, αλλά δεν θα τους περάσει, θα αντισταθούμε!». Προσπάθησα να την ηρεμήσω. Άρχισε να με βρίζει μπροστά σε όλο τον κόσμο. Ευτυχώς που άνοιξε η τράπεζα αλλιώς θα είχαμε σφαχτεί.
Μπαίνουμε μέσα, παίρνουμε αριθμούς και καθόμαστε στις καρέκλες που έχει φροντίσει η τράπεζα να βάλει μπροστά στο γκισέ. Πάνω σε ένα γραφείο υπάρχει καφές, νερό και βουτήματα, προσφορά των φούρνων ΑΤΤΙΚΑ. Μια κυρία με γούνα ανοίγει την τσάντα της και αρχίζει να τα βάζει μέσα. Τη βλέπει ο υπάλληλος «Σιγά, κυρία μου, αυτά είναι για τους πελάτες» της λέει. «Κι εμείς πελάτες είμαστε» του απαντάει αγέρωχη και κλείνει την τσάντα χωρίς να επιστρέψει τα βουτηγμένα βουτήματα. Αρχίζει η ρουτίνα των πληρωμών. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι το «γκρρ» κάθε φορά που αλλάζουν οι αριθμοί, το «τσικ!τσικ!» από τα νύχια πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή και μια ένρινη, πένθιμη φωνή που κάθε τόσο επαναλαμβάνει «Έγκριση!». Οι υπάλληλοι είναι γρήγοροι και εξυπηρετικοί. Μιλάνε μόνο με υποκοριστικά, άντρες και γυναίκες. «Δεν έχει άλλα λεφτουδάκια ο λογαριασμούλης σας», «Θα αφήσουμε καθόλου χρηματάκια στην καρτούλα;», «Χωρίς ταυτοτητούλα ήρθαμε να πληρωθούμε τη συνταξούλα;», «βάλτε εδώ μια υπογραφούλα». Αντιμετωπίζουν σαν μικρά παιδιά τους πελάτες που οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας και έχουν χάσει άλλοι τα αυγά και άλλοι τα πασχάλια.
Μόνο ο μπογιατζής έκανε κατάθεση. Όλοι οι άλλοι κάναμε ανάληψη ή πληρωθήκαμε μισθούς και συντάξεις. Ελάχιστοι έχουν έρθει να πληρώσουν. «Πόσο είναι μαζί με τις προσαυξήσεις;» ρωτάνε και υπόσχονται ότι θα έρθουν τη Δευτέρα να ξοφλήσουν. Όταν έφτασε το νούμερό μας η μανούλα δεν ήθελε να πάει στο ταμείο. «Έχω αυτή την κοπέλα που με εξυπηρετεί» και μου έδειξε τη διπλανή ταμία. Είδα και έπαθα για να την πείσω. Πήραμε τα ρημαδολεφτά και βγήκαμε έξω. Οι γριές που είχαν έρθει από το πρωί, μοίραζαν στους αργοπορημένους γνωστούς τα νούμερα που τους είχαν φυλάξει. «Τον άλλο μήνα να έρθεις να πάρεις νούμερο και να με φωνάξεις όταν πλησιάζει σειρά μου» είπε η απαιτητική μανούλα που μπορεί να είναι η Ελλάδα και την αγαπάω, αλλά τον άλλο μήνα ας έχει βγάλει κάρτα ή ας έρθει μόνη της να κάτσει στην ουρά για να πληρωθεί. Αν πληρώνουν τον άλλο μήνα...