Life

Θα φορεθεί το γκρι

Ο Σταμάτης Κραουνάκης για τις τάσεις στην Ελλάδα Μπουρδέλο

44690-100503.jpg
Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 301
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
6102-14142.jpg

Καλημέρα, φωνούλα μου, γκρίζο μπροστά το νερό και μια ελπιδοφόρα ομίχλη έτοιμη να επενδύσει στην ανάληψη των τριών φονευμένων της δημοκρατίας. Μην ακούσω τη λέξη οδύνη από στόμα ένοχο, γιατί το χειρότερο απ’ όλα είναι αυτή η οδύνη που δεν κοστίζει τίποτα, μια οδύνη για τα λόγια, για τα μάτια, για την κάμερα. Όσοι μιλάνε για οδύνη έχουν βάλει υπογραφές είτε ως υπουργοί, παλαιότερα, είτε ως κάτι τέλος πάντων. Ε, λοιπόν, έχει δίκιο ο Λάκης, όσοι έχουν υπογράψει είναι ένοχοι, τα ’χουν πάρει, τα ’χουν σφάξει, τα ’χουν κάνει κουρνιαχτό, μπράβο μας, δεν μας περίμενα να βγούμε στο δρόμο, κάτι ακόμα ζει μέσα μας, νόμιζα ότι η λοβοτομή είχε ολοκληρωθεί, ότι είμαστε πια ο λαός του τηλεμάρκετινγκ, να παραιτηθούν, να φύγουν απ’ τη χώρα, οι φοιτητές το ’γραψαν στον τοίχο, ΔΝΤ = ΔΙΝΕ ΤΟΥ. Ίσως, αγάπες μου, ήρθε η ώρα απαλλαγμένοι απ’ την προσωπική αγωνία τού πώς θα τα βγάλουμε πέρα, να ρίξουμε δέκα φάσκελα και ν’ αντιδράσουμε, δεν σε ξέρω, δεν σε ανέχομαι, δεν θα υποκύψω, το βράδυ της Τετάρτης 5 Μαΐου, ανήμερα της Αγίας Ειρήνης, που γίναμε θέμα παγκόσμιο, Ελλάδα Μπουρδέλο.

Ήμουνα σ’ ένα ταβερνάκι έξω από το Γεντή Κουλέ, ένα παιδί όμορφο σαν άγγελος έπαιζε ακορντεόν κι έλεγε το «Aεροπλάνα και βαπόρια» και «Περιφρόνα με γλυκιά μου», χωρίς μικρόφωνο, με την ησυχία που έχουν οι ιεροί ανώνυμοι, και κάτι κορίτσια λέγανε δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, ροδοκόκκινα πίναν κρασί και φαλτσάρανε ευτυχισμένα. Μια οικογένεια, ένα σόι, έκανε κάτι γενέθλια, σκέφτηκα ότι όσο κρατάμε τις γιορτές στη θέση τους ό,τι και να γίνει η Ελλάδα θα ζει, μαλακία μου; Ό,τι θέλεις πες το. Να εγκαταλείψουν τη χώρα όσοι την έχουν γαμήσει, κατακλέψει, ρημάξει, να μας αφήσουν ήσυχους να κυβερνηθούμε μόνοι μας ή να σκοτωθούμε μεταξύ μας, να διαλέξουμε έστω το θάνατό μας, ε όχι, αδέρφια, στην καταδίκη του αργού θανάτου και κυρίως στην καταδίκη της υποχρεωτικής μούγκας και όλοι μαζί κότες, με την ηλίθια ατάκα τη σουσουδιστική, «βρε παιδιά, όχι βία», ποιος άνοιξε το δρόμο στις προβοκάτσιες; Ποιος τις μανικουλάρισε; Παλιό κόλπο, ελεεινό, ο νέος πατριωτισμός, κυρ-πρόεδρε, είναι να μας πείτε εσείς από την τσέπη σας τι δίνετε στη χώρα σας; Οι δικοί σας; Οι υπουργοί σας; Οι βουλευτές σας; Η Νέα Δημοκρατία; Καλά, αυτό δεν είναι πλέον κόμμα, είναι απόκομμα. Σας παρακαλώ, αδέρφια, τώρα που θυμώσαμε και βγήκαμε στο δρόμο, πρέπει να περιφρουρήσουμε και τη ζωή μας και των δίπλα μας, δεν πρέπει να πεθάνουν έτσι χωρίς δισταγμό τρεις, ένας, ούτε σκυλί αδέσποτο. Είμαστε πλούσιοι, απλώς δεν μας πληρώνουν, κι αυτό είναι χρόνια πολλά, και το παίζουμε αφεντικά, κομματόσκυλα, πρωτευουσιάνοι, βλάχοι, ντεπασέ, Κολωνάκι, μια καρμιριά διανοούμενη – μούγκα μαύρη…

Επιτρέψαμε ΟΛΟΙ ΜΑΣ να γίνει έτσι, όλοι εμείς σκοτώσαμε κι ας μην κάνουμε τα κορόιδα ότι το ’κανε ο άλλος, ακούς δίπλα, τη σκοτώνει, τη δέρνει και κλείνεις, κλειδαμπαρώνεις, να μην ξέρεις ό,τι άκουσες, μόνο κουτσομπολιό, άθλια ζωή, άθλια, άνοστη.

Πώς μας κάνανε έτσι, γιατρέ μου, μου είπε ένας ταξιτζής, πώς γίναμε από μόνοι μας έτσι, του ’πα εγώ, εσείς δεν θα γράψετε κανένα τραγούδι για όλα αυτά, μου είπε το παιδί που ’ρθε από το σέρβις ν’ αλλάξει τη λάμπα στο φωτιστικό, ευτυχώς τώρα είμαστε ασύμφοροι, θα ξεκουμπιστούν όλα τα κοράκια. Αναισθησία, τίποτα, και οι κλέφτες είναι όλοι έξω στα σπίτια τους, έχουν σεκιούριτι στα κλεμμένα, ρε μαλάκα.

Θέλω να βρω κάτι να σ’ ανεβάσω λίγο, έχει κάτι καράβια στη θάλασσα, ένας κύριος με φόρμα κάνει τζόκινγκ στην προβλήτα, κάτι σκυλιά κάνουν φασαρία, η θάλασσα είναι ήσυχη σαν μετά από θάνατο, γκρίζα ροζ ανοιξιάτικη, μου ’χεις λείψει. Αυτά.

Σταμ από Σαλόνικα         


Εικονογράφηση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΟΓΚΤΖΙΛΑΣ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ