Βιβλιο

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

Όλα για το νέο πολυσυζητημένο μυθιστόρημά της

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 625
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
365624-755929.jpg

Ένα επιστολικό ψηφιακό μυθιστόρημα είναι το τελευταίο βιβλίο της, «Μπορείς;» (Πατάκης). Μια ογκώδης παράθεση μέιλ ανάμεσα σε δυο εξ αποστάσεως, τις περισσότερες φορές, εραστές, που ανταλλάσσουν ιστορίες, κυβερνοχάδια, αναμνήσεις και προσδοκία μέλλοντος για συνευρέσεις σάρκας και πνεύματος. Πάθη, τέχνη, πολιτική, ψυχανάλυση, καθημερινότητα, ταξίδια, οινολογία και άλλα πολλά είναι αυτά που τους ενώνουν. Και φυσικά τους χωρίζουν. «Έρση, γεια, μπορείς να μας βάλεις περισσότερο στο κλίμα του βιβλίου;» τη ρωτήσαμε. Κι είπε OK! 

Προς τι η επιλογή της συγκεκριμένης φόρμας, μέιλ ατακαριστά δηλαδή, ανάμεσά τους; Ναι, η νέα συνθήκη επικοινωνίας, ειδικά μεταξύ των εν αποστάσει εραστών, είναι κάτι που έστω κι έτσι τους «ενώνει» στην αληθινή ζωή. Κουτσά, στραβά, λειψά, δεν παύει να είναι μια «επαφή». Πώς όμως κατέληξες στη συγκεκριμένη φόρμα μυθιστορίας; 

Το «Μπορείς;» γεννιέται στον ρευστό κόσμο των new media, είναι μια ιστορία καθημερινή και ταυτόχρονα αιθέρια, είναι αυτό που μας συμβαίνει και ταυτόχρονα αυτό που λαχταράμε ολόψυχα να μας συμβεί αλλά μας ξεφεύγει, επιθυμία και διάψευση, πραγματικότητα και λογοτεχνία. Αυτό το άπιαστο της ερωτικής επιθυμίας συνάδει με το “άυλο” της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Δεν υπήρχε χώρος για αφήγηση σ’ ένα τέτοιο σχήμα όπου το φαντασιακό (αυτό το αδηφάγο κήτος που κουβαλάμε μέσα μας και μπορεί να εκβάλλει στην τέχνη, στην άπλετη δυστυχία ή στην τρέλα) καταβροχθίζει μεγάλο μέρος του πραγματικού. Οι εραστές του βιβλίου, η ifarsa@hotmail.com  και ο spourgitis@gmail.com ζουν ένα πάθος σε καθεστώς απαγόρευσης. Η σχέση τους πρέπει να παραμείνει κρυφή. Δεν συναντιούνται συχνά και επικοινωνούν με ιμέιλ και μηνύματα. Το ιμέιλ έχει  αμεσότητα, σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι ο άλλος είναι προσβάσιμος ενώ δεν είναι, κι αυτή η αμεσότητα είναι μια παγίδα. Η ταχύτητα του μέσου σαν να υπονομεύει την επικοινωνία. Η επαφή γίνεται πλασματική. Αποζητάς τον άλλον, θέλεις να μιλήσετε, θέλεις να σε πάρει αγκαλιά και να τον μυρίσεις, του στέλνεις μήνυμα, σου απαντάει, για λίγο ησυχάζεις, αλλά πολύ σύντομα σχεδόν ραγδαία η επιθυμία επανέρχεται δριμύτερη λόγω της απουσίας, το υποκατάστατο δεν αρκεί, είναι σαν τον πόνο του ακρωτηριασμένου μέλους,  ένας πόνος υπαρκτός για ένα μέλος του σώματος που δεν υπάρχει πια.

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

Όσο προχωρούσα το διάβασμα, τόσο πιο πολύ αναρωτιόμουν. Ο κωδικός «Έρση» που διάλεξες για την ηρωίδα σου, πόσο Έρση Σωτηροπούλου είναι στα αλήθεια; Και δεν ήμουν ο μόνος, ξέρεις. Τις προάλλες σε μια συζήτηση, μια φίλη που επίσης το διάβασε με ρώτησε, μιας και ξέρει πως σε ξέρω, να της πω, αν ξέρω(!)... «Μήπως η Σωτηροπούλου είναι 100% η ηρωίδα του μυθιστορήματος;» 

Τι θα ήθελε η φίλη σου; Να είναι η Σωτηροπούλου 100% η ηρωίδα αυτού του μυθιστορήματος; Πες της ναι. Θα προτιμούσε να είναι το 30% αυτοβιογραφικό και το υπόλοιπο μυθοπλασία; Πάλι ναι. 90% αυτοβιογραφικό; 5%; Συμφωνώ. Ό,τι της αρέσει. Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Ηρωίδα του βιβλίου είναι μια γυναίκα συγγραφέας που ονομάζεται Έρση Σωτηροπούλου, η οποία επινοεί μια γυναίκα συγγραφέα την Έρση Σωτηροπούλου, η οποία επινοεί κλπ. κλπ. Είναι ένα παιχνίδι με καθρέφτες που ο καθένας αντανακλά ένα διαφορετικό κομμάτι  της πραγματικότητας, άλλοτε ο καθρέφτης είναι θαμπός κι ο θεατής προσπαθεί να φανταστεί αυτά που δεν βλέπει, άλλοτε  η εικόνα μοιάζει διαστρεβλωμένη γιατί το φως λιγοστεύει ή αλλάζει κατεύθυνση, και σ’ αυτό το παιχνίδι μπαίνει και ο αναγνώστης.

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

Μεγάλο μυθιστόρημα σε όγκο σελίδων! Και πέρα από την ερωτική ιστορία και τα βάσανα της απόστασης, τα «θα ήθελα να σε ζουλούσα λίγο» και τα «μου λείπεις πολύ», αυτό που με εντυπωσιάζει είναι και ο εγκιβωτισμός, μέσα στον «πυρετό» τους, και μιας πολυποικιλίας άλλων «πυρετών», που παραθέτεις. Οι εραστές μιλούν και ανταλλάσσουν λέξεις-εμπειρίες για τέχνη, μουσική, λογοτεχνία, γεύσεις, ταξίδια, πολιτική, ποίηση με έναν σχεδόν εμμονικό τρόπο: ο ΣΥΡΙΖΑ και οι διαψεύσεις, ο μέγας στιχοπλόκος Κάμινγκς, ο Τζιμ Μόρισον και φυσικά ο Καβάφης, ο Αρκτικός Κύκλος και το Παρίσι. Σε πολλά σημεία, ξέρεις, ένιωθα πως παραθέτεις ένα μικρό λεξικό, αυθαίρετα θα το ονόμαζα «Τόποι και “τόποι” που κατά την Έρση Σωτηροπούλου αξίζει να ζεις μόνο γι' αυτούς»! Για πες...

Ξέρεις ότι μ’ αυτό το βιβλίο πολλοί αναγνώστες επικοινώνησαν μαζί μου για να μ’ ευχαριστήσουν γι’ αυτές τις πληροφορίες. Μερικοί το διαβάζουν κι έχουν από δίπλα ένα μπλοκάκι που κρατούν σημειώσεις. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις και τα λινκ που αναφέρονται στο βιβλίο ισχύουν, οπότε εύκολα κάποιος μπορεί ν’ ανατρέξει σ’ αυτά και να μπει στην ατμόφαιρα, ν’ ακούσει  για παράδειγμα τη σονατίνα που στέλνει η ifarsa@hotmail.com στις 25/4/2016 σε μια στιγμή κρίσης που όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει μεταξύ τους. Ένας ολόκληρος κόσμος περνάει μέσα από την αλληλογραφία των δυο εραστών. Ταξίδια, γεύσεις, μουσικές. Τρύγος και αμπελουργία. Μια Ελλάδα διχασμένη την εποχή του δημοψηφίσματος, μια χώρα που ελπίζει και διαψεύδεται, το μεγάλο παράδοξο του ΟΧΙ που σήμαινε ΝΑΙ. Γράψιμο ή καλύτερα τα μαρτύρια της γραφής, όπως έλεγε ο Φλωμπέρ ο οποίος την εποχή που έγραφε τη Μαντάμ Μποβαρύ είχε σημειώσει “νιώθω τώρα σαν να έχω λάμες από σουγιά κάτω απ’ τα νύχια”. Όλο αυτό γεννιέται από την ανάγκη τους να μοιραστούν σκέψεις, εμπειρίες, εντυπώσεις. Βρίσκονται σε μια σχέση αδιέξοδη που δεν χωράει σχέδια για το μέλλον. Συμβαίνει μια συμπύκνωση του χρόνου. Θέλουν να τα ζήσουν όλα και γρήγορα. Ίσως αν είχαν την ευχέρεια να συναντιούνται, αυτός ο πλούτος να μην υπήρχε. Διότι παραμονεύει κι αυτός ο κίνδυνος. Αν η σχέση τους γινόταν “κανονική”, μια νορμάλ ερωτική σχέση στο φως της ημέρας, μπορεί να ξεφούσκωνε. Να γινόταν μια σχέση σαν όλες τις άλλες.

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

Επιστρέφω στα «πιτσουνάκια». Έχουν μια κάποια ηλικία. Έχουν τακτοποιημένα τα επαγγελματικά τους. Εκείνος βέβαια βιώνει και μια «διπλοτσάκα» (χαρτοπαικτικός όρος) στο αισθηματικό του με γάμο και ερωμένη. Εκείνη, παρότι ελεύθερη, μποέμισσα, ανεξάρτητη, εντούτοις μοιάζει το ίδιο «φυλακισμένη» στη σχέση, αδυνατώντας να προχωρήσει χωρίς αυτόν. Έστω κι από επιλογή, όμως υποφέρει εξίσου. Και παρ' όλα αυτά, το βιβλίο δεν διαβάζεται σαν μελόδραμα, μα σαν μια τρυφερότατη, αδιέξοδη μεν, όμως υπέρτατα ρομαντική ιστορία. Από αυτές που στο οπισθόφυλλο θα έγραφα: «γιατί ο έρως ο απόλυτος και η απόλαυσή του μόνο ως τυραννία βιώνεται και καταναλώνεται». Ασπάζεσαι; 

Είναι μια ρομαντική ιστορία σε μια εποχή που δεν χωράει ρομαντισμούς. Μια σχέση παθιασμένη και την ίδια στιγμή ευάλωτη, εύθραυστη, που κινδυνεύει να συντριβεί από την καθημερινή ζωή. “Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα”, έγραψε ο Μαγιακόφσκι.  Η έλλειψη είναι το δυνατό έναυσμα.  Ένας έρωτας με πλήρη ανταπόκριση φθίνει γρήγορα, αντίθετα όταν το ερωτικό αντικείμενο σού ξεγλιστράει ολοένα και παραμένει άπιαστο όπως συμβαίνει στο “Μπορείς;”, η φλόγα κρατιέται ζωντανή. Διαβάζοντας το  μυθιστόρημα βλέπεις ότι δεν είναι μόνο τα ουσιαστικά ζητήματα που τους φέρνουν σε ρήξη, αλλά κι εκείνες οι μικροπαρεξηγήσεις που είναι χαζές και ηλίθιες, κι όμως όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα να συζητηθούν από κοντά, παίρνουν δραματικές διαστάσεις σ’ αυτό το φαντασιακό σύμπαν που περιβάλλει ως αμνιακό υγρό τη σχέση τους. Από την άλλη εκείνο που τους σώζει κι εξασφαλίζει τη διάρκεια είναι η δυνατή πνευματική επικοινωνία. Αυτό είναι το πιο ισχυρό αφροδισιακό. Δεν νομίζω ότι η σχέση τους, παρά την έντονη ερωτική έλξη, θα άντεχε χωρίς το ιδιαίτερο διανοητικό παιχνίδι –ιδιαίτερο γιατί δεν είναι καθόλου διανοουμενίστικο και περνάει με φυσικότητα από τη φιλοσοφική αναζήτηση στο πείραγμα και στην πλάκα–  που διαποτίζει τον ερωτισμό τους.

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

Κάμινγκς και Καβάφης. Αυτά τα δυο Κ δείχνει να καθορίζουν και την τέχνη σου και τη ζωή σου. Πού ακριβώς «σε χτύπησαν» και πώς επιμένουν ακόμα να σε ματώνουν;

Ο Κάμινγκς με χτύπησε πολύ μικρή. Ήμουν έφηβη στην Πάτρα όταν ο Σωκράτης Σκαρτσής μου έδωσε να διαβάσω τις πρώτες μεταφράσεις του. Η ποίησή του με άλλαξε. Οι στίχοι του έφερναν μια πνοή ελευθερίας σε αντίθεση με την γκρίζα αποβλάκωση του σχολείου. Ο Κάμινγκς άνοιγε έναν κόσμο ποτισμένο από αθωότητα και σεξουαλικότητα, που πάλλεται και δεν μένει στάσιμος, κι όπου ο έρωτας και το πάθος θριαμβεύουν πέρα απο την καθίζηση των αισθημάτων.  Στα ποιήματά του η δημιουργική δύναμη ξεπερνάει το μέσον, καταργεί τα περιθώρια της σελίδας, σπάει τις λέξεις σε συλλαβές και χρησιμοποιεί μια εκκεντρική στίξη, για να διδάξει μια νέα γλώσσα σκέψης και αισθήσεων. Σε μια εποχή δύσκολη, με συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια και στο σχολείο, ένιωσα ότι είχα έναν σύμμαχο κι ο Κάμινγκς μου έμαθε μια νέα γλώσσα ζωής. Με τον Καβάφη η σχέση είναι διαφορετική και ξεκίνησε αργότερα. Δεν ήταν ανάμεσα στους ποιητές που με διαμόρφωσαν. Άρχισε να μ’ ενδιαφέρει κυρίως ως “περίπτωση Καβάφη”. Εκείνο που με αινιγμάτισε ήταν το πέρασμα από τον νέο ποιητή στον ώριμο. Πώς ένας ποιητής μάλλον αδέξιος, μέτριος, όπως ήταν ο Καβάφης στα τριάντα του, διότι δεν είχε το εκρηκτικό ταλέντο ενός Ρεμπώ, που επιπλέον ήταν ένας τύπος δειλός και συντηρητικός στη ζωή του, καταφέρνει να κάνει ένα σπουδαίο έργο που ξεπερνάει τον χρόνο; Το  μυθιστόρημα “Τι μένει από τη νύχτα” μου πήρε έξι χρόνια να ολοκληρωθεί, αλλά η αναζήτηση γύρω από το αίνιγμα Καβάφη είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Και τώρα, ενώ απαντάω σ’ αυτή την ερώτηση, μου έρχεται στο μυαλό κάτι που έχω σκεφτεί κι άλλες φορές. Ότι το κλειδί και για τα δυο Κ, τον Κάμινγκς και τον Καβάφη, είναι το ίδιο. Η ερωτική επιθυμία. Φυσικά πρόκειται για πολύ διαφορετικούς ποιητές, που αφήνουν  εντελώς άλλο αισθητικό αποτύπωμα, αλλά υπάρχει μια κοινή φλέβα. Ο Κάμινγκς χρησιμοποιώντας διαφορετικά πεδία αναπαράστασης, λεκτικά και οπτικά, αναστατώνει τη συμβατική σκέψη αποδομώντας τη γλώσσα σε μια διαδικασία εξερεύνησης των ορίων, όπου τελικά το μόνο που μένει ακέραιο, μέσα και πέρα από την αποδόμηση, είναι η ερωτική επιθυμία. Στον Καβάφη ο ερωτισμός κινητοποιεί όλο τον μηχανισμό της γραφής. Ένα από τα πιο γοητευτικά του ποιήματα που παρέμεινε στα Κρυμμένα, έχει τους στίχους:

Αλλά εμείς της Τέχνης

κάποτε μ’έντασι του νου, και βέβαια μόνο

για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν

η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.

Πιστεύω ότι και στους δυο ποιητές, η ερωτική επιθυμία είναι εκείνο που τους επιτρέπει να αναπλάσουν – έστω στιγμιαία, έστω για τα λίγα λεπτά που διαβάζει κανείς το ποίημα – την επιβεβαίωση της τέχνης απέναντι στον θάνατο. 

Καλοκαίρι είναι, και ντελάλικα ίσως λόγω εποχής που συνδυάζεται με το διάβασμα, πρέπει να βροντοφωνάζω στις παραλίες και νήσους λουόμενους και διακοπεύοντες αναγνώστες: «Διαβάστε το, διαβάστε το»! Διαβάστε το γιατί...

Θ’αρχίσετε να ερωτεύεστε. Θα πέσετε με τα μούτρα στην καψούρα. Θα παθιαστείτε.  Όλοι ψάχνουν τον κύριο Τέλειο, την κυρία Τέλεια με τις στιλάτες γόβες της. Και ο καιρός κυλάει. Βλέπω τόσα ωραία κορίτσια και αγόρια να ζουν σε συναισθηματική αποστείρωση. Βλακείες. Τόσος χαμένος χρόνος. Ο έρωτας θέλει κουσούρια. Μπορείς ν’ αγαπάς κάποιον που του λείπει ένα δάχτυλο, να σε τραβάει περισσότερο και ερωτικά λόγω του κομμένου δάχτυλου. Ο σπουργίτης του βιβλίου απέχει πολύ από το πρότυπο του ιδανικού εραστή. Δεν είναι ο άνδρας που θα πάρει αποφάσεις, που θα σου πει βασίσου πάνω μου. Ενώ είναι ευφυής, ευαίσθητος, είναι και κάπως φοβιτσιάρης, λέει τα ψεματάκια του και δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει το μεγάλο βήμα. Έχει μια σύζυγο τιμωρό που τον ακολουθεί κατά βήμα σαν τον Big Brother και κάθε που τον τσακώνει, αυτός μαζεύεται. Θέλω να πω ότι δεν έχει καθόλου το ανάστημα ήρωα. Αλλά ακριβώς αυτό το ευάλωτο στοιχείο, με μια διάφανη παιδικότητα, είναι μέρος της γοητείας του. Οι αντιφάσεις κάνουν τον ήρωα.

Δεν έκρυψες ποτέ τη συμπάθεια, τη συμπόρευση, τον συντονισμό σου, την καψούρα, για να είμαι και εντός βιβλίου, με την ελληνική αριστερά. Όπως και η ηρωίδα σου. Και διαβάζεις, υποθέτω, κι εσύ συναδέλφους σου, λογοτέχνες, ηθοποιούς, τροβαδούρους να δηλώνουν απογοητευμενοπικραμένοι με την «κυβερνώσα». Πώς την κρίνεις; Τι περιμένεις; Σώζεται το «θέμα»; 

Υπάρχουν διάφορες κλίμακες απογοήτευσης. Η αριστερά που πίστεψα ήταν περισσότερο μια στάση ζωής, ένα ανοιχτό βλέμμα στον κόσμο, δεν είχε σχέση με κόμματα. Σήμαινε την αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, και ήταν το αντίθετο της μιζέριας και της μικροαστικής νοοτροπίας. Βρισκόταν θα έλεγα πιο κοντά στο πνεύμα της γαλλικής gauche. Το ερώτημα είναι αν μια τέτοια προσέγγιση  μπορεί να έχει απήχηση σήμερα σε μια κοινωνία ελεγχόμενη και ταυτόχρονα αδέσποτη, όπου η τεχνολογία κάνει συνεχώς άλματα ενώ το κοινωνικό συμβόλαιο αθετείται και οι δημοκρατικοί θεσμοί φθίνουν. Οι ανησυχίες μου είναι κοντά στις απόψεις της ηρωίδας του βιβλίου. Ο σπουργίτης  κρατάει μια στάση πιο πραγματιστική και καμιά φορά απολογητική των κυβερνώντων. Γι’αυτόν η προσγείωση του ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στο ότι για να γίνει κυβερνώσα αριστερά έπρεπε –όπως και έκανε– να αλλάξει τον επικοινωνιακό του λόγο αλλά και την ουσία της πολιτικής του, που στην καλύτερη περίπτωση θα είναι η Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία των δεκαετιών '60-'80. Συνεχίζει να υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά οπωσδήποτε ζει ένα πένθος.

Έρση Σωτηροπούλου, γεια, «Μπορείς» να μιλήσεις;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ