Life in Athens

Υπόθεση Αθήνα: Η γειτονιά μου

Εξακολουθώ να ζω στην Πλατεία Βικτωρίας

114913-643677.jpg
Κάτια Σπερελάκη
ΤΕΥΧΟΣ 389
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
21754-48774.jpg

Kάθε φορά που απαντώ στην ερώτηση «πού μένεις», διακρίνω μια χροιά οίκτου στο μάτι του ερωτώντος. Εκτός αν είναι γείτονας, οπότε η συζήτηση μετατίθεται σε άλλο επίπεδο. Ποιο είναι το τελευταίο περιστατικό ληστείας, διάρρηξης, αρπαγής τσάντας, ξυλοδαρμού, μάχης αναρχικών με χρυσαυγίτες, ποιο (ακόμα) διαμέρισμα της περιοχής έγινε υπνωτήριο με δέκα ευρώ το κεφάλι, χώρια το μπάνιο, ποιος πούλησε-ξενοίκιασε-παράτησε το διαμέρισμά του και έφυγε έντρομος για άλλες γειτονιές, για άλλες πολιτείες...

Ωστόσο εξακολουθώ να ζω στην πλατεία Βικτωρίας. Κι ας παίρνω πια ταξί για να γυρίσω τη νύχτα από τα Εξάρχεια ή την Πατησίων, ενώ κάποτε ερχόμουν με τα πόδια. Οι ταξιτζήδες κατά κανόνα απορούν: «Εκεί μένεις»;

Ναι, φίλε μου, εκεί μένω. Στην περιοχή που, μαζί με μερικές άλλες, έχει γίνει ο σκουπιδοτενεκές της Αθήνας. Μετατρέποντας σε σκουπίδια και τους γηγενείς και τους αλλόφυλους. Είναι το χαλί κάτω από το οποίο η πόλη κρύβει αυτά που θα ήθελε να μην υπάρχουν. Μένω από τότε που η πλατεία ήταν κυριλέ, ο Δομάζος είχε καφετέρια-στέκι φιλάθλων του Παναθηναϊκού, και όχι μόνον, και η Βίλλα Αμαλίας ήταν κτίριο του Δήμου που θα γινόταν Πολιτιστικό Κέντρο ή Βιβλιοθήκη, δεν θυμάμαι πια, έχει ξεχαστεί το σχέδιο...

Έχω δει να ξετυλίγεται όλη η πορεία μεταμόρφωσης της περιοχής από μεσοαστική σε γκέτο, με τέτοια ταχύτητα που κανείς από τους κατοίκους της περιοχής δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει τις αλλαγές. Ένα καλοκαίρι έφυγα για διακοπές και όταν γύρισα νόμισα πως βρισκόμουν σε άλλη πόλη. Κάπου μεταξύ Μογκαντίσου, Καμπούλ και Λαχώρης... Ξαφνικά είχα γίνει μειονότητα στη γειτονιά μου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Προφανώς όποιοι περνούν τα σύνορα, με οποιονδήποτε τρόπο, διοχετεύονται εδώ, με αριθμό κινητού και διεύθυνση στο χέρι, οδηγημένοι από την ανάγκη, τον πόλεμο, την πείνα, αποφασισμένοι για όλα... Όλο τον περασμένο χειμώνα, αν έβγαινες νωρίς το πρωί, έβλεπες λεφούσια τους Αφγανούς με ένα σακίδιο στην πλάτη, να περιμένουν τον «αρμόδιο» που θα τους οδηγούσε στα διαμερίσματα-αποθήκες ανθρώπων, τα οποία βέβαια κάποιοι πρόθυμοι Έλληνες τα νοίκιασαν στα κυκλώματα διακίνησης. Αυτοί όμως μένουν αλλού...

Η κατάσταση θα μπορούσε να έχει και τη φολκλόρ πλευρά της, αν δεν είχε φτάσει στο απροχώρητο. Έχω γίνει εξπέρ σε όλους τους τρόπους δεσίματος της μαντίλας. Οι πανύψηλες και ως επί το πλείστον κουκλάρες Σομαλές περιφέρονται στα πέριξ της Αχαρνών δυο-δυο σαν παραδείσια πτηνά, με το κινητό κολλημένο στο αυτί, ενώ οι πατέρες-σύζυγοι-αδελφοί καπνίζουν ναργιλέδες στα αραβικά καφενεία από τα οποία βρίθει η περιοχή, συχνάζουν στα ίντερνετ καφέ με ακριβά i-pad ανά χείρας ή παίζουν μπιλιάρδο πάντα ντυμένοι στην τρίχα. Τώρα με τι λεφτά, ο Αλλάχ μόνο ξέρει...

Τα αφγανάκια, μέχρι να εμφανιστεί η αστυνομία και να αρχίσει τις περίφημες επιχειρήσεις «σκούπα», είχαν βρει παιχνίδι το ασανσέρ και τις σκάλες του μετρό και ανεβοκατέβαιναν ανάποδα με κίνδυνο να σκοτωθούν, ενώ οι μαντιλοφόρες μάνες τους με το ζωγραφιστό φρύδι τα κοίταζαν αδιάφορες στριμωγμένες πέντε-πέντε στο παγκάκι. Πάνω σε αυτοσχέδιους πάγκους από χαρτόνι ή σε μεταποιημένα μωρουδίστικα καροτσάκια οι άντρες και τα αγόρια πάνω από δέκα χρονών έβγαζαν το μεροκάματο πουλώντας μπαγιάτικα ψωμιά ή πίτες γεμιστές με άγνωστο περιεχόμενο, συνοδευόμενες από χειροποίητη κόκκινη σάλτσα.

Όμως η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Γιατί όταν αλλάζει ξαφνικά η ζωή σου, χάνεις όχι μόνο το χιούμορ σου αλλά και την ψυχραιμία σου. Κι αν εγώ αντέχω ακόμα να μην ενδίδω στο φόβο, δεν μπορώ να πω το ίδιο για την ηλικιωμένη της διπλανής πολυκατοικίας που δεν τολμάει να βγει από το σπίτι της γιατί της την έχουν πέσει τρεις φορές. Ούτε για το μαγαζάτορα που τρέμει για τη ζωή του και πέφτει σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά της Χρυσής Αυγής.

Προσφάτως το σκηνικό άλλαξε, πάει το αφγανικό παζάρι, αλλά τα φαινόμενα απατούν. Ίσως κάποιοι να έφυγαν, κανείς δεν θέλει να μείνει εδώ, εγκλωβισμένοι είναι, όλοι ονειρεύονται τη Γαλλία, την Ιταλία, οι πιο τολμηροί τη Σουηδία... Στο διπλανό μου διαμέρισμα που διετέλεσε αφγανικό υπνωτήριο, σαράντα έβγαλαν από μέσα όταν καταφέραμε να το αδειάσουμε, όλοι μελετούσαν με πάθος το χάρτη της Ευρώπης που έχω έξω από την πόρτα μου. Όμως η Ευρώπη είναι πολύ μακριά.

H πλατεία είναι πια άδεια, μόνο κάτι ξέμπαρκοι μεμονωμένοι στέκονται στις γωνίες και νομίζεις ότι κοιτάζουν το υπερπέραν, αλλά αν το βλέμμα σου διασταυρωθεί με το δικό τους ακούς τον ψίθυρο «τσιγάρα, τσιγάρα»... Τα άλλου είδους τσιγάρα, και όχι μόνο, αλλάζουν χέρι στους γύρω δρόμους, παρά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τελευταίου διμήνου, προεκλογική περίοδος γαρ... Δυο στενά πιο πέρα γίνεται διαδήλωση από τα εξαθλιωμένα πρεζόνια, που περιμένουν τον έμπορο με τη σύριγγα στα δόντια, σκηνικό άρτι μεταφερθέν από την οδό Τοσίτσα και τα πέριξ του Πολυτεχνείου, που κατά τα άλλα καθάρισαν...

Η πλατεία Βικτωρίας είναι ο καθρέφτης του τεράστιου προβλήματος που η ελληνική πολιτεία τόσο ανεύθυνα άφησε να γιγαντωθεί και τώρα θερίζει τους καρπούς της ανικανότητάς της.

* Η Κάτια Σπερελάκη είναι ηθοποιός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ