Αρχειο

Σκετσάκια απ' το Παρίσι #2

Ο Ρεϊμόν Κενό, οι «Ασκήσεις ύφους» και ο σταθμός Σεν Λαζάρ

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
45264-94530.jpg

Βρέθηκα τον Ιούνιο στο Παρίσι, πρώτη φορά, φιλοξενούμενος του γιου μου που σπουδάζει εκεί. Δημοσιεύω λοιπόν εδώ μια σειρά παρισινά «σκετσάκια», με αναγνωστικό και οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό. Η σειρά θα τραβήξει όσο εμπνέομαι από το υλικό μου.


Ο σημαντικότερος Γάλλος συγγραφέας του 20ου αιώνα, από όσους τουλάχιστον έτυχε να διαβάσω εγώ, είναι ο Ρεϊμόν Κενό (1903 - 1976). Καθώς δεν είμαι γαλλομαθής και δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να τον μάθω και να τον διαβάσω διαφορετικά, ευγνωμονώ τους μεταφραστές που μου τον έμαθαν, κι αυτόν και τους άλλους υπέροχους της παρέας του, όπως τον Ζορζ Περέκ ή τον Μπορίς Βιαν. Κι απ΄ όλα τα πονήματα του μεγάλου «παταφιστή» Κενό, πιο ψηλά κι από τη «Ζαζί» κι από τη «Σάλι Μάρα» κι από τον «Πιερό», στέκεται, στην προσωπική μου κλίμακα αξιών, το βιβλίο «Ασκήσεις ύφους», ένα από δέκα ή είκοσι καλύτερα και πιο πρωτότυπα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου.

Πρόκειται για μια απλή μονοσέλιδη ιστορία, σχετική με δυο καθημερινά μικροπεριστατικά στο λεωφορείο S και στο σταθμό «Σεν Λαζάρ», γραμμένη ωστόσο με 99 διαφορετικούς τρόπους- και με κενές σελίδες στο τέλος, όπου ο αναγνώστης μπορεί να προσθέσει άλλους δικούς του (!) τρόπους. Μιλάμε για ένα εγχειρίδιο γραφής γεμάτο χιούμορ, παγκόσμια αγαπημένο, απαραίτητο σε κάθε επίδοξο συγγραφέα και σε κάθε επαρκή αναγνώστη. Το μικρό αυτό βιβλίο μεταφράστηκε από πολύ νωρίς στα ελληνικά (1984, τέταρτη χρονικά μετάφραση παγκόσμια, μετά την αγγλική, τη γερμανική και την ιταλική, μας πληροφορεί η wikipedia), και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γράμματα», με πολλές επανεκδόσεις από τότε. Αποτελεί (κι αυτό) μεταφραστικό άθλο του Αχιλλέα Κυριακίδη.

n

Φτάνοντας λοιπόν στο Παρίσι, Φέψαξα το σταθμό του τρένου, το λεωφορείο S και τι υπάρχει για τον Κενό. Λοιπόν, η λεωφορειακή γραμμή S έχει μετονομαστεί σε αρ. 84. Ο σταθμός «Σεν Λαζάρ» ζει και βασιλεύει, είναι τεράστιος και έχει επεκταθεί. Επιπλέον, είχα και μπόνους: ο τερματικός σταθμός της γραμμής 5 του μετρό λέγεται «Μπομπινί - Ρεϊμόν Κενό».

Στις φωτογραφίες που τράβηξα βλέπετε το σταθμό «Σεν Λαζάρ» και τα πέριξ του, καθώς και το σταθμό του μετρό «Μπομπινί - Ρεϊμόν Κενό» με την εκεί εντοιχισμένη πλάκα αφιερωμένη στο συγγραφέα. (Για τα ονόματα των στάσεων και των σταθμών του μετρό ακολουθεί άλλο «σκετσάκι», αργότερα).

n

n

n

n

n

n

n

n

d.fyssas@gmail.com


Υ.Γ. Για να πάρετε μια ιδέα, αν δεν ξέρετε το βιβλίο, ιδού η αρχική εκδοχή της ιστορίας με τον τίτλο «Σημειώσεις» και μερικές από τις σπαρταριστές παραλλαγές της:

Σημειώσεις: «Σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ’ ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται. Δύο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ’ ένα φίλο του που του λέει: “Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου”. Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί».

Λιτό: «Ήμασταν κάμποσοι και μας πηγαίναν στριμωγμένους. Ένας νεαρός, που δεν έδειχνε και για πολύ ξύπνιος, κουβέντιασε για λίγο μ’ έναν κύριο πού στεκόταν δίπλα του, κι ύστερα πήγε και κάθισε. Δύο ώρες αργότερα, τον ξανασυνάντησα ήταν παρέα μ’ ένα φίλο του και μιλούσαν για ρούχα».

Μεταφορικό: «Στης μέρας το κέντρο, πεταμένο ανάμεσα στις ταξιδιάρικες σαρδέλες ενός κολεόπτερου με υπόλευκη γαστέρα, ένα κοτόπουλο με μακρύ ξεπουπουλιασμένο λαιμό έκραξε ξαφνικά μιαν ήσυχη σαρδέλα κι η λαλιά του φτερούγισε στον αέρα, νοτισμένη απ’ το παράπονο. Ύστερα, μαγνητισμένο από ένα κενό, το πτηνό όρμηξε προς τα κει. Την ίδια μέρα το ξανάδα, σε μια ζοφερή αστική ερημιά, και του ξεφτιλίζανε την περηφάνια για το χατίρι ενός κουμπιού».

Διευκρινιστικό: «Σ’ ένα λεωφορείο (και να μη γίνει σύγχυση με το: Εσένα λέω, φορείο!), παρατήρησα (και όχι παρατύρισα) έναν τύπο μ’ ένα (και όχι τυπωμένα) καπέλο στολισμένο με (και όχι καπέλο στολής μένομε) ένα πλεγμένο κορδόνι (και όχι κορδωμένο πλεχτό). Είχε ένα λαιμό παρατεταμένο (και όχι ένα μελό παραπεταμένο). Οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι (και όχι συν όστις μένει). Με κάθε απότομη κίνηση του οχήματος (και όχι οχύρωση του κινήματος), ο παραπλήσιος τον πατούσε (και όχι ο παραπατήσας τον πλησίαζε). Ο νεαρός έγινε άνω ποταμών (και όχι ο ποταμός έγινε άνω νεαρών), μόλις όμως άδειασε μετά μια θέση (και όχι μια άδεια σε μετάθεση), πηδώντας πήγε προς τα κει (και όχι ο πηδών ας πει μια προσταγή). Αργότερα τον πήρε το μάτι μου που λες (και όχι αργό τεράτων πυρετό, μα τι μου λες), να μιλά με το φίλο του (και όχι να μήλα με το φύλλο του) για ένα κουμπί στο πανωφόρι του (και όχι για ένα αποκούμπι στο ανηφόρι του)».

Ομοιοτέλευτο: «Ένα μεσημέρι, μέσ’ στο καλοκαίρι, μπήκα στο S για να με μεταφέρει στου Σαμπερέ τα μέρη. Δεν φυσούσε αγέρι κι όπως είχε μαζευτεί εκεί μέσα ένα ασκέρι, κινδύνευα να κολλήσω μπέρι μπέρι. Ακούω ένα μακρυχέρη, λιγνό σαν αγιοκέρι, να βρίζει κάποιον: «μαουνιέρη», για τα πλήγματα που του επιφέρει και που τον κάνουν να υποφέρει. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, καταλαβαίνοντας πως είναι χαμένος από χέρι, παρατά το νταραβέρι και, ενώ όλος ο κόσμος επιχαίρει, την κοπανά σαν περιστέρι. Τον ξαναείδα πιο πέρι, έξω απ’ το σταθμό του Σαιν Λαζέρι, που ’χε ανοίξει κουβεντέρι για το πέτο στο παλτέρι».

Ιταλισμοί: «Κοντά στο μετσοτζόρνο ήρθε το λεωφορέττο. Αβάντι! είπα μέσα μου και μ’ ένα σάλτο ήμουνα τροβάτος στο γκρίζο μαρσεπιέτο του. Εκεί είδα ένα τζόβενο σαν αρλεκίνο: λούνγκος σαν κατσαβίδι και πάνω στην τέστα του φορούσε ένα καπέλο με γαρνιτούρα μία τρέσα. Ξαφνικαμέντε, τα ’βαλε με τον βιτσίνο του (ένα σινιόρε ντελικάτο, όλο φινέτσα), γιατί — λέει — του πατούσε τα ποδαρίνια του. Καπάτσος όμως καθώς ήτανε, μόλις είδε ένα καθισματίνο λίμπερο, πήγε πρέστο να ριποζάρει τον καβάλο του. Ντόπο δυο ωρίνες, τον ξαναείδα τον κανάγια. Ήταν στην πιάτσα Σάντο Λάζαρο, κομπανία μ’ ένα αμίκο του τάλε κουάλε, που του ’δινε κονσίλιες για ένα μποτόνι στο παλτό του. Φινάλε».

Χωριάτικο: «Ελόου μας, ματάκια μ’, διν ίχαμ’ αυτούνα τα χαρτάκια με τσ’ αριθιμοί απού παν’, αλλά στου καρ’ ανιβίκαμ’ που να μην έσωνε. Μουόλις πατήσαμ’ του πόδι μας (τι πατήσαμ’ δηλαδή, που λέει ο λόγος — πιτάμεν’ ήμασταν), τι ζούληγμα ήταν δαύτου γιόκα μ’, τι στριμουξίδ’! Δουόσαμ’ τα χριέματ’ δόξα να ’χει ου Κύριους μη μας πουν και τιέπουτ’, κάναμ’ μια γυρουβουλιά μι τ’ ματ’ και τι βλέπουμ’ μαθές: ίνα ντ’ρεκ’ ίσαμ’ κει παν’ μι κατ’ λαιμά κι ίνα καπέλου Βαγγελίστρα μ’! Του καπέλ’ είχε τριγύρ’ μια πλιεξούδ’! Και τι τούνα τσίμπησε κει που καθόντανε, γυρνάει μαθές κι λέει κατ’ λόγια στουν κύριου που ’ταν σμα ’τ κι μια κι δυο ιπίγ’ κι καθ’σ. Τι βλέπουν τα ματάκια μας στην πολ’! Αμ δι σ’ είπ’! Που τουν ματάδαμ’ το ντ’ρεκ! Μπρουστά σ’ ίνα μεγάααλου σπιτ’ που κι ιγώ διν ξέρου τι ’ντουνα, να τους πάλ’ πάαινε κι ιρχούντανε μ’ ιν’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι κι αμ τι θαρρείς που του ’κρέεν τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι; Του ’κρεν «αυτούν’ τ’ κουμπί πριέπ’ να τ’ ράψ’ λίγου πιου παν’ να σ’ χαρώ». Σ’ αρσ’; Αυτά του ’κρεν’ του ντ’ρεκ τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι».

Ακριβές: «Στις 12.17′ σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S, μήκους 10 μέτρων, πλάτους 2,1 μ. και ύψους 3,5 μ., σε 3 χιλιόμετρα και 600 μέτρα απ’ το σημείο αφετηρίας του, τη στιγμή που επέβαιναν σ’ αυτό 48 άτομα, ένα άτομο φύλου άρρενος, ηλικίας 27 ετών, 3 μηνών και 3 ήμερών, ύψους 1 μ. και 72 εκ. και βάρους 65 κιλών, που φορούσε στο κεφάλι ένα καπέλο ύψους 17 εκατοστών, περιτριγυρισμένο από ένα κορδόνι συνολικού μήκους 35 εκατοστών, εκτόξευσε μία κατηγορία κατά ενός ανδρός ηλικίας 48 ετών, 4 μηνών και 3 ήμερών, ύψους 1μ. και 68 εκ. και βάρους 77 κιλών, ένα φιλιππικό 14 λέξεων, η εκφορά των οποίων διήρκεσε 5 δευτερόλεπτα, και που αφορούσε ακούσιες μετατοπίσεις εύρους κυμαινόμενου από 15 έως 20 χιλιοστόμετρα. Στη συνέχεια, πήγε να καθίσει λίγο μακρύτερα, περίπου 2μ. και 10 εκ.

118 λεπτά αργότερα, ο ίδιος νεαρός βρισκόταν 10 μέτρα μπροστά από το σταθμό Σαιν Λαζάρ, στη δυτική είσοδο, και έκοβε βόλτες, καλύπτοντας μια απόσταση όχι μεγαλύτερη των 30 μέτρων, μαζί μ’ ένα φίλο του, ηλικίας 28 ετών, ύψους 1μ. και 70 εκ. και βάρους 71 κιλών, που τον συμβούλεψε με 15 λέξεις να μετατοπίσει κατά 5 εκατοστά, προς την κατεύθυνση του ζενίθ, ένα κουμπί διαμέτρου 3 εκατοστών».

Μια υποκειμενική άποψη: «Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμο μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα ‘πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου. Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο που το ‘κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ’ ένα από κείνα τα βρομερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ».

Μάγκικο: «Νταν μεσημέρι καβαλάω το ες. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ’ ένα σβέρκο σα τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και τού τη βγαίνει ούτω πως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε. Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να ‘χει πιάσει λακριντί μ’ έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και τού λέει! Να ράψει κι άλλο ένα κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!».

Υβριστικό: «Μετά από μια αφόρητη αναμονή κάτω από ένα σιχαμερό ήλιο, επιτέλους ανέβηκα στο βρομερό λεωφορείο όπου βρίσκονταν στριμωγμένοι ένα μάτσο μαλάκες. Ο πιο μαλάκας απ’ αυτούς τους μαλάκες ήταν ένας σπυριάρης με μία λαιμουδάρα κι ένα καπέλο για γέλια που ΄χε γύρω γύρω ένα κορδόνι αντί για κορδέλα. Αυτός ο ξιπασμένος άρχισε ξαφνικά να γαβγίζει γιατί ένας γεροξούρας του ξεζούμιζε τα ξεράδια με γεροντική φούρκα δεν άργησε όμως να ξεφουσκώσει κι έτρεξε να παλουκωθεί σ’ ένα άδειο κάθισμα που ήταν ακόμα μουσκεμένο απ’ τα ιδρωμένα κολομέρια του προκάτοχου. Δυο ώρες αργότερα, τι γκαντεμιά κι αυτή, ξαναπέφτω πάνω στον ίδιο μαλάκα που κουβέντιαζε μ’ έναν άλλο μαλάκα μπροστά σ’ εκείνο το σκατοσταθμό Σαιν Λαζάρ. Το θέμα της παρλαπίπας τους ήταν ένα κουμπί. Λέω τότε μέσα μου: δε πα’ να κατεβάσει και ν’ ανεβάσει το πράμα του, μια ζωή σκατόφατσα θα ΄ναι ο παλιομαλάκας».

Επιφωνήματα: «Ψιτ! Ε! Ω! Μπα! Ωχ! Χμμ! Ά! Ει! Άι! Φσστ! Έεεε! Πφ! Μμμ!»

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ