Life in Athens

20 λεπτά

Φαντάστηκε ότι αν η Πατησίων ήταν άνθρωπος, με τέτοια κακή κυκλοφορία αίματος, θα είχε ήδη αποδημήσει

85193-191084.jpg
Μαρία Μπουτζέτη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
845986.jpg
© EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΙΟΣ

Δεν της άρεσε η δουλειά της. Ίσως να ήταν και ο λόγος που - της συνέβαινε ασυναίσθητα! - τα πρωινά ξεκινούσε καθυστερημένα. Ο εγκέφαλος, σε σαδιστικό παιχνίδι ισχύος, ασκούσε όλη του την πυγμή στο σώμα της. Εκείνο το πρωινό, διέκοψε τη βιαστική πορεία της κάνοντας μια στάση στο περίπτερο. Διάλεξε μία τσίχλα με την γεύση που αγαπούσε. «...λεπτά...», ξεχώρισε ανάμεσα σε ακατάληπτες συλλαβές που βαριεστημένα μουρμούρισε ο περιπτεράς. «Συγγνώμη… 20 λεπτά είπατε;» Ο περιπτεράς κούνησε το κεφάλι με νεύμα που δήλωνε κατάφαση. Άνοιξε τη χούφτα της αναζητώντας στα κέρματα που κρατούσε τον Καποδίστρια. Θυμήθηκε το Καποδιστριακό, όπου είχε φοιτήσει, τις ιδέες, την αισιοδοξία, τις επιδόσεις, τα όνειρα, την προσμονή για το μέλλον. Σε ποιον αποθηκευτικό χώρο τα είχε κλειδώσει άραγε;

Κοίταξε το ρολόι που επέμενε αμείλικτα να προχωρά και έτσι προχώρησε και εκείνη προς τη διασταύρωση, ελπίζοντας σε ένα άδειο ταξί που ως από μηχανής θεός θα την έσωζε από την αμηχανία της αργοπορίας της. Ο χρόνος κυλούσε σε βάρος της, ώσπου το κίτρινο όχημα εμφανίστηκε στον ορίζοντα, της έκανε σινιάλο με τα φώτα και σε δευτερόλεπτα σταμάτησε δίπλα της. Ο οδηγός του την κοίταξε με το γνώριμο ύφος που ερμηνεύεται ως «που πας;». «Σύνταγμα». «Έλα». Στο πίσω κάθισμα υπήρχε ήδη επιβάτης. «Πάμε από Πατησίων, εκεί κατεβαίνει σε λίγο ο κύριος και συνεχίζουμε». «Ναι, ok». Κοίταξε τον εχθρό της, το ρολόι της. Αν δεν συναντούσε φοβερή κίνηση, θα έφτανε σχετικά εγκαίρως.

Στην Πατησίων επικρατούσε το αδιαχώρητο∙ τα μηχανήματα του δήμου έκοβαν τα κλαδιά των δέντρων. Φαντάστηκε ότι αν η Πατησίων ήταν άνθρωπος, με τέτοια κακή κυκλοφορία αίματος, θα είχε ήδη αποδημήσει. «Ωχ… μπλέξαμε. Στρίψτε κάπου δεξιά να βγούμε Αριστοτέλους». Στο πρώτο στενό δεξιά ένα ετοιμόρροπο τρίκυκλο, παλαντζάριζε στη μέση του δρόμου, αναγκάζοντας τους πίσω οδηγούς να το ακολουθούν στωικά, χωρίς κόρνα, λες και επρόκειτο για κάποια σοβαροφανή λιτανεία. Τότε αφυπνίστηκαν οι ανικανοποίητες επικοινωνιακές ανάγκες του ταξιτζή. Το τρίκυκλο τον ενέπνευσε για κοινωνικοπολιτική συζήτηση ουσίας. «Τέτοιες εικόνες είχαμε να δούμε από το '60… Εκεί μας κατάντησαν, αλλά βέβαια, θα σου πω τι φταίει∙ όταν σε μία κοινωνία λείπει η τιμωρία τι περιμένεις...». Προσπάθησε να τον πείσει ότι η τιμωρία αποτελεί ύστατη λύση και ότι η βαρύτητα πρέπει να δίνεται στην παιδεία, αλλά μάταια. Ο συνομιλητής διαφώνησε κάθετα, «Κοπελιά, ο Έλληνας θέλει βούρδουλα, μόνο έτσι καταλαβαίνει» είπε, και έδειξε πρόθυμος να ξεδιπλώσει τα αποκρυσταλλωμένα επιχειρήματά του και για το λόγο αυτό χαμήλωσε ταχύτητα. «Δώστε το λίγο μη μας πιάσει το φανάρι», του είπε απελπισμένα, μετανιώνοντας που ενεθάρρυνε τη συζήτηση. Αν οδηγούσε εκείνη το όχημα θα πετούσε, σκέφτηκε. Προς άγνωστη κατεύθυνση, κατέληξε.

«Προς τι τόση καθυστέρηση; 20 λεπτά. Θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί. Κακώς σε ταλαιπωρώ», άκουσε τη χρωματισμένη με ειρωνεία φωνή του προϊσταμένου της. «Εδώ είμαστε τυπικοί, προέχει η πειθαρχία, η ασυνέπεια τιμωρείται. Διότι πάνω από όλα, πάνω από τις προσωπικές μας ανάγκες, βρίσκεται η εταιρεία. Πάνω από όλα το καθήκον!», συνέχισε διακηρυκτικά. «Καθήκον, καθήκον, καθήκον», βούιζε σαν αντίλαλος στα αυτιά της η τελευταία λέξη που με εμφατικό ψόγο εκφώνησε ο προϊστάμενος. «Καθίκι…» της ήρθε ο συνειρμός, αλλά σιώπησε. Δεν χρειαζόταν πλέον να απολογείται. Δεν χρειαζόταν να υπενθυμίζει ότι δούλευε μέχρι αργά απλήρωτες υπερωρίες. Δεν χρειαζόταν να εξηγεί ότι στερούνταν το φως της ημέρας. Δεν χρειαζόταν να διαπραγματευτεί ξανά τα αυτονόητα. Δεν σιώπησε από φόβο. Σιώπησε από ελευθερία. Σε 20 λεπτά είχε μαζέψει τα προσωπικά της αντικείμενα και περπατούσε στον ήλιο. Είχε χάσει τη δουλειά της. Για 20 λεπτά. Δεν ήξερε καθόλου τι θα έκανε αύριο και μεθαύριο, και όμως ένιωθε μιαν αναπάντεχη ανακούφιση. Ήξερε πώς δεν ήθελε να περάσει τη ζωή της δίχως δημιουργικότητα, δίχως φαντασία, δίχως γεύση… Με τη σκέψη αυτή έβαλε το χέρι της στη τσέπη του σακακιού της. Βρήκε την τσίχλα που είχε αγοράσει. Είχε τη γεύση που της άρεσε. Της είχε κοστίσει 20 λεπτά∙ ασήμαντα και σημαντικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ