Δέντρα. Την άνοιξη.
Δεν μου ερχότανε τίποτα ορίτζιναλ και ξεκίνησα λυρικά: ωραία τα δέντρα, ε; Την άνοιξη; Που ανθίζουν;
H διαδικασία «λούζομαι-ντύνομαι-βγαίνω» είναι σωτήρια στις περισσότερες περιπτώσεις.
Δεν μου ερχότανε τίποτα ορίτζιναλ και ξεκίνησα λυρικά: ωραία τα δέντρα, ε; Την άνοιξη; Που ανθίζουν; Μοσχοβολούν οι νεραντζιές/ ζαλίζουν οι ακακίες; Όχι; Φταίει που είστε σε περίεργο mood.
Η άνοιξη ήρθε κανονικά (πού θα ’βρισκε καλύτερα;), απλώς εμείς δεν την εκτιμάμε όσο άλλες χρονιές: παρόλο που έρχεται με επιμονή και συνέπεια, την αντιμετωπίζουμε σαν θεία μας. «Ωχ, άντε πάλι αυτή, ευτυχώς φέρνει κάνα ζαρζαβατικό ειδ’ αλλιώς θα την πετάγαμε όξω, ο κόσμος καίγεται και το χαβά της η θεία». Το σκεφτόμουν σε παιδικό πάρτι ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, καθώς τα παιδάκια πόζαραν για φωτογραφίες μπροστά στην τούρτα: ένα ενσταντανέ που μετά είκοσι-τριάντα χρόνια θα το πετύχει κάποιος σε – τι;
Σε αρχείο κάποιου κομπιούτερ μάλλον (κανένας πια δεν τυπώνει φωτογραφίες). Θα πει «πώωωωω, κοίτα ρε συ πώς ήμασταν! Κοίτα τι φοράγαμε, τα σούργελα!» και το ενσταντανέ θα είναι σαν να ανασύρεται από το μακρινό παρελθόν για όσο κράτησε, δηλαδή για μία στιγμή. Η στιγμή θα λάμψει για άλλη μία στιγμή. Μπορεί για πέντε ή δέκα στιγμές ακόμα, αν π.χ. τα ξαδέρφια της φωτογραφίας την κάνουν forward μεταξύ τους και σε νεότερα ξαδέρφια. Αλλά θα είναι μία περασμένη στιγμή, αρχαιολογία, όχι της ίδιας αξίας με τα ευρήματα της Φαιστού ή με την πυραμίδα του Χέοπα, πάντως χαμένη στα βάθη της Ιστορίας. Πασέ. Ήρθε κι έφυγε σε μια στιγμή.
Και έξω, για μια ανάλογη στιγμή, ενώ εμείς τρέχουμε σαν τους παλαβούς ψάχνοντας ευρώπουλα στις γωνίες, έξω χτυπιέται η άνοιξη, καταλάβατε; Καλά ναι, κι εγώ δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς είναι αυτό που φέρνει κατάθλιψη σ’ έναν άνθρωπο ή σε δύο, σίγουρα δεν είναι μια φωτογραφία με κινητό τηλέφωνο σε παιδικό πάρτι ούτε η άνοιξη, σκέτη – χιλιάδες ανοίξεις έχουν περάσει χωρίς να ψάχνουμε χάπια μας/ή/και ευρώ... απλώς η αντίθεση (ανθισμένες μανόλιες έξω – χάπες μέσα), η αντιπαράθεση του «έξω» με το «μέσα» αποκτάει σχιζοφρενικές διαστάσεις. Θέλεις να μυρίσεις όλες τις νεραντζιές και παράλληλα να ουρλιάξεις «κόφτε τα πια αυτά τα παλιόδεντρα!»
Δεν είσαι καλά. Και δεν είναι νέο αυτό...
Μαγαζιά: μπορεί να θέλετε να βγείτε, βοηθάει, η διαδικασία «λούζομαι-ντύνομαι-βγαίνω» είναι σωτήρια στις περισσότερες περιπτώσεις. Δοκιμασμένη, και στον έξω κόσμο δεν κυκλοφορούν μόνον οι καταθλιπτικοί, αντίθετα με τις φήμες... Μαγαζιά, λοιπόν: Μια καλή και οικονομική ταβέρνα είναι το «Βαρέλι», με ένα 15-20άρι τρως του σκοτωμού, σπιτικά, νόστιμα και ωραία. Ψήνουν μόνοι τους ένα πολύ νόστιμο ψωμί με αλεύρι Ζέας (που το παραγγέλνεις από πριν για να στο κρατήσουν, τόσο σουξέ έχει!) και σερβίρουν κλασικά ελληνικά πιάτα, ορεκτικά και μεζεδάκια. Η ταβέρνα είναι μεγάλη, φωτεινή, με άπλα στην αυλή της και οικογενειακό ύφος που το καταλαβαίνεις και στα φαγητά – τα μαγειρεύει η μαμά, ή η γιαγιά, πάντως κάποια μερακλού.
Ένα βράδυ φάγαμε στο «Cosa Nostra» ιταλικά πιάτα – δεν ήταν φθηνά, αλλά αν σας αρέσει η ιταλική κουζίνα, έχει τα πάντα στο θέμα «Νονός», και πλούσια κάβα, και πιστό στιλ μαφιόζικου εστιατορίου της Νέας Υόρκης γύρω στο 1950. Γενικά το «Cosa Nostra» είναι κινηματογραφικό μέρος, μόνο η μουσική μας τα χάλασε κάπως, που ήτανε τζαζ ενώ (συμφωνήσαμε όλοι πως) θα ταίριαζε καλύτερα αν ήτανε ιταλική, καντσονέτο, ταραντέλες, τέτοια. Αυτά που ακούγανε οι μαφιόζοι πριν καρυδώσουν ο ένας τον άλλον πάνω στα καρό τραπεζομάντιλα. Το εστιατόριο, πάντως, έχει ένα «γραφείο Νονού» στον επάνω όροφο και μια καρέκλα μπαρμπέρη έξω από τις τουαλέτες που σίγουρα τα ’χετε δει σε φωτογραφίες, ακόμα κι αν δεν φάγατε ποτέ εκεί – ο Κόπολα θα αναρωτιόταν ποιος του ξήλωσε τα σκηνικά, αν έβλεπε το ντεκόρ.
Ε, αυτά. Κι ένα βράδυ που ’βρεχε ψιλα-ψιλά πήγαμε στον «Αρχάγγελο» στο άσχετο «για ένα ποτό ακόμα». Που έγινε οχτώ ποτά. Κανένας δεν κατάλαβε με ποιον τρόπο, μυστηριωδώς, δηλαδή, βρεθήκαμε ρούγκλες στα καλά καθούμενα να τραγουδάμε «θα κοιμηθώωωωωω στο πάτωμαααα». Η επιλογή των τραγουδιών; Η ατμόσφαιρα; Ποιος ξέρει τι μας επηρέασε, πάντως για κάμποσες στιγμές χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους στον «Αρχάγγελο», πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας. Ο Σωτήρης φταίει; Που βάζει μουσική με τόσο feeling; Η Εύα, που σερβίρει ποτά αντί να παίζει σε ταινία του Αλμοδοβάρ; Τέλος πάντων, περάσαμε αξέχαστα. Η νύχτα μετά (ήδη στο παραπέντε να πάρει δρόμο), η νύχτα λέω, έδειχνε λιγότερο βροχερή και περισσότερο χολιγουντιανή. Οι σκιές, δηλαδή, έπεφταν υπέροχα πάνω στα... Χικ. Ναι. I made my point.
Η άνοιξη; Το χαβά της πραγματικά. Μέχρι και παπαρούνες έχει πάρει το μάτι μου ανάμεσα στα αρχαία, κι αυτά τα ψιλά-ψιλά κίτρινα ανθάκια που είναι βασικά άχρηστα επειδή μαδάνε όταν τα κόψεις, με φόντο τίποτε ερείπια, ιερούς βράχους, γκρεμισμένα νεοκλασικά, κλειστά μαγαζιά και χορταριασμένες βιτρίνες (σνιφφφ), τα κίτρινα ανθάκια που σίγουρα είναι αγριόσκορδα ή αγριογκόμενες ή κάτι δυσοίωνο τελος πάντων... έχουν γεμίσει τον τόπο. Και, ναι. Δείχνουν όμορφα σε οποιοδήποτε φόντο, τα άτιμα.
«Το Βαρέλι, εστιατόριο-μεζεδοπωλείο», Ορφανίδου 76, 210 2929992
«Cosa Nostra», Italian Restaurant, Ερμού 87 & Αγίας Θέκλας, 210 3310900
«Αρχάγγελος», Κωνσταντινουπόλεως 177, Γκάζι