Κοσμος

Μία κυρία για τον Τζο Μπάιντεν

Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει από νωρίς δεσμευτεί ότι θα έχει γυναίκα Αντιπρόεδρο. Η ώρα της επιλογής πλησιάζει και τα κριτήρια είναι στενά

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Τζο Μπάιντεν θα επιλέξει γυναίκα Αντιπρόεδρο
Τζο Μπάιντεν ©EPA/EUGENE GARCIA

Ο Τζο Μπάιντεν θα διαλέξει γυναίκα υποψήφια Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Ποια είναι τα κριτήρια και ποιες οι επικρατέστερες;

Με τις Προεδρικές εκλογές να απέχουν πλέον μόνο πέντε μήνες, ο Τζο Μπάιντεν δείχνει καθημερινά περισσότερο ικανός να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το προγνωστικό μοντέλο του Economist, ο Μπάιντεν έχει σχεδόν κατά 88% πιθανότητα να συγκεντρώσει τους περισσότερους εκλέκτορες και κατά 98% πιθανότητα να έρθει πρώτος σε ψήφους.

Βέβαια, μέχρι τον Νοέμβριο οι ισορροπίες ίσως αλλάξουν, η δυναμική όμως του πρώην Αντιπροέδρου δύσκολα μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί. Καθώς όμως οι εθνικές συνδιασκέψεις των κομμάτων –όπου οι Τραμπ και Μπάιντεν θα λάβουν και επίσημα το χρίσμα του κόμματος τους– πλησιάζουν, ο τελευταίος καλείται να αποφασίσει ποια θα είναι τελικά η υποψήφια Αντιπρόεδρος του.

Σε ουδέτερο πολιτικό χρόνο, αυτή η απόφαση δε θα μας απασχολούσε ιδιαίτερα, καθώς σπάνια ένας υποψήφιος Αντιπρόεδρος αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα στο εκλογικό αποτέλεσμα. Όμως, οι ιδιαιτερότητες αυτής της κούρσας αυξάνουν την κρισιμότητα της επιλογής του Μπάιντεν, καθώς η ηλικία του σε συνδυασμό με τις εσωκομματικές πιέσεις—αλλά και η δική του δέσμευση να επιλέξει γυναικά—τον έχουν δυσκολέψει αρκετά.

Ένας σχεδόν διακοσμητικός θεσμός — εκτός απροόπτου

Η Αμερικανική Αντιπροεδρία είναι ένας παράξενος θεσμός. Ο Αντιπρόεδρος αποτελεί μέρος της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς να έχει θεσμοθετημένα καθήκοντα, παραμένοντας όμως πρώτος στη σειρά της διαδοχής σε περίπτωση που ο Πρόεδρος είτε πεθάνει, είτε δε μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντα του, είτε παραιτηθεί. Παράλληλα, ο Αντιπρόεδρος είναι μέρος και της νομοθετικής εξουσίας, ως Πρόεδρος της Γερουσίας, στις διαδικασίες της οποίας μπορεί να παρέμβει σε περίπτωση ισοψηφίας μεταξύ των μελών της. Ουσιαστικά, οι περισσότεροι Αντιπρόεδροι εκτελούν άτυπα χρέη συμβούλου ενώ η –εσωκομματική και πέραν του κόμματος– επιρροή τους συχνά αξιοποιείται ώστε να επιτευχθούν κυβερνητικοί στόχοι.

Δεν είναι τυχαίο πως η συντριπτική πλειοψηφία των Αντιπροέδρων ανήκει στη λήθη της Ιστορίας. Πέρα από κάποιες ηχηρές εξαιρέσεις, όπως οι περιπτώσεις των Χάρι Τρούμαν, Λίντον Τζόνσον και Τζέραλντ Φορντ –οι οποίοι αντικατέστησαν τους Προέδρους τους– αλλά και του ισχυρού Ντικ Τσέινι, ο οποίος είχε ισχυρό ρόλο στην κυβέρνηση του νεότερου Μπους, οι Αντιπρόεδροι των ΗΠΑ έχουν κατά κανόνα περιορισμένες αρμοδιότητες. Παρόλα αυτά, το γεγονός πως βρίσκονται μια ανάσα από την Προεδρία πάντα δημιουργεί μια πρόσκαιρη ίντριγκα, κυρίως όσον αφορά την εκλογική τους συμβολή.

Πώς επιλέγεται ο Αντιπρόεδρος

Η ευθύνη της επιλογής ανήκει στον εκάστοτε υποψήφιο Πρόεδρο. Τα στελέχη του επιτελείου καταρτίζουν μία λίστα με πιθανά πρόσωπα, τα οποία περνάνε μια σκληρή διαδικασία ξεψαχνίσματος κάθε τομέα της ζωής των υποψηφίων, γνωστή και ως “vetting”, ξεκινώντας από την πολιτική και επαγγελματική τους σταδιοδρομία και καταλήγοντας στην προσωπική τους ζωή και τα φοιτητικά τους χρόνια. Μετά από τα απαραίτητα κοψίματα, το επιτελείο φτάνει σε δύο ή τρείς ξεχωριστές περιπτώσεις, από τις οποίες ο υποψήφιος Πρόεδρος καλείται να επιλέξει. Σαφώς, τα κριτήρια της επιλογής δεν είναι πάντα τα ίδια. Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη γύρω από την καλύτερη επιλογή ανά περίπτωση, της οποίας όμως ο κύριος άξονας είναι η αντιστάθμιση των εκλογικών αδυναμιών του υποψήφιου Προέδρου. Πιο απλά, περισσότερη έμφαση δίνεται στην εκλογιμότητα του συνδυασμού –ή του «εισιτηρίου» όπως λατρεύουν να λένε στις ΗΠΑ– παρά στα αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά του προσώπου. 

Οι προσεγγίσεις είναι αρκετές. Μία από αυτές είναι η γεωγραφική ισορροπία. Τρανό παράδειγμα ο συνδυασμός Κένεντι-Τζόνσον, με τον πρώτο να αποτελεί γιό της ελίτ της Βορειοανατολικής ακτής, και τον δεύτερο την επιτομή του νότιου Τεξανού κομματάρχη. Μια δεύτερη προσέγγιση αφορά τη διαφορά ηλικίας ή εμπειρίας. Για παράδειγμα ο –σχεδόν συνταξιούχος– Αϊζενχάουερ επέλεξε τον νεότατο, τότε, Νίξον ενώ ο σαρανταεπτάχρονος και σχετικά άπειρος πολιτικά Ομπάμα επέλεξε τον βετεράνο Τζο Μπάιντεν.

Μια τελευταία, και απευκταία, ιδανικά, προσέγγιση αφορά τις εσωκομματικές ισορροπίες. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις υποψηφίων Προέδρων οι οποίοι επέλεξαν Αντιπρόεδρο με γνώμονα τις εσωκομματικές πιέσεις, με ενδεικτικά παραδείγματα τους συνδυασμούς Ρούζβελτ-Τρούμαν και Ρήγκαν-Μπους, όπου οι σχέσεις μεταξύ των δύο αξιωματούχων δεν ήταν –θέτοντάς το κομψά– οι στενότερες. Δυστυχώς, και ο Τζο Μπάιντεν δέχεται πολλές και έντονες εσωκομματικές πιέσεις οι οποίες του προκαλούν εμφανή αμηχανία.

Οι σημερινές καλές –και λιγότερο καλές– επιλογές

Ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε πολύ νωρίς στην επιλογή γυναίκας. Μπορεί μεν να αύξησε το πολιτικό του κεφάλαιο, τα πρόσωπα όμως στα οποία μπορεί να στραφεί μειώθηκαν σημαντικά, τη στιγμή που η εύρεση μιας άξιας Αντιπροέδρου έχει εξαιρετικά μεγαλύτερη σημασία απ’ όση συνηθίζεται. Εφόσον ο Μπάιντεν κερδίσει, θα ορκιστεί Πρόεδρος στα εβδομήντα-οκτώ –σε ηλικία μεγαλύτερη από κάθε προκάτοχό του– ενώ είναι αδύνατον να προβλέψουμε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στην ήδη βεβαρημένη υγεία του η τεράστια ευθύνη που θα αναλάβει. Ο ίδιος μάλιστα έχει αφήσει να εννοηθεί πως θα διεκδικήσει μόνο μία θητεία, δίνοντας σαφές προβάδισμα στην Αντιπρόεδρό του για το 2024, ενώ έχει δηλώσει πως ακριβώς λόγω της ηλικίας του, η ίδια θα πρέπει να είναι έτοιμη να τον διαδεχθεί «από την πρώτη μέρα» σε περίπτωση που κάτι του συμβεί.

Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η πρώτη Αντιπρόεδρος να γίνει και η πρώτη Πρόεδρος των ΗΠΑ. Έτσι, η επιλογή δε μπορεί να βασιστεί στα τετριμμένα «προεκλογικά» κριτήρια αλλά στην ικανότητα της να αναλάβει τη διακυβέρνηση και να συνεχίσει τις πολιτικές που ο Μπάιντεν θα έχει αφήσει στη μέση. Αυτή τη στιγμή, μόνο τρεις υποψήφιες δείχνουν να πληρούν το συγκεκριμένο κριτήριο. Αυτές είναι η σχετικά άπειρη αφροαμερικανή Γερουσιαστής από την Καλιφόρνια, Καμάλα Χάρις, η επίσης αφροαμερικανή πρώην πρέσβειρα στον ΟΗΕ, Σούζαν Ράις, και η έμπειρη Γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη, Ελίζαμπεθ Γουόρεν.

Η εσωκομματική μέγγενη της πολιτικής ορθότητας

Μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, ο Μπάιντεν δέχεται ακραίες πιέσεις από πολλά στελέχη των Δημοκρατικών ώστε να επιλέξει μια αφροαμερικανή. Χωρίς αυτές τις πιέσεις, δύσκολα θα έφτανε η κουβέντα στη Σούζαν Ράις, ενώ ο ίδιος μάλλον θα απέρριπτε εύκολα την Καμάλα Χάρις, λόγω της άκομψης επίθεσης της απέναντι του στα πλαίσια της διεκδίκησης του χρίσματος των Δημοκρατικών. Με άλλα λόγια, ενώ ο Μπάιντεν δείχνει να προτιμάει τη Γουόρεν –έχοντας αρνηθεί να δεσμευτεί ακόμα στην επιλογή μιας αφροαμερικανής– η άτυπη εσωκομματική αντιπολίτευση προσπαθεί να επιβάλει την ατζέντα της. Σε αυτά τα πλαίσια, ως πιθανές επιλογές έχουν ακουστεί πρόσωπα που δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να επιλεγούν σε άλλες συνθήκες, όπως η άγνωστη βουλευτής Βαλ Ντέμινγκς, η δήμαρχος της Άτλαντα, Κέσα Λανς Μπότομς, και η βουλευτής στο κοινοβούλιο της Τζόρτζια, Στέισι Έιμπραμς.

Παράλληλα, τα δημοσκοπικά στοιχεία είναι αντιφατικά. Από τη μία, οι New York Times πρόσφατα δημοσίευσαν μια μελέτη που θεωρεί πως ο Μπάιντεν πρέπει να επιλέξει μια αφροαμερικανή, καθώς θα ενισχύσει την υπεροχή του στις εθνικές μειονότητες. Από την άλλη, οι περισσότερες εσωκομματικές δημοσκοπήσεις δίνουν ως ξεκάθαρη επιλογή τη Γουόρεν, λόγω της μεγάλης της απήχησης στους περισσότερο προοδευτικούς και νεότερους ψηφοφόρους, οι οποίοι αρχικά προτιμούσαν τον Μπέρνι Σάντερς έναντι του Μπάιντεν, και των οποίων προσέλευση είναι κρίσιμη. Πάντως, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις πιέσεις, ο πρώην Αντιπρόεδρος έχει δεσμευτεί στην επιλογή αφροαμερικανής για το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η επικίνδυνη αμφισβήτηση της λογικής

Αυτή τη στιγμή, φαβορί για το χρίσμα δείχνει να είναι η Καμάλα Χάρις, κυρίως λόγω της φυλετικής της ταυτότητας και του μομέντουμ που έχει χτίσει σε σχέση με τη Σούζαν Ράις. Όμως, με τα αμιγώς πολιτικά κριτήρια που θα έπρεπε να καθορίζουν την επιλογή του Μπάιντεν, η περίπτωση της Ελίζαμπεθ Γουόρεν ξεχωρίζει. Πέρα από την αδιαμφισβήτητη εμπειρία της, η Γουόρεν δουλεύει σκληρά για να στηρίξει την καμπάνια του Μπάιντεν και να προσελκύσει τους λιγότερο ενθουσιασμένους ψηφοφόρους. Άλλωστε, μετά την κατάληξη της Δημοκρατικής κούρσας, οι δύο πρώην αντίπαλοι έχουν πλησιάσει σημαντικά ο ένας τον άλλον, κάνοντας μια συστηματική προσπάθεια σύγκλισης σε διχαστικά –για τους Δημοκρατικούς– ζητήματα, όπως η κοινωνική ασφάλιση. 

Η Γουόρεν έχει δηλώσει πως θα δεχθεί την υποψηφιότητα αν της προταθεί. Μπορεί μεν να μην πληροί όλα τα τυπικά κριτήρια επιλογής που μας παρέχει η ιστοριογραφία των Αμερικανικών εκλογών, όμως η Γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη είναι η μόνη που μπορεί να ανταποκριθεί ιδανικά στο κριτήριο του ίδιου του Μπάιντεν, να έχει δηλαδή την ικανότητα να αναλάβει την Προεδρία στην περίπτωση που χρειαστεί –με όσο τον δυνατόν ομαλότερο τρόπο– ώστε να αντιμετωπίσει τους τεράστιους κινδύνους που περιμένουν τις ΗΠΑ και τη Δύση σε περίπτωση που ο Μπάιντεν δεν θα μπορεί πλέον να ηγηθεί και των δύο. Άλλωστε, στην Κίνα και στη Ρωσία, ηγούνται αμετακίνητοι ημι-δικτάτορες, πανέτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάθε θεσμική αδυναμία των ΗΠΑ, στερώντας τους κάθε περιθώριο ολιγωρίας.

Οι οπαδοί της πολιτικής ταυτοτήτων είτε δεν έχουν την ικανότητα να σκεφτούν αυτές τις παραμέτρους, επιμένοντας σε μια υπεραπλουστευμένη ερμηνεία του κόσμου και της πολιτικής, είτε αρνούνται να το κάνουν. Παράλληλα, βλέπουν στη Γουόρεν ένα απροσπέλαστο πολιτικό ελάττωμα – είναι λευκή. Μένει πλέον να φανεί είναι αν ο Τζο Μπάιντεν θα βρει το πολιτικό σθένος να προτάξει τη λογική απέναντι στην εσωκομματική υστερία, αν όντως καταλήξει πως η Γουόρεν είναι η ιδανική επιλογή. Αυτή θα είναι ακόμα μια–πολύ– δύσκολη πίστα στον δρόμο προς τη νίκη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ