Βιβλιο

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Ένα συγκινητικό βιβλίο από την Ελίφ Σαφάκ και τις Εκδόσεις Ψυχογιός για τον πόλεμο και τον διχασμό, για την απώλεια και την αγάπη… και για την Κύπρο

62222-137653.jpg
A.V. Team
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Αποκλειστική προδημοσίευση
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Bing.

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Το μυθιστόρημα της Ελίφ Σαφάκ (μετάφραση Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Ψυχογιός) που κυκλοφορεί στις 25 Ιανουαρίου

H Σαφάκ είναι πραγματικά σπουδαία συγγραφέας, και η γραφή της, που χαρακτηρίζεται από φαντασία, πρωτοτυπία και λυρισμό, έχει αγαπηθεί σε όλο τον κόσμο. Σε αυτό το τελευταίο της μυθιστόρημα γράφει μία σύγχρονη εκδοχή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με φόντο τη μαρτυρική Κύπρο. Μια ανθρώπινη και συμπονετική αφήγηση του τραγικού, τραυματικού και ταραχώδους παρελθόντος του νησιού, και των κοινοτήτων του που διαλύονται από τον πόλεμο και τον διχασμό. Ένα βιβλίο που μιλά για το παρελθόν και το σήμερα, για την απώλεια και την αγάπη, για τον χωρισμό και την υπέρβαση, για τη μετανάστευση και την αναζήτηση μιας αίσθησης ταυτότητας, για τη μνήμη και την ελπίδα. Στη βραχεία λίστα για τα Costa Award, British Book Awards, RSL Ondaatje Prize και Women’s Prize for Fiction, το «Νησί των χαμένων δέντρων» είναι μια συγκινητική, υπέροχα γραμμένη και τρυφερά δομημένη ιστορία που συνδυάζει Ιστορία και οικολογική συνείδηση: πιθανότατα το καλύτερο μέχρι σήμερα βιβλίο της Σαφάκ.

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Το μυθιστορήμα της Ελίφ Σαφάκ σε αποκλειστική προδημοσίευση

Το μυθιστόρημα της Ελίφ Σαφάκ, «Το νησί των χαμένων δέντρων» (440 σελίδες, μετάφραση Άννα Παπασταύρου) κυκλοφορεί στις 25 Ιανουαρίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:

* * *

Η μάντισσα ζούσε σ’ ένα διώροφο σπίτι με σφυρήλατες σιδεριές στα παράθυρα, όχι μακριά από την Πράσινη Γραμμή, σ’ έναν δρόμο που υπό βρετανική κατοχή ήταν γνωστός ως λεωφόρος Σαίξπηρ. Ακολουθώντας τη γραμμή διχοτόμησης, οι τουρκικές Αρχές την είχαν μετονομάσει σε λεωφόρο Μεχμέτ Ακίφ, από το όνομα ενός εθνικιστή ποιητή. Όμως σήμερα οι πιο πολλοί αναφέρονταν σε αυτή ως Ντερέμπογιου Καντεσί – λεωφόρο Δίπλα στο Ποτάμι.

Το πρώτο πράγμα που τους έκανε εντύπωση όταν μπήκαν στο σπίτι ήταν η μυρωδιά – όχι εντελώς δυσάρεστη, αλλά αψιά, διαπεραστική. Ένα μείγμα από σανδαλόξυλο και λιβάνι, τηγανητό ψάρι και ψητές πατάτες από το μεσημεριανό, και τριαντάφυλλο και γιασεμί ψεκασμένα αφειδώς από κάποιον που του άρεσε οι μυρωδιές να είναι βαριές.

Χαιρετώντας τους κοφτά, ο βοηθός της μάντισσας –ένας ψηλόλιγνος έφηβος– τους οδήγησε στον πάνω όροφο μέσα σ’ ένα αραιά επιπλωμένο δωμάτιο, που το ξύλινο πάτωμά του φάνταζε πολύχρωμο κάτω από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου που έλαμπε περνώντας από τα βιτρό ψηλών παραθύρων.

«Επιστρέφω σ’ ένα δευτερόλεπτο, παρακαλώ καθίστε», είπε ο νεαρός με βαριά αγγλική προφορά.

Στιγμές αργότερα, ο βοηθός εμφανίστηκε πάλι, αναγγέλλοντας ότι η μαντάμ Μαργκόσα ήταν έτοιμη να τους δεχτεί.

«Ίσως να πήγαινα μόνη;» είπε η Μεριέμ με αγωνία.

Η Ντέφνε σήκωσε τα φρύδια της. «Αποφάσισε. Με κουβάλησες ως εδώ πέρα και τώρα θες να μπεις μόνη σου;»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, πήγαινε. Εμείς θα περιμένουμε», είπε ο Κώστας.

Όμως, μόλις η Μεριέμ εξαφανίστηκε στον διάδρομο, ήρθε πάλι πίσω τρέχοντας, με μάγουλα φλογισμένα. «Θέλει να σας δει και τους δυο! Μάντεψε! Ήξερε αμέσως πως είμαστε αδελφές – και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ μας. Ήξερε πως ο Κώστας είναι Έλληνας».

«Κι εσύ εντυπωσιάστηκες, ε;» είπε η Ντέφνε. «Πρέπει να της το είπε ο βοηθός της. Με άκουσε να σε λέω άμπλα, με άκουσε να λέω και το όνομα του Κώστα – το ελληνικό του όνομα!»

«Τέλος πάντων», είπε η Μεριέμ. «Μπορείτε να βιαστείτε; Δε θέλω να την κάνω να περιμένει».

Το δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου ήταν φωτισμένο και ευρύχωρο, αν και φορτωμένο πολύ με αντικείμενα που φαίνονταν να έχουν στοιβαχτεί στην πορεία μιας ζωής μακράς περιπλάνησης: κλασικά φωτιστικά με μεταξωτά καπέλα και φούντες, παράταιρες καρέκλες, αυστηρά πορτρέτα στους τοίχους, ταπισερί και κρεμαστά υφαντά, μπουφέδες με στοίβες δερματόδετα βιβλία και παπύρους, αγάλματα με αγγέλους και αγίους, πορσελάνινες κούκλες με γυάλινα μάτια, κρυστάλλινα ανθοδοχεία, ασημένια κηροπήγια, λιβανιστήρια, ποτήρια από κασσίτερο, πορσελάνινα αγαλματάκια…

Στο κέντρο όλου αυτού του συνονθυλεύματος στεκόταν μια λυγερή ξανθιά γυναίκα με τονισμένα ζυγωματικά. Όλα πάνω της ήταν τακτικά και γωνιώδη. Ανοιγοκλείνοντας τα γκριζογάλανα μάτια της, στο χρώμα παγωμένης λίμνης, τους έγνεψε να πλησιάσουν. Στον λαιμό της φορούσε ένα μενταγιόν μ’ ένα ροζ μαργαριτάρι, σε μέγεθος αυγού ορτυκιού. Σε κάθε της κίνηση, αυτό αντανακλούσε το φως.

«Καλωσορίσατε! Καθίστε. Χαίρομαι που βλέπω και τους τρεις σας μαζί».

Η Μεριέμ κούρνιασε σε μια καρέκλα, η Ντέφνε και ο Κώστας διάλεξαν σκαμπό κοντά στην πόρτα. Η μαντάμ Μαργκόσα κάθισε σε μια άνετη πολυθρόνα πίσω από ένα γραφείο από καρυδιά.

«Λοιπόν, τι σας φέρνει εδώ – έρωτας ή απώλεια; Συνήθως είναι είτε το ένα είτε το άλλο».

Η Μεριέμ καθάρισε τον λαιμό της. «Η αδελφή μου από δω και ο Κώστας από κει είχαν δύο καλούς φίλους πριν από χρόνια. Τον Γιώργο και τον Γιουσούφ. Και οι δύο χάθηκαν το καλοκαίρι του 1974. Τα πτώματά τους δε βρέθηκαν ποτέ. Θέλουμε να μάθουμε τι τους συνέβη. Κι αν είναι νεκροί, θέλουμε να βρούμε τους τάφους τους, ώστε οι οικογένειές τους να μπορέσουν να τους κάνουν μια καθωσπρέπει κηδεία. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας».

Η μαντάμ Μαργκόσα έσμιξε τα δάχτυλά της τεντώνοντάς τα κι έστρεψε το βλέμμα της αργά από τη Μεριέμ στην Ντέφνε κι από την Ντέφνε στον Κώστα.

«Ώστε βρίσκεστε εδώ λόγω μιας απώλειας. Όμως κάτι μου λέει εμένα ότι είστε εδώ και λόγω έρωτα».

Σφίγγοντας τα χείλη της, η Ντέφνε σταύρωσε τα πόδια της κι έπειτα τα ξεσταύρωσε πάλι.

«Όλα καλά;» ρώτησε η μάντισσα.

«Ναι – όχι… Δεν είναι προφανές;» είπε η Ντέφνε. «Θέλω να πω, όλοι κάτι δεν έχασαν κι όλοι δεν αναζητούν τον έρωτα;»

Η Μεριέμ γλίστρησε στην άκρη της καρέκλας της. «Συγγνώμη, μαντάμ Μαργκόσα, σας παρακαλώ, μην ξεσυνερίζεστε την αδελφή μου».

«Κανένα πρόβλημα», είπε η μάντισσα, εστιάζοντας το βλέμμα της στην Ντέφνε. «Μου αρέσει μια γυναίκα να λέει φωναχτά τη σκέψη της. Και μάλιστα, θα σας πω τι θα κάνουμε. Δε θα σας χρεώσω τίποτα, αν δε μείνετε ευχαριστημένοι στο τέλος της συνεδρίας. Αν όμως είστε ευχαριστημένοι, θα σας χρεώσω τα διπλά απ’ όσα παίρνω».

«Μα εμείς δεν μπορούμε…» προσπάθησε να παρέμβει η Μεριέμ.

«Σύμφωνοι!» είπε η Ντέφνε.

«Σύμφωνοι!» είπε η μαντάμ Μαργκόσα, απλώνοντας το χέρι της με το αψεγάδιαστο μανικιούρ.

Για μια στιγμή οι δύο γυναίκες έμειναν με τα χέρια σε παρατεταμένη χειραψία, ενώ η μία κάρφωνε το βλέμμα στην άλλη, ερευνητικά.

«Μπορώ να δω τη φωτιά στην ψυχή σου», είπε η μαντάμ Μαργκόσα.

«Είμαι βέβαιη ότι μπορείτε». Η Ντέφνε τράβηξε το χέρι της. «Μπορούμε τώρα να εστιάσουμε στον Γιουσούφ και τον Γιώργο;»

Συναινώντας μ’ ένα φευγαλέο νεύμα, η μαντάμ Μαργκόσα έτριβε και έστριβε το ασημένιο δαχτυλίδι στον αντίχειρά της. «Υπάρχουν πέντε στοιχεία που μας βοηθούν στις πιο βαθιές μας αναζητήσεις. Τέσσερα συν ένα: Φωτιά, Γη, Αέρας, Νερό και Πνεύμα. Ποιο απ’ όλα θέλετε να καλέσω;»

Και οι τρεις κοιτάχτηκαν ανέκφραστα μεταξύ τους σαν χαμένοι.

«Αν δεν έχετε αντίθετη προτίμηση, εγώ θα πάω με το Νερό», είπε η μαντάμ Μαργκόσα. Κλείνοντας τα μάτια της, έγειρε την πλάτη της στην πολυθρόνα. Τα βλέφαρά της ήταν σχεδόν διάφανα, μικροσκοπικά γαλάζια τριχοειδή σχημάτιζαν μια δαντέλα πάνω τους.

Για ένα ατέλειωτο λεπτό κανείς δεν έλεγε τίποτα, κανείς δε σάλευε. Στην αμήχανη σιωπή η μάντισσα μίλησε σιγανά: «Στην Κύπρο, οι περισσότεροι από τους αγνοουμένους είναι κρυμμένοι σε κάποια κοίτη ποταμού ή σε κάποιον λόφο με θέα τη θάλασσα ή μερικές φορές μέσα σ’ ένα πηγάδι… Αν μπορέσουμε να πείσουμε το νερό να μας βοηθήσει, θα βρούμε τις αποδείξεις που χρειαζόμαστε».

Η Μεριέμ κράτησε την ανάσα της και μετακινήθηκε ακόμα πιο άκρη στο κάθισμά της.

«Βλέπω ένα δέντρο», είπε η μαντάμ Μαργκόσα. «Τι είναι – ελιά;»

Ο Κώστας έγειρε προς το μέρος της Ντέφνε. Δε χρειάστηκε να την κοιτάξει για να διαισθανθεί τι σκεφτόταν: πως ήταν ασφαλές να μαντέψει κανείς λιόδεντρα σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν, όπου αφθονούσαν οι ελαιώνες.

«Όχι, όχι ελιά, μάλλον είναι συκιά… Μια συκιά, όμως είναι κάπου μέσα, όχι έξω – τι παράξενο, μια συκιά μέσα σ’ ένα δωμάτιο! Έχει πολλή φασαρία τριγύρω – μουσική, γέλια, όλοι μιλούν μεταξύ τους… Τι είναι αυτό το μέρος; Εστιατόριο είναι; Φαγητό, πολύ φαγητό. Α, να τοι οι φίλοι σας! Τώρα τους βλέπω, είναι κοντά, χορεύουν; Νομίζω πως φιλιούνται».

Άθελά του, ο Κώστας ένιωσε ένα ρίγος στον αυχένα του.

«Ναι, φιλιούνται… Θα καλέσω τα ονόματά τους, να δω αν θ’ απαντήσουν. Γιουσούφ… Γιώργο…» Η ανάσα της μαντάμ Μαργκόσα έγινε πιο αργή, ένας βραχνός ήχος έβγαινε από το λαρύγγι της. «Πού πήγαν; Εξαφανίστηκαν. Θα δοκιμάσω πάλι: Γιουσούφ! Γιώργο! Ε, τώρα βλέπω ένα μωρό. Τι υπέροχο αγοράκι! Πώς το λένε; Για να δούμε… Α, κατάλαβα, το λένε Γιουσούφ Γιώργο. Κάθεται σ’ έναν καναπέ με μαξιλάρια ολόγυρά του. Μασουλάει κάτι, μια πιπίλα. Τι γλυκό… Α, όχι! Όχι, το καημενούλι…»

Η μαντάμ Μαργκόσα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε την Ντέφνε. Μόνο εκείνη. «Είσαι σίγουρη πως θέλεις να συνεχίσω;»

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Το μυθιστόρημα της Ελίφ Σαφάκ (μετάφραση Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Ψυχογιός)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Bing.

* * *

«Το νησί των χαμένων δέντρων» της Ελίφ Σαφάκ (Εκδόσεις Ψυχογιός): Η υπόθεση του βιβλίου 

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Δύο έφηβοι, ένας Ελληνοκύπριος και μια Τουρκοκύπρια, συναντιούνται σε μια ταβέρνα, στο νησί που και οι δυο αποκαλούν πατρίδα τους. Στην ταβέρνα, κρυμμένη πίσω από πλεξούδες σκόρδα και αρμαθιές καυτερές πιπεριές, κάτω από το αγιόκλημα που σκαρφαλώνει στους τοίχους της, μεγαλώνει ο απαγορευμένος έρωτας του Κώστα και της Ντέφνε. Μια συκιά περνάει θαρρετά μέσα από μια τρύπα στην οροφή κι αυτό το δέντρο γίνεται μάρτυρας των κρυφών, ευτυχισμένων συναντήσεών τους και κάποια στιγμή του σιωπηρού, λαθραίου φευγιού τους. Το δέντρο είναι εκεί όταν ξεσπάει ο όλεθρος, όταν η πρωτεύουσα γίνεται στάχτη και ερείπια, ακόμα κι όταν οι έφηβοι εξαφανίζονται. Δεκαετίες αργότερα, ο Κώστας επιστρέφει. Έχει γίνει βοτανολόγος και ψάχνει να βρει ντόπιες ποικιλίες, στην πραγματικότητα όμως αναζητά τη χαμένη του αγάπη. Χρόνια μετά, μια συκιά, μια Ficus carica, μεγαλώνει στον πίσω κήπο ενός σπιτιού στο Λονδίνο, όπου ζει η Άντα Καζαντζάκη. Το δέντρο είναι ο μόνος της σύνδεσμος με ένα νησί που δεν έχει επισκεφτεί ποτέ – ο μόνος της σύνδεσμος με τη βασανισμένη ιστορία της οικογένειάς της και την περίπλοκη ταυτότητα της ίδιας, ενώ προσπαθεί να εξιχνιάσει μυστικά χρόνων, με την ελπίδα να βρει τη θέση της στον κόσμο.

Ελίφ Σαφάκ - βιογραφικό

Η Ελίφ Σαφάκ είναι βρετανοτουρκικής καταγωγής βραβευμένη συγγραφέας. Έχει εκδώσει 19 βιβλία, 12 από τα οποία είναι μυθιστορήματα. Είναι ευπώλητη συγγραφέας σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο και τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 57 γλώσσες. Η Σαφάκ έχει διδακτορικό τίτλο στις Πολιτικές Επιστήμες και έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια στην Τουρκία, τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, μεταξύ των οποίων και στο Κολέγιο Σεντ Ανν του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου είναι επιστημονική συνεργάτιδα. Έχει επίσης διδακτορικό τίτλο στις Ανθρωπιστικές Σπουδές από το Κολέγιο Μπαρντ. Είναι Μέλος και Αντιπρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας της Μ. Βρετανίας και έχει συμπεριληφθεί από το BBC στις 100 γυναίκες-πρότυπα με τη μεγαλύτερη επιρροή. Είναι ιδρυτικό μέλος του ECFR, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. Υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών, της LGBTQ+ κοινότητας και της ελευθερίας του λόγου, η Σαφάκ συναρπάζει με τις δημόσιες ομιλίες της (δύο φορές ομιλήτρια στο TED Global). Αρθρογραφεί σε σημαντικά έντυπα ανά τον κόσμο, ενώ έχει τιμηθεί με το μετάλλιο του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών (Chevalier de l’Ordre des Arts et des Lettres). Το 2017 επιλέχθηκε από το Politico ως ένα από τα δώδεκα άτομα που μπορούν «να συμβάλουν στην πολυπόθητη ανάταση της ψυχής». Η Σαφάκ έχει συμμετάσχει ως κριτής σε πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων στο PEN Nabokov prize, ενώ έχει προεδρεύσει στα βραβεία Wellcome. Της έχει απονεμηθεί το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Halldór Laxness για τη συμβολή της «στην ανανέωση της τέχνης της αφήγησης».

«Το νησί των χαμένων δέντρων»: Αποκλειστική προδημοσίευση
Η συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ