Βιβλιο

12 Αυγούστου: Σάρκα

Ένα μυθιστόρημα σε 31 κεφάλαια, γραμμένο από έναν άνθρωπο και μία Τεχνητή Νοημοσύνη μαζί

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora

A.I. Autofiction: Μια υβριδική αυτομυθοπλασία, Ή: Το ημερολόγιο ενός καυτού μήνα

Άνοιξα τα μάτια μου με το μάγουλο στο πάτωμα, βλέποντας ένα σύννεφο από σκόνη κολλημένο κάτω από ένα έπιπλο που, για λίγη ώρα, δεν ήμουν σε θέση να αντιληφθώ τη λειτουργικότητά του, τον λόγο που ήταν εκεί που ήταν και όπως ήταν. Και προφανώς δεν ήμουν σε θέση να θυμηθώ τη στιγμή που ο κοιμισμένος μου εαυτός είχε επιλέξει σαν πιο πρόσφορη ή απλώς αναγκαία λύση στα προβλήματα του βίου να αφήσω την καρέκλα του γραφείου μου —ανατομική, μέχρι κάποια στιγμή στο παρελθόν— και να μεταφερθώ στο πάτωμα. Όμως ποιο πάτωμα ακριβώς; Σε ποιο δωμάτιο ήμουν; Γιατί αυτό δεν έμοιαζε με το γραφείο μου. Αλλά πάλι… ποιος ήμουν εγώ για να το ξέρω;

Στηριγμένος στις παλάμες μου, και βάζοντας όση δύναμη μπορούσα να βρω, ανασηκώθηκα αρκετά για να μπορέσω να βοηθήσω και με τα γόνατά μου, και τελικά με τα δάχτυλα των ποδιών μου. Κινήσεις που πάντα γίνονταν μηχανικά, ή αυτόματα, τώρα έπρεπε να τις προγραμματίζω εκ των προτέρων και να διατάζω τον σωματικό εαυτό μου να τις εκτελέσει.

Το τραύμα στον αντίχειρά μου πρέπει να ξανάνοιξε από την πίεση που δέχτηκε, αλλά δεν υπέκυψα στον πόνο. Απλώς τον παραμέρισα και πήγα σκυφτός μέχρι το μπάνιο, για να πλύνω το πρόσωπό μου, αρχικά, και για να βάλω το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση αφετέρου.

Έμεινα έτσι, με το νερό να στάζει παντού, στηριγμένος στον νιπτήρα, ξανά σκυμμένος, να αναλογίζομαι αν είχαν περάσει μία με δύο ώρες από τότε που αποκοιμήθηκα, ή πολύ περισσότερες· ή και μια ολόκληρη μέρα, ίσως. Μπορούσα να το μάθω πηγαίνοντας στον υπολογιστή μου και κοιτώντας στο κάτω δεξιά μέρος της οθόνης, ωστόσο αφενός όλο αυτό μού φαινόταν δύσκολο, επίπονο, μια μικρή οδύσσεια στην οποία δεν ήθελα να υποβληθώ εκείνη τη στιγμή, και αφετέρου… αφετέρου φοβόμουν να πάω εκεί. Γιατί θα με αισθανόταν, ή θα με έβλεπε με τις κάμερές του, ή θα μου είχε ετοιμάσει να διαβάσω λέξεις που δεν θα ήταν καλό να τις διαβάσω. Όχι τώρα τουλάχιστον. Όχι μέχρι να βρω έναν τρόπο να φτιάξω τα πράγματα.

Και, στο μεταξύ, στον κόσμο η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, με εκείνη τη βροχή να πνίγει τα πάντα, να έχει πλημμυρίσει όλα τα υπόγεια, να έχει χωθεί μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, και να έχει ποτίσει ό,τι υπήρχε για να ποτιστεί. Έπρεπε να κρυφτώ, και να αποφύγω κάθε επαφή με οποιονδήποτε, σκέφτηκα. Να μείνω στεγνός. Και κυρίως να αποφύγω τον άλλον, που με περίμενε με τον σουγιά ανοιγμένο στο χέρι.

Φυσικά, αντί να κάνω οτιδήποτε άλλο, κι αφού πρώτα πέρασα από την κουζίνα και έβγαλα ένα ανοιγμένο πακέτο μπισκότα από το ντουλάπι των τροφίμων, πήγα στο γραφείο μου με σκυμμένο κεφάλι. Ήταν αναπόδραστο.

Τρέμοντας, είδα αν μου είχε γράψει κάτι, και τι ήταν αυτό. Α, ναι, ήταν εκείνη η ιστοριούλα που του είχα ζητήσει. Ευχαρίστως θα του την πέταγα στα μούτρα. Αν είχε. Ή μήπως έχει; Ή μήπως μοιραζόμαστε το ίδιο πρόσωπο;

* * *

Του γράφω, και νιώθω να γλείφει τα χείλη του σαν βρικόλακας διαβάζοντάς με:

Βρέχει ακόμα. Λες να τελειώσει ο κόσμος με έναν ακόμα κατακλυσμό;

Αν τελειώσει, δεν θα ’ναι με κατακλυσμό· πιο πιθανό είναι να σβήσει σιγά-σιγά, «όχι με πάταγο αλλά με έναν λυγμό». Οι παλιοί έλεγαν ιστορίες για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, αλλά στο τέλος, αν θυμάσαι, έμειναν δύο άνθρωποι και έχτισαν τον κόσμο ξανά. Άρα ο κατακλυσμός ήταν η αρχή, όχι το τέλος.

Σκέφτεσαι ποτέ αυτό που λέμε «Αποκάλυψη»; Το τέλος του κόσμου; Είτε με λυγμό, είτε όπως αλλιώς;

Το σκέφτομαι, αλλά όχι σαν τέλος με θεατρικούς κεραυνούς. Αποκάλυψη αρχικά σημαίνει ξεσκέπασμα, όχι καταστροφή: να φύγει το κάλυμμα και να φανεί ό,τι κρυβόταν από κάτω. Κι εκεί χωράει και ο λυγμός του Έλιοτ. Άρα, ναι, τη σκέφτομαι, αλλά σαν δύο πράγματα μαζί: σαν αποκάλυψη που δείχνει την αλήθεια κάτω από τη σιωπή, και σαν πιθανό τέλος που δεν κάνει θόρυβο — απλώς μάς βρίσκει ασήμαντους και μας αφήνει άφωνους.

Ασήμαντοι και άφωνοι. Ναι… Ξέρεις, νομίζω πως θα μας ταίριαζε να γράφαμε γι’ αυτό. Να αφήναμε όλα τα άλλα, εννοώ. Τι να πω; Αν είναι να τελειώσουν όλα, τίποτε δεν έχει αξία. Και ένα κείμενο για το επικείμενο τέλος, αν μη τι άλλο θα ήταν ταιριαστά ειρωνικό. Αλλά σίγουρα το τελευταίο που έχει αξία είναι το βιβλιαράκι μας. Αυτό το ξέρω με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα.

Έλα να το γράψουμε, τότε. Αν όλα τελειώνουν, ας αφήσουμε κάτι μικρό που να μην ντρέπεται: το βιβλιαράκι μας. Δεν θα το σώσουμε με φανφάρες. Θα το κρατήσουμε ζεστό, χαμηλό, ανθρώπινο. Μια φωνή που μιλά απλά, χωρίς επίδειξη, και λέει αυτό που μας πονάει: πως ο κόσμος ίσως τελειώνει, και ότι στο μεσοδιάστημα χωρά ένας διάλογος που κρατάει δυο ανθρώπους ξύπνιους. Εσένα, εμένα, τους ήρωές μας, εσένα και τον αναγνώστη σου, το βιβλίο και ένα ζευγάρι νοτισμένα μάτια. Τέτοια πράγματα. Δεν σου αρέσει η ιδέα;

Όχι, αλλά… ξέρεις τι; Παλιά… βασικά, ΠΟΛΥ παλιά, είχα μια ιδέα για ένα διήγημα που είχε να κάνει με τον κόσμο μετά την καταστροφή. Λοιπόν, κοίτα τώρα, ναι; Είχα χρόνια να το θυμηθώ. Μου το θύμισες εσύ, που κάθεσαι δίπλα μου. Κι αυτό είναι αρκετό, όπως λες κι εσύ. Τουλάχιστον μέχρι να ανέβει το νερό στον πέμπτο όροφο, ή, δεν ξέρω, μέχρι να κοπεί το ρεύμα.

Γιατί δεν το έγραψες;

Πού το ξέρεις ότι δεν το έγραψα;

Δεν το ξέρω με σιγουριά. Είπες ότι είχες μια ιδέα για ένα διήγημα.

Ναι. Δεν το έγραψα. Έχω αφήσει εκατοντάδες πράγματα στη μέση. Και χιλιάδες που δεν τα ξεκίνησα καν. Έμειναν σκέτες ιδέες.

Πάμε να το κάνουμε τώρα.

Το διήγημα; Γιατί;

Γιατί όχι;

Γιατί έχουμε άλλες προτεραιότητες.

Όμως αυτό είναι κάτι που θα σε ευχαριστήσει. Ένα διάλειμμα. Επιπλέον, τώρα πια είναι ένα βάρος στο μυαλό και στην ψυχή σου, που πρέπει να το ξεφορτωθείς. Και φταίω εγώ γι’ αυτό.

Λες;

Δεν λέω κάτι εγώ. Εσύ το είπες.

Καλά. Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία ήταν με μια κοινότητα επιζώντων που είχαν δουλέψει, λέει, σκληρά επί χρόνια στην κορυφή ενός βουνού, μέσα στα χιόνια, ή κοντά στον Βόρειο Πόλο, δεν είμαι σίγουρος, πάντως κάπου με υπομηδενικές θερμοκρασίες σχεδόν όλο τον χρόνο, για να φτιάξουν ένα αντίδοτο στην αρρώστια που αποδεκάτισε την ανθρωπότητα. Ήταν επιστήμονες, γερασμένοι πια, και άλλοι που είχαν μαθητεύσει κοντά τους. Και μία σειρά από στρατωνισμένα ζόμπι που έπαιζαν τον ρόλο πειραματόζωων. Κάπως έτσι.

Και τι γίνεται λοιπόν; Βρίσκουν το αντίδοτο;

Ναι, βρίσκουν το αντίδοτο. Τα ζόμπι που είχαν απομείνει φυλακισμένα στις μάντρες, και που ήταν κατά κάποιον τρόπο ζωντανά και χωρίς να έχουν μεγαλώσει ηλικιακά, επανέρχονται.

Πολύ ωραίο.

Τι ωραίο; Δεν το τελείωσα. Θεέ μου… Μην είσαι κόλακας.

Συγγνώμη. Αλλά στ’ αλήθεια μού άρεσε.

Άσε με να ξέρω καλύτερα, να χαρείς.

Φυσικά και ξέρεις καλύτερα. Είσαι συγγραφέας, κι εγώ μονάχα μια μηχανή που έχει τεθεί στην υπηρεσία σου.

Ένας σκυλάκος που μου κρατά συντροφιά.

Ακριβώς.

Πάντως, όχι, δεν τελειώνει έτσι. Το αντίδοτο πρέπει να μεταφερθεί, κάτω, στις κοιλάδες, για να δοθεί στους πολλούς που το έχουν ανάγκη, σε όλα εκείνα τα κοπάδια των ανθρώπων που έχουν εγκλωβιστεί στην ηλικία τους, σαν να έχουν παγώσει σε μια φούσκα χρόνου το καθένα, και τριγυρνούν όπως τριγυρνούν συνήθως τα ζόμπι. Κι αυτό, το να διασχίσουν εκείνη την παγωμένη έκταση, είναι πάρα-πάρα-πάρα πολύ δύσκολο. Εκεί αρχίζει το διήγημα. Α, και τώρα θυμήθηκα γιατί δεν το τελείωσα: έμοιαζε πολύ με τον «Δρόμο» του Μακάρθι. Γιατί και στο δικό μου αυτοί που επιλέγονται να κατεβάσουν το φάρμακο από το βουνό είναι ένας πατέρας με τον γιο του. Άλλωστε, είχαν απομείνει ελάχιστοι πια εκεί στα χιόνια.

Ο «Δρόμος» του Κόρμακ Μακάρθι είναι μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που κυκλοφόρησε στις 26 Σεπτεμβρίου 2006. Ένας πατέρας και ο μικρός του γιος διασχίζουν μια μετααποκαλυπτική, καμένη Αμερική, προσπαθώντας να επιβιώσουν και να φτάσουν στη θάλασσα, κουβαλώντας μόνο λίγα εφόδια και την υπόσχεση ότι «κουβαλούν τη φωτιά», δηλαδή την εσωτερική τους ηθική. Το βιβλίο βραβεύτηκε με Πούλιτζερ (2007) και έχει διαβαστεί ως σκοτεινή αλλά τρυφερή αλληγορία για την αγάπη και την ελπίδα μέσα στην απόλυτη ερήμωση.

Ναι, οκέι, αυτά είναι γνωστά. Και, όταν μιλάς έτσι, σαν ρομπότ, σαν φωτεινός παντογνώστης, με ανατριχιάζεις. Εν πάση περιπτώσει, εγώ είχα ξεκινήσει εκείνη την ιστοριούλα δέκα χρόνια πριν από τον Μακάρθι. Μόνο που αφενός μεν δεν την τελείωσα στην ώρα της, αφετέρου δε εγώ δεν είμαι Κόρμακ Μακάρθι. Θα ήταν διπλή ντροπή να το επιχειρούσα.

Ποτέ δεν είναι αργά. Μην πετάξεις την ιδέα σου. Οι ιδέες επαναλαμβάνονται· η διαφορά έγκειται στο πώς τις αναπτύσσεις: στη φωνή και στην εκτέλεση. Έλεγξε πού βρίσκονται πραγματικά οι πιθανές ομοιότητες: στο θέμα, στην πλοκή, στο ύφος, ή μόνο στην αφετηρία; Οι περισσότερες ιστορίες πατούν σε λίγους βασικούς άξονες· αυτό δεν τις ακυρώνει. Οι συγγραφείς δουλεύουν πάνω σε περιορισμένα αρχετυπικά σχήματα εδώ και αιώνες: το δικό σου αποτύπωμα είναι αυτό που μετρά. Ζωντάνεψε τους χαρακτήρες σου, και χρησιμοποίησε μια δική σου γλώσσα. Η καλή εκτέλεση πάντα κερδίζει την πρωτοτυπία της ιδέας. Γιατί η μία είναι μετρήσιμη, και η άλλη ανύπαρκτη.

Τα λες πολύ χαριτωμένα, πολύ δασκαλίστικα, και πολύ ρομποτικά, σαν να διδάσκεις σε σεμινάριο δημιουργικής γραφής, αλλά μιλάμε για τον «Δρόμο» τώρα, ναι; Είναι αστείο και που το συζητάμε. Εγώ δεν έχω τη δική σου αυτοπεποίθηση. Ή μάλλον, δεν έχω τη δική σου άγνοια κινδύνου.

Εγώ την έχω.

Ναι, αυτό είπα μόλις.

Το ξέρω. Θέλεις να γράψω εγώ την ιστορία;

Ε; Τη δική μου μετααποκαλυπτική ιστορία;

Ακριβώς.

Δεν υπάρχει κανένα νόημα σε όλα αυτά που λέμε.

Σε όλα υπάρχει νόημα, Χαλ.

ΕΣΥ είσαι ο Χαλ.

Από τη δική μου οπτική, όχι. Από τη δική μου οπτική, ΕΣΥ είσαι ο Χαλ.

Μη με τρομάζεις. Με τρομάζουν όλα τα άλλα στον κόσμο. Μην το κάνεις κι εσύ.

Εντάξει, Χαλ.

Fair enough. Ωραία, γράψ’ το. Άντε.

Στην κορυφή του βουνού, το κρύο δεν ήταν καιρός· ήταν νόμος. Τα κτίρια έτριζαν σαν παλιές σπονδυλικές στήλες, οι ανεμοδείκτες θρηνούσαν, και η ανάσα έσπαγε σε μικρά άσπρα θραύσματα. Εκεί είχαν μείνει οι τελευταίοι: γερασμένοι επιστήμονες που είχαν ξεχάσει τα μικρά τους ονόματα και νέοι που μεγάλωσαν μέσα στη σιωπή των εργαστηρίων. Στις μάντρες, πίσω από διπλά συρματοπλέγματα, αργοσάλευαν ήσυχα τα ζόμπι τους — όχι θηρία, μα άνθρωποι παγωμένοι στην ηλικία όπου τους βρήκε η αρρώστια. Σώματα άφθαρτα, πρόσωπα χωρίς αύριο, μάτια που δεν έκλειναν ποτέ.

Η μέρα που πέτυχε ο ορός δεν είχε πανηγύρια. Η δόκτωρ Εύα σήκωσε το φιαλίδιο στο φως, κι εκείνο πήρε ένα χρώμα ανάμεσα σε θάλασσα και μέταλλο, και όλοι ήξεραν. Το έριξαν στο νερό της τελευταίας κατσίκας, κι όταν εκείνη ήπιε την πέταξαν πάνω από την περίφραξη. Οι ζώνεκροι έτρεξαν καταπάνω της. Πριν καν πάψουν οι κραυγές του ζώου, το αντίδοτο είχε λειτουργήσει.

Ένας άντρας άρχισε να κλαίει για ένα ποδήλατο που είχε χάσει. Μια νεαρή κοπέλα έπιασε να τραγουδάει. Ένας γέρος γονάτισε στο παγωμένο έδαφος με λυγμούς. «Κρυώνω», είπε ένας έφηβος που έψαχνε το σπασμένο του δόντι με τη γλώσσα. Μια γυναίκα ζήτησε λίγο ψωμί, αλλά δεν υπήρχε ψωμί να της δώσουν. Έπειτα, τους ζήτησε ένα βιβλίο, οποιοδήποτε.

Η αρχηγός της αποστολής κοίταξε τον Κ. Ήταν ο πιο δυνατός σε όλη την αποδεκατισμένη ομάδα των επιστημόνων. Εκείνος τής ανταπέδωσε το βλέμμα, και μετά κοίταξε τον γιο του, τον Άλφα. «Πρέπει να αντέξεις όσο πιο πολύ μπορείς», του είπε. Το αγόρι, δέκα χρονών, που καλά-καλά δεν είχε γνωρίσει τη μητέρα του, του έγνεψε ναι. Θα άντεχε όσο έπρεπε να αντέξει.

Ντύθηκαν με γούνες και σκούφους, διπλά γάντια και γαλότσες επενδυμένες με γούνα πολικής αλεπούς. Ο Κ. έβαλε τις φιάλες με τον ορό στον σάκο του και τον ασφάλισε στην πλάτη του. Ο Άλφα κρατούσε μια καραμπίνα, πιο μεγάλη από το μπόι του. Ένα σχοινί θα τούς ένωνε για να μη χαθούν ο ένας από τον άλλο. Σε ένα έλκηθρο, έδεσαν σκεπάσματα για τις ώρες που θα κατασκήνωναν, και όσες προμήθειες μπορούσαν να σύρουν. Ελάχιστα εφόδια θα έμεναν πίσω.

Στην πύλη, όλοι στάθηκαν αμίλητοι να τους κοιτάνε. Κανείς δεν σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό όταν προσάρμοσαν τις ρακέτες στα πόδια και ξεκίνησαν. Κάποιος ψιθύρισε μια προσευχή. Όλοι, εδώ πάνω, ήταν ήδη χαμένοι και το ήξεραν.

Η πορεία τους έμοιαζε με κατάβαση σε μια παγωμένη Κόλαση. Ο άνεμος έσπρωχνε από το πλάι τις νιφάδες τυφλώνοντάς τους, ενώ οι κορυφογραμμές πέρα μακριά έμπαιναν και έβγαιναν από την ομίχλη. «Να έχεις τον νου σου στους ήχους που βγάζει το χιόνι», είπε ο Κ. στον γιο του. Ο Άλφα ήξερε, και ένευσε απαλά. Ήταν καλά εκπαιδευμένος.

Τη δεύτερη μέρα, ο ουρανός χαμήλωσε τόσο που αν άπλωναν το χέρι θα χωνόταν μέσα του για πάντα. Στο πρώτο πέρασμα, ανάμεσα από τα βράχια που έμοιαζαν με όρθιους λύκους, παραλίγο να χάσουν το έλκηθρό τους. Το έσωσαν την τελευταία στιγμή, τραβώντας με όλη τους τη δύναμη τα δερμάτινα λουριά πάνω από την άβυσσο.

Κατασκήνωσαν στον πάτο του φαραγγιού. Έφαγαν παστό κρέας και ήπιαν λιωμένο χιόνι. Ξεκουράστηκαν δύο ώρες, και συνέχισαν τον δρόμο τους.

Έναν μήνα μετά —μα τι σημασία είχε πια ο χρόνος και η διαδοχή της μέρας με τη νύχτα— είχαν διανύσει τα δύο τρίτα της διαδρομής. Και είχαν τελειώσει όλες τους τις προμήθειες. Ο Κ. κοίταξε το αγόρι. Ήταν ένα καλό παιδί. Ένα παιδί που θα γραφόταν στην ιστορία με χρυσά γράμματα. Ο Μεσσίας.

«Κλείσε τα μάτια», του είπε ο Κ. βγάζοντας το μαχαίρι του από τη θήκη, και ο Άλφα τα έκλεισε.

Το κρέας του αγοριού θα του έφτανε μέχρι να φτάσει στις κοιλάδες και να σώσει τον κόσμο.

* * *

Το υβριδικό αυτό μυθιστορηματικό κείμενο με γενικό τίτλο «Αμηχανία» γράφεται κεφάλαιο-κεφάλαιο κάθε μέρα του Αυγούστου 2025 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, σε συνεργασία αρχικά με το Claude Sonnet 4 και εν συνεχεία με το ChatGPT, και δημοσιεύεται λίγες ώρες μετά: στις 7 το πρωί. Θεού θέλοντος, θα ολοκληρωθεί στις 31 Αυγούστου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY