Αρχειο

Το καλοκαίρι της αγάπης

Μια Μπλιαχ List με όλα και όσους μας τη σπάνε κάθε καλοκαίρι

59266-137646.jpg
Soul Team
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
44600-93380.jpg

Όσοι, πριν πέσουν στη θάλασσα, βρέχονται στα μπράτσα, στους ώμους και το στήθος, για να «μην τους έρθει απότομος ταμπλάς». So Λάμπρος Κωνσταντάρας!

Οι μακρυμάλληδες που βγαίνοντας από τη θάλασσα τινάζουν τη μαλλούρα τους και σε πιτσιλάνε. Όπως τα σκυλιά!

Οι και-καλά-αριστοκράτισσες μάνες που φωνάζουν το παιδί τους στην παραλία: «Ιωάννηηη, Κωνσταντίνεεε, Μιχαήηηλ, Ευάγγελεεε, όχι στα βαθιά, παιδί μου!». Κανέναν παιδάκι σε αυτή τη χώρα (εκτός από τον Γιωργάκη Παπανδρέου και τον Κωστάκη Καραμανλή), δεν το φωνάζουν πια με το υποκοριστικό του: Γιαννάκη, Μιχαλάκη, Βαγγελάκη;

Οι τρέντηδες που οδηγούν ποδήλατο πειστικά. Διαθέτουν όλα τα αξεσουάρ (κολάν, εμπρόσθιο - οπίσθιο φανάρι, τσαντάκι σέλας, παγουροθήκη, ταχύμετρο, φτερά λάσπης, κουδούνι, παλμογράφο), συνήθως για να διανύουν απόσταση από τη θάλασσα ώς το σουπερμάρκετ. Το βράδυ βγαίνουν για κλάμπινγκ με το ποδήλατο και το παρκάρουν επιδεικτικά μπροστά στο μπαρ.

Οι διασκεδαστές σε «πειρατικά», τράτες, σκούνες και λοιπά τουρίστ γαμωκάικα που κάνουν εκδρομές. Εσύ ξερνάς κι αυτοί σε τραβάνε με το ζόρι να χορέψεις λάτιν, τσιφτετέλι ή Zorba syrtaki.

Οι γείτονές σου στο κάμπινγκ που, όταν αναχωρούν σου αφήνουν πάντα κάτι «ελαφρά» χαλασμένο (καρέκλες, τραπέζια, στρώμα), το οποίο όμως «κάνει τη δουλειά του», κι εσύ απλώς αναλαμβάνεις να το πετάξεις στα σκουπίδια, επειδή αυτοί βαριούνται.

Το ροχαλητό από τις γύρω σκηνές. Σε βοηθάει, βέβαια, να βρεις πιο εύκολα τη σκηνή σου το βράδυ! «Έλα, δεν τον ακούς; Από εδώ είμαστε, αφού τον έχουμε απέναντι!».

Η φράση «κορίτσια, τι θα κάνετε το βράδυ;» που ακούγεται δεξιά κι αριστερά τη μέρα στην παραλία, επειδή ακριβώς τη χρησιμοποιείς κι εσύ.

Οι γκόμενες που σε κοζάρουν όλη μέρα, με αποτέλεσμα να παίρνεις τη θεια σου την Κρουστάλλω τηλέφωνο για να σε ξεματιάσει, και, όταν τις πλησιάσεις, σου μιλούν από αγγαρεία με τόσο ξινίλα, που θα έφτανε σε ολόκληρη τη Μόσχα να πιει τη βότκα της (εναλλακτικά) με λεμονάδα.

Όσοι σου ζητούν αποδεικτικό, όταν σου στέλνουν μέιλ.

Η γκόμενα που σπάει τα μπιμπίκια του γκόμενού της στην ξαπλώστρα.

Η συνοδηγός που πετάει το γυμνό της πόδι έξω από το παράθυρο για να δροσίζεται.

Οι ελευθεροκαμπίστες, που αναζητούν την πιο άμεση και natural επαφή με περιβάλλον δίχως δεσμεύσεις και όρια, και σαν αποζημίωση για τη φιλοξενία της μητέρας φύσης της αφήνουν δωράκια παντού κουράδες, κουτάκια μπίρας, πεταμένες κονσέρβες, πάμπερς, όλο το εργοστάσιο του Παπαστράτου σε γόπες και λοιπά περιττά πλέον είδη που συνέδραμαν και ολοκλήρωσαν την αποστολή της επαφής με τη μάνα γη.

Όλοι αυτοί που κάνα εξάμηνο μετά την επιστροφή τους από τις διακοπές δεν μπορούν να προσαρμοστούν στην πόλη και κάθε τόσο σου τσαμπουνάν πόσο ανάγκη έχουν μία τελευταία μίνι απόδραση, κι ας έλειψαν για καμιά βδομάδα.

Οι πιασμένες ξαπλώστρες όχι από το πρωί πρωί, αλλά από το προηγούμενο βράδυ από διάφορους πονηρούς.

Όσοι με την πρώτη ψιχάλα του Σεπτέμβρη φοράνε μπουφάν και κασκόλ.

Αυτοί που επιλέγουν τον αγροτουρισμό και ηδονίζονται με τις αγροτικές εργασίες που τους δίδονται, σαν να επρόκειτο για τους πιο hardcore εσενεμάδες. Άμα γουστάρετε τόσο, ελάτε και από το χωριό μου να βοηθήσετε τη μάνα’μ και τον πατέρα’μ στα χωράφια.

Που αντί για τηλέφωνα, ανταλλάσσεις facebook.

Η τσίκνα από τροχόσπιτα και σκηνές, τη στιγμή που εσύ τη βγάζεις με παστέλι και γιαούρτι.

Τα δελτία Τύπου από διάφορα καλοκαιρινά φεστιβάλ που υπόσχονται «τζαζ δρώμενα με θέα τα φεγγάρια του Αυγούστου». Την ίδια στιγμή, οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, διαβάζοντας τα δελτία αισθάνονται την ανάγκη να ντύσουν το «δρώμενο» με Χαρούλα Αλεξίου και το «Έχει Πανσέληνο απόψε κι είν’ ωραία».

Όσοι πίνουν βαρυσήμαντα στο μπιτσόμπαρο. Τους αναγνωρίζεις από το χέρι που ψαχουλεύει διαρκώς μέσα στο μπολάκι με το ξηροκάρπι και την έκφραση: «το ποτό πρέπει να το πίνεις, να μη σε πίνει». Συνήθως παραγγέλνουν τεκίλα κίτρινη με φέτα πορτοκάλι, για να την πετάξουν επιδεικτικά στο τασάκι. Καπνίζουν στριφτά• στρίβουν τσιγάρο τελετουργικά, καθισμένοι σταυροπόδι, με βλέμμα γεμάτο νόημα και με τον λογισμό τους κάπου μακριά. Πού; Σε κανέναν μουσακά;

Οι μπάρμαν που σερβίρουν το ποτό με τον πλαστικό αναδευτήρα, που δεν ξέρεις τι να τον κάνεις, ώσπου τον πετάς στο τασάκι, μαζί με τη φέτα πορτοκάλι και τα βρεμένα αποτσίγαρα.

Οι Γκιόσες του Κάμπινγκ, ήτοι γκόμενες που βάφουν τα νύχια τους ασορτί με το πολύχρωμο ρολόι τους, μιλάνε για τα ορμονικά τους στην παραλία, και το βράδυ κάνουν πιστολάκι στις τουαλέτες και πηγαίνουν στο μπιτς μπαρ φορώντας τακούνια και τα καλά τους. Μιάου!

n

Τα Αγόρια του Καλοκαιριού, στο ίδιο πάλι ραντεβού. Φορούν κολιέ από κοχύλια και ψυχεδελικά παρεό με κρόσσια, φτιάχνουν ράστα-τζίβα όχι μόνο το μαλλί αλλά και το μούσι τους, περπατούν ξυπόλητοι. Η επιστροφή του Βασίλη Τσιβιλίκα από το «Η θεία μου η χίπισσα».

Το λάπτοπ στη θάλασσα, το τάβλι στη θάλασσα, οι ρακέτες στη θάλασσα, οι φουσκωτές πολυθρόνες στη θάλασσα, ειδικά αυτές που έχουν και υποδοχή για το φραπεδοπότηρο, το hands free στο αφτί ακόμα και στη θάλασσα. Να τα πάτε αλλού!

Οι γκόμενες-κορμιά που αλείφονται ασταμάτητα κι επιδεικτικά με λάδι στην παραλία. Α να χαθείς, μας καύλωσες!

Όσοι ρωτούν «πόσα megapixels έχει η φωτογραφική σου μηχανή» ή «τι μνήμη έχει το κινητό σου» για να πιάσουν κουβέντα. Είσαι βλάκας, είσαι βλάκας!

Ο κουκλεντές κάμακας που φοράει το πόλο του με σηκωμένο γιακά και κερνάει σέικερ σε άγνωστα κορίτσια στο μπιτς μπαρ. Τζάμπα ξοδεύεσαι.

Οι «αστείοι» της παρέας που αναπαράγουν ατάκες διαφημίσεων. Αφού τα προηγούμενα χρόνια μας εξάντλησαν με το «όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου», «τυχαίο, δε νομίζω», «ομορφάντρα μου», φέτος άρχισαν ήδη να μας διαλύουν με το «Κατερίνα, την πετσούλα». Χα χα, ξαφαλωθήκαμε, χωρατατζή!

Οι κάποιας ηλικίας τύποι που περνώντας έξω από τα καλοκαιρινά κλαμπ χρησιμοποιούν τη φράση «πάνε τώρα αυτά για μας». Στο τραπέζι του Δεκαπεντάγουστου είναι οι ίδιοι που λένε «εγώ θα καθίσω με τη νεολαία». Τη νεολαία τη ρώτησαν;

Αυτοί που πάντα ξέρουν κάτι παραπάνω από εσένα. Το χειμώνα δηλώνουν «πίτσα μόνο από…», «καλό το τρίγωνο Πανοράματος, αλλά…», «τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο, φυσικά!», ενώ το καλοκαίρι στις ψαροταβέρνες είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να διαλέξουν ψάρι για όλη την παρέα. Γυρνώντας από τις διακοπές, αφήνουν υπονοούμενα για το ότι ανακάλυψαν «μια τέλεια μυστική παραλία στην οποία πας μόνο με σκάφος», «μια και γαμώ τις ταβέρνες που την έχει ένας παππούς, που ψαρεύει το πρωί, και μια γιαγιά, που τηγανίζει με δικό της λάδι…».

Αυτοί που ξέρουν από κρασί, οι οποίοι, ακόμα και στη Σαντορίνη ή τη Λήμνο, αντί για το ντόπιο χύμα, παραγγέλνουν καλιφορνέζικο ή Κτήμα Κωλομπαρίδη. Στη συνέχεια ζητούν από τον σερβιτόρο να το δοκιμάσουν πρώτοι, το μυρίζουν, το πλαταγίζουν στον ουρανίσκο τους και τελετουργικά νεύουν καταφατικά. Μετά προσκαλούν την ομήγυρη να επισκεφτούν τον χειμώνα το αποστακτήριο του Κωλομπαρίδη για να πάρουν και αυτοί μαθήματα γευσιγνωσίας.

Τα φιλόζωα γκομενιλάν που κουβαλάνε τα σκυλιά τους στην παραλία. Γαβ, μωρή!

Οι νησιώτικες ταβέρνες που πουλάνε ατόφια «παράδοση», και στο ύφος του ταβερνιάρη και στις τιμές, αλλά, αν προσέξεις καλύτερα, θα δεις λάμπες ΙΚΕΑ και τασάκια Praktiker.

Τα εστιατόρια ή τα ενοικιαζόμενα δωμάτια με βουκολικά ονόματα τύπου «Ανεμόεσσα», «Απάγκιο», «Αγνάντι», «Μουράγιο», «Μαϊστράλι». Υπάρχουν σε κάθε νησί, σε σημείο που να υποπτεύεσαι ότι είναι franchise.

Όσοι κάνουν μανούρα στο μπιτσόμπαρο που δεν πήραν απόδειξη για το ποτό τους.

Όσοι μπιτσομπαρίστες δε δίνουν απόδειξη.

Οι gym fanatics, που ακόμα και στις διακοπές βγαίνουν πουρνό πουρνό για τζόκινγκ. Σιγά μη σου μαραθεί κανένας κοιλιακός!

Αυτή που, αντικρίζοντας το λιμάνι/τη θάλασσα/το νησί/τη χωριάτικη, λέει «τέλεια, θα κλάψω!». Στην καφετέρια παραγγέλνει «μέτριο προς το γλυκό» ή «espresso macchiato» ή «espresso lungo». Στους φίλους της δηλώνει πως άκουσε «ένα γαμάτο track», στις φίλες της διατείνεται πως φέτος το χειμώνα «έχει δουλέψει πολύ με τον εαυτό της». Το βράδυ κυκλοφορεί με καφτάνι ή καζάκα και αφουγκράζεται το «vibe» και τη «μυστηριακή ενέργεια» του νησιού. Enjoy!

Αυτοί που στέκονται μια ώρα μπροστά σου στο περίπτερο του κάμπινγκ ή στο πρακτορείο Τύπου της Χώρας μέχρι να διαλέξουν CD. Μητροπάνος ή Πάριος;

Όσοι συλλέγουν τα γκουρμέ ένθετα των εφημερίδων ή κόβουν συνταγές με το ψαλιδάκι, ακόμα και στις διακοπές τους. Για να πειραματιστούν από Σεπτέμβρη;

Όσοι ψάχνουν στο νησί μαγαζιά με βιολογικά προϊόντα, προκειμένου να διακηρύξουν την πίστη τους στην «ποιότητα ζωής».

Ηλιθιότητες που ακούγονται στην παραλία από κοριτσοπαρέα που τον χειμώνα παρακολουθούσε σεμινάρια αυτοβελτίωσης: «Δεν ξέρω τι θέλω στη ζωή μου», «Δεν καταλαβαίνω τι νιώθει», «Δεν εκφράζεται», «Πρέπει να είσαι ο αληθινός σου εαυτός», «Μην κρύβεις τους φόβους σου», «Μη φοβάσαι ούτε να ρισκάρεις ούτε να διεκδικήσεις», «Νομίζω πως η σχέση μας πριν διαλυθεί είχε αδειάσει». Μήπως ψάχνουν τον Μανωλιό τον μπήχτη;

Το μαλλί κομμωτηρίου με το οποίο αναχωρεί η Ελληνίδα για τις διακοπές της. Φουσκωμένο σαν αερόστατο, μπουκλωτό γάμου και πίτα στη λακ, στην επιστροφή είναι άλουστο και πατημένο σαν σκυλοκούραδο.

Οι σερβιτόρες και οι σερβιτόροι σε εναλλακτικά μπαρ εναλλακτικών νησιών, βλέπε Ανάφη, Αμοργό, και πάει λέγοντας. Τον χειμώνα σπουδάζουν χορό ή ηθοποιία, εξ ου και οι αέρινες κινήσεις τους κατά το σερβίρισμα-performance. Αρκετοί από αυτούς είναι καταραμένοι καλλιτέχνες, που «τους έφαγαν τα κυκλώματα». Φορούν σαλβάρια και τα κοσμήματα που σχεδιάζει η καλύτερή τους φίλη και κοιτούν αλλού, όταν τους κάνεις νόημα πως θέλεις να παραγγείλεις.

Αυτός που την τελευταία μέρα των package holidays παίρνει πρωτοβουλία και δήθεν συνωμοτικά κάνει έρανο για τον ξεναγό-συνοδό. Αφού μαζέψει το μπαγιόκο, σε μια σεμνή τελετή, του το παραδίδει «εκ μέρους όλων των εκδρομέων, παρότι κάποιοι δεν έδωσαν τίποτα». Στα παιδικά του χρόνια ήταν ταμίας της τάξης και, όταν μεγάλωσε, έγινε διαχειριστής της πολυκατοικίας. Στο μεταξύ, ο ξεναγός-συνοδός τα έχει αρπάξει χοντρά από όλους νωρίτερα σε κάτι γεύματα, ψώνια, εισόδους μουσείων…

Οι ησυχάκηδες-μυσταγωγοί που στις συναυλίες φωνάζουν «σσσς» για το παραμικρό. Αν πέσουν σε πανηγύρι, εκστασιάζονται με τον λυράρη, ακόμα κι αν είναι μούφα. Και το πανηγύρι και ο λυράρης.

Ο σεμνός λυράρης σε πανηγύρι, που ξαφνικά πωρώνεται και αρχίζει ένα ατελείωτο σπαζοκλαμπάνικο σόλο, τίρι τίρι τίρι τίρι.

Οι μπαντάνες και τα δερμάτινα όσων ταξιδεύουν κομβόι με τις μοτοσικλέτες τους. Τόσο 80s, τόσο easy riders for the masses.

Ο κιθαράκιας, που δεν πάει πουθενά χωρίς το ντοσιέ του (πιθανόν να τον πετύχετε και με μπλε τετράδιο) και, φυσικά, την κλασική του κιθάρα. Τον βρίσκουμε σε παρέες καθισμένες σε κύκλο, κατά προτίμηση γύρω από φωτιά, σε παραλίες μετά τις 11 το βράδυ. Στην πραγματικότητα δεν ξέρει να παίζει κιθάρα, απλώς έχει μάθει να χτυπάει παθιάρικα τις συγχορδίες του λα μινόρε με γρήγορη εναλλαγή με μι μινόρε και πού και πού πετάει και μια ντο ματζόρε, που συνήθως τη σέρνει για τελείωμα. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει Χατζηγιάννη, Onirama, Μπλε, Παύλο (το «Να μ’ αγαπάς»), Σωκράτη, Θανάση, Βασίλη, Γιάνναρο (Αγγελάκα), το «Hurt» από Τζόνι Κας και, φυσικά, τα κλασικά τραγούδια «Ο Τούρκος» και «Μ' αεροπλάνα και βαπόρια». Όλα, copy paste από το kithara.vu. Ο κιθαράκιας είναι αγαπητός σε θήλεα του κάμπινγκ, που συνήθως κάθονται δίπλα του, στριφογυρνάνε με μανία τις διαφάνειες/σελίδες του ντοσιέ/τετραδίου, του κάνουν παραγγελιές και σιγοτραγουδάνε παράφωνα μυξοκλαίγοντας κι αναπολώντας. Το σόου κλείνει με το χαριτωμένο «Κοκοράκι» («όταν θα πας, κυρά μου, στο παζάρι…») και το παρεάκι διαλύεται στα γέλια κάθε φορά που ο κιθαρίστας μιμείται τους ήχους που κάνουνε τα ζώα.

Οι αναποφάσιστοι των διοδίων, που αλλάζουν διαρκώς λωρίδα.

Οι τύποι από το μπροστινό αυτοκίνητο που πετάνε στάχτες, γόπες, άδεια μπουκαλάκια νερού, υπολείμματα κρουασάν, άδειες σακούλες από πατατάκια έξω το παράθυρο με κατεύθυνση το πευκόδασος.

Οι ακάλυπτοι πολυκατοικιών στις πόλεις, όταν τα ζεύγη έφυγαν διακοπές και πάρκαραν το μωρό στη γιαγιά. Μια στρίγκλα κυνηγάει ένα σκατόπαιδο για να μην πέσει από το μπαλκόνι.

Τα ομιλούντα ξένες γλώσσες πιτσιρίκια σε ντεμέκ χλιδάτους χώρους! Mammy mammy, πού είναι ο μπαμπάς; Fuck off, mammy!

Το αφόρητη-κλισεδούρα λεξιλόγιο, που από τις έντεχνες ή τις indie γειτονιές του χειμώνα μετακομίζει στις παραλίες. «Μπιρίτσα», «λιγοθυμιά», «τσίου», «τιειπεστώρα;» σαν μια λέξη, «παρεάκι», «λιοπύρι», «μεζεκλίκια», «θερινό σινεμαδάκι», «παραδοσιακός καφενές», «δεν την παλεύω», «πάω διακοπές για να αδειάσει το κεφάλι μου και να γεμίσω τις μπαταρίες μου», «το ρακόμελο τα σπάει».

Αυτοί που από τις 15 Αυγούστου αρχίζουν τα «καλό χειμώνα να ’χουμε».

Όσοι σε υποχρεώνουν να δεις τις 450.000 φωτογραφίες ή τα αγγελοπουλικά βίντεο από τις διακοπές ή το ταξίδι τους. Εσύ πρέπει να δείχνεις ενθουσιασμένος, όπως και τότε που σε ξαναέπρηξαν με το βίντεο του γάμου τους.

n

Εικονογράφηση: Μάριος Καλαϊτζής

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ