Πολιτικη & Οικονομια

Βίαια πολιτικά παιχνίδια

Αν κάτι χρειάζεται αυτός ο τόπος, είναι η τόλμη του θετικού παραδείγματος

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
graffiti-1041235_1920.jpg

Η πολιτική βία είναι εγκατεστημένη στην ελληνική κοινωνία και νομιμοποιημένη στο εθνικό φαντασιακό. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν την αντιμάχεται στα σοβαρά, κάποια την ανέχονται, άλλα τη χρησιμοποιούν. Οι εκδηλώσεις της δεν προκαλούν την έμπρακτη δημόσια καταδίκη. Δεν γράφονται γι' αυτήν εκθέσεις στα σχολεία. Οι αρχές στέκουν αμήχανες μπροστά της. Σοβαρά αιματηρά γεγονότα χάνονται πολύ γρήγορα στη λήθη. Έχουμε μάθει να ζούμε μαζί έτσι ώστε οι εκφάνσεις της να μην έχουν άμεσες πολιτικές συνέπειες. Σε ποιο βάθος όμως υποσκάπτουν τους δημοκρατικούς θεσμούς;

Οι δολοφονίες της «ΕΟ 17 Νοέμβρη» είχαν την αποδοχή ή την ανοχή μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης ως απόδοση δικαιοσύνης. Ο δολοφόνος του Π. Φύσσα κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Οι δολοφονίες των δύο Χρυσαυγιτών ή των τριών υπαλλήλων της Marfin δεν εξιχνιάστηκαν. Οι καταστροφικές δράσεις μετά από κάθε διαδήλωση, οι σχεδόν καθημερινές συγκρούσεις στα Εξάρχεια, οι δραστηριότητες του Ρουβίκωνα θεωρούνται σχεδόν φυσιολογικές. Τα γεγονότα στην Κερατέα και στην Ιερισσό θεωρήθηκαν δίκαιοι αγώνες και το «λυντσάρετε τον Πάχτα» αθωώθηκε από το δικαστήριο ως σχήμα λόγου. Ο πρόσφατος δημόσιος ξυλοδαρμός του δήμαρχου Γ. Μπουτάρη βρήκε πολλούς σχετικιστές, ενώ ελάχιστοι συμπολίτες του μαζεύτηκαν την επομένη για να του συμπαρασταθούν.

Η πολιτική βία θεωρείται ως αντισυστημική εκδήλωση υπεράσπισης δίκαιων αιτημάτων. Ως αναγκαίο και επικουρικό συμπλήρωμα απόδοσης λαϊκής δικαιοσύνης απέναντι σε καταχρήσεις της εξουσίας. Ως άμυνα των αδυνάμων απέναντι στους ισχυρούς. Η λαϊκή αποδοχή αναγκάζει τους θεσμούς να την ανέχονται ή να την αντιμετωπίζουν με το βαμβάκι. Η υπόρρητη αποδοχή της θεωρείται προϋπόθεση κοινωνικής ειρήνης. Το περί δικαίου αίσθημα αλλιώς. Αν αυτό δεν ροκανίζει τις ρίζες της δημοκρατίας, τότε ποιο;

Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχουμε ακόμα ενεργή δολοφονική τρομοκρατία. Η Ελλάδα δεν θέλει να συζητά γι' αυτήν. Σαν να ντρέπεται, σαν να τη θεωρεί κάποιο κουσούρι, που όμως δεν θέλει να θεραπεύσει. Αντίθετα, την εκμεταλλεύεται. Η πολιτική βία έχει κλίμακες. Η χαμηλόβαθμη έχει διάχυση σε ευρύτερες ομάδες πολιτών που κατά τα άλλα διάγουν μια ειρηνική καθημερινή ζωή. Εργαζόμενοι καταλαμβάνουν τις υπηρεσίες τους, μαθητές και φοιτητές τα σχολεία τους, δημότες τα δημαρχεία τους, φίλαθλοι, φορτηγατζήδες και αγρότες τις κεντρικές αρτηρίες, λιμενεργάτες και ταξιτζήδες τα λιμάνια, αγανακτισμένοι πολίτες τις πλατείες.

Όλοι αυτοί μέσα στον οίστρο τους δεν το ’χουν σε τίποτα να καταστρέψουν δημόσια ή ιδιωτική περιουσία. Γιατί τους πνίγει το δίκιο. Κάτι ζητούν, κάτι τους έκλεψαν. Κάτι τους στέρησαν και μέσα από τη βία έχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα το κερδίσουν. Οι υπόλοιποι, αν και θίγονται, τους ανέχονται. Σκέφτονται πως θα έλθει και η σειρά τους. Αν η κοινωνική αυτοδικία δεν βάλει κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, τότε ποιος; 

Η πολιτική βία είναι δεξιά και αριστερή. Όταν εκδηλωθεί, η μια σπεύδει να δώσει άλλοθι, ενώ η άλλη να καταδικάσει, και αντιστρόφως. Η φιλελεύθερη άποψη στέκει αμήχανη και ψάχνει τις αιτίες, εμπλέκεται σε άγονες συζητήσεις, χρεώνεται συμπάθειες που δεν έχει, ηττάται κατά κράτος μέχρι η υπόθεση να ξεχαστεί, μέχρι την επόμενη φορά…

Η δεξιά ανάγνωση της βίας εδράζεται στον εθνικισμό, στον υπόρρητo ή ρητό ρατσισμό, στη δοξασία του ανάδελφου έθνους. Στα δίκαια της φυλής, που οι κακοί και ισχυροί ξένοι καταπατούν διαχρονικά γιατί μας μισούν, γιατί μας ζηλεύουν. Η καθαρότητα της φυλής και η πατριδοκαπηλία γεννούν το μίσος για τους βόρειους ή ανατολικούς γείτονες, τη δυσανεξία στους μετανάστες ή στους αλλόθρησκους, τον φόβο για τους Εβραίους ή τους διαφορετικούς. Η ανάδυση της Χρυσής Αυγής από μια ασήμαντη περιθωριακή οργάνωση ως το τρίτο σε δύναμη κόμμα του κοινοβουλίου είναι απότοκο ενός βίαιου ακροδεξιού εθνικισμού που έχει βαθύτερες αιτίες. Η προγονολατρεία ως φοβική αντίδραση στη δημοκρατική εξέλιξη.        

Η αριστερή ανάγνωση της βίας ξεκινάει θεωρητικά από τον αδιάκοπο αγώνα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κάνει άμεση αναφορά στην ήττα του εμφυλίου και σαλπίζει δειλές εισαγωγές της μεγάλης κομμουνιστικής επανάστασης. Αποτελεί εργαλείο της συνεχούς εκπαιδευτικής διαδικασίας των μαζών έως την ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών που θα οδηγήσει στη μαζική εξέγερση. Η διεκδίκηση των πρόσκαιρων αιτημάτων είναι η προβιά του αγώνα για τον μεγάλο στόχο. Αντικαπιταλισμός, αντιπαραγωγισμός, αντιευρωπαϊσμός. Και εδώ κινητήρια δύναμη είναι ο φόβος της προόδου, της τεχνολογίας, της ανοικτής ελεύθερης κοινωνίας, ο φθόνος για τον πλούτο και την προκοπή. Φθόνος και φόβος για την υγιή δημοκρατία.

Μια τρίτη ανάγνωση που εμφανίστηκε με την κρίση είναι η «ψεκασμένη». Συνθέτει στοιχεία από τις δύο ιστορικές και διεισδύει σε ευρύτερα διακομματικά ακροατήρια. Οι δύο πλατείες της εποχής των αγανακτισμένων επιφέρουν τη μέθεξη ακροδεξιάς και ακροαριστεράς με στόχο τη Βουλή, το πολιτικό σύστημα, τη Δύση, τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και τελικά τη δημοκρατία. Τα πολιτικά εξαμβλώματα που ανέδειξαν επικυρώνουν του λόγου το αληθές. 

Οι κλίμακες και οι ποιότητες της βίας αλλάζουν, οι αφορμές ποικίλουν. Το αποτέλεσμα όμως διαχέεται, το παράδειγμα εγκαθίσταται. Η κοινωνία εγκιβωτίζει την πολιτική βία ως στοιχείο του εθνικού συνεχούς. Ως πολυεργαλείο για κάθε χρήση. Ως απειλή της δημοκρατίας. 

Ο κυβερνητικός συνασπισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οφείλει μεγάλο μέρος της πολιτικής επιρροής του στην προώθηση της «δίκαιης βίας» κατά των μνημονιακών πολιτικών, στον δρόμο προς την εξουσία. Σε ακραίες περιπτώσεις την απέδιδε σε προβοκάτορες. Ευθαρσώς δεν την καταδίκασε ποτέ. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και σήμερα ανέχεται ή υποβαθμίζει βίαιες πολιτικές δράσεις, μιας και αυτές δικαιώνονται στα μάτια μεγάλου μέρους του εκλογικού του ακροατηρίου. Η υπέρβαση των νόμιμων ορίων ως απόδειξη του ηθικού πλεονεκτήματος, της δικαίωσης. Η βία ως κοινωνικός θεσμός.

Η εικόνα του πεσμένου γηραιού πρώτου πολίτη της Θεσσαλονίκης με πάνω του ένα τσούρμο λύκους και τους λίγους συνοδούς του ανήμπορους να τον προστατεύσουν έχει βαριά συμβολική σημασία που υπερβαίνει το γεγονός. Είναι η δημοκρατία που πέφτει και πάνω της ο ολοκληρωτισμός που αλυχτά. Και είναι μέγα ατόπημα του Κυριάκου Μητσοτάκη που δεν διέγραψε ακαριαία από τις τάξεις του κόμματος το στέλεχος που έγραψε από κάτω «αυτή είναι η μοίρα των προδοτών». 

Η Νέα Δημοκρατία ως κόμμα συντηρητικό που φλερτάρει με τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό δεν έχει κανένα λόγο να μη σταθεί απέναντι στην πολιτική βία χωρίς αστερίσκους. Όταν μάλιστα την έχει καταδικάσει πεντακάθαρα. Αν κάτι χρειάζεται αυτός ο τόπος, είναι η τόλμη του θετικού παραδείγματος. Ειδικά από ένα κόμμα με πλούσια ιστορία, κεφάλαια της οποίας θέλει να ξεχάσει.

Η πολιτική βία έχει τη ρίζα της στον φόβο και το μίσος για τη δημοκρατία. Για τον φασίστα κάθε χρώματος είναι μίσος κοινωνικο-παθολογικό που μεταλλάσσεται σε ιδεοληψία και εκφράζεται ως πολιτική στάση. Για το πόπολο γίνεται ευκαιριακά μέσο προσοδοθηρίας, απόδοσης δικαιοσύνης ή άμυνας. Μια επικίνδυνη επικοινωνία που δίνει τη δυνατότητα στη βία από μέσο να μετατρέπεται σε μήνυμα και να παράγει τη δική της ιδεολογία. Ειδικά σε μια εποχή ανόδου λαϊκιστών ηγετών με αυταρχικές τάσεις που μπορούν να παρακάμπτουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να ασκούν την εξουσία τους μέσω παρακρατικής βίας. Αν οι αποφάσεις των θεσμών δεν τους ικανοποιούν, μπορούν να στέλνουν τους «ειδικούς» να τους συνετίσουν…   

Αν τα πολιτικά κόμματα θέλουν να βάλουν ένα τέλος στο σκοτεινό αυτό γαϊτανάκι, που πλέον απειλεί και τα ίδια, δεν έχουν παρά να πάψουν να υποκρίνονται. Να σταθούν απέναντι λόγω και έργω. Νόμοι υπάρχουν, μέσα υπάρχουν ας τα χρησιμοποιήσουν. Κυρίως ας βγουν και ας μιλήσουν, ας εκπαιδεύσουν την κοινωνία διαφορετικά. Αν θέλουν να λέγονται ελίτ ας πάρουν τον λόγο, ας τολμήσουν και ας αλλάξουν το παράδειγμα. Η εργαλειακή χρήση της πολιτικής βίας κάνει κακό στην υγεία της δημοκρατίας. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ