Πολιτικη & Οικονομια

Καλές ειδήσεις από τον κόσμο

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
339983-707247.jpg

Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Ήθελα, πράγματι, να σταχυολογήσω καλές ειδήσεις από τον κόσμο, αλλά η επιχείρηση απέτυχε. Έμοιαζε με αυτό που πρότεινε ο Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ: να λέμε «ωραίες ιστορίες» για την Ευρώπη –εννοώντας να μην καταστροφολογούμε, να μην είμαστε αχάριστοι κι απαισιόδοξοι – όμως, αυτές τις μέρες, τα παρηγορητικά λόγια του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακούγονται σαν μια απελπισμένη προσπάθεια μαγικής σκέψης· και πέφτουν στο κενό.

Πολλοί άνθρωποι έχουν πάψει να διαβάζουν εφημερίδες, να ακούνε ειδήσεις και να ενημερώνονται: αν η αδιαφορία για την πολιτική είναι είτε ένδειξη πως όλα πηγαίνουν πολύ καλά είτε πως όλα πηγαίνουν πάρα πολύ άσχημα, σίγουρα, στην περίπτωσή μας, συμβαίνει το δεύτερο. Έτσι, δεν χάνουν μόνο τις άσχημες εγχώριες ειδήσεις, αλλά και τις καλές, εκείνες που θα μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν ως παράδειγμα: Τι κάνουν σωστά μερικές χώρες με αποτέλεσμα να ευημερούν; Και τι κάνουμε εμείς τόσο στραβά επιτέλους;

Μέχρι πριν από λίγες ημέρες, ή εβδομάδες, δεν μπορώ να το καθορίσω με ακρίβεια, πίστευα ότι η επιμονή της Νέας Δημοκρατίας για εκλογές είναι καταστροφική – κι ότι πρέπει να μάθουμε, επιτέλους, όπως συμβαίνει στις περισσότερες πολιτισμένες χώρες, να δίνουμε την ευκαιρία στους εκλεγμένους πολιτικούς να εφαρμόζουν το πρόγραμμά τους. (Υπό αυτή την έννοια, οι διαδηλώσεις εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ μού φαίνονται ένδειξη ελλειμματικής πολιτικής κουλτούρας: ο άνθρωπος, ή μάλλον το τέρας, εξελέγη· είναι φυσικό να θέλει να εφαρμόσει το πρόγραμμα επί του οποίου εξελέγη). Αλλά, δεν είμαστε όπως οι περισσότερες πολιτισμένες χώρες – γι’ αυτό έχω αρχίσει να πιστεύω ότι οι εκλογές αποτελούν μια συζητήσιμη προοπτική.

Έχω γράψει πολλές φορές εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και, εκ των υστέρων, νομίζω ότι ήμουν υπερβολικά ήπια: ποτέ δεν λέμε τα πράγματα ακριβώς όπως τα αισθανόμαστε· εμπλέκεται η κοινωνική αγωγή, ο φόβος της αδικίας, του λάθους και της υπερβολής. Ωστόσο, πρέπει να γίνει σαφές: αυτή η κυβέρνηση είναι η χειρότερη από το 1974, με κριτήρια μια σειρά από ακαταμάχητους δείκτες – οκνηρία, ψευδολογία, ανικανότητα, προχειρότητα, παρορμητικότητα, ανορθολογισμός· έλλειψη ενδοιασμών και ήθους. Δεν εννοώ έλλειψη ήθους σαν αυτή που ίσως έχουμε δείξει όλοι οι Έλληνες λόγω της γενικής απουσίας πολιτικής αρετής και της προβληματικής μας σχέσης με το κράτος· δεν εννοώ τις μικροπαρανομίες στις οποίες ήμασταν και παραμένουμε επιρρεπείς ακριβώς επειδή το «κράτος» δεν μας έχει διαπαιδαγωγήσει και επειδή μάς επιτίθεται ποικιλοτρόπως (όταν δεν μας ενσωματώνει στον μηχανισμό του). Εδώ μιλάμε για κάτι ευρύτερο και βαθύτερο: για μια ομάδα που κατέλαβε την εξουσία μέσω της εξιδανικευμένης μυθολόγησης του μέλλοντος, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για την οικονομία, για την πολιτική, για τη διπλωματία και γενικότερα για τη λειτουργία του πραγματικού κόσμου.

Τα περισσότερα μέλη αυτής της ανάπηρης και λειψής εξουσίας πέρασαν όλη τους τη ζωή μέσα στη μυθολογία της αριστεράς, σε έναν παράλληλο κόσμο, μυστικοπαθή, πολεμοχαρή και περιχαρακωμένο, όπου όλες οι έννοιες έχουν αντίθετο περιεχόμενο από το αληθινό: ο σοσιαλφασισμός ονομάζεται δημοκρατία, η επιχειρηματικότητα ονομάζεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο συντηρητισμός και η απροθυμία για οποιαδήποτε αλλαγή εντός του συστήματος της ελεύθερης αγοράς ονομάζεται προοδευτισμός, η αστυνόμευση της σκέψης ονομάζεται αντικειμενικότητα. Αυτοί οι άνθρωποι –αμόρφωτοι ή προσκολλημένοι σε απαρχαιωμένες, σκόρπιες και χαώδεις γνώσεις– ασκούν εξουσία με τον αυταρχισμό που μαρτυρεί τις ιδεολογικές τους ρίζες και με τη χοντροκοπιά που μαρτυρεί τα βάθη του πολιτισμού από τα οποία προέρχονται.

Τους εκλέξαμε, όπως οι Αμερικανοί εξέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ και όπως οι Γάλλοι ενδέχεται να εκλέξουν τη Μαρίν Λε Πεν. Εκλέγουμε τους άσχετους διότι έχουμε απογοητευτεί από τους σχετικούς: όμως, αυτή τη φορά, βρισκόμαστε μπροστά σε ανθρώπους που φαίνονται να μην έχουν δεχτεί καμιά ευρωπαϊκή επιρροή (εκτός ίσως από εκείνη των αριστερών πανεπιστημίων)· δεν πρόκειται για μικροκομματικά και άτολμα ανθρωπάκια που έκαναν τα χατίρια των συντεχνιών για να παραμείνουν στην εξουσία· πρόκειται για σκαιά πρόσωπα που εκφέρουν παιδαριώδη πολιτική γλώσσα και που, όταν δεν μας καθυβρίζουν, παίζουν λες και κυνηγάνε Πόκεμον. Πιθανότατα, εξαιρέσεις υπάρχουν.

Μερικοί, έχοντας πάρει την προαναφερθείσα αριστερή μόρφωση των «ανθρωπιστικών» σχολών τύπου Παντείου Πανεπιστημίου, ερμηνεύουν τα φαινόμενα χρησιμοποιώντας ψευδοεπιστημονικούς όρους της δεκαετίας του 1960, σαν εκείνους που ακούγονταν στο Παρίσι τον Μάιο του 1968. Έκτοτε, ο κόσμος έχει προχωρήσει και διαθέτουμε πολλά παραδείγματα επίλυσης προβλημάτων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις συριζαϊκές συνταγές – αλλά οι πολιτικοί μας αντιστέκονται στην πραγματικότητα, όπως αντιστέκονται και στη φαντασία. Κι όμως, είχαν μια ευκαιρία να ασκήσουν καλύτερη, καθαρότερη πολιτική: από το να μη διορίζουν τους δικούς τους (οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι φαιδρά πρόσωπα) μέχρι του να βρίσκουν τα κατάλληλα ισοδύναμα ώστε να ανταποκρινόμαστε στις υποχρεώσεις μας στην ΕΕ χωρίς να πνίξουμε την οικονομία και τους εργαζομένους. Αντ’ αυτού, δείχνουν πιο φαυλόβιοι από όλους τους προκατόχους τους: δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα. Κωλυσιεργία, μυθοπλαστία φασιστικού τύπου, χαζολόγημα, χωροφυλακίστικα φερσίματα.

Αναρωτιέμαι αν μέσα σ’ αυτά τα δύο σκοτεινά και γελοιώδη χρόνια των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τα υπόλοιπα κόμματα κι εμείς οι πολίτες διδαχτήκαμε δυο-τρία πραγματάκια που να μπορούν να μας χρησιμεύσουν. Κοντολογίς, το αν είναι προτιμότερο να γίνουν εκλογές εξαρτάται από τις απαντήσεις στα εξής ερωτήματα: Μπορούμε να προχωρήσουμε σε μεγάλες διακομματικές συνεργασίες; (Όχι σε ευκαιριακές που επιβεβαιώνουν τη θεωρία των άκρων). Μπορούμε να διδαχτούμε από τα παραδείγματα άλλων χωρών σε κρίση, μπορούμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα από τις «καλές ειδήσεις»; Μπορούμε να υπερβούμε τα συντεχνιακά μας συμφέροντα; Μπορούμε να παραμερίσουμε την αριστερή ιδεοληψία; Μπορούμε να σοβαρευτούμε μήπως και, την έσχατη στιγμή, αποκτήσουμε οικονομική και πολιτική διπλωματία; Μπορούμε να συμφιλιωθούμε και να απομονώσουμε όσους παροξύνουν τα εμφύλια πάθη;

Όπως φαίνεται από τις καθημερινές συναναστροφές, είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθείς με ανθρώπους που ανέδειξαν αυτή την κυβέρνηση και που επιμένουν να νεφελοβατούν. Ίσως φταίει το ότι, όπως είπα, οι περισσότεροι Έλληνες δεν ενημερώνονται, αποφεύγουν να ακούσουν τις κακές ειδήσεις, έχουν «κουραστεί». Εν τούτοις, η συνεννόηση είναι απαραίτητη: οι κυβερνώντες πρέπει να φύγουν αλλά οι πολίτες θα μείνουν· ερχόμαστε από πολύ μακριά, στην κυριολεξία από τα βάθη του πολιτισμού· διανύσαμε μακρύ δρόμο· αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα πάμε μακρύτερα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ