Βιβλιο

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Μια συναρπαστική ιστορία από την Alice Oseman για την εξερεύνηση της ομοφυλοφιλικής και αμφιφυλοφιλικής ταυτότητας (Εκδ. Διόπτρα)

62222-137653.jpg
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Αποκλειστική προδημοσίευση στην Athens Voice από το μυθιστόρημα της Alice Oseman (μετάφραση Βαγγέλης Γιαννίσης, Εκδ. Διόπτρα)

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Αποκλειστική προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Alice Oseman (μετάφραση Βαγγέλης Γιαννίσης, Εκδ. Διόπτρα) - Κυκλοφορεί 24/1

Γνωρίσαμε την Alice Oseman από τη σειρά graphic novels, «Heartstopper», που έγιναν και μία άκρως επιτυχημένη σειρά στο Netflix. Ακολούθησε μία σειρά από μυθιστορήματα («Χωρίς έρωτα», «Νικ και Τσάρλι», «Ο φετινός χειμώνας»), όλα τους με το δικό τους, ευρύ κοινό, και τώρα, σε μερικές ημέρες (στις 24 του μηνός) κυκλοφορεί —πάντα από τις Εκδόσεις Διόπτρα— το «Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: μια άκρως συναρπαστική και καλογραμμένη ιστορία για τις ανθρώπινες σχέσεις, την εξερεύνηση της ομοφυλοφιλικής και αμφιφυλοφιλικής ταυτότητας, για τα οικογενειακά τραύματα, και για το ετεροκανονικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κυρίως, όμως, μια ιστορία για παιδιά που λαχταρούν να είναι ο αληθινός εαυτός τους κόντρα σε όλα αυτά. Ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για τη δύναμη του πραγματικού εαυτού μας.

Το μυθιστόρημα της Alice Oseman, «Ελπίζω κάποιος να με ακούει» (448 σελίδες, μετάφραση Βαγγέλης Γιαννίσης) κυκλοφορεί στις 24 Ιανουαρίου από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την Athens Voice:

* * *

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει» της Alice Osman: Αποκλειστική προδημοσίευση 

Με παίρνει ο ύπνος σχεδόν αμέσως στη σκηνή και όταν ξυπνάω βλέπω τον Ντάνιελ να κοιμάται και αυτός δίπλα μου, αλλά ο Άλεντ έχει εξαφανιστεί. Βγαίνω από τη σκηνή και τον βλέπω να κάνει κύκλους στο γρασίδι, με το κινητό δίπλα στο στόμα του, να μουρμουρίζει λέξεις που δεν μπορώ να ακούσω. Τον πλησιάζω. «Τι λες;» ρωτάω και εκείνος με κοιτάζει, τινάζεται τρομαγμένος. «Jesus, δεν σε άκουσα», μου λέει. Κανείς μας δεν θυμάται τι θέλαμε να πούμε.

Ο Ντάνιελ ξυπνάει για να τραγουδήσει μαζί μας το Nothing Left For Us. Τα γραφικά είναι μερικές θολές φιγούρες – εμείς που τρέχουμε στο σκοτάδι, μάτια ίσα που φαίνονται, λίγο δέρμα. Ανεβάζουμε το επεισόδιο στο YouTube προτού αλλάξουμε γνώμη.

Ο Ντάνιελ κι εγώ ξαπλώνουμε δίπλα δίπλα. «Μια μέρα, όταν ήμουν πέντε, ένα κορίτσι κορόιδευε το πραγματικό μου όνομα όλη μέρα», λέει. «Έτρεχε στο προαύλιο συνέχεια και φώναζε “Ο ΝΤΕ-ΣΟΥΝΓΚ, Ο ΝΤΕ-ΣΟΥΝΓΚ, Ο ΝΤΕ-ΣΟΥΝΓΚ, Ο ΝΤΕ-ΣΟΥΝΓΚ ΕΧΕΙ ΧΑΖΟ ΟΝΟΜΑ” με τη χαζοφωνάρα της και νευρίασα τόσο πολύ που έκλαψα και η δασκάλα μου φώναξε τη μαμά μου. Και έκλαιγα ακόμη όταν η μαμά μου ήρθε να με πάρει. Η μαμά μου είναι το καλύτερο άτομο στον κόσμο, με πήρε σπίτι και μου είπε “τι λες να σου δώσουμε ένα αγγλικό όνομα; Αφού ζούμε στην Αγγλία και είσαι Άγγλος;” Και τότε αυτό με έκανε τόσο χαρούμενο. Είπε στο σχολείο να μου αλλάξουν το όνομα σε Ντάνιελ και εκεί τελειώνει η ιστορία».

Του γνέφω. «Θα ήθελες να σε λένε Ντε-Σουνγκ;»

«Ναι. Ξέρω πως η μαμά μου είχε καλές προθέσεις, αλλά το “Ντάνιελ” μου φαίνεται τόσο ψεύτικο. Ίσως το αλλάξω πάλι τώρα που θα πάω στο πανεπιστήμιο…»

«Μερικές φορές εύχομαι να είχα αιθιοπικό όνομα», λέω με τη σειρά μου. «Ή ένα ανατολικο-αφρικανικό… Μακάρι να ήμουν πιο κοντά στις ρίζες μου, βασικά».

Ο Ντάνιελ γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος μου. «Και οι γονείς σου; Δεν είναι;…»

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Αποκλειστική προδημοσίευση

«Η μαμά μου είναι λευκή. Ο μπαμπάς μου είναι Αιθίοπας, αλλά χώρισαν όταν ήμουν τεσσάρων και εκείνος ζει στη Σκοτία με την οικογένειά του. Μιλάμε συχνά στο τηλέφωνο, αλλά τον βλέπω ελάχιστα, όπως και τους παππούδες μου, τους θείους, τις θείες και τα ξαδέλφια από εκείνη την πλευρά της οικογένειας. Μακάρι να ήμασταν πιο κοντά… μερικές φορές αισθάνομαι πως είμαι η μοναδική μαύρη που γνωρίζω. Τον μπαμπά μου στο επώνυμο τον λένε Μενγκέσα. Μακάρι να με έλεγαν Φράνσις Μενγκέσα».

«Φράνσις Μενγκέσα. Ωραίο ακούγεται».

«Το ξέρω».

«Τα αρχικά σου θα ήταν ΦΜ. Σαν τη συχνότητα του ραδιοφώνου, τα FM».

Η αλεπού συνεχίζει να ακούγεται. Είναι λες και κάποιος δολοφονείται βίαια.

Ο Άλεντ έχει ξαπλώσει δίπλα στη φωτιά. Κλείνει τα μάτια και ο Ντάνιελ τον πλησιάζει, σηκώνεται στα τέσσερα, φυτεύει τα χέρια του δεξιά και αριστερά από τον Άλεντ και σκύβει πάνω του. Ο Άλεντ ανοίγει τα μάτια, αλλά δεν μπορεί να εστιάσει. Τα μάτια του μισοκλείνουν καθώς γελάει, γυρίζει στο πλάι και σπρώχνει τον Ντάνιελ από πάνω του.

Πάω να δω τι γίνεται με αυτή την αλεπού. Ακολουθώ τον ήχο που με οδηγεί μέσω ενός μονοπατιού στο δάσος και θα έλεγε κανείς πως θα φοβόμουν στα σκοτεινά μέσα στη μαύρη νύχτα, αλλά δεν φοβάμαι.

Και σχεδόν φτάνω στην αλεπού, αλλά κάποιος εμφανίζεται και τότε τρομάζω, παγώνω από τον φόβο και παραλίγο είτε να σωριαστώ κάτω είτε να το βάλω στα πόδια, αλλά τελικά στρέφω τον φακό του κινητού μου πάνω στη μορφή. Είναι η Κάρις Λαστ, τριγυρίζει στο σκοτάδι μέσα στη νύχτα και λέω:

«Παναγία μου…»

Όχι, μισό. Δεν είναι αυτή. Είναι απλώς ένα όνειρο.

Κάτσε, δηλαδή κοιμάμαι τώρα;

«Όχι και η Παναγία», λέει η Κάρις. «Εγώ είμαι». Αλλά δεν θα με εξέπληττε αν ήταν πράγματι η Παναγία, είναι λες και κατέβηκε από τον ουρανό. Ή ίσως απλώς το κινητό μου κάνει το δέρμα και τα πλατινέ μαλλιά της να λάμπουν.

Δεν ονειρευόμουν. Αυτό έγινε πριν από δύο χρόνια, το βράδυ που βγήκαν τα αποτελέσματα.

Ήμασταν σε ένα πάρτι και είχε φύγει, είχε πάει στο δάσος.

Γιατί τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά;

«Είσαι… είσαι αλεπού μεταμορφωμένη;» τη ρώτησα.

«Όχι, αλλά μου αρέσει η φύση», είπε. «Το βράδυ».

«Δεν πρέπει να περπατάς μέσα στα σκοτάδια το βράδυ».

«Ούτε εσύ».

«Ναι, ξέρεις, εσύ με έφερες εδώ».

Ίσως να μη συνέβαινε τίποτα.

Είχαμε πιει. Ειδικά εγώ. Και είχαμε πάει σε πολλά πάρτι. Είχα αρχίσει να συνηθίζω να βλέπω τους άλλους να λιποθυμούν ή να ξερνούν σε γλάστρες. Είχα αρχίσει να συνηθίζω τις παρέες των αγοριών που μαζεύονταν στον κήπο και κάπνιζαν χόρτο επειδή… βασικά, δεν ήξερα γιατί το έκαναν. Είχα αρχίσει να συνηθίζω το πώς φασώνονταν όλοι δίχως δεύτερη σκέψη, παρόλο που κρίντζαρα και μόνο που το έβλεπα.

Γυρίσαμε μαζί στο πάρτι. Ήταν δύο, άντε τρεις τα ξημερώματα.

Περάσαμε μέσα από την πύλη του κήπου και προσπεράσαμε διάφορους λιπόθυμους στο γρασίδι.

Εκείνη τη μέρα ήταν ασυνήθιστα ήσυχη. Ήσυχη και θλιμμένη.

Καθίσαμε σε έναν καναπέ στο σαλόνι. Ήταν σκοτεινά μέσα και ίσα που βλεπόμασταν.

«Τι τρέχει;» τη ρώτησα.

«Τίποτα», είπε.

Δεν την πίεσα περισσότερο, αλλά λίγο αργότερα συνέχισε.

«Σε ζηλεύω», είπε η Κάρις.

«Τι; Γιατί;»

«Πώς γίνεται να… να σου έρχονται όλα τόσο εύκολα στη ζωή; Με τους φίλους, με το σχολείο, με τους δικούς σου…» Το βλέμμα της πλανήθηκε στο κενό. «Πώς γίνεται να σου έρχονται όλα τόσο εύκολα και να μην τα καταστρέφεις όλα;»

Άνοιξα το στόμα μου για να πω κάτι, αλλά δεν βγήκε άχνα.

«Έχεις περισσότερη δύναμη από όση νομίζεις», είπε. «Και τη χαραμίζεις. Κάνεις ό,τι σου λένε οι άλλοι».

Δεν ήξερα τι εννοούσε. «Είσαι αρκετά παράξενη για δεκαπεντάχρονη», της είπα.

«Χα. Ακούγεσαι τελείως ενήλικη».

Συνοφρυώθηκα. «Κι εσύ μια συγκαταβατική μαλάκω».

«Βρίζεις όταν μεθάς».

«Πάντα βρίζω από μέσα μου».

«Όλοι είμαστε τόσο διαφορετικοί από μέσα μας».

«Είσαι τόσο…»

Ξαφνικά, βρισκόμαστε μπροστά στη φωτιά, ο Άλεντ κοιμάται δίπλα στον Ντάνιελ στη σκηνή και ο χρόνος κυλάει πάλι κανονικά. Πώς βρεθήκαμε εδώ; Είναι η Κάρις όντως μαζί μας; Στη χρυσωπή φωτιά μοιάζει δαιμονική. «Γιατί είσαι έτσι;» τη ρωτάω.

«Θέλω…» Κρατάει ένα ποτό στο χέρι της. Από πού ήρθε αυτό; Δεν τα ζω όλα αυτά. Δεν συμβαίνουν. «Θέλω κάποιον να με ακούσει».

Δεν θυμάμαι πότε έφυγε ή τι άλλο είπε. Μόνο ότι δύο λεπτά αργότερα, όταν σηκώθηκε, είπε κάτι τελευταίο: «Κανείς δεν με ακούει».

* * *

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Η υπόθεση του βιβλίου της Alice Oseman (εκδ. Διόπτρα)

Η Φράνσις, μια μαθήτρια του Λυκείου, ονειρεύεται να περάσει στο πανεπιστήμιο. Πίσω από κάθε επιλογή της βρίσκεται αυτός ο στόχος. Ώσπου θα γνωρίσει τον Άλεντ, έναν ντροπαλό αλλά ευφυέστατο μαθητή. Με αφορμή ένα μυστηριώδες, σκοτεινό podcast, ανακαλύπτουν ότι στη ζωή αυτό που επιθυμούμε δεν είναι πάντα αυτό που πραγματικά θέλουμε και ότι η αγάπη των γύρω μας δεν είναι πάντα ανιδιοτελής. Η αγάπη και η φιλία τους θα δοκιμαστούν. Ο φόβος της μοναξιάς παραμονεύει. Τα εμπόδια, αξεπέραστα. Και η αγωνία τους είναι μία: ελπίζουν κάποιος να τους ακούει…

«Ελπίζω κάποιος να με ακούει»: Αποκλειστική προδημοσίευση

Alice Oseman - βιογραφικό

Η Alice Oseman (Άλις Όσεμαν) γεννήθηκε το 1994 στο Κεντ της Αγγλίας και είναι συγγραφέας και εικονογράφος. Αγαπημένες της ασχολίες: να κοιτάζει αφηρημένα την οθόνη του υπολογιστή της, να αναρωτιέται για το νόημα της ζωής ή να κάνει οτιδήποτε για να μην αναγκαστεί να δουλέψει σε κάποια εταιρεία. Εκτός από συγγραφέας και εικονογράφος της σειράς Heartstopper, η Άλις έχει γράψει τα νεανικά μυθιστορήματα «Χωρίς Έρωτα», «Solitaire», «Nick and Charlie», «Radio Silence», «I Was Born for This», «This Winter».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ