- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Μεσημέρι Τσικνοπέμπτης στη Βαρβάκειο αγορά. Οι κρεοπώλες, ως είθισται, διαθέτουν μεγάλη ποσότητα κρέατος (φέτος 2 τόνους) και καλούν τους πολίτες να τσικνίσουν στις ψησταριές που στήνονται στην πλατεία.
Πλησιάζοντας στο χώρο ακούς από μακριά την ορχήστρα που έχει προσφέρει ο Δήμος Αθηναίων για αυτή τη «γιορτή» – που όμως πάντα μετατρέπεται σε συσσίτιο με παραπονούμενους, σπρωξίματα, βρισίδι σε δημοσιογράφους, κάμερες, φωτογράφους και μια υπόγεια ένταση που εξαφανίζει κάθε αίσθηση γιορτής.
Περίπου 150 με 300 άνθρωποι περιμένουν στην ούρα την ώρα που ψήνεται το κρέας.
Τέσσερις κύριοι συζητούν με ηρεμία και περιμένουν πάνω από μια ώρα: «Δεν πειράζει θα περιμένουμε. Κάνουμε βόλτα στο κέντρο και σταματήσαμε για κάνα παϊδάκι και ένα ποτήρι κρασί».
Η κυρία Ευθυμία κάθεται δίπλα. «Βόλτα στη Βαρβάκειο;» ρωτάω. «Πάω Θρακομακεδόνες, ήρθα με το 46. Δεν είμαι ούτε για από εδώ (εννοεί την ορχήστρα) ούτε για από εκεί (δηλαδή το συσσίτιο). Είμαι σε ηλικία να περιμένω από τα παιδιά μου». «Και αν δεν μπορούν;» τη ρωτάω. «Τα δικά μου μπορούν» είναι η απάντηση.
Με πλησιάζει η Στέλλα. Γύρω στα 55, γεμάτη περιέργεια. «Γιατί πρέπει πάντα να είναι έτσι;» με ρωτάει. Δεν ξέρω τι να πω. «Κατέβηκα από το Παγκράτι γιατί είχα μια δουλειά και αποφάσισα να πιω ένα ποτήρι κρασί. Αλλά δεν πλησιάζω διότι δεν θέλω να με τραβήξουν οι κάμερες. Μου αρέσει όταν μαζεύονται οι άνθρωποι και θέλω να συμμετέχω…».
Πίσω μας ένας Ρομά φωνάζει και βρίζει κάποιον που περιμένει για ψητό κρέας. «Έχεις να φας και έρχεσαι εδώ. Μαλάκα».
Λίγο αργότερα στο χώρο του ψησίματος ετοιμάζονται σακούλες με ωμό κρέας. Περίπου 40-50 άνθρωποι κάνουν ντου για μια σακούλα. Νεαρό ζευγάρι Ρομά φωνάζει: «Ζώα, γουρούνια. Και μετά λέτε εμάς γύφτους. Γύφτοι».
Ακούω τον κύριο Γιώργο δίπλα μου: «Κοτόπουλο και μπριζολάκια. Ωραία. Αλλά δεν με άφησαν να περιμένω για ένα δεύτερο ποτήρι κρασί».
Η ορχήστρα παίζει «με πρόσωπο» στην Αθηνάς: «Όλα είναι ένα ψέμα….». Αρκετός κόσμος παρακολουθεί και 4-5 χορεύουν. Ένας παππούς χορεύει με ένα ποτήρι στο κεφάλι, νέαρός Ρομά πετάει ένα χρυσό καπέλο στον αέρα. Το πιάνει μια γιαγιά με παλτό και δυο σακούλες στα χέρια.