Βιβλιο

Πόλεις και εναέρια βία: Πώς η χρήση των αεροσκαφών άλλαξε τη μορφή του πολέμου

Ο Γεώργιος Γιώτης ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο στη μελέτη των πολεμικών περιπετειών του ελληνικού κράτους, από την οπτική του εσωτερικού μετώπου

62222-137653.jpg
A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πόλεις και εναέρια βία, Γεώργιος Γιώτης, εκδόσεις Επίκεντρο

Πόλεις και εναέρια βία: Παρουσίαση του βιβλίου του Γεώργιου Γιώτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο

Στο σημερινό περιβάλλον των περιφερειακών πολέμων, το βιβλίο του Γ. Γιώτη (εκδ. Επίκεντρο) είναι διαφωτιστικό: εξηγεί πώς τα όπλα και οι μέθοδοι που θεωρούμε δεδομένα στις πολεμικές συγκρούσεις χρονολογούνται μόλις από τις αρχές του 20ού αιώνα. Να τι γράφει στον πρόλογο του «Πόλεις και εναέρια βία» ο καθηγητής διπλωματικής ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννης Στεφανίδης.

«Το βομβαρδιστικό πάντοτε θα περνά». Η φράση ανάγεται στο 1932 και ανήκει στον Stanley Baldwin, ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος και τρεις φορές πρωθυπουργό της Βρετανίας. Εννοούσε ότι, με τα μέσα της εποχής του, η αεράμυνα, συμπεριλαμβανομένων των καταδιωκτικών αεροσκαφών, δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσει πλήρως μια εναέρια επίθεση – κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει σήμερα πάνω από τον ουρανό της Ουκρανίας.

Όσο προχωρούσε η «σκοτεινή» δεκαετία του 1930, η απειλή «εξ ουρανού» θα εντυπωνόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων χάρη σε μιαν άλλη τεχνολογική καινοτομία του πρώιμου 20ού αιώνα, τον κινηματογράφο. Ακόμα και στο απόγειο της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε το Κραχ του 1929, οι κάτοικοι των πόλεων συνέρρεαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Εκεί, έναντι μικρού αντιτίμου, είχαν μια σπάνια ευκαιρία να ψυχαγωγηθούν και να ξεφύγουν από την γκρίζα καθημερινότητα. Προτού, όμως, αρχίσει το φιλμ της προτίμησής τους, παρακολουθούσαν τα «Επίκαιρα», δηλαδή κινηματογραφημένα στιγμιότυπα της εσωτερικής και διεθνούς επικαιρότητας με την κατάλληλη εκφώνηση.

Όπως ήταν φυσικό, πόλεμοι, όπως η ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία ή ο Ισπανικός Εμφύλιος, καταλάμβαναν περίοπτη θέση στο υλικό των «Επικαίρων»· και στα τέλη Απριλίου του 1937, οι θεατές ανά την υφήλιο «βομβαρδίστηκαν» με εικόνες από μια μικρή ισπανική πόλη, που είχε παραδοθεί στην καταστρεπτική δράση βομβαρδιστικών. «Αυτή ήταν μια πόλη σαν τη δική σας. Αυτά ήταν σπίτια σαν τα δικά σας», ακουγόταν η φωνή του εκφωνητή, την ώρα που προβάλλονταν σκηνές με χαλάσματα και πτώματα μικρών παιδιών. Η πόλη ήταν η Γκερνίκα. Τα βομβαρδιστικά ήταν γερμανικά.

Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1936, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της κινηματογραφικής σεζόν στη Βρετανία ήταν η ταινία Things to Come. Βασισμένη σε best-seller του διάσημου συγγραφέα H.G. Wells, ο οποίος υπέγραφε και το σενάριο, παρουσίαζε μια δυστοπική Ευρώπη, την οποία ένας παρατεταμένος δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση ασύλληπτης οπισθοδρόμησης και βαρβαρότητας. Το μέσο που κυρίως είχε συμβάλει σε αυτό το κατάντημα ήταν το ακαταμάχητο βομβαρδιστικό.

Στο κλίμα αυτό, σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να προετοιμάζονται, στο μέτρο των οικονομικών και τεχνικών δυνατοτήτων τους, για το απευκταίο ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου, προτού καλά-καλά κλείσουν δύο δεκαετίες από τον προηγούμενο. Και όλες οι κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωνε η ανάπτυξη του «τρίτου όπλου» – της πολεμικής αεροπορίας. Ο νους όλων στρεφόταν στην προστασία των πόλεων. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Ο Γεώργιος Γιώτης παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την πρώτη μονογραφία με θέμα την προπαρασκευή για την προστασία των ελληνικών αστικών κέντρων απέναντι στο ενδεχόμενο ενός πολέμου που θα έπληττε και τα μετόπισθεν. Με ελάχιστη εμπειρία και πολύ περιορισμένους οικονομικούς πόρους, το ελληνικό κράτος κλήθηκε να προετοιμαστεί για μια νέα μορφή πολέμου, που στοχοποιούσε τον άμαχο πληθυσμό. Ο συγγραφέας μελετά διεξοδικά τα διάφορα επίπεδα αυτής της προετοιμασίας, από την πολιτική επιστράτευση μέχρι την κινητοποίηση του πληθυσμού με τη χρήση μηχανισμών που προσιδίαζαν σε αυταρχικά καθεστώτα, όπως αυτό που είχαν εγκαθιδρύσει ο Ιωάννης Μεταξάς και ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ στις 4 Αυγούστου του 1936: τις υπηρεσίες ασφαλείας, τις καθεστωτικές συλλογικές οργανώσεις (με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) και την προπαγάνδα. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, το κύριο ζητούμενο σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με μία δύναμη που διέθετε ισχυρή αεροπορία ήταν να αποτραπεί ο πανικός και η διάρρηξη του «εσωτερικού μετώπου», ιδίως στην πρώτη κρίσιμη φάση της επιστράτευσης. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε. Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα φανεί κατά πόσο αυτό οφειλόταν στην ελληνική προετοιμασία ή στην αποτυχία της Ιταλίας να αξιοποιήσει τη σαφή υπεροχή της σε εναέρια μέσα.

Πόλεις και εναέρια βία, Γεώργιος Γιώτης, εκδόσεις Επίκεντρο

Εκτός από την αξιοποίηση πλούσιου και προηγουμένως ανεκμετάλλευτου υλικού, το έργο του Γιώτη ξεχωρίζει για έναν ακόμα λόγο: Σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο της μελέτης του, φροντίζει να δώσει και την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία, εντάσσοντας την ελληνική περίπτωση στο ευρύτερο πλαίσιο της εποχής. Το επίτευγμά του μπορεί να συγκριθεί με ανάλογα κορυφαία έργα της νεότερης κυρίως ιστοριογραφίας, εμπνευσμένα από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα αναφέρω ενδεικτικά μόνο δύο τίτλους-σταθμούς για την, περισσότερο οικεία σε εμένα, βρετανική περίπτωση: Τα έργα των Angus Calder, The People’s War: Britain 1939-1945 (1969), και Juliet Gardiner, The Blitz: The British Under Attack (2011).

Με το έργο αυτό, ο Γεώργιος Γιώτης ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο στη μελέτη των πολεμικών περιπετειών του ελληνικού κράτους, από την οπτική του εσωτερικού μετώπου. Ταυτόχρονα, προσφέρει πλούσια ερεθίσματα για να κατανοήσει κανείς πληρέστερα το εθνικό τραύμα που ακολούθησε την εξάμηνη εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο. Κι αυτό διότι η πανεθνική, σχεδόν, ανάταση που ενέπνευσε το «Όχι» του Μεταξά και η ηρωική πολεμική προσπάθεια που ακολούθησε μόνο πρόσκαιρα κάλυψαν τη σκοτεινή πλευρά και τις ανεπάρκειες του ανελεύθερου καθεστώτος. Η κατάρρευσή του και το επακόλουθο κενό θα άφηναν τη χώρα έκθετη στα αρπακτικά του Εμφυλίου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ