Βιβλιο

Καταρίνα Φόλκμερ: «Ο εκδοτικός κόσμος έχει πάψει να ενδιαφέρεται για πραγματικά προκλητικές αναγνώσεις»

Η συγγραφέας του πολυσυζητημένου και πολυμεταφρασμένου «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» δίνει μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην Athens Voice

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 912
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Καταρίνα Φόλκμερ

Καταρίνα Φόλκμερ: Η γερμανίδα συγγραφέας μιλάει με αφορμή το βιβλίο της «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» (εκδόσεις Ποταμός)

Τη θυμάμαι από τις εποχές που δούλευα στις εκδόσεις: ήταν ατζέντισσα για τους βρετανικούς RCW και πάντα ζητούσα να πηγαίνω εγώ στα ραντεβού μαζί της, γιατί ήξερα ότι θα γελάσω κι ότι θα μου προτείνει για έκδοση ιδιαίτερα και ανατρεπτικά βιβλία. Σαν τα δικά της, το πρώτο εκ των οποίων μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα για τις εκδόσεις Ποταμός.

Το «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» είναι ο φαινομενικά παραληρηματικός –αλλά στην πραγματικότητα εξαιρετικά ζυγισμένος– κι εικονοκλαστικός μονόλογος μιας ανώνυμης Γερμανίδας που, με τα πόδια ανοιχτά και τον Εβραίο γιατρό Δρa Ζέλιγκμαν να εργάζεται «εκεί κάτω», ανάμεσά τους, αποκαθηλώνει κάθε πολιτική ορθότητα και καθωσπρεπισμό. Από το ενοχικό σύνδρομο των Γερμανών για το Ολοκαύτωμα, μέχρι το ανώνυμο σεξ σε δημόσιες τουαλέτες, και από τη φυλομετάβαση μέχρι σεξουαλικές φαντασιώσεις με τον Χίτλερ που θα ισοπέδωναν κάθε φιλότιμο ψυχίατρο, η επίμονη, παραβατική και σχεδόν διαστροφική φωνή της πρωταγωνίστριας αποκαλύπτει τη δύναμη που ελλοχεύει στην ευαλωτότητα και καταξιώνει τη συγγραφέα της ως μία από τις πιο προκλητικές, αστείες κι εμπρηστικές νέες φωνές της αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

Κυρίες και κύριοι (και αγαπητά παιδιά, που λέει και η Aegean – αν και αυτό το βιβλίο δεν είναι καθόλου για εσάς), η ιδιοφυής Καταρίνα Φόλκμερ.

***

Η Καταρίνα Φόλκμερ μιλάει για το βιβλίο της «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» (εκδόσεις Ποταμός)

Καταρίνα, είσαι Γερμανίδα αλλά έγραψες αυτό το βιβλίο στα αγγλικά. Γιατί; Δεν θα μπορούσες να το είχες γράψει στη μητρική σου γλώσσα;
Όχι, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα. Χρειαζόμουν απόσταση. Οποιοσδήποτε έχει περάσει αρκετό καιρό μακριά από την πατρίδα του, βλέπει τα πράγματα με τρόπο διαφορετικό· δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις στη μήτρα. Για ένα τέτοιο βιβλίο χρειαζόμουν αποστασιοποίηση, ακόμα και γλωσσικά. Είναι φοβερά ενδιαφέρον να μη γράφεις στη μητρική σου γλώσσα, αλλά σε μια γλώσσα που διάλεξες να μάθεις. Κι εδώ που τα λέμε –παρ’ όλο που η Γερμανίδα μεταφράστριά μου με διέψευσε– δεν πιστεύω ότι η γερμανική είναι μια γλώσσα που μπορεί να υπηρετήσει το χιούμορ.

Σύμφωνοι, αλλά εδώ το ζήτημα δεν είναι απλώς γλωσσικό. Στην πρωταγωνίστριά σου δεν καίγεται καρφάκι για το «τι θα πει ο κόσμος». Βοήθησε το γεγονός ότι ζεις τόσα χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο κι ότι δεν έγραφες στα Γερμανικά;
Φυσικά, η μητρική μας γλώσσα μάς πέφτει πάντα «βαριά», την ντρεπόμαστε περισσότερο, δεν επιτρέπει πάντα τέτοιου είδους απελευθερωτική γραφή. Θυμάμαι που βρισκόμουν για λίγο καιρό στο διαμέρισμα ενός φίλου στο Βερολίνο κι είχα γράψει μια κακή νουβέλα στα γερμανικά κι ο τωρινός μου Γερμανός εκδότης μού πρότεινε να δοκιμάσω να γράψω στ’ αγγλικά, μήπως αυτό βοηθούσε τη γραφή μου. Η φωνή που ακούγεται στο «Εβραϊκό πουλί» μού ήρθε στο μυαλό εκεί, στα αγγλικά. Κι έγραψα ένα διήγημα που όλοι θεώρησαν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να εκδοθεί γιατί ήταν φοβερά αγανές κι αυθάδες, αλλά τους άρεσε αυτή η φωνή και με έπεισαν να προσπαθήσω να την κάνω πιο… εύπεπτη.

Θα μπορούσε η πρωταγωνίστριά σου να μιλάει για πιο ανώδυνα θέματα με την ίδια επείγουσα και αυθάδη φωνή;
Θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω αυτή τη φωνή και να την κάνω να μιλήσει για τα πάντα. Γιατί για εμένα δεν συνδέεται απαραιτήτως με το περιεχόμενο των όσων λέει. Είναι μια φωνή πολυεπίπεδη, γεμάτη αποχρώσεις, που έχει βγει σεργιάνι να ψηλαφήσει τις αντοχές του σιωπηρού συνομιλητή της, Δρα Ζέλιγκμαν. Είναι μια φωνή που ξεκινάει από το απότομο και το αγενές και καταλήγει στο ευάλωτο, στην εύρεση της δύναμης μέσα από την ευαλωτότητα.

Και ποιανού ιδέα ήταν ν’ αλλάξει ο τίτλος από «Jewish Cock» (Εβραϊκό πουλί) στο πιο εύπεπτο «The Appointment» (Στον γιατρό);
Ήταν ένας συμβιβασμός με τους Άγγλους εκδότες μου, τους Fitzcarraldo, που ένιωσαν ότι ο συνδυασμός των δύο λέξεων (Jewish + cock) και το πολύ γερμανικό μου όνομα έκανε τον τίτλο προβληματικό στα αγγλικά. Βεβαίως, στην αμερικανική έκδοση το «Εβραϊκό πουλί» παραμένει στον υπότιτλο – όπως και σε διάφορες μεταφράσεις. Έχω μάθει να είμαι δεκτική στις προτάσεις των εκδοτών μου ανά τον κόσμο, αφού αυτοί ξέρουν τι αντέχει και δεν αντέχει η γλώσσα τους.

Καταρίνα Φόλκμερ, «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» (εκδόσεις Ποταμός)

Ξέρω ότι για πολύ καιρό οι Γερμανοί εκδότες απέφευγαν να εκδώσουν το βιβλίο σου. Τελικά έγινε κι αυτό. Πώς το υποδέχθηκε το κοινό;
Α, μου άρεσε όταν οι Γερμανοί απέφευγαν το βιβλίο μου όπως ο διάολος το λιβάνι – ήταν μια ιστορία που την έλεγα παντού. Στο τέλος κάποιος θέλησε να το εκδώσει κι εκεί και τελικά άρεσε και στους κριτικούς και στο κοινό· μάλιστα η ραδιοφωνική του μεταφορά κέρδισε κι ένα μεγάλο βραβείο. Βεβαίως, είχαμε κάτι δράματα στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου: διάφοροι άνθρωποι ήταν ιδιαιτέρως αγενείς, αλλά ξέρεις, οι Γερμανοί καμιά φορά συγχέουν την αγένεια με την αμεσότητα και θεωρούν την ευγένεια του αγγλοσαξονικού κόσμου υπερφίαλη. Αλλά στο τέλος όλα πήγαν καλά. Και ξέρεις και κάτι; Δεν ζούμε πια σ’ έναν κόσμο όπου τα βιβλία μπορούν να προκαλέσουν πραγματικό σκάνδαλο. Προφανώς πολλοί Γερμανοί δεν το βρήκαν τόσο αστείο γιατί τα αστεία γίνονται εις βάρος τους, αλλά η υποδοχή του ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι προέβλεπαν πολλοί. Ο κόσμος φοβάται ολοένα και περισσότερο να εκδώσει αμφιλεγόμενα και δύσκολα ή ακόμα και αστεία κείμενα· πάσχουμε από μεγάλη έλλειψη χιούμορ αυτή τη στιγμή. Τα βιβλία που εκδίδονται από τους πιο μεγάλους αγγλόφωνους οίκους είναι ουσιαστικά παρόμοια. Ο εκδοτικός κόσμος έχει πάψει να ενδιαφέρεται για πραγματικά προκλητικές αναγνώσεις.

Προκλητική είναι και η σωματικότητα του βιβλίου σου, η οποία μάλιστα γίνεται ακόμα πιο έντονη στο δεύτερό σου βιβλίο.
Νομίζω ότι για μένα το σώμα είναι η αφετηρία των πάντων γιατί πρέπει να ζήσεις με αυτό. Τα σώματα μ’ ενδιαφέρουν γιατί έχουν δύναμη. Κοίτα πόσες χώρες προσπαθούν να αφαιρέσουν από τους ανθρώπους την κυριότητα του σώματός τους στο θέμα των εκτρώσεων, των τρανς δικαιωμάτων… Στο δεύτερό μου βιβλίο θίγω το θέμα των παχουλών σωμάτων: όταν είναι ν’ απεικονίσουν ένα σώμα στην τηλεόραση ή στις τέχνες οι άνθρωποι δεν έχουν δημιουργική φαντασία· όλα τα σώματα μοιάζουν μεταξύ τους. Σώματα υπέρβαρα ή σώματα με αναπηρίες αποκλείονται εντελώς. Το «Στον γιατρό» μιλάει γι’ αυτό μέσω του ζητήματος του φύλου. Κι αυτό είναι μια συζήτηση παράλληλη με εκείνη που είχαμε πριν, που λέγαμε ότι αν βγεις από τη χώρα στην οποία γεννήθηκες, βλέπεις έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σώματα νομίζω: εάν σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τους άνδρες και τις γυναίκες με τον δυαδικό τρόπο που υπηρετεί τις επιταγές με τις οποίες ανατραφήκαμε, θα δούμε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.

Η πρωταγωνίστριά σου δεν θέλει να είναι ούτε Γερμανίδα ούτε γυναίκα – ιδέες που προφανώς αλληλοσυμπληρώνονται. Αλλά πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα της ολοκληρωτικής μεταμόρφωσης;
Γεννιέσαι μ’ ένα συγκεκριμένο σώμα όπως γεννιέσαι μιλώντας μια γλώσσα (ή δυο ή τρεις) και μέσα σε μια εθνικότητα ή μια κουλτούρα. Με είχε γοητεύσει εκείνη η περίεργη ιστορία της ανιψιάς του Χέρμαν Γκέρινγκ, που είχε την ατυχία να μοιάζει πολύ στον θείο της κι αποφάσισε να στειρώσει τον εαυτό της γιατί δεν ήθελε να συνεχίσει τη γενεαλογική του γραμμή. Για μένα αυτά τα δύο πράγματα ήταν πάντα συνυφασμένα, ίσως επειδή είμαι Γερμανίδα, δεν ξέρω. Αν δεν θες να είσαι το άτομο που προοριζόσουν να είσαι, τι κάνεις με το σώμα σου; Τι κάνεις με την ταυτότητά σου; Το σώμα σου μπορείς να το αλλάξεις σε κάποιον βαθμό, αλλά βασικά αυτό έχεις, δεν έχεις άλλο. Πρέπει να ζεις και να συνεργάζεσαι μαζί του σε καθημερινή βάση. Τις συνέπειες αυτού τις έβρισκα πάντα συναρπαστικές. Όπως και την προοπτική του να προσπαθήσεις να ξεφορτωθείς τα πάντα – πράγμα που δεν γίνεται. Αλλά αξίζει να δοκιμάσεις, δεν αξίζει;

Προέρχομαι κι εγώ από έναν λαό που έχει ισχυρή αίσθηση ότι υπήρξε θύμα άλλων μεγαλύτερων δυνάμεων και βρίσκω συναρπαστικό το να βλέπω μια Γερμανίδα να μπορεί ν’ αστειευτεί με κεντρικά ζητήματα της ηθικολογικής κουλτούρας και της ιστορίας της. Λειτούργησε λυτρωτικά αυτό το βιβλίο;
Το ακούω συχνά αυτό όταν συνομιλώ, ας πούμε, με Εβραίους αναγνώστες, που είναι συνηθισμένοι στην πιο κλασική γερμανική αφήγηση της ενοχής και της λύπησης, η οποία όμως δεν περιέχει πραγματική αίσθηση θλίψης. Οι Γερμανοί θα ζητήσουν αμέσως συγγνώμη για το παρελθόν τους, αλλά ουσιαστικά δεν αφήνουν χώρο για να μιλήσουν πραγματικά γι’ αυτό το θέμα. Κι έρχονται ύστερα άνθρωποι που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσβληθούν από αυτό το βιβλίο –Εβραίοι αναγνώστες, δηλαδή– και μου λένε πόσο ενδιαφέρον το βρίσκουν. Αλλά και η Ελλάδα υπήρξε θύμα της δικτατορίας μας. Επομένως δεν θα με εξέπληττε αν και Έλληνες αναγνώστες έβρισκαν ενδιαφέρον ή λυτρωτικό το κείμενο, αντί να τους αναστατώνει.

Καλά, ας ήταν ο Δρ. Ζέλιγκμαν Έλληνας και τα ξαναλέγαμε… Αλλά πες μας λίγα λόγια γι’ αυτόν τον σιωπηρό μα απίστευτα σημαντικό χαρακτήρα του βιβλίου.
Ο Δρ. Ζέλιγκμαν κουράρει την πρωταγωνίστρια με κάποιον τρόπο που στην αρχή δεν γνωρίζουμε. Βρίσκεται εκεί όχι μόνο για να είναι ένα ευήκοον ους, αλλά γιατί είναι Εβραίος κι εκείνη αποζητά προφανώς κάποιου είδους άφεση – όπως κάνουν πάντα οι Γερμανοί από τους Εβραίους. Η σιωπή του είναι πολύ σημαντική γιατί συχνά περιμένουμε από τα θύματα να κάνουν μεγάλο μέρος της δουλειάς της επούλωσης, κι όχι από τους δράστες. Εγώ δεν το βρίσκω σωστό αυτό. Η παρουσία του χαρίζει στο κείμενο μια ένταση, πιστεύω. Το να μιλάει μια Γερμανίδα τόσο ανοιχτά με κάποιον που είναι Εβραίος είναι κάτι αδιανόητο, κάτι που στην πραγματικότητα κανείς δεν θα τολμούσε. Είναι μια πολύ περίεργη δυναμική που οι πραγματικοί άνθρωποι φοβούνται να τεστάρουν.

Εμένα μου θύμισε λίγο και μια ερωτική σχέση, όταν θες να ξεγυμνωθείς ψυχικά μπροστά στον άλλον και να σε αγαπήσει για όλα σου τα ελαττώματα. Κάτι σαν εξομολόγηση.
Όμως ο Δρ. Ζέλιγκμαν ξέρει εξ αρχής κάτι για το σώμα της πρωταγωνίστριας που οι αναγνώστες δεν ξέρουν κι αυτό της δίνει την άνεση ν’ αρχίσει να του μιλάει και για άλλα σκοτεινά σημεία της ύπαρξής της. Είναι ίσως ένα είδος εξομολόγησης (εξάλλου εκείνη είναι καθολική). Στη σύγχρονη κουλτούρα ο γιατρός έχει σαφώς αντικαταστήσει τον ιερέα ως εξομολογητική φιγούρα.

Καταρίνα Φόλκμερ

Εκείνος όμως αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την εξουσία του πάνω της, παρά το γεγονός ότι είναι γιατρός και άνδρας και την έχει μπροστά του γυμνή και με τα πόδια ανοιχτά. Σπάνιο να δεις στις μέρες μας τέτοιον ανδρικό χαρακτήρα.
Αλήθεια είναι αυτό. Και πού και πού χαμογελάει κιόλας. Μου αρέσει αυτό στον Δρα Ζέλιγκμαν. Η παρουσία του είναι σημαντική όχι μόνο επειδή εκείνη δεν μιλάει στο κενό, αλλά κι επειδή η παρουσία του και μόνο της θέτει κάποια όρια που εκείνη πρέπει να σεβαστεί. Αυτό είναι κάτι που μερικές φορές δεν κάνουμε: δεν σεβόμαστε την παρουσία άλλων ανθρώπων γύρω μας όταν μιλάμε. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να το κάνουμε.

Μίλησέ μας και για το τρίτο πρόσωπο του βιβλίου, τον Κ, εραστή της πρωταγωνίστριας. Αυτός ουσιαστικά της δίνει τον χώρο ν’ αρχίσει ν’ αποδέχεται τον εαυτό της, αλλά κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χωρίζουν γιατί υπάρχουν πράγματα που αυτός, με τη σειρά του, δεν μπορεί να δεχθεί.
Σωστά. Για μένα ο Κ συμβολίζει τα πράγματα που χάνει κανείς όταν αποφασίσει να κάνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή του: θα υπάρξουν άνθρωποι που θα χάσεις. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η μοναξιά και το να γράφω γι’ αυτήν, για το τι κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν μόνοι. Και νομίζω ότι η πρωταγωνίστρια είναι σε μια καμπή της ζωής της που παίρνει μια απόφαση με συνέπειες. Πληρώνουμε γι’ αυτά τα πράγματα πάντα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο Κ, λοιπόν, συμβολίζει την απώλεια μια ζωής που εκείνη θα ήθελε, αλλά τελικά δεν θα μπορούσε να έχει.

Τι έμαθες από τη συγγραφη του πρώτου βιβλίου σε σχέση με το δεύτερο;
Ένα εκατομμύριο πράγματα! Δεν άλλαξε ακριβώς η ζωή μου, αλλά ήταν μια εμπειρία που τελικά σε γεμίζει ανησυχία και φόβο, γιατί πριν γράψεις το πρώτο σου βιβλίο κανείς δεν νοιαζόταν για το τι έγραφες, ενώ μετά είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανακτήσεις ξανά αυτή την ελευθερία. Εγώ προσπαθώ κάθε μέρα, μερικοί δεν το καταφέρνουν ποτέ. Κι αυτό είναι τρομερό να το λες σε ανθρώπους που έχουν τη δίψα να δημοσιεύσουν.

Το λες αυτό επειδή είσαι, εκτός από συγγραφέας, και ατζέντισσα βιβλίων; Πώς ακριβώς ζυγίζεις αυτούς τους δύο ρόλους; Αλληλοσυμπληρώνονται; Αλληλοαναιρούνται;
Η δουλειά μου ως ατζέντισσας με έχει διδάξει πάρα πολλά για τη βιομηχανία των εκδόσεων. Σκέφτομαι πολλές φορές τους νέους καλλιτέχνες που μπαίνουν στον κόσμο της τέχνης ευάλωτοι, ρομαντικοί, αλλά πίσω από κάθε μορφή τέχνης υπάρχει ολόκληρη βιομηχανία που δεν είναι ευχάριστη. Είναι σκληρή. Εγώ νιώθω ότι ξέρω υπερβολικά πολλά πράγματα καμιά φορά, αλλά από την άλλη είναι καλό που τα γνωρίζω. Συν τοις άλλοις, ζούμε σε μια εποχή, στην οποία είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζήσεις από την τέχνη σου. Τα εισοδήματα του μέσου συγγραφέα από τις πωλήσεις των βιβλίων του είναι μισθός πείνας, κανείς δεν μπορεί να ζήσει από αυτά. Αν δεν είσαι εξαιρετικά επιτυχημένος, λοιπόν, πρέπει να έχεις μια δουλειά και υπό αυτή την έννοια μού φαίνεται απολύτως λογικό να εργάζομαι στον τομέα των βιβλίων. Το μόνο που θα ήθελα ήταν να μου μένει περισσότερος χρόνος. Καμιά φορά νομίζω ότι δουλεύω υπερβολικά πολύ. Κι ύστερα σκέφτομαι ότι η συγγραφή είναι μια τόσο μοναχική δραστηριότητα που ευτυχώς έχω και τη δουλειά μου για να εκτίθεμαι σε άλλες πραγματικότητες κι ανθρώπους και δεν καταλήγω να μιλάω μόνο στη γάτα μου (γελάει). Τι να σου πω; Αλλάζω γνώμη για την κόντρα μεταξύ δουλειάς και συγγραφής συνεχώς. Προέρχομαι όμως και από μια μη καλλιτεχνική οικογένεια και θα μου ήταν αδιανόητο να κάθομαι στο σπίτι και να πλέκω ιστορίες όλη μέρα…

Όπως η ανώνυμη πρωταγωνίστριά σου. Σε ποιον βαθμό μοιάζετε, ξέρεις να μου πεις;
Προφανώς και υπάρχουν κομμάτια της δικής μου ζωής στα βιβλία μου: η μυθοπλασία είναι προϊόν του μυαλού μου. Όμως  εγώ προσωπικά βρίσκω πραγματικά ενδιαφέροντα μόνο τα στοιχεία που είναι καθαρά προϊόν φαντασίας. Δεν μου αρέσει να βάζω πραγματικούς χαρακτήρες μέσα στα βιβλία μου. Εκτός του γεγονότος ότι μπορεί να προσβάλει κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, βρίσκω το αποτέλεσμα πραγματικά βαρετό. Το να γράφεις μόνο για ό,τι γνωρίζεις είναι πολύ περιοριστικό. Βεβαίως ξέρω ότι στις μέρες μας υπάρχει αυτή η πολύ προβληματική τάση να ενδιαφέρονται κριτικοί και αναγνώστες περισσότερο για τη βιογραφία των συγγραφέων και όχι για το έργο τους, αλλά αν με ρωτήσεις, νομίζω ότι οι συγγραφείς είναι συχνά πολύ βαρετοί άνθρωποι, που κάθονται σπίτια τους και ζουν στη φαντασία τους και η καθημερινότητά τους δεν είναι διόλου ενδιαφέρουσα. Η δική μου τουλάχιστον δεν είναι, αυτό το δωματιάκι που βλέπεις στην οθόνη είναι.

Κοίταξα προσεκτικά την οθόνη: ένα μικρό δωμάτιο με κάτι που έμοιαζε με ρολά από καμβάδες από πίσω της, κι εκείνη ένα δροσερό πρόσωπο με κοκάλινα γυαλιά, κίτρινο φούτερ κι ένα κοτσιδάκι στην κορυφή του κεφαλιού, με φούξια λαστιχάκι, σαν εκείνο που βάζουν τα πιτσιρίκια. Σκέφτηκα την ηρεμία στη φωνή της. Πόσο διαφορετική ήταν από τη φωνή που εκπέμπεται στεντόρεια, επείγουσα και αυθάδης στο βιβλίο της.

Κι ύστερα κατάλαβα: μα είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρει τους αναγνώστες η ζωή των συγγραφέων, όταν υπάρχει τέτοια μεγάλη απόκλιση μεταξύ των διαφόρων φωνών που έχουν στο κεφάλι τους; Τι πιο γοητευτικό από ανθρώπους γεμάτους αντιθέσεις;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ