Αρχειο

Ζυράννα Ζατέλη: Το μοβ χιλιάδες φορές

Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται τη πρώτη του γνωριμία με την Ζυράννα Ζατέλη

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 266
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
8800-20111.jpg

Ζυράννα Ζατέλη: Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται τη πρώτη του γνωριμία με τη διάσημη συγγραφέα

Με το καινούργιο της βιβλίο «Το πάθος χιλιάδες φορές», μετά από 7 χρόνια και 7 μήνες, είναι και πάλι εδώ. Η Ζυράννα Ζατέλη μπορεί ακόμα και τις πιο απλές αθηναϊκές ιστορίες να τις ζει και να μοιάζουν εξωτικές και παράξενες σαν τα μάτια της.

«Να φύγετε! Να φύγετε από δω! Κι εσείς γκόμενοι είστε; Δεν είναι επάνω. Έχει φύγει» ουρλιάζει μια χοντρή φελινική μορφή στην είσοδο της πολυκατοικίας, οδός Θαλού 5, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού. Ο Γιώργος Ευσταθίου με έχει προειδοποιήσει: «Θα εμφανιστεί η Ραΐσα, μια Βουλγάρα που κάνει πίπες στους φαντάρους, δίπλα, στην ΑΣΔΕΝ για ένα 20άρικο. Σ’ αυτήν ανήκει όλο το κτίριο. Αν μας κάνει καμιά μανούρα, εσύ μη μιλήσεις. Άσ’ το πάνω μου». Είναι 20 Ιουλίου του 1977, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, κάνει μια κολασμένη ζέστη κι έχουμε έρθει εδώ για να μου γνωρίσει μια φίλη του. Τώρα ο Γιώργος παίρνει αυστηρό ύφος και πλησιάζει τη Ραΐσα απειλητικά. «Αστυνομία! Δείξε μας τα χαρτιά σου! Έχεις ταυτότητα;» της λέει με φωνή μπάτσου. Η Ραΐσα λουφάζει σα δαρμένο σκυλί. «Εγκώ έχει χαρτιά. Αυτή ντεν έχει. Φέρνει γκόμενους. Όλη μέρα. Όλη νύχτα» λέει μισοκακόμοιρα. «Καλά, κάνε πέρα, θα πάμε να εξακριβώσουμε εμείς» συνεχίζει με μπάτσικη φωνή ο Ευσταθίου, την παραμερίζει, κάνει νόημα σε μένα και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά. Στην ταράτσα, στο δώμα, η πόρτα είναι ανοιχτή και μια μυρωδιά από αρωματικά στικς μας υποδέχεται.

Μπαίνουμε μέσα και παθαίνω σοκ. Ένα δωμάτιο καλυμμένο από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι με φωτογραφίες της Γκρέτα Γκάρμπο, της Μάρλεν Ντίτριχ, του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κάδρα με τοπία. Φτερά παγωνιού. Ένα βαλσαμωμένο πουλί. Σχέδια πάνω στους τοίχους. Καρτ-ποστάλ από διάφορα μέρη του κόσμου. Ένα κρεβάτι καλυμμένο με μοβ υφάσματα. Οικογενειακές φωτογραφίες. Ένα βελούδινο ταμπλό που πάνω του, κεντημένη με πούλιες, υπάρχει η επιγραφή: «Ο θάνατος θα έρθει και θα έχει τα μάτια σου». Όχι, αυτό δεν είναι σπίτι, αυτό είναι το άδυτο κάποιας θεότητας, ο ναός κάποιας θρησκείας, άγνωστης ως τώρα σε μένα. Στη μέση του δωματίου, ντυμένη στα μοβ, μια ψηλόλιγνη φιγούρα ανακατεύει κάτι μέσα σε μια χύτρα με μοβ νερό. Σηκώνει το κεφάλι της. Τα μάτια της, δυο κάρβουνα αναμμένα. «Α, ήρθατε;» λέει σιγανά. «Σας έκανε φασαρία η Ραΐσα στην είσοδο; Άκουγα από κάτω φωνές». «Μη σκας και την έβαλα στη θέση της» λέει ο Ευσταθίου. «Από δω ο φίλος μου, ο Γιώργος Παυριανός. Γιώργο, αυτή είναι η Ζυράννα Ζατέλη που σου έλεγα». Συνεχίζω να κοιτάζω αποσβολωμένος, αυτή απλώνει το κοκαλιάρικο χεράκι της και με ντροπαλοσύνη κοριτσιού «χαίρω πολύ» μου λέει, «να σας προσφέρω μια βυσσινάδα;».

Την έχω ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Κάθομαι στο κρεβάτι, τη βλέπω να μιλάει με τον Ευσταθίου και προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτή η κοπέλα. Μάγισσα; Μέντιουμ; Ξωτικό; «Η Ζυράννα σπουδάζει ηθοποιός» μου λέει ο Γιώργος σα να μαντεύει τη σκέψη μου. «Και γράφει». «Γράφεις; Τι γράφεις;» ρωτάω με ενδιαφέρον. «Τίποτα, πράγματα δικά μου, της φαντασίας μου» απαντάει, τα μάτια-κάρβουνα λάμπουν μέσα στο σκιερό δωμάτιο και με μια ασυναίσθητη κίνηση κρύβει ένα μπλοκάκι κάτω από τα βελούδινα μαξιλάρια.

Ηρώδειο. Ο Γιώργος, η Ζυράννα κι εγώ. Έχουν περάσει μήνες από τότε που τη συνάντησα για πρώτη φορά. Είμαι ακόμα ερωτευμένος μαζί της, έχω όμως καταλάβει πως όλα τα αγόρια της παρέας την έχουν σαν θεά κι αυτή γλυκά και συγκαταβατικά έχει δεχτεί το ρόλο της μούσας, του ερωτικού ινδάλματος, της φίλης. Έχουμε δει πρόσφατα τις «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Τσαρούχη και έχουμε έρθει για να δούμε τις «Τρωάδες» του Εθνικού. Δυο σειρές μπροστά μας κάθεται ένας καλλονός, μελαχρινός, σαν Μεξικάνος, σαν Άραβας, με μαύρα καλοχτενισμένα μαλλιά και γαλανά μάτια. Φοράει ένα λευκό λινό κοστούμι. Συχνά-πυκνά γυρνάει και την καρφώνει με το βλέμμα του. Η Ζυράννα δεν λέει λέξη. Κάνει πως διαβάζει το πρόγραμμα και κάθε τόσο σηκώνει τα μάτια, καρφώνει το μελαχρινό και ξανασκύβει στο πρόγραμμα. Τα φώτα χαμηλώνουν, η παράσταση αρχίζει και είναι μια σκέτη πλήξη. Παρακολουθούμε βαριεστημένα την Εκάβη να χτυπιέται για την Τροία και τη μοίρα της, κι εκεί, πάνω στο μεγάλο θρήνο, με ταχύτητα αστρίτη, η Ζυράννα σηκώνεται και δίχως να μας πει λέξη αρχίζει να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια. Μετά από λίγο σηκώνεται και ο μελαχρινός από τη θέση του, την προλαβαίνει και φεύγουν μαζί.

«Κι εγώ που έλεγα πως κάνει λάθος και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να γράφει» λέω πληγωμένος που η αγαπημένη μου με είχε εγκαταλείψει έτσι άσπλαχνα. «Πρώτα ζούμε και ύστερα γράφουμε» μου απαντάει ο σοφός Γιώργος και πλησιάζει στο πηγαδάκι που έχει γίνει γύρω από τον Τσαρούχη. Τον υποβαστάζουν δυο νεαροί. «Η παράσταση αυτή είναι η αντίληψη που έχει ο Άξονας για την αρχαία Τραγωδία» λέει ο Τσαρούχης με μισόκλειστα μάτια σαν Τειρεσίας. «Κι αν τη συγκρίνουμε με τη δική σας παράσταση;» ρωτάει κάποιος. «Η δική μου παράσταση ήταν η περίληψη αυτηνής» απαντάει ο δάσκαλος και απομακρύνεται πάντα υποβασταζόμενος από τους δυο νεαρούς. «Μα δεν μπορεί να περπατήσει;» ρωτάω τον Γιώργο. «Μια χαρά μπορεί να περπατήσει. Το κάνει για να δημιουργήσει εντύπωση. Αφού και το ζεϊμπέκικο έτσι το χορεύει, υποβασταζόμενος!»

Το «Μονπαρνάς» είναι ένα μικρό στενό μπαράκι στην οδό Χάρητος. Ένας μακρόστενος διάδρομος με τραπεζάκι από τη μια μεριά, το μπαρ από την άλλη. Αφίσες στους τοίχους και χριστουγεννιάτικα φωτάκια παντού. Ελάχιστοι πελάτες κάθονται στα τραπεζάκια και πίνουν το ποτό τους. Η Ράτκα Κούνδουρου μας κόβει από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Αφού είστε φίλοι της Ζυράννας, περάστε» μας λέει στο τέλος. Μπαίνουμε, εγώ κι ο Ευσταθίου, μούσκεμα από τη βροχή. Είναι Σεπτέμβριος, το μαγαζί έχει μόλις ανοίξει και η Ζυράννα, που δουλεύει πίσω από το μπαρ, παλεύει με τις φωτιές. Φτιάχνει Β52, ένα κοκτέιλ της μόδας, που στο τέλος πρέπει να προσθέσεις αναμμένο Grand Marnier. Το κάνει με φόβο αλλά και αποφασιστικότητα. «Πρόσεχε, θα καείς!» της λέω γιατί βλέπω τις μοβ δαντέλες και τα μοβ μαλλιά να πλησιάζουν επικίνδυνα το αναμμένο οινόπνευμα. «Δεν έχω ανάγκη» μου απαντάει, «δεν φοβάμαι τις φωτιές. Είμαι από το Σοχό και εκεί όπως ξέρεις έχουμε τους αναστενάρηδες. Τι θα πιείτε;» «B52!» απαντάμε και οι δύο με μια φωνή. Μας ρίχνει ένα φαρμακερό βλέμμα, παίρνει δυο ποτήρια και αρχίζει να ετοιμάζει τα κοκτέιλ. Είμαστε άφραγκοι και θεονήστικοι. Καλά, τα ποτά θα μας τα κεράσει η φίλη μας, αλλά από φαΐ τι γίνεται; Ο Γιώργος μού έχει πει πως θα μας κέρναγε και μακαρονάδα με μανιτάρια, αλλά τώρα το άγρυπνο βλέμμα της Ράτκας μας παρακολουθεί. «Σε λίγο κλείνουμε» μας λέει ψιθυριστά η Ζυράννα. «Αν μείνετε θα σας φέρω ό,τι μακαρόνια έχουν περισσέψει. Έχουμε και τούρτα σοκολάτα, πικρή». Μένουμε μέχρι αργά, καταβροχθίζουμε μακαρονάδες και πικρές τούρτες, κοντεύει να ξημερώσει, η βροχή έχει σταματήσει, ευχαριστούμε και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. «Να έρχεστε όποτε θέλετε να σας κερνάμε» μας λέει η Ράτκα και βγάζει από την πρίζα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια…

Οδός Πινότση 13, στο Κουκάκι. Με τον Δημήτρη Λέκκα έχουμε πιάσει ένα σαράβαλο και με βαψίματα και μαστορέματα που έχω κάνει αποκλειστικά εγώ, το έχω κάνει κατοικήσιμο. Έπιπλα και σκεπάσματα και πιατικά, μας έχει δώσει η γενναιόδωρη φίλη μας, η Ρηνιώ Παπανικόλα. Με τη Ζυράννα έχουμε αρχίσει επισκέψεις ο ένας στο σπίτι του άλλου. Πολλές φορές μένει και τρώμε όλοι παρέα, ιδίως όταν έχουμε μαγειρέψει φακές, γιατί λατρεύει τα όσπρια.

Είναι Νοέμβριος και κάνει ψόφο. «Τέτοιο κρύο έχω να δω από την Κατοχή» γκρινιάζει η Σαπφώ Νοταρά. «Κι εσύ μη βάζεις άλλες εφημερίδες στη σόμπα. Θα μας δηλητηριάσεις!» λέει σ’ εμένα. Έχω γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι και μου έχει αναθέσει να σκηνοθετήσω για το ραδιόφωνο ένα χριστουγεννιάτικο μεσαιωνικό μυστήριο. Τους τρεις μάγους θα τους κάνει με τρεις διαφορετικές φωνές ο Ευγένιος Σπαθάρης. Τον Ηρώδη, η Σαπφώ Νοταρά. Για Παναγία διάλεξα, ποιαν άλλη;  Την αγαπημένη μου Ζυράννα. Είναι τώρα όλοι εδώ γύρω από την ξυλόσομπα και κάνουμε πρόβα. Η Σαπφώ εκείνη την εποχή παίζει μαζί με την Έλλη Λαμπέτη στη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και σκίζει. Η πρόβα γίνεται με άγχος. Ο Σπαθάρης πρέπει να φύγει για να προλάβει το βραδινό λεωφορείο και η Σαπφώ πρέπει να βρίσκεται στο θέατρο το αργότερο στις 9. Της έχω υποσχεθεί πως θα την πάω με ταξί. Μαζί μας θα έρθει και η Ζυράννα, που θέλει να γνωρίσει τη Λαμπέτη.

Τελειώνουμε στα γρήγορα και αποφασίζουμε να συναντηθούμε ξανά τη Δευτέρα, που θα είναι όλοι ελεύθεροι από υποχρεώσεις. Βγαίνουμε στην πλατεία Κουκακίου, ο Σπαθάρης παίρνει το τρόλεϊ και οι υπόλοιποι ένα ταξί. Κάθομαι μπροστά και πίσω η Ζυράννα με τη Σαπφώ. «Είναι κακός άνθρωπος» λέει για τη Λαμπέτη. «Για να καταλάβετε, μου έδωσε το απάνω καμαρίνι και πρέπει να ανεβαίνω και να κατεβαίνω σκάλες μέχρι να βγω στη σκηνή. Άσε που δεν μπορεί να ανεβεί κανένας εκεί πάνω! Ο Τσαρούχης κόντεψε να σκοτωθεί!» Την ακούμε αφηρημένοι, φτάνουμε στο «Μπρόντγουεϊ» καθόμαστε να δούμε την παράσταση. Η Λαμπέτη είναι όπως πάντα μαγική, η Σαπφώ όμως κλέβει την παράσταση.

 Περιμένουμε στην ουρά στα καμαρίνια για να μας δεχτεί η Λαμπέτη. Από πάνω ακούγεται η φωνή της Νοταρά: «Πιάστηκαν τα πόδια μου, δεν μπορώ άλλο, θα γλιστρήσω και θα σκοτωθώ καμιά μέρα!». Μπαίνουμε στο καμαρίνι. Η Λαμπέτη είναι σκυμμένη και υπογράφει ένα αυτόγραφο, ενώ συγχρόνως ψιθυρίζει με τη χαρακτηριστική φωνή της: «Σκάσε πια, πουτανόγρια, κωλόγρια, βγάλε πια το σκασμό, μου έχεις σπάσει τα νεύρα». Μένω ξερός από τον τρόπο που μιλάει ένα τέτοιο ευαίσθητο πλάσμα. Η Λαμπέτη σηκώνει τα μάτια, βλέπει μέσα από τον καθρέφτη τη Ζυράννα και βγάζει μια αυθόρμητη κραυγή: «Α!» Σα να είδε φάντασμα. «Τι όμορφη που είστε!» συνεχίζει και γυρίζει να τη δει καλύτερα. «Θα ήθελα ένα αυτόγραφό σας» λέει και τα μαύρα μελαγχολικά της μάτια καρφώνονται στα μοβ υπνωτιστικά μάτια της Ζυράννας. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να τις αφήσω μόνες. «Πάω να δω την κυρία Νοταρά» λέω και της φιλάω το χέρι. «Πήγαινε, γιατί αυτή η σκατόγρια δεν θα ησυχάσει αλλιώς».

Έκλεισα την πόρτα του καμαρινιού και το τι έγινε, τι είπανε, δεν το έμαθα ποτέ.

Περιφερειακός Φιλοπάππου, στην οδό Σωφρονίσκου 11. Έχουμε πιάσει ένα σπίτι εγώ, ο Ευσταθίου και ο Κώστας Κάτσουλας. Είναι μια μονοκατοικία με τρία δωμάτια. Την έχουμε βάψει μόνοι μας, την έχουμε επιπλώσει και την έχουμε μετατρέψει σε κέντρο διερχομένων. Είμαστε νέοι, ωραίοι και ελεύθεροι, έχουμε λεφτά για να πληρώνουμε το νοίκι, οι έρωτες πάνε και έρχονται, νιώθουμε αθάνατοι και απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, έχουμε καλέσει φίλους και γνωστούς για ρεβεγιόν. Ο Ευσταθίου, δεινός μάγειρας, έχει ετοιμάσει τυρόπιτα, γιουβέτσι, αρνάκι στο φούρνο, τα πάντα. Είναι εδώ απόψε ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, που κάνει χορευτικά πίσω από τις κουρτίνες. Είναι ο Άρης Δαβαράκης με τον Γιώργο Σκληρό, ένα αγόρι ίδιος ο Τάτζιο στο «Θάνατος στη Βενετία». Ο ποιητής Γιάννης Κοντός, τυλιγμένος με τρία κασκόλ, μιλάει με το συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου και κάνει πλάκες στο θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Μανιώτη. Ο Ματθαίος Μουντές διηγείται χιώτικα ανέκδοτα. Στο ντιβάνι, που χρησιμεύει και σαν καναπές, ο Σταμάτης Κραουνάκης και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κατασπαράζουν το αρνάκι στο φούρνο και συζητάνε για μουσική. Ο Δημήτρης Λέκκας όρθιος, με τα χέρια στις τσέπες, τους παρακολουθεί. Μπαίνει ο ποιητής Αλέξης Ασλάνογλου και διηγείται μια σκηνή που είδε στον κήπο του Ζαππείου: Ένας τύπος κουβάλαγε ένα σκαμνάκι πλιάν και όταν ψωνιζόταν με κάποιον τον έβαζε να καθίσει για να μην κουράζεται. Στα σκαλιά της εισόδου ο δικηγόρος Σταμάτης Νικολιός συζητάει με τον επίσης δικηγόρο Γιώργο Καραχάλιο για τη νομική υπόσταση του ΑΚΟΕ. Εμφανίζεται ο Γιώργος Χρονάς με ένα πανέμορφο αγόρι. «Λέγεται Γιώργος Πανόπουλος και η καταγωγή του είναι από την Αρκαδία» μας πληροφορεί. Ο Άρης Ρέτσος, μέσα στο δωμάτιό μου, απαγγέλλει μονολόγους. Πιο πέρα ο φωτογράφος Χάρης Χριστόπουλος θέλει να αγοράσει τον εκτυπωτή του Κώστα Κάτσουλα και του κάνει παζάρια. «Τέτοιους ανθρώπους θέλω να μου φέρνεις στο μαγαζί» μου λέει η Ράτκα, που έχει έρθει με τη Δήμητρα Γαλάνη. «Καλά, η Ζυράννα πού είναι; Δεν την καλέσαμε;» ρωτάω τον Ευσταθίου. «Εδώ είναι, στο δωμάτιό μου. Γράφει».

Μπαίνουμε στο δωμάτιό του. Καθισμένη σταυροπόδι, πάνω στο κρεβάτι, σαν μάγισσα ή σαν τσιγγάνα, η Ζυράννα κρατάει με το δεξί της χέρι το στιλό και γράφει και με το αριστερό, το αγαπημένο της  φαγητό, το «πλακωτό», δυο μπισκότα πτιμπέρ και στη μέση ένα λουκούμι. «Γιατί δεν έρχεσαι έξω με τα άλλα παιδιά;» τη ρωτάω. «Τώρα, να τελειώσω αυτό που γράφω και θα έρθω». «Πότε θα μας διαβάσεις κάτι από αυτά που γράφεις;» «Όταν έρθει η ώρα». «Θέλεις να σου φέρω λίγο γιουβετσάκι για να φας; Το έχει κάνει ο Γιώργος μούρλια». «Αφού το ξέρεις, Γιωργή, ότι δεν τρώω κρέας. Εμένα μου αρκεί το “πλακωτό” και ένα καφεδάκι». «Ε, τότε να σου κάνω ένα καφεδάκι» λέω και εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα σούσουρο στην είσοδο και εμφανίζεται ο Τσαρούχης υποβασταζόμενος πάντα από δύο νεαρούς. Ρίχνει μια ματιά στο πολύχρωμο πλήθος που τρώει, καυγαδίζει, ερωτοτροπεί και χορεύει. «Καλέ, αυτό είναι το μεγαλύτερο σαλόνι της Μέσης Ανατολής!» αναφωνεί και κάθεται στη μοναδική πολυθρόνα του σπιτιού.

Ανήμερα των Θεοφανίων τηλεφώνημα από τη Ζυράννα. «Θέλεις να έρθεις από το σπίτι; Θα φύγω ταξίδι σε λίγες μέρες και θέλω να σε δω» μου λέει. «Πού θα πας;» ρωτάω. «Στη Γερμανία, στη Γαλλία, δεν ξέρω ακόμα».

Την έπιαναν κατά διαστήματα τάσεις φυγής, έπαιρνε το Magic Bus, ένα λεωφορείο που ταξίδευε σε όλη την Ευρώπη με φτηνό εισιτήριο, και πήγαινε στη Ρώμη, στο Βερολίνο, στο Παρίσι. Πριν φύγει ετοίμαζε ένα κουτί «πρώτων βοηθειών» που περιείχε πολλά πακέτα τσιγάρα Sante, μπισκότα και λουκούμια για το γνωστό «πλακωτό», καφέ ελληνικό, ασπιρίνες και οπωσδήποτε δυο-τρία μπλοκ για να γράφει και στιλό με μοβ μελάνι. Μας έστελνε κάρτες από τα μέρη που επισκεπτόταν, αλλά πώς ζούσε εκεί, ποιους συναντούσε και τι έκανε, ήταν μέγα μυστήριο.

Στις 5 το απόγευμα, με μια κούτα τσιγάρα Sante πηγαίνω προς το σπίτι της. Στους δρόμους υπάρχει ακόμα η πρωτοχρονιάτικη διακόσμηση. «Ευτυχισμένο το 1981». Στην είσοδο περιμένω να δω τη Ραΐσα να με ρωτάει: «Πάλι σ’ αυτήν πας;», αλλά δεν εμφανίζεται. Ανεβαίνω τα σκαλιά, χτυπάω την πόρτα, μου ανοίγει. Κάθε φορά που πάω σπίτι της έχω μια έξαψη σχεδόν ερωτική, μια αναστάτωση ότι κάτι περίεργο θα γίνει. Φταίνε τα μάτια της, η διακόσμηση, τα αρωματικά στικς που καίγονται στο χώρο, τα βελούδα; «Καλή χρονιά» της λέω και τη φιλάω. «Δεν είδα τη Ραΐσα στην είσοδο». «Τώρα, η Ραΐσα! Πάει, πέθανε. Τη βρήκανε νεκρή σε ένα από τα σπίτια της. Ήταν γεμάτο με σκουπίδια. Τρία φορτηγά του Δήμου χρειάστηκαν για να το αδειάσουν. Και κάτω από το στρώμα της βρήκανε πάκα τα χιλιάρικα» μου λέει. «Και τώρα ποιος θα τα πάρει όλα αυτά;» ρωτάω. «Όποιος και να τα πάρει θα κάνει νέα ενοικιαστήρια για να μας ανεβάσει το νοίκι. Μου φαίνεται πως πρέπει να τα μαζεύω σιγά-σιγά».

Φτιάχνει τσάι με κονιάκ, πηγαίνει και κουλουριάζεται επάνω στο κρεβάτι. «Τόσα χρόνια μου λες γιατί δεν σου διαβάζω κάτι από αυτά που γράφω. Σήμερα λοιπόν θα σου διαβάσω, αν θέλεις, μια ιστορία μου. Θέλεις;» «Το ρωτάς;» λέω με συγκίνηση. Σβήνει το τσιγάρο, παίρνει ένα χειρόγραφο και αρχίζει να μου διαβάζει την «Περσινή αρραβωνιαστικιά». Διαβάζει απλά και καθαρά, χωρίς ιδιαίτερους χρωματισμούς, με αυτή την ντροπαλή κοριτσίστικη φωνή. Νιώθω συγκινημένος που διάλεξε εμένα για να μου διαβάσει αυτά που έγραφε κρυφά κι απόκρυφα τόσα χρόνια τώρα. Όταν τελειώνει σηκώνομαι, την αγκαλιάζω και τη φιλάω: «Μπράβο! Είσαι σπουδαία. Δεν το περίμενα πως γράφεις τόσο ωραία». Σκύβει το κεφάλι και, μισοαστεία-μισοσοβαρά, «όλοι αυτό μου λένε» ομολογεί. «Τι, έχεις διαβάσει και σε άλλους;» Γελάει ένοχα. «Ε, σε καμιά 10αριά. Αλλά είναι όλοι φίλοι σαν και σένα!»

  

Στο σπίτι της Σωφρονίσκου γίνονται ανακατατάξεις. Ο Κώστας Κάτσουλας φεύγει για φαντάρος, το δωμάτιο αδειάζει και έρχεται ο Γιώργος Χρονάς. Η Ζυράννα μάς επισκέπτεται συχνά, φτιάχνει το καφεδάκι της, βγάζει από την τσάντα το «πλακωτό» και είτε μας μιλάει για τα μέρη που έχει επισκεφτεί είτε κάθεται με τις ώρες σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι και γράφει.

Είναι απόγευμα του Φεβρουαρίου καθόμαστε όλοι και παρακολουθούμε τηλεόραση με τον καλό μας φίλο τον Λευτέρη Βογιατζή. Ο Ευσταθίου είναι μέσα στο δωμάτιό του με το φίλο του τον Άκη, τον αστυνομικό. Κάποια στιγμή βγαίνει, κρατώντας το περίστροφο του Άκη. Με πλησιάζει και με σημαδεύει. «Πάρ’ το από δω. Σιχαίνομαι τα όπλα» του λέω. «Άσε που μπορεί να γίνει κάνα ατύχημα». «Έχω αδειάσει τις σφαίρες» λέει ο Άκης. «Σιωπή!» λέει ο Ευσταθίου και υψώνει την κάνη. Πατάει τη σκανδάλη και «μπαμ!» μια σφαίρα καρφώνεται στο ταβάνι. Παγώνουμε όλοι. «Α, φαίνεται πως ξέχασα να βγάλω μια σφαίρα» σκάει στα γέλια ο μαλάκας ο Άκης. Το μυαλό μου έχει μουδιάσει. Αυτή τη στιγμή, σκέφτομαι, θα ήμουν νεκρός! Νεκρός! Και κοιτάω τον Ευσταθίου. Μα πριν προλάβουμε να πούμε τίποτα, ο Λευτέρης Βογιατζής, λες και έχει πάθει επιληψία, γουρλώνει τα μάτια, βάζει το χέρι στο αυτί του, «σεισμός!» μας λέει, «έρχεται σεισμός!» Τον κοιτάζουμε όλοι σαν UFO. «Λευτέρη, έχεις τρελαθεί;» του λέει αυστηρά ο Χρονάς. «Σας λέω, έρχεται σεισμός!» επιμένει ο Λευτέρης και όντως μερικά λεπτά αργότερα το σπίτι πάει κι έρχεται από ένα σεισμό που δεν λέει να σταματήσει. Πεταγόμαστε όλοι έξω. Όλοι εκτός από τη Ζυράννα. Με ηρεμία βουδιστή μοναχού μάζεψε πρώτα τα μπλοκάκια της, δίπλωσε το «πλακωτό» στη χαρτοπετσέτα, τα έβαλε όλα στη μοβ τσάντα και έπειτα με μικρά πηδηματάκια βγήκε έξω. 

Για τις επόμενες τρεις μέρες μέναμε όλοι μαζί στο σπίτι, κοιτώντας τον Λευτέρη. Και όταν άρχιζε ως Κασσάνδρα «σεισμός! σεισμός!», ο Άκης με μια σφυρίχτρα μας ειδοποιούσε και βγαίναμε έξω. «Μα πώς το καταλαβαίνεις;» τον ρωτούσαμε. «Τον ακούω. Εσείς δεν τον ακούτε;» 20 φορές μας είπε «σεισμός» και στις 20 έπεσε μέσα!

  

Το καλοκαίρι του 1984 το σπίτι που άντεξε τόσους σεισμούς, έχει διαλυθεί. Σαν τα τρελά πουλιά ζήσαμε επιπόλαια όλα αυτά τα χρόνια, μα τώρα έχει έρθει η στιγμή του χωρισμού. Ο καθένας έχει πιάσει δικό του σπίτι και έχει περιχαρακωθεί σ’ αυτό. Πάρτι γίνονται σπάνια, τις πιο πολλές φορές συναντιόμαστε σε κηδείες. Μια νέα αρρώστια, το Aids, θερίζει γνωστούς και φίλους. Στο μεταξύ έχει κυκλοφορήσει «Η περσινή αρραβωνιαστικιά» και έχει σκίσει. Οι αναγνώστες είναι ενθουσιασμένοι, οι κριτικοί παραληρούν. Είχε καιρό ένα βιβλίο να δημιουργήσει τέτοια ενέργεια και τόσο ενδιαφέρον στον κόσμο. Η επιτυχία της Ζυράννας είναι και η επιτυχία της παρέας μας. Ο Χρονάς της έβγαλε το βιβλίο, στα σπίτια μας γράφτηκε, εμείς ήμασταν οι πρώτοι που το διαβάσαμε. Η μούσα μας, η ερωμένη μας, η μοναδική γυναίκα σε μια παρέα τόσων τρελών αγοριών, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.

20 Ιουλίου 2009. Με τη Ζυράννα θα συναντηθούμε όπως κάθε χρόνο στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία. Ίσως σαν ανάμνηση της φιλίας μας, που ξεκίνησε πριν 32 χρόνια ανήμερα του Προφήτη Ηλία. Φέτος η αγαπημένη μου κουράστηκε πολύ. Μετά από 7 χρόνια και 7 μήνες έβγαλε το καινούργιο της βιβλίο ανήμερα στα γενέθλιά μου, στις 29 Ιουνίου. «Το πάθος χιλιάδες φορές» λέγεται και μέχρι να βρει το τέλος βασανίστηκε χιλιάδες φορές. Θα περπατήσουμε μαζί, ανάμεσα στους μικροπωλητές, τα μοβ μάτια θα λάμπουν πάντα σαν αναμμένα κάρβουνα, θα αγοράσουμε ψητά καλαμπόκια εγώ, πετιμέζι αυτή, κι όταν θα βγούμε από το πολύβουο παζάρι, θα βρούμε ένα ήσυχο μέρος κι εκεί καθισμένος στα σκαλάκια θα της απαγγείλω για άλλη μία φορά τη «Ζυρά την αμαρτωλή», το τραγούδι που έγραψα γι’ αυτήν και το τραγούδησε τόσο ωραία η Βούλα Σαββίδη σε μουσική Δημήτρη Λέκκα:

Η Ζυρά η αμαρτωλή

Η Ζυρά η αμαρτωλή

ζούσε στην Ανατολή

τα σκοτάδια δεν φοβόταν

και με άγνωστους κοιμόταν

Σαν ξυπνούσε το πρωί

η Ζυρά η αμαρτωλή  

με τα πνεύματα μιλούσε

κι όμορφο χαλί κεντούσε

Ένα απόγευμα που λες

όπως οι αμαρτωλές

βρέθηκε κι αυτή μονάχη

με μια μαχαιριά στη ράχη

Και διαβάσαν στο χαλί:

«Η Ζυρά η αμαρτωλή

που μια μέρα θα πεθάνει

τούτο το χαλί έχει κάνει»

Ο Θεός να συγχωρεί

μια ψυχή αμαρτωλή

Ο Θεός να ελεήσει

όποιον έχει αγαπήσει

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ