- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Νικήτας Κλιντ
Η πιο διάσημη γειτονιά του (άλλου) κόσμου (που είναι εφικτός)
Μεγαλωμένος στο Γκύζη, το κέντρο της Αθήνας ήταν ο παιδότοπός μου και τα Εξάρχεια το καλύτερο παιχνίδι. Τόσο μοναχική ήταν η πόλη τη δεκαετία του ’90. Παρόλα αυτά η αρχιτεκτονική γραφικότητα της περιοχής που έχει κάτι από Πλάκα, οι πεζόδρομοι και τα δρομάκια, τα λίγα δεντράκια, τα παλιά σπίτια που δεν έγιναν πολυκατοικίες, η μπλε πολυκατοικία στην πλατεία και κυρίως ο λόφος του Στρέφη κάνουν την ξακουστή γειτονιά κάτι παραπάνω από συμπαθητική. Η ιστορία όμως των Εξαρχείων βαραίνει κατοίκους, θαμώνες και επισκέπτες ενώ μοιάζει με μικρή ακτινογραφία της χώρας.
Ανέκαθεν το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο, λίγο πιο πάνω, προσέλκυαν τους φοιτητές που νοίκιαζαν μικρά διαμερίσματα. Τα καφενεία του κέντρου από την Ακαδημίας και πέρα ανακάτευαν το χαρμάνι πολιτικών, καλλιτεχνών και δημοσιογράφων – τα μπαράκια τότε δεν υπήρχαν ακόμα. Ενώ η Πλάκα είχε τις μπουάτ (διασκέδαση, μουσική και διανόηση), τα Εξάρχεια είχαν τα ταβερνάκια (φτηνό φαΐ, βαρελίσιο κρασί και οικειότητα). Στους τοίχους των νεοκλασικών έβλεπες ακόμα τρύπες από σφαίρες των Δεκεμβριανών και μισοσβησμένα συνθήματα της Αντίστασης – κάτι σαν τους πρόδρομους των σημερινών γκραφίτι. «Δεν μας έκοβε να τα πάρουμε καμιά φωτογραφία» λέει κάποιος που θυμάται. «Αλλά ποιος είχε φωτογραφική μηχανή τότε, έπρεπε να είχες αρκετά χρήματα για να έχεις φωτογραφική μηχανή. Είναι που οι Έλληνες πεινάμε τώρα». Δε νομίζω να ήθελε να προσβάλει τους πραγματικά φτωχούς του 2015 που δεν είναι λίγοι (αλλά ούτε και ήταν ποτέ).
Με τη μεταπολίτευση, το ξεθώριασμα των Μαοϊκών –μιας μόδας εκ των Παρισίων– και τον απόηχο των Μπαάντερ-Μάινχοφ, κάποιους διάσπαρτους παλιούς Τροτσκιστές, το πανκ και την ελληνική του εκδοχή, το χασίσι, την πρέζα και την 17Ν, άρχισε να παίρνει μορφή κι αυτό που λέμε πια αναρχικός χώρος. Με τη δολοφονία του Καλτεζά και 20 χρόνια αργότερα του Γρηγορόπουλου, άνοιξε κι έκλεισε ένας κύκλος που κρατούσε μέσα του όλα τα σύμβολα των τελευταίων δεκαετιών, όλη την αγωνία μιας Αθήνας που πέρασε από τη θλιβερή χούντα στη σύγχρονη Ευρώπη, όλη τη συσσωρευμένη ενέργεια των χαμένων χρόνων της επταετίας (όταν έπαιζε ο Χέντριξ εμείς τρέχαμε προς τα πίσω), όλες τις δημιουργικές/καταστροφικές δυνάμεις μιας παρατεταμένης εφηβείας. Το χιούμορ που είχε τότε αυτός ο χώρος αλλά και η κοινωνία γενικότερα χάθηκε με τα χρόνια κι έμεινε ο χουλιγκανισμός, τα drugs, τα μπαράκια, οι εργατοπατέρες και τα λιγοστά παιδιά τους. Το Mo Better έκλεισε σφραγίζοντας τη συμφωνία.
Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν με αρχαία ερείπια. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Εξάρχεια (ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Γρηγoρόπουλου και καθόλα τα χρόνια της κρίσης) έχουν πια και τουρισμό! Νέοι κυρίως άνθρωποι από την Ευρώπη γυρνάνε γύρω-γύρω φωτογραφίζοντας τη Μεσολογγίου, το παρκάκι της Ναυαρίνου και ό,τι άλλο βρουν ενδιαφέρον. Άκρως καταθλιπτικό. Άλλα σημαντικά γεγονότα: μια μαφιόζικη δολοφονία και μια απαγωγή με Καλάσνικοφ συνέβησαν την προηγούμενη χρονιά. Φέτος έχουμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οπότε όλα προβλέπονται πιο ήσυχα. Τουλάχιστον υπάρχει ο Μαύρος Γάτος, το Ρίσκο και το μίνι μάρκετ της Ίζας.
Αλλά, ναι, αυτή η συνοικία παραμένει όμορφη με τον τρόπο της και γι’ αυτό είναι κυρίως υπεύθυνοι οι άνθρωποι που δουλεύουν το πρωί στους φούρνους, τα καφέ, τα μανάβικα, τα βιβλιοπωλεία, τα τυπογραφεία, τα γραφεία και τα μικρά μαγαζιά. Αν έχει και ήλιο νιώθεις την αύρα της ακόμα περισσότερο. Θεμιστοκλέους και Κωλέττη, για παράδειγμα, υπάρχει το κλασικό σουβλατζίδικο που λειτουργεί μέχρι τις 5 το απόγευμα και εξυπηρετεί λαό και Κολωνάκι στην κυριολεξία. Εκεί μπορείς να δοκιμάσεις πίτα κοντοσούβλι, ένα πραγματικό θαύμα.
Η ζωή συνεχίζεται.
Βασίλης Νούλας
Είναι ένα τοπίο Φαρ Ουέστ, ένας χώρος ανομίας και αυτοδικίας. Το τοπίο αυτό στήνεται πάνω στις ταράτσες της πόλης, στο φόντο ο ήλιος που δύει ανάμεσα από κεραίες-κάκτους και βραχώδη ρετιρέ. Εκεί κυνηγιούνται Ινδιάνοι και καουμπόηδες, περνούν κοπαδιαστά οι μεγάλοι βίσωνες, το βράδυ κάνει κρύο και πίνουμε μπίρες γύρω από τη φωτιά. Αργότερα, σε ύστερη εποχή, έρχονται οι μαύροι σκλάβοι, που τραγουδούν τα γκόσπελς και κάνουν τα δικά τους ρίτσουαλς. Όλα αυτά προβάλλονται σε μια παλιά τηλεόραση. Παίρνεις το τηλεκοντρόλ και κάνεις φριζ την οθόνη. Νεκρή φύση. Προς δόξα της πόλης».
Ο Β.Ν. γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1975. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως σκηνοθέτης με την ομάδα θεάτρου Nova Melancholia.
Κώστας Ζάπας
Τα Εξάρχεια είναι ένα νησί. Όπως και το Βερολίνο, που ζούσα πριν, είναι ένα νησί που δεν έχει καμία σχέση με την υπόλοιπη συντηρητική Γερμανία, έτσι και τα Εξάρχεια δεν θυμίζουν σε τίποτα την υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι το μόνο μέρος αυτού του τόπου όπου η ζωή μοιάζει με αυτήνστις μεγαλουπόλεις του εξωτερικού. Δεν βαριέσαι ποτέ γιατί καθημερινά γίνονται τόσα πράγματα που δεν προλαβαίνεις ούτε να τα μάθεις. Εξάλλου σφύζουν από νέους ανθρώπους. Ακόμα και οι μεγάλοι φέρονται σαν νέοι. Είναι αυτό το διάχυτο κλίμα ελευθερίας που επικρατεί. Κάτι σαν παιδική χαρά για ενήλικες.
Ζω συνειδητά στα Εξάρχεια. Μου αρέσει η απροκάλυπτη αλήθεια κι ότι οι άνθρωποι εδώ δείχνουν ποιοι είναι. Υπάρχει μια καθαρότητα, μια συντριπτική ειλικρίνεια. Είναι άγουρα τα Εξάρχεια, εφηβικά, για αυτό και γίνονται τόσες ζυμώσεις, ανθρώπινες, καλλιτεχνικές, πολιτικές.
Στην καινούργια μου ταινία «Αγάπη, αγάπη, αγάπη», που τα γυρίσματά της ξεκινάνε σε μερικές μέρες, πρωταγωνιστούν δύο γενιές ηθοποιών των Εξαρχείων. Από την μία ο δεκαοχτάχρονος Άγγελος Βαλέρας και από την άλλη ο Αντώνης Παπαδόπουλος, αγαπημένος μαθητής του Κουν και ιστορική μορφή των Εξαρχείων, μια και για πολλές δεκαετίες είχε το Οινομαγειρείο της πλατείας, μετέπειτα καφέ Tempo όπου σύχναζαν καθημερινά ο Κάρολος Κουν, ο Μίνως Βολανάκης, η Κατερίνα Γώγου, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι. Σε φιλική συμμέτοχή στην ταινία μου θα δούμε άλλους δύο Εξαρχειώτες και στενούς φίλους μου, τον Δημήτρη Πουλικάκο και τη Δήμητρα Χατούπη, ενώ ούτε από τη δημιουργική ομάδα της ταινίας λείπουν οι ντόπιοι, μια και τη διεύθυνση παραγωγής έχει αναλάβει η Λίνα Φονταρά, ενώ φωτογράφος πλατό θα είναι η Ζαφειρούλα Βλάχου.
Ακόμα και η παρουσίαση του νέου μυθιστορήματός μου «Φρανκενστάιν REC», που ήδη κυκλοφορεί στα αγγλικά από την Column Books και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έγινε εδώ στα Εξάρχεια, στο Café Floral, που στεγάζεται στο ισόγειο της ιστορικής Μπλε πολυκατοικίας. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού πίνω τον καφέ μου σε αυτή την πλατεία εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες. Τις ίδιες ώρες πάντα και στο ίδιο σημείο.
Το μεγαλύτερο προτέρημα των Εξαρχείων είναι ότι καθημερινά θα γίνει και κάτι οριακό, που σε κάποιο άλλο μέρος θα χρειαστούν δεκαετίες για να το δουν να συμβαίνει μπροστά τους. Αυτό μας βάζει σε εγρήγορση, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα, μας κάνει κατά κάποιον τρόπο πιο ανθρώπινους. Για αυτό και τόσο διαφορετικοί άνθρωποι συνυπάρχουμε εδώ. Το μεγαλύτερο ελάττωμά τους είναι ότι κολλάς εδώ, μια και περνάς καλά, κάτι σαν το Μανχάταν, που οι κάτοικοί του βγαίνουν σπάνια από τα όριά του.