- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Μπαίνω στο «Λιμάνι της Αγωνίας» ένα ζεστό σαββατιάτικο μεσημέρι και γρήγορα μαθαίνω γιατί το πειραϊκό πολιτιστικό δίκτυο έχει βαφτιστεί με το παραπάνω όνομα. Τα μεγάλα ζητήματα σε κατάσταση αναμονής είναι σταθερό χαρακτηριστικό στην ταυτότητα της περιοχής. «Ο Πειραιάς είναι μια πόλη με θάλασσα, έχει ανάσα και άνοιγμα. Αυτό που δεν έχει καταφέρει είναι να αποκτήσει μια αυτόνομη πολιτιστική ζωή, να μην είναι “αποπαίδι”της Αθήνας» μου λέει η Αγγελική Φωτοπούλου, μέλος του δικτύου, Πειραιώτισσα και ερευνήτρια Β΄ στο Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
Αν σταθείς έξω από το χαρακτηρισμένο ως «έργο τέχνης» από το Υπουργείο Πολιτισμού Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στην Ηρώων Πολυτεχνείου, θα μπεις αμέσως στο νόημα. Ακόμα και με τις σκαλωσιές λόγω αποκατάστασης, που αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2010, η αρχιτεκτονική του λάμψη είναι εμφανής. Χτίστηκε το 1884 επί δημαρχίας Πέτρου Ομηρίδη Σκυλίτση, σε σχέδια του «ντόπιου» Γιάννη Λαζαρίμου πάνω στα πρότυπα των ευρωπαϊκών θεάτρων όπερας του 19ου με βαριά αρχιτεκτονική, μεγάλο ύψος, ορχήστρα και θεωρεία εξαιρετικής αισθητικής, και ένα καταπληκτικό ξύλινο θόλο δημιουργημένο με την τεχνική των καραβομαραγκών. Ένα σπουδαίο δηλαδή μνημείο όχι μόνο για τον Πειραιά, αλλά για ολόκληρο το λεκανοπέδιο, που δέχτηκε τα οριστικά του χτυπήματα από τους σεισμούς του ’81 και του ’95. Ο αρχιτέκτονας Μάνος Περάκης, που συμμετέχει στην επιτροπή για την πρόταση της νέας λειτουργίας του, μαζί με τους Γιώργο Κουρουπό, Βασίλη Βασιλικό, Βάσω Παπαντωνίου κ.ά., μου λέει: «Η αναστήλωσή του –που μετά από τόσα χρόνια μπήκε σε κοινοτικό πρόγραμμα με κόστος 36 εκατομμύρια ευρώ– είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς το θέατρο είναι περιχαρακωμένο σε ένα συγκεκριμένο σχήμα. Με πολλή προσοχή προσθέτουμε μερικά καμαρίνια, ενδιάμεσα πατάρια, κάποιους χώρους διοίκησης και τον απαραίτητο κλιματισμό, διατηρώντας ακέραια την αρχιτεκτονική και την εξαιρετική ακουστική του. Οι εικονογραφήσεις στο ταβάνι και η καταπληκτική σκηνή, από τις 2-3 τελευταίες που έχουν απομείνει στην Ευρώπη, είναι σε εργαστήρια για συντήρηση». Καλά όλα αυτά, αλλά το καίριο ερώτημα παραμένει: Ποια θα είναι η νέα λειτουργία του; Στο παρελθόν, η κακοδιαχείριση και οι άστοχες επιλογές οδήγησαν σε μια καλλιτεχνική πορεία που δεν συμβάδισε με τις προσδοκίες (λίγο πριν κλείσει οριστικά κατάντησε αίθουσα εκδηλώσεων). Η Α. Φωτοπούλου εκφράζει μια μεγάλη μερίδα Πειραιωτών που ελπίζουν «ότι αυτή τη φορά θα δημιουργήσει έναν πόλο ανάπτυξης, αφού ο πολιτισμός της πόλης έχει κολλήσει στη μυθολογία του ρεμπέτικου και στις παλιές ταβέρνες με την αύρα του ’60». Ο Μ. Περάκης, σα να συνεχίζει τη φράση της, μου λέει κάποιες μέρες μετά: «Ο Πειραιάς είναι όπως μια επαρχιακή πόλη, δεν έχει ενδιαφέροντα. Όσο για το θέατρο είναι νωρίς να μιλάμε για ολοκληρωμένο προφίλ, αλλά όλοι συμφωνούμε ότι η μορφή του πρέπει να διατηρηθεί, να φιλοξενεί δηλαδή παραστάσεις θεάτρου, όπερας, μουσικής και χορού. Στο βαθμό που το επιτρέπουν τα οικονομικά του θα κάνει και κάποιες δικές του παραγωγές. Μένει να αποδεχτεί ότι η πόλη το “σηκώνει”». Μια φορά και έναν καιρό, πάντως, το κοινό έκανε ουρές στα ταμεία για να δει στη σκηνή του την Κατίνα Παξινού μαζί με τον Αιμίλιο Βεάκη, Πειραιώτες και οι δύο γέννημα-θρέμμα.
Ύστερα όλα μπήκαν στο μπλέντερ, ο Πειραιάς έγινε μια πόλη χωνευτήρι, Πελοποννήσιοι, νησιώτες, Μικρασιάτες και όλα «τα παιδιά του Πειραιά» της Μελίνας, ραγδαία ανάπτυξη, βιομήχανοι. Ο Πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης έλεγε με λύπη κάποια χρόνια αργότερα: «Γεννήθηκα στον Πειραιά, σε νεοκλασικό σπίτι… όταν αργότερα άρχισαν να τα γκρεμίζουν ένα-ένα, τότε αισθάνθηκα ότι ξηλώνουν τη ζωή μου. Ήταν κάτι παραπάνω από αισθητική διαμαρτυρία. Ήταν ξαφνικοί θάνατοι στενών φίλων».
Σήμερα, η παραπάνω φράση ισχύει ακέραια για τα κουφάρια των παλιών εργοστασίων, έρημα καράβια στην αστική θάλασσα του Πειραιά. Καμίνια, Δραπετσώνα, Κοκκινιά, Λεύκα, Κερατσίνι… Από την αρχή της λαμπρής εποχής του ατμού και μέχρι το 1939, τριανταπέντε μεγάλα εργοστάσια είχαν διαταχθεί στις δύο πλευρές του δρόμου από το λιμάνι μέχρι τον Ταύρο. Εβδομήντα χρόνια μετά, η Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ έχει αποτυπώσει την αρχιτεκτονική και τον εξοπλισμό ορισμένων από τα μεγάλα συγκροτήματα, του πρώην εργοστασίου Δηλαβέρη, του παλιού εργοστασίου του ΟΣΕ αλλά και ενός άλλου συμβόλου της βιομηχανικής ζώνης, των Λιπασμάτων. Σε όλα η κατάσταση είναι η ίδια: εγκατάλειψη. Όταν χτυπάω την πόρτα της πολιτικής για μια πρώτη απάντηση ακούω το νομάρχη Πειραιά Γιάννη Μίχα να μου λέει: «Οι χώροι αυτοί δεν ανήκουν στην αυτοδιοίκηση. Η κεντρική διοίκηση είναι που πρέπει να αντιληφθεί την αναγκαιότητα να καταστούν τα απομεινάρια της βιομηχανικής περιόδου υπερτοπικοί πόλοι πρασίνου, πολιτισμού και αθλητισμού. Ειδικά για τα Λιπάσματα προτείνουμε ένα πάρκο υψηλού πρασίνου έκτασης 661 στρεμμάτων με οργανωμένο πράσινο, μικρούς τεχνητούς υδάτινους όγκους, ανάπλαση υπαρχόντων παλιών βιομηχανικών κτιρίων και δημιουργία παραλιακού μετώπου με ανοιχτή πρόσβαση στη θάλασσα. Σε μια περιοχή που η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο δεν ξεπερνά το 1 τ.μ. δεν μπορούμε παρά να είμαστε αντίθετοι με την πρόταση της κυβέρνησης για δημιουργία μιας ελιτίστικης ζώνης πολλαπλών δραστηριοτήτων, όπου θα κυριαρχεί το τσιμέντο».
Αποφασίζω να δω από κοντά αυτή τη νεκρή βιομηχανική ζώνη. Από την αχανή και εντελώς παρατημένη έκταση, επιλέγω την παλιά Κοκκινιά, μια περιοχή «αρχείο» της βιομηχανικής ιστορίας του λιμανιού. Στην αρχή της Θηβών, στο παλιό Εργοστάσιο Μωσαϊκών Πλακών και Κεραμοποιίας Ευστάθιου και Κρίτωνος Δηλαβέρη, που είχε θερινό σινεμά στην ταράτσα «διά τους εργαζόμενους», περπατάω μέσα στα υπολείμματα των καταπληκτικών φούρνων, που συντηρήθηκαν κάποτε αλλά μετά παρατήθηκαν. Είναι ένας χώρος επιβλητικός, που ανήκει στον Δήμο Πειραιά, «είδε» κάποτε τις μπουλντόζες να κατεδαφίζουν κτίρια εντός του, αλλά το 1991 και μετά από έντονες αντιδράσεις δημοτικών συμβούλων και Παλιοκοκκινωτών, οι καμινάδες, το καμίνι Hoffman του 1888 και η βίλα της οικογένειας από κόκκινα τούβλα κηρύχθηκαν διατηρητέα μνημεία από τη Μελίνα Μερκούρη στο Υπουργείο Πολιτισμού. «Κατά καιρούς έγιναν κάποιες αναπλάσεις. Θυμάμαι μια φοβερή πίστα skateboarding με μάρμαρο στρωμένη και με κλίση, αλλά αφέθηκε κι αυτή στην τύχη της και άρχισαν να τη σκεπάζουν με χώμα. Τώρα, η δημοτική αρχή έχει κάνει εδώ την αποθήκη της για οικοδομικά υλικά, αφήνοντας τις μπουλντόζες να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα» λέει η Εύη Χρονά από το «Λιμάνι της αγωνίας». Όταν το βλέμμα μου προσπερνάει την ψηλή καμινάδα συναντάει το παλιό Μηχανουργείο Βασιλειάδη, το πρώτο στον Πειραιά το 1860, και Σιταποθήκες της ΚΥΔΕΠ στη δεύτερη χρήση του. Η ιστορία τους; Παρόμοια με αυτή του Δηλαβέρη. Ενέργειες για κατεδάφιση, αυτόματη αντίδραση των κατοίκων και κατάληξη με τη ταμπέλα: «Διατηρητέο». Ένα βήμα πιο μέσα, στον κόσμο του ατσαλιού και της σκουριάς, το Μέγα Εργοστάσιο Αδελφών Ρετσίνα στην περιοχή της Λεύκας. Έχω ακούσει πολλούς να μιλάνε για έναν καταπληκτικό χώρο, υπάρχει κόσμος που θυμάται τα ηδονιστικά rave parties που γίνονταν εδώ πριν κάμποσα χρόνια, όταν όμως φτάνω εγώ η κεντρική σιδερένια πόρτα είναι ερμητικά κλειστή. Παρατηρώ ό,τι μπορώ από τα δυο τρία μηχανουργεία που λειτουργούν εντός του, τις παλιές πριονωτές στέγες και τους αιωνόβιους ευκαλύπτους από τις τρύπες στους εξωτερικούς τοίχους, αλλά ακόμα κι έτσι αντιλαμβάνομαι γιατί είχε τη φήμη ενός από τα μεγαλύτερα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στα Βαλκάνια. Έκλεισε οριστικά το 1979 και το 2003 μια πολύ περίεργη φωτιά κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του. Ύστερα ήρθαν οι –πάντα ανολοκλήρωτες– προτάσεις: «χώρος πρασίνου», αθλητικός χώρος για τους ολυμπιακούς αγώνες, Πανεπιστήμιο Πειραιά… Σε αυτό το σημείο ο λέκτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου και πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος της «Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς» Νίκος Μπελαβίλας μού δίνει μια γνώμη: «Η κατεδάφιση είναι ανεπίτρεπτη, γιατί δεν αντικαθίσταται από μια καλύτερη αρχιτεκτονική ή ένα νοσοκομείο παίδων, για παράδειγμα, που ο Πειραιάς δεν έχει και τόσο χρειάζεται. Ας πάρουμε το παράδειγμα του Αμαξοστάσιου και Εργοστάσιου Τρένων του ΟΣΕ, επίσης στην περιοχή της Λεύκας και επίσης ανενεργό. Τα 120 στρέμματά του ο ΟΣΕ θέλει να τα δώσει για ανέγερση πολυκατοικιών, ενώ ο Σύλλογος Φίλων των Τρένων και η Επιτροπή για τη Βιομηχανική Κληρονομιά βλέπει ένα μουσείο τρένων δίπλα σε μια μικρή αγορά και σε κτίρια κοινωνικών υπηρεσιών. Αυτός ο χώρος έχει δεσμευτεί από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του για το κοινό όφελος. Το ελληνικό δημόσιο έχει τα χρήματα, αλλά δεν τα διαθέτει γιατί το μόνο που κινείται σε αυτή την πόλη είναι η κτηματαγορά σε συνθήκες φούσκας».
Μια νοητή γραμμή, όμως, στο χάρτη της Πειραιώς με τα 88 διατηρητέα εργοστάσια αποκαλύπτει την άλλη όψη του νομίσματος. Το «Τεχνόπολις» στο παλιό εργοστάσιο Φωταερίου, το «Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού» στη ΒΙΟΣΩΛ, το πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» στο Πιλοποιείο Πουλόπουλου, το «Σχολείον» στην παλιά Sanitas, την ΑΣΚΤ στα υφαντήρια Σκιαρίδη, χώρους του Φεστιβάλ Αθηνών στο πρώην Τσαούσουγλου, ακόμα και το Factory Outlet, οι ιδιοκτήτες του οποίου σεβάστηκαν το πρώην υφαντουργείο Γαβριήλ, αλλά και βιομηχανίες που παρέμειναν και επεκτάθηκαν (ΙΟΝ και ΕΛΑΪΣ). Με λίγα λόγια: διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς και ταυτόχρονα φιλικό - χρηστικό αστικό τοπίο. Όπως έχει συμβεί και στο Λαύριο, τον Βόλο, την Καβάλα, την Ξάνθη και την Ερμούπολη. Μέλη της επιστημονικής κοινότητας και κινήσεις πολιτών φαντάζονται μητροπολιτικά πάρκα και κοινωνικές υπηρεσίες, επανάχρηση και επανένταξη για τα πολλά avant garde κτίρια των εργοστασίων. Υποστηρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται είναι έμπνευση, οργάνωση, κεφάλαια.
Προσωπικά, αποχαιρετώ τις γειτονιές της φάμπρικας περνώντας από την παλιά Σαπωνοποιία Αλεπουδέλης, πλήρως ανακαινισμένη σήμερα μες στο πανέμορφο κτίριό της με την ιδιωτική χρήση. Μαθαίνω ότι για μία –μόνο– στιγμή στη ζωή του ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, γιος του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, το σκέφτηκε να σπουδάσει Χημεία για να αναλάβει το εργοστάσιο του πατέρα του. Στο τερματικό σημείο της διαδρομής, οι Αλευρόμυλοι Κωνσταντόπουλου, που δεν έχουν την τύχη της σαπωνοποιίας. Ο ιδιοκτήτης τους, πάντως, εκτός από μια άκρως επιτυχημένη βιομηχανία, είχε την τύχη να υπερηφανεύεται και για την ιδιαίτερη καλλιέργεια των θυγατέρων του, της Κατίνας, μετέπειτα Κατίνας Παξινού, και όπως μου αποκαλύπτει και ο εγγονός της τελευταίας, ηθοποιός Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, και της αδερφής της Αθηνάς, γυναίκας στη συνέχεια του εργοστασιάρχη Κρίτωνα Δηλαβέρη.
Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό το σημερινό DNA του Πειραιά: μυθολογία και μαγεία, που οδηγούνται στην παρακμή.
1977 Ο Τσαρούχης σκηνοθετεί τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά,
υπογράφοντας ακόμα τα κοστούμια, τα σκηνικά και τη μετάφραση. Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς συμμετέχει στο χορό.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Οι πιο σημαντικοί από τους ενοίκους του ήταν το Εθνικό Θέατρο, η Λυρική Σκηνή και το Πειραϊκό Θέατρο του Ροντήρη. Από εδώ πέρασαν οι σκηνοθέτες: Σολομός, Καραντινός, Μιχαηλίδης, Σεβαστίκογλου, Ευαγγελάτος, και ηθοποιοί όπως: Κυβέλη, Κοτοπούλη, Παξινού, Μινωτής, Κατράκης, Νέζερ, Λογοθετίδης, Διαμαντόπουλος, Χορν, Λαμπέτη, Αλεξανδράκης, Βουγιουκλάκη, Καρέζη…
* O τίτλος του άρθρου αποτελεί χαρακτηρισμός του συγγραφέα Βάσια Τσοκόπουλου για το βιομηχανικό Πειραιά
{ ΦΩΤΟ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ }