- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Η Αθήνα αποκτά το μητροπολιτικό της Μουσείο
O διευθυντής του μουσείου Άγγελος Δεληβοριάς και η αναπληρωτής διευθυντής Ειρήνη Γερουλάνου μιλάνε για το νέο κτήριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς.
Άγγελος Δεληβοριάς
«Μέχρι εκείνη την εποχή, γύρω στο 2000, η οδός Πειραιώς, ο κύριος άξονας που συνδέει την πρωτεύουσα με το λιμάνι, ήταν κατά την ταπεινή μου γνώμη πάρα πολύ υποβαθμισμένη. Με το κτίριο του Μουσείου Μπενάκη αναβαθμίστηκε και αναβαθμίζεται σταδιακά. Η Σχολή Καλών Τεχνών είναι εκεί, οι εγκαταστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών είναι εκεί, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού είναι εκεί, ο Μιχάλης Κακογιάννης κάνει εκεί το Κέντρο του κι εγώ προσπαθώ να πείσω συλλέκτες που έχουν μεγάλες συλλογές και ψάχνουν να βρουν το κατάλληλο μέρος για να τις εγκαταστήσουν, να προμοτάρω την ιδέα της οδού Πειραιώς πριν την εκμεταλλευτούν αποκλειστικά τα mall, τα ξενυχτάδικα και τα συναφή.
Περιμένω να δω, όμως, ποια θα είναι η διακριτική παρέμβαση της πολιτείας. Διότι υπάρχει και κάτι άλλο που με τρομάζει σ’ αυτή την αναβάθμιση. Με τρομάζει το ενδεχόμενο μιας σκηνογραφικής αντιμετώπισης, όπου θα κατέρχεται κανείς την Πειραιώς προς το λιμάνι και θα βλέπει δεξιά και αριστερά ωραία κτίρια, θέατρα, μουσεία και παραμέσα λίγο θα είναι στοιβαγμένη η υποανάπτυξη. Ο Ελαιώνας, το Ρουφ, θέλω να πω περιοχές οι οποίες δεν είχαν ως τώρα τραβήξει το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας.
Το νέο κτήριο του Μουσείου Μπενάκη, νομίζω, άλλαξε τη δημογραφία του πολιτισμού. Δεν ήταν μόνο το μοντέρνο κτίριο που κέρδισε το ενδιαφέρον μιας νεότερης γενιάς, ήταν (κυρίως) το πνεύμα που διέπει και κυριαρχεί σ’ αυτό το μουσείο και θα επιμείνω σ’ αυτό, γιατί δεν έχει καμία σχέση με τα συμβαίνοντα σε άλλους μουσειακούς οργανισμούς. Είναι τα εκθεσιακά του προγράμματα, οι εκθέσεις φωτογραφίας, είναι ακόμα τα γλέντια που οργανώνουμε, οι άνθρωποι τους οποίους τιμάμε σε τακτά διαστήματα, όλα αυτά δημιουργούν μια σχέση αίματος ανάμεσα στο ίδρυμα και στον κόσμο του. Αυτό το ανοιχτό πνεύμα και η ευελιξία των προγραμμάτων του ενδιαφέρουν αμεσότερα τη νεότερη γενιά.
Χαίρομαι ιδιαίτερα που επιτέλους κάποιος, η ATHENS VOICE στην περίπτωση, αποφάσισε να το «βραβεύσει» με τον τρόπο της. Γιατί εγώ περίμενα ότι θα είχε βραβευθεί και από κάπου. Η αναγνώριση γι’ αυτό το μουσείο δεν ήρθε ποτέ από την πολιτεία, ήρθε από αυτούς που τα πονάνε τα πράγματα. Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να μείνω σιωπηλός: Η ελληνική πολιτεία αγνοεί παντελώς τον πολιτισμό. Όταν λέω ελληνική πολιτεία, εννοώ από τότε που μπορώ να τη θυμάμαι εγώ, άλλωστε είναι και ενδεικτικό στις αξιολογήσεις που κάνει. Δεν κάνει τίποτα για να τον προμοτάρει, δεν κάνει τίποτα για την εξαγωγή του στο εξωτερικό, η επενδυτική του πολιτική είναι μηδενική, θα μου πεις, βεβαίως, οι άνθρωποι του πολιτισμού έχουν ένα πείσμα, έχουν μια ζούρλα... ε, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα! Αλλά δεν έχουμε δει γενικώς από την πολιτεία μια ενθάρρυνση. Δεν μου αρέσει να κλαψουρίζω, αλλά το κράτος ας αποφασίσει τι πρέπει να ενισχυθεί, ας αποφασίσει να θεσπίσει κάποια αξιολογικά κριτήρια, όπως γίνεται διεθνώς, για να μη πούμε για τις αναρίθμητες περιπτώσεις που πλαγίως σε σαμποτάρει ή παρεμβάλλει μια γραφειοκρατία κ.λπ. Το Μουσείο Μπενάκη δεν τρέφει δημόσιους υπάλληλους, όλο του το προσωπικό, από το διευθυντή του μέχρι την τελευταία καθαρίστρια, είναι ιδιωτικού δικαίου. Δεν θα πρέπει να δώσει και το κράτος κάτι ως συμβολή στο επιτελούμενο έργο – αν θεωρεί ότι επιτελείται ένα έργο εδώ, στο εξωτερικό, στη Νέα Υόρκη, όπου αλλού, έλεος!
Ανήκω όμως στους αισιόδοξους. Θεωρώ ότι το αύριο θα είναι οπωσδήποτε καλύτερο από το χθες. Θέλω να έρχεται ο κόσμος εδώ και να περνάει ωραία. Να βλέπει, να κάθεται, να διασκεδάζει. Όταν συμπληρωθεί και το κομμάτι που του λείπει, θα είναι πλήρες. Μιλάμε για τη γωνία από τη πάνω του πλευρά, επί της οδού Πειραιώς. Είναι 600 τετραγωνικά και θα αποτελέσει ένα αυτόνομο παράρτημα με άλλες εκθέσεις ξένων πολιτισμών από τη συλλογή του μουσείου, που δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί στο μεγάλο κοινό».
Ειρήνη Γερουλάνου
«Ψάχναμε μια αποθήκη, διότι δεν χωρούσαμε στο κτήριο της Βασιλίσσης Σοφίας, και μια μέρα εντοπίσαμε με τον Δεληβοριά, εκεί στην Πειραιώς, ένα χώρο που έμοιαζε με αποθήκη και φιλοξενούσε συνεργεία, ανταλλακτικά αυτοκινήτων – μας άρεσε. Το ανακοινώνουμε στο Συμβούλιο του Μουσείου, κατέβηκαν, είδαν το χώρο και χωρίς δεύτερη κουβέντα είπαν «ωραία, θα πάρουμε ένα δάνειο και θα προχωρήσουμε». Μετά εντάχτηκε στα ευρωπαϊκά κοινοτικά κονδύλια, αλλά θα θυμάμαι πάντα την ευκολία με την οποία δέχτηκε και αποφάσισε το Συμβούλιο την πρότασή μας, είναι από τα καλύτερα που μας έχουν συμβεί. Έγινε ένας μικρός διαγωνισμός για την ανάθεση της κατασκευής και επιλέξαμε μια ομάδα νέων ανθρώπων με επικεφαλής τους αρχιτέκτονες Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέα Κούρκουλα. Από κει και πέρα όλα κύλησαν ομαλά. Δεν υπήρξε κανένα ευτράπελο, καμιά διαφωνία, όλα κύλησαν σαν νεράκι. Το γεγονός ότι καταφέραμε να κάνουμε τη μεγάλη έκθεση του “Outlook” ενώ το υπόλοιπο κτήριο ήταν γιαπί, το καταγράφω στις μεγάλες επιτυχίες της ιστορίας του. Μια άλλη επιτυχία είναι ότι καταφέραμε να επενδύσουμε το κτήριο με το χαρακτηριστικό κόκκινο μάρμαρο του Ιράν σχετικά μυστικά, πριν προλάβουν να το υιοθετήσουν οι βίλες των Βορείων προαστίων, που ήταν η αγωνία του Δεληβοριά. Ειδική μνεία αξίζει όμως και στον Μίλτο, το σκύλο μου, που σήμερα δεν υπάρχει για να το δει τελειωμένο, αλλά ήταν το μοναδικό τετράποδο που παρακολούθησε με τόση αφοσίωση όλη την πορεία της κατασκευή του έργου από την πρώτη μέρα μέχρι τα εγκαίνιά του».