- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Eίκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν από τον θάνατο της Κατερίνας Γώγου. Και ενώ η μορφή της παραμένει πάντα επίκαιρη (πόσω μάλλον τα τελευταία χρόνια, ελέω κοινωνικοπολιτικών συνθηκών), το πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι: παραμένει και η γραφή της εξίσου επίκαιρη;
Από αυτή την άποψη, χρωστάμε πολλά στις εκδόσεις Καστανιώτη και την έκδοση των απάντων της ποιήτριας «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε», που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν – ίσως για να συμπέσει και με τα εικοσάχρονα από τον θάνατό της, ίσως πάλι πρόκειται για ευτυχή συγκυρία.
Οπωσδήποτε, η Γώγου είναι μια από αυτές τις μυθικές ποιητικές μορφές, των οποίων η ζωή, και δη οι συμβολικές διαστάσεις και συνδηλώσεις αυτής της ζωής έχουν ως ένα βαθμό υπερβεί το έργο τους. Είδαμε πρόσφατα αυτή τη ζωή να ξεδιπλώνεται στο πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του Αντώνη Μποσκοΐτη «Για την αποκατάσταση του μαύρου». Η συγκέντρωση όλου του έργου της όμως στην έκδοση «Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε» προσφέρει τη δυνατότητα να εξετάσει κανείς αυτό το έργο ανεξάρτητα και υπό ένα σύγχρονο πρίσμα.
Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι επτά ποιητικές συλλογές της: «Τρία κλικ αριστερά», «Ιδιώνυμο», «Το ξύλινο παλτό», «Απόντες», «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», «Νόστος» και η μεταθανάτια «Με λένε Οδύσσεια».
Με μια συνολική ανάγνωση του έργου της καταλήγει κανείς σε ένα πρόχειρο συμπέρασμα: η Γώγου όχι μόνο υπήρξε ποιήτρια αξιώσεων, εκτός από σύμβολο των Εξαρχείων και του αναρχικού χώρου, αλλά και εξελίχθηκε και η ίδια σημαντικά ως ποιήτρια μέσα σε λίγα μόνο χρόνια.
Οι πρώτες τρεις ποιητικές συλλογές της (με διασημότερη όλων φυσικά το «Τρία κλικ αριστερά») είναι εμποτισμένες με όργη, μίσος, κατακραυγή απέναντι στο σύστημα: συνιστούν το κυρίως σώμα των αντιφασιστικών, αγανακτισμένων, βρωμόστομων, τυπικά «εξαρχειώτικων» ποιημάτων της. Είναι τα ποιήματα για τα οποία έγινε γνωστή, για τα οποία ονομάστηκε «Μαγιακόφσκι των Εξαρχείων», για τα οποία έγινε όνομα-έμβλημα και τα ποιήματά της φορέθηκαν ως λάβαρα. Και συγχρόνως αποτελούν και μία τύποις αθηναιογραφία, με τις αναφορές τους σε Εξάρχεια και Πατήσια και στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής.
Είναι εμφανής άλλωστε η επιρροή των Μπητ ποιητών και ιδίως του Άλεν Γκίνσμπεργκ και του περίφημου «Ουρλιαχτού» του. Είκοσι χρόνια μετά το μεσουράνημα των Μπητ, η Ελλάδα απέκτησε τους δικούς της Μπητ λογοτέχνες, μεταξύ αυτών και η Γώγου, τους καταγγελτικούς, τους ασυμβίβαστους με την κοινωνική υποκρισία, τους πρόθυμους να αναφερθούν σε ζητήματα ταμπού, όπως τα ναρκωτικά, τη βία, την κατάχρηση της εξουσίας. Και πρόθυμοι βεβαίως να χρησιμοποιήσουν βρισιές και λέξεις συνυφασμένες με την βρώμικη πλευρά του πεζοδρομίου της ζωής.
Το «Τρία κλικ αριστερά» είναι η ελληνική εκδοχή του Ουρλιαχτού. Η κραυγή ενός αθηναϊκού διχαστικού Τείχους. Καθώς η ψυχροπολεμική περίοδος πλησίαζε στο φινάλε της, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η γραφή της Γώγου σημειώνει μια αξιοσημείωτη στροφή, παράλληλα με τις δραματικές εξελίξεις στη ζωή της, την κάθοδο στα ναρκωτικά, τα προβλήματα με την κόρη της. Με το «Ξύλινο παλτό» και ακόμα περισσότερα με τους «Απόντες», παρουσιάζει μια γραφή περισσότερο εσωτερική, ενδοσκοπική, λιγότερο χειμαρρώδη και ανεξέλεγκτη, λιγότερο ρητά καταγγελτική, περισσότερο τρυφερή και ονειρική, ποτέ λιγότερο σπαρακτική όμως. Η Γώγου μέστωσε περισσότερο ως ποιήτρια, ανέπτυξε την τέχνη της με πιο λεπτά εργαλεία, ενσωμάτωσε στοιχεία μυθικά και διακειμενικά στο έργο της και απέκτησε την ολοκληρωμένη ποιητική υπόσταση που άξιζε.
Το «Με λένε Οδύσσεια» κλείνει τη συλλογή με τον πλέον ιδανικό τρόπο, εμπλέκοντας ποιήματα, πεζοποιήματα και αυτοβιογραφικά θραύσματα με τον χαρακτηριστικό τρόπο της Γώγου. Και κλείνοντας μια συλλογή απάντων που συνοψίζει όχι μόνο μια ζωή, αλλά και μια τοιχογραφία της αθηναϊκής πραγματικότητας. Πόσο μάλλον τώρα, που οι πρώιμες συλλογές της βρίσκουν άμεσες αναφορές στο υπάρχον διχαστικό κλίμα, στην υφιστάμενη κοινωνική αγριότητα.
Το συμπέρασμα είναι απλό: η Γώγου δεν είναι απλώς ένα σύμβολο. Είναι – πρωτίστως θεωρώ – μια σημαντική ποιήτρια, η ενσάρκωση της αθηναϊκής Κραυγής. Και πλέον, με την έκδοση των Απάντων της, μπορούν να την ανακαλύψουν και όσοι την ήξεραν μονάχα σαν σύμβολο. Αν και εδώ που τα λέμε, η νεολαία πάντα τη διάβαζε, τότε και τώρα.