Βιβλιο

Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Το crime μυθιστόρημα της Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά» (μετάφραση Αναστασία Δεληγιάννη, Εκδόσεις Ψυχογιός) κυκλοφορεί στις 9 Οκτωβρίου

Athens Voice
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Ένα συναρπαστικό, και εντελώς διαφορετικό και πρωτότυπο, ντεμπούτο, από μία συγγραφέα-γρίφο

Το crime μυθιστόρημα της Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά» (μετάφραση Αναστασία Δεληγιάννη, 416 σελίδες), κυκλοφορεί στις 9 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:

Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά»: Αποκλειστική προδημοσίευση

ΓΡΑΜΜΑ #2

Θα μπορούσα να εντοπίσω ακριβώς την αρχή και το τέλος των ευτυχισμένων ημερών. Η ημέρα που ο Μπεν με έβγαλε για φαγητό ήταν η αρχή. Η πρώτη φορά που την είδα στην πόλη ήταν το τέλος.

Για αρκετές μέρες πριν από αυτή –πάντα σκέφτομαι τα γεγονότα πριν από αυτή και μετά από αυτή– τελείωνα το πρώτο μου μυθιστόρημα.

Ο Μπεν ήρθε αργά εκείνη τη νύχτα, μυρίζοντας αλκοόλ και πίτσα. Στο πρόσωπό του υπήρχε ένα πλατύ χαμόγελο και τα μεθυσμένα μάτια του έλαμπαν όταν τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε πάνω του, ακριβώς στο κατώφλι, φιλώντας με, παρασέρνοντάς με μέσα και κλοτσώντας την πόρτα να κλείσει.

«Μου έλειψες, Λίζι», μου ψιθύρισε, και τα φιλιά του ήταν αδέξια και πιεστικά.

Και παρόλο που μας είχε γίνει ήδη μια συχνή ρουτίνα να πέφτουμε στο αναδιπλούμενο κρεβάτι μου και να κάνουμε ένα γρήγορο σεξ, κάτι εκείνη τη νύχτα φαινόταν διαφορετικό. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν η νύχτα που εκείνη εμφανίστηκε στη ζωή του.

Ένα τέταρτο αργότερα είχαμε τελειώσει και ο Μπεν είχε ήδη αποκοιμηθεί.

«Θα χαλαρώσω μόνο για ένα λεπτάκι», μουρμούρισε.

Αυτό σήμαινε ότι θα έμενε εδώ τη νύχτα και θα έφευγε νωρίς το επόμενο πρωί. Έτσι, κάθισα για λίγο δίπλα στο παράθυρο, μέσα στο σκοτάδι, στο φως του κεριού, κι έγραψα.

Μου άρεσε πολύ να γράφω στο φως του κεριού. Ήταν ρομαντικό, κάπως παλιομοδίτικο. Το να γράφω με πένα αντί στον υπολογιστή έμοιαζε να έχει κι αυτό ένα ταλέντο. Απαιτούσε υπομονή. Όχι ότι τα οικονομικά μου άντεχαν την αγορά ενός υπολογιστή. Πότε πότε χρησιμοποιούσα φτερό, μια παλιατζούρα που είχα βρει σε μια αντικερί στον κεντρικό δρόμο. Πήγαινε σετ μαζί μ’ ένα μισοτελειωμένο μπουκαλάκι με μελάνη.

Ήταν μια από τις πολλές παρόμοιες νυχτιές όπου μελετούσα το γυμνό κορμί του Μπεν στο κρεβάτι μου και άρχιζαν να ξαναγυρνούν ύπουλα στιγμιότυπα απ’ όσα εκείνα τα τρία αγόρια μού είχαν κάνει πριν από χρόνια.

«Θέλεις να παίξουμε, Λίζι;»

Ήμουν δεκαπέντε χρονών. Εκείνα ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερα. Ήμουν μοναχικό κορίτσι. Εκείνοι ήταν ένα δημοφιλές τρίο. Αλλά κυρίως ήταν άσπλαχνοι – είχαν αυτή τη σκληρότητα που συχνά πάει χέρι χέρι με το όμορφο παρουσιαστικό στους εφήβους.

«Κράτα την, Μπράντον. Σσς, όμορφο κορίτσι. Δε χρειάζεται να φωνάξεις. Αν φωνάξεις, θα πονέσεις. Δε θέλουμε να πονέσεις, εντάξει; Όχι, δεν το θέλουμε».

Έγραφα αυτές τις λέξεις και ήταν σαν να γέμιζα κοψίματα από το χαρτί.

«Καλό κορίτσι. Τόσο όμορφο. Ω, μην κλαις».

Ήταν πικρό – να βλέπω τα χαμογελά τους την επόμενη μέρα, λες κι αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ. Το χέρι του Μπράντον γύρω από τους ώμους μου μέσα στην τάξη. «Πώς είσαι, Λίζι;» Να χαμογελάει ενώ εγώ ήθελα να του βγάλω τα μάτια.

Όμως, καθώς έγραφα αυτή την ιστορία όπως τη θυμόμουν, άλλο ένα συναίσθημα άρχισε να γεννιέται μέσα μου, να με παρηγορεί – με μια εκδικητική ικανοποίηση. Είχαν χαθεί, εδώ και καιρό. Κι εγώ ήμουν εδώ, μετατρέποντας εκείνο το φριχτό παρελθόν σε μια διεστραμμένη ιστορία εκδίκησης που κάποια μέρα θα έβρισκε τους αναγνώστες της.

Λένε ότι, όταν γράφεις για το παρελθόν, το ξαναζείς. Αυτό που ανακάλυψα εγώ ήταν πως, γράφοντας για το παρελθόν και αλλάζοντας την κατάληξη, ήταν γιατρειά.

Κι έτσι γεννήθηκε η πρώτη μου ιστορία.

Ψέματα, ψέματα, τη εκδίκηση.

Έγραψα ακριβώς τι μου έκαναν. Όμως η φωτιά στον αχυρώνα όπου πέθαναν ένα μήνα αργότερα ήταν μια πολύ εύκολη κατάληξη.

Βλέπεις, στην πραγματική ζωή, έλαβαν την τιμωρία τους, απλή και πολύ καθυστερημένη. Όμως στο χαρτί; Α, στο χαρτί, υπήρξε εκδίκηση. Διεστραμμένη, σκοτεινή, αιματηρή.

Η τιμωρία είναι λευκή. Η εκδίκηση είναι κόκκινη. Η δική μου ήταν ένα ματωμένο μαύρο.

Εκείνη τη νύχτα, όπως καθόμουν στο φως του κεριού κι έγραφα άλλο ένα κεφάλαιο, χαμογελούσα. Η βασική ηρωίδα μου, δέκα χρόνια μετά απ’ όσα υπέφερε, είχε γίνει δυνατή, γεμάτη αυτοπεποίθηση και επιτυχημένη. Είχε πάρει τον νόμο στα χέρια της. «Ο ράφτης» την αποκαλούσαν οι Αρχές όταν μιλούσαν για τον υποθετικό άντρα που βασάνισε, σκότωσε κι έραψε ζωντανά ποντίκια μέσα στους τρεις άντρες που όλοι έμεναν στην ίδια δομή φιλοξενίας όταν πήγαιναν σχολείο. Τρεις άντρες που, χρόνια μετά, είχαν γίνει παντοδύναμοι και επιτυχημένοι, αλλά που μια μέρα οι ζωές τους άρχισαν να διαλύονται. Μέσα σε μερικά χρόνια είχαν χρεοκοπήσει, είχαν εξευτελιστεί δημόσια και είχαν εξοστρακιστεί από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Και τότε γνώρισαν τον βασανιστή και –πολύ σύντομα– τον δολοφόνο τους.

* * *

Έγραφα για σκληρή εκδίκηση που σου ανακάτευε τα σωθικά. Για την αργή τους κατάβαση προς την τρέλα, καθώς η ηρωίδα μου κατέστρεφε τις ζωές τους. Τα ουρλιαχτά πόνου ενώ τους βασάνιζε. Και τα έγραφα αυτά μ’ ένα χαμόγελο, μετατρέποντας την ίδια μου την ιστορία σε αυτό που θα ήταν η κατάλληλη εκδίκηση.

Κι όμως, τότε, νόμιζα ότι ήμουν η μόνη που γνώριζε τι πραγματικά συνέβη τη νύχτα που κάηκε ο αχυρώνας.

Αλλά αυτό θα άλλαζε.

Αρκετές μέρες αργότερα, βρισκόμουν στο καφέ όπου δούλευε ο Τζον. Είχα γνωρίσει τον Τζον στο ίδιο καφέ τη μέρα που ήρθα για να μείνω στο Ολντ Μπόου, κι είχαμε γίνει κολλητοί φίλοι.

Σταμάτησα για τη συνηθισμένη μας κουβεντούλα που συχνά τη συνόδευε ένα κουλούρι κι ένας καφές, κέρασμα του μαγαζιού. Γι’ αυτό άλλωστε είναι οι φίλοι, σωστά;

Ήταν ο μοναδικός μου φίλος, πέρα από τον Μπεν. Μου άρεσε να πιστεύω πως του άρεσα. Μου είχε ζητήσει μια φορά να βγούμε, ακριβώς πριν γνωρίσω τον Μπεν. Όμως μετά προέκυψε ο Μπεν, και μετά δεν υπήρχε χώρος για κανέναν.

Έφευγα από το καφέ, όταν ένας αέρας από το παρελθόν μ’ έκανε να σταματήσω απότομα. Αυτό το παρελθόν είχε ατημέλητα καστανά μαλλιά, έντονα σκούρα μάτια κι ένα υπεροπτικό χαμόγελο που μισούσα όλα τα χρόνια που έζησα στο ορφανοτροφείο. Το παρελθόν ήταν ντυμένο με μια στιλάτη μπλούζα που άφηνε γυμνό τον έναν ώμο και σκισμένο τζιν. Και είχε όνομα – Τόνια.

Αυτή θα έπρεπε να ήταν η πρώτη προειδοποίηση – δεν ξαφνιάστηκε βλέποντάς με όταν μπήκε μέσα και ήρθε κατευθείαν προς το μέρος μου. Όμως εγώ ξαφνιάστηκα.

«Γεια σου, Λίζι», είπε κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω.

Δε νομίζω ότι της απάντησα αμέσως, η πρώτη μου ενστικτώδης κίνηση ήταν να το βάλω στα πόδια, να τρέξω μακριά από το παρελθόν μου, όμως ένιωσα πως ήταν πολύ αργά.

«Γει… γεια», κατάφερα να πω τελικά. «Δεν ήξερα ότι έμενες εδώ».

«Μένω τώρα». Χαμογέλασε μ’ αυτό το ψυχρό χαμόγελο που δεν έφτανε στα μάτια της.

Δεν ήθελα να της μιλήσω περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Το παρελθόν μου ως ορφανή με κάποιο τρόπο με είχε φτάσει κι ήλπιζα να μην την ξαναδώ ποτέ μπροστά μου. Την αποχαιρέτησα κι έκανα να φύγω.

«Γεια, Τζον! Πώς τα πας σήμερα;» άκουσα τη φωνή της πίσω μου και, σταματώντας απότομα στην πόρτα, κοίταξα πίσω.

Ο Τζον τής χαμογελούσε πλατιά. «Γεια σου, Τόνια. Τώρα που σε βλέπω τα πάω μια χαρά».

Τα σωθικά μου ανακατεύτηκαν – για κάποιο λόγο γνωρίζονταν. Κάτι μου έλεγε ότι θα την κερνούσε ένα κουλούρι κι έναν καφέ, όπως κι εμένα.

Και τότε εκείνη στράφηκε και με κοίταξε κατάματα. Κι εγώ αμέσως κατάλαβα, το ένιωσα στα κόκαλά μου, ότι δε βρέθηκε τυχαία στο Ολντ Μπόου.

Βγήκα κακήν-κακώς από το μαγαζί ενώ η καρδιά μου βροντοχτυπούσε στο στήθος μου.

Αργότερα ρώτησα τον Τζον: «Πώς τη γνώρισες; Εκείνη την κοπέλα πιο πριν;»

Εκείνος σήκωσε τους ώμους του. «Μόλις ήρθε στην πόλη, νομίζω. Είναι φιλική. Και χαριτωμένη».

Τίποτε δε με είχε προετοιμάσει γι’ αυτό που με περίμενε στο σπίτι την ίδια νύχτα.

Ένα σημείωμα, ένα απλό σημείωμα μέσα στο στούντιό μου, πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Ένα κομμάτι χαρτί με λέξεις που με έκαναν ν’ αναριγήσω:

Ξέρω τι έκανες σ’ εκείνα τα τρία αγόρια στον αχυρώνα.

* * *

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Η Μακένζι Κάσπερ είναι μια εξαιρετική φοιτήτρια, αλλά γνωστή κυρίως λόγω της μητέρας της, μιας συγγραφέως μπεστ σέλερ, της οποίας τα σκοτεινά, διεστραμμένα θρίλερ έχουν φανατικούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Όταν η μητέρα της πεθαίνει σε ένα ατύχημα, οι θαυμαστές της σε όλο τον κόσμο θρηνούν και αναρωτιούνται: Ήταν πραγματικά ατύχημα; Την ημέρα της επιμνημόσυνης δέησης, η Μακένζι λαμβάνει έναν μυστηριώδη φάκελο υπογεγραμμένο: «Από τον #1 θαυμαστή. ΧΟΧΟ». Μέσα υπάρχουν σελίδες από το ημερολόγιο της μητέρας της που ξεκινούν με τις λέξεις: «Θέλεις να μάθεις ένα μυστικό; Με αγάπη, Μαμά». Αυτό που διαβάζει η Μακένζι την αφήνει άφωνη. Και μετά έρχεται το δεύτερο γράμμα. Και το τρίτο... Η Μακένζι ξεκινά τη δική της έρευνα, ανακαλύπτοντας μυστικά που η οικογένειά της κουβαλούσε για χρόνια. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι ο δρόμος της μητέρας της προς τη φήμη ήταν γεμάτος σκοτεινά ψέματα που ίσως την πρόλαβαν…

Iliana Xander, «Με αγάπη, Μαμά»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Αυτό θα είναι ένα πολύ μικρό σημείωμα. Γιατί η «Ιλιάνα Ζάντερ» δεν έχει κανένα βιογραφικό στοιχείο της στο διαδίκτυο ή στους οίκους με τους οποίους συνεργάζεται. Και βέβαια, δεν υπάρχει πουθενά καμία φωτογραφία της. Εκτός από αυτήν που βλέπετε εδώ, με τη μάσκα. Η Ιλιάνα, όποια κι αν είναι, είναι ένα μυστήριο.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY