Βιβλιο

Pulp fiction: Φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων

Ιστορίες φυγής από την πραγματικότητα που σε κάνουν να ανατριχιάσεις από έξαψη, τρόμο, ή πόθο

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Pulp fiction: Φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων

Pulp Fiction: Το κατώτερο είδος της εμπορικής πεζογραφίας υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιδραστικό από όλα

Nel mezzo del cammin di nostra vita αποφασίζουμε προς τα πού θα κινηθούμε αισθητικά στο εξής. Γιατί; Γιατί βέβαια ο χρόνος μας είναι λίγος, και ποτέ ο ίδιος. Πάντα είναι ακόμη λιγότερος, πάντα χωρά όλο και πιο λίγες αποσκευές, και πάντα η σκιά πίσω μας μακραίνει καθώς ο ήλιος δύει στον ορίζοντα εκεί μπροστά. Προσωπικά αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην κατανάλωση της εμπορικής πεζογραφίας (των ειδών που προτιμώ, όχι όλων), εγκαταλείποντας το μεγαλύτερο κομμάτι της λογοτεχνικής πεζογραφίας. (Περισσότερα για τους ορισμούς, εδώ). Αλλά η μεγάλη μου αγάπη ειδικά για το pulp fiction, το είδος της λογοτεχνίας που άκμασε στις αρχές του 20ού αιώνα και που παραμένει ο έρωτάς μου, δεν μπορεί να τροφοδοτηθεί εύκολα, ει μη μόνον επιστρέφοντας στους ίδιους εκείνους παλιούς τίτλους. Δεν με πειράζει, κάθε άλλο.

Μπορεί όμως άραγε να υπάρξει έτσι κι αλλιώς σήμερα (αυθεντική) pulp fiction; Ίσως όχι, λένε οι περισσότεροι. Έχουμε αλλάξει πολύ έκτοτε, και βέβαια αλλάξαμε προς το καλό — έτσι συμβαίνει πάντα. Η pulp fiction είχε πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καθώς ήταν φτιαγμένη για να ψυχαγωγεί τους ανθρώπους εκείνης της μακρινής εποχής, όχι εμάς. Για την ακρίβεια, ίσως ποτέ κανείς από τους συγγραφείς pulp fiction εκείνης της εποχής δεν έκανε όνειρα «μνημείωσης» των ιστοριών του. Όλοι τους τα έγραφαν απλώς για το μεροκάματο, και τα ξεχνούσαν την ίδια στιγμή. (Σε αντίθεση με τον τελευταίο σημερινό συγγραφέα, π.χ. εμένα, που βέβαια γράφει αποκλειστικά για την αιωνιότητα). Ουσιαστικά, η pulp fiction υπήρξε η μακράν πιο δημοφιλής μορφή ψυχαγωγίας για τους κουρασμένους, μπαφιασμένους αναγνώστες της αμερικανικής εργατικής τάξης, ανθρώπων που ζούσαν σε μια εποχή ανακατατάξεων, πολέμων, φόβου, αλλά και ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη. Απευθυνόταν σε όχι καλά εκπαιδευμένους αναγνώστες, αναγνώστες που γούρλωναν τα μάτια διαβάζοντας εκείνες τις συναρπαστικές περιπέτειες, τις ιστορίες «φυγής» με τους πολύ δυνατούς και έξυπνους ήρωες —άντρες πάντα—, τις μοιραίες, πανέμορφες γυναίκες, και τους στερεοτυπικά (πολύ) κακούς που τους έβαζαν εμπόδια. Σήμερα αυτά θα μας φαίνονταν έως και κωμικά, έτσι δεν είναι;

Κι όμως νά που ακόμα διαβάζονται οι καλύτεροι ανάμεσα στους συγγραφείς εκείνου του καιρού: διαβάζεται ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, διαβάζεται ο Ντάσιελ Χάμετ, διαβάζεται ο Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ και βέβαια διαβάζεται ο Ισαάκ Ασίμοφ. Διαβάζονται ο μέγας Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ, και ο μετρ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, και ο Φριτς Λάιμπερ, και ο Κλαρκ Άστον Σμιθ, και ο Όγκαστ Ντέρλεθ, και ο Ρόμπερτ Μπλοχ, και βέβαια —αν και, ομολογουμένως, πολύ λιγότερο πια— ο Λουίς Λ’ Αμούρ, ο Τζέιμς Τσέις, ο Ζεράρ ντε Βιλιέ κι ένα σωρό άλλοι. Ο Ταρζάν, από την άλλη, ο Κόναν ο Βάρβαρος, η Σκιά, ο Τζον Κάρτερ του Άρη —για να μη μιλήσουμε για τους Μεγάλους Παλαιούς—, είναι ελάχιστοι μόνο από τους αθάνατους ήρωες της εποχής, τους larger than life ήρωες εκείνων των περιπετειών, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιζούν ακόμη, έστω και, συχνά, μεταμορφωμένοι. Επιζούν και με το παραπάνω, για την ακρίβεια: στην πεζογραφία, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, στα κόμικς και στα games. Παντού.

Η pulp fiction και οι ήρωές της είχαν —και εξακολουθούν να έχουν— πελώρια και διαρκή επίδραση στη λαϊκή κουλτούρα και έχουν επηρεάσει, αν όχι όλους, τους περισσότερους σύγχρονους συγγραφείς και κινηματογραφιστές, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν ασχολούνται με την επιστημονική φαντασία, το fantasy, τον τρόμο, το μυστήριο, το αστυνομικό, το κατασκοπευτικό, το γουέστερν ή το ρομάντσο — τα βασικότερα είδη που υπηρέτησε συνειδητά η pulp fiction. Και δεν χρειάζεται να αναφέρουμε καν ονόματα όπως ο Στίβεν Κινγκ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Τζορτζ Λούκας, ο Κουέντιν Ταραντίνο, ή ο Νιλ Γκέιμαν: τα παραδείγματα δεν έχουν τελειωμό. Η pulp fiction δεν υπήρξε απλώς ένας θησαυρός δημιουργικότητας στην εποχή της, αλλά και ένα κληροδότημα που μπορούσε να μεταμορφωθεί, να εξελιχθεί, να ανεβεί —και να εξακολουθεί πάντα να ανεβαίνει— επίπεδο… και που δεν θα σωθεί ποτέ. Όλοι ζούμε μέσα της, θέλοντας και μη. Και πολλοί το θέλουμε, και το αποζητούμε.

Το είδος δεν γεννήθηκε εν κενώ. Ήταν μια άμεση αντανάκλαση, ένα προϊόν του κοινωνικο-πολιτικού κλίματος της εποχής στην οποία γράφτηκε. Κι αν σήμερα επινοείται εκ νέου από νέους συγγραφείς, και πάλι θα πρέπει να στηριχτεί στα χαρακτηριστικά του καιρού μας: η κλιματική κρίση και η τεχνητή νοημοσύνη είναι πιθανώς τα πιο προφανή (θέματα βέβαια που απασχολούν ήδη κατά κόρον πολλούς συγγραφείς, τόσο της λογοτεχνίας είδους όσο και της λογοτεχνικής πεζογραφίας, που πόρρω απέχουν από το να θεωρηθούν pulp).

Τι είναι λοιπόν η pulp fiction, εκείνες οι ιστοριούλες που δημοσιεύονταν στα τυπωμένα σε χαρτοπολτό (ουσιαστικά: σε… ροκανίδια!) περιοδικά της εποχής, εξέλιξη και τα ίδια των «μυθιστορημάτων της δεκάρας» του προηγούμενου αιώνα; Είναι ίσως η λαχτάρα μας να δράσουμε δι’ αντιπροσώπου, να πολεμήσουμε, να τρομάξουμε, να φτάσουμε κοντά στον χαμό μας, να σωθούμε —την τελευταία στιγμή— και να σώσουμε, και ίσως και να κερδίσουμε στο τέλος αυτόν ή αυτήν που μας πήρε το μυαλό. Η pulp fiction είναι το είδος εκείνο που εγγυάται όσο κανένα άλλο την απόδραση από τη σκληρή καθημερινότητα με τις προκλήσεις της και τους φουσκωμένους της λογαριασμούς και τις απολύσεις και την ανεργία και τους εθνικιστικούς και θρησκευτικούς πολέμους. Είναι το είδος που αγαπά τη συγκίνηση, που ξέρει να αρπάζει από τις πρώτες κιόλας αράδες κάθε ιστορίας τον αναγνώστη και να τον κρατά στην άκρη της πολυθρόνας του μέχρι το τέλος, με μια αφήγηση άμεση, γεμάτη δράση και ιλιγγιώδεις ρυθμούς.

Φτάνουν αυτά; Για τους πολλούς, όχι βέβαια. Για άλλους πάλι, ναι, φτάνει.

Αυτοί οι άλλοι θέλουν απλώς να περνούν καλά· θέλουν ιστορίες που να κάνουν την καρδιά τους να χτυπά δυνατά, ήρωες που να μη νοιάζονται για τις πιθανότητες επιτυχίας μιας παράτολμης πράξης («Never tell me the odds»), κακούς που να είναι στ’ αλήθεια τρομακτικοί, μυστήρια που να τους ξαφνιάζουν, φρίκη που να στοιχειώνει τη σκέψη τους, ρομάντζα που να ξεσηκώνουν τα πάθη τους, φαντασιώσεις που να τους ανατριχιάζουν το δέρμα. Τέτοια πράγματα. Δηλαδή πράγματα που μοιάζουν με αυτά που ονειρευόμαστε.

Η pulp fiction είναι φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων.

Κι όταν είναι γραμμένη από γερές πένες, τότε μένει στ’ αλήθεια αθάνατη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ