Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 27ο

Μυθιστόρημα - 27ο Μέρος (27/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Μέρος 27ο

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52

Φταίει άραγε που είναι δίπλα μου, κολλητά επάνω μου, ενώ όλος ο κόσμος κυλά ολόγυρά μας χωρίς να μας ακουμπά, έτσι όπως είμαστε προστατευμένοι από το άγγιγμά του σε εκείνο το μικρό καταφύγιο; Φταίει η γλύκα από το μαλλί της γριάς καθώς λιώνει στο στόμα μου και κολλάει στα δάχτυλά μου που τα γλείφω με απόλαυση; Φταίνε τα μάγια που μου έκανε; Γιατί βέβαια όλο και κάτι μαγικό μπορεί να σου κάνει ένας άγγελος. Δεν ξέρω. Πάντως ο πανικός γλίστρησε από μέσα μου σαν ιδρώτας και χάθηκε, πατήθηκε από τα καλοκαιρινά παπούτσια του κόσμου, έσβησε μέσα στις φωνές, τα γέλια και τα μουρμουρητά εκείνων των χαρούμενων ανθρώπων. Τώρα πια μπορώ να βγω από εδώ και να πάω οπουδήποτε. Είμαι καλά, είμαι θεραπευμένη, και θέλω να το απολαύσω.

«Πάμε», του λέω κουνώντας το ξυλάκι μου σαν ραβδί μάγισσας. «Είναι τόσο υπέροχα».

Ξέρω πως δεν θα αντιδράσει σ’ αυτό, και δεν τον κοιτάζω καν. Γιατί ξέρω επίσης πως θα με ακολουθήσει. Έτσι, αφήνω κορδωμένη το οχύρωμά μας και μπαίνω στο ποτάμι του κόσμου. Είμαι μια άλλη, και για όσο θα είμαι μια άλλη θα το απολαμβάνω και θα το πανηγυρίζω.

Με μεγάλη μου έκπληξη, αλλά και ευχαρίστηση, διαπιστώνω πως δεν είναι καν δύσκολο να ελίσσεσαι και να βαδίζεις δίπλα από τα σπίτια με τις ατραξιόν. Απλώς πρέπει να πηγαίνεις με το ρεύμα. Να μην είσαι —πώς να το πω;…— αντιδραστικός. Η ζωή είναι εκεί και σε περιμένει, και η ζωή πάντα είναι μικρότερη από όσο νομίζεις ότι πρέπει να είναι. Νά κάτι που δεν πρέπει να ξεχνώ από εδώ και πέρα.

Κοιτάζω τις επιγραφές πάνω από τις πόρτες με τα θεάματα χαμογελώντας. Κάποιες τις έχω ξαναδεί, και τις θυμάμαι: Οι Καθρέφτες της Αλήθειας. Προβλέψεις και Προφητείες. Το Σπίτι του Τρόμου. Κάποιες άλλες τις βλέπω για πρώτη φορά: Ο Εαυτός σου Αύριο. Η Έβδομη Ήπειρος. Gattaca. Αναμνήσεις από το Μέλλον. Οι επισκέπτες του λούνα-παρκ συνομιλούν μεταξύ τους, αναρωτιούνται, επιχειρηματολογούν, καταλήγουν. Και επιλέγουν ποιο σπίτι θα πρωτοεπισκεφτούν, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προτού διαβούν την πόρτα του. Κι εγώ; Πού να μπω εγώ; Δεν ξέρω. Βασικά, θέλω να μπω σε όλα. Να αρχίσω από αυτό που είναι πιο κοντά μου και να τα πάρω όλα με τη σειρά, μέχρι να πάει αργά μετά τα μεσάνυχτα. Δεν είχα ιδέα μέχρι αυτή τη στιγμή για το πόσο λατρεύω τα λούνα-παρκ. Δεν θυμάμαι καν να έχω επισκεφτεί κανένα τους από τότε που ενηλικιώθηκα, ή καλύτερα από τότε που ήμουν έφηβη. Βγάζω ένα χαρτονόμισμα από την τσάντα μου για να πληρώσω το εισιτήριο. Θέλω να είμαι έτοιμη. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι μικρή. Η ζωή είναι μια μαζούρκα. Και νά που μια μουσική πανηγυριού, μια φαμφάρα, κυλάει πάνω από το κεφάλι μας, δοξαστική και πολύχρωμη, ξεχύνοντας τις νότες της μέσα από τα μικρά ηχεία που είναι κρεμασμένα παντού, σε τοίχους και στύλους.

Περικυκλωμένη από ανθρώπους ντυμένους τα καλοκαιρινά καλά τους, ιδρωμένους αλλά χαμογελαστούς και γεμάτους ενθουσιασμό, γλιστρώ ανάμεσά τους κρατώντας με το ένα χέρι πάνω στο κεφάλι μου τη ρεπούμπλικά μου για να μη μου πέσει και τη χάσω — δεν θέλω ούτε πρέπει να τη χάσω, την αντάλλαξα μόλις προ ολίγου με το καλύτερο ψαθάκι που είχα ποτέ. Πέφτω πάνω σε μια οικογένεια που προσπαθεί να διασχίσει κάθετα τον δρόμο για να πάει σε ένα κιόσκι όπου πουλάνε χοτ-ντογκ και πατάτες τηγανητές, και σχεδόν αγκαλιάζομαι με τον άντρα, και πατέρα, και γελάμε όλοι μαζί, σαστισμένοι μόνο για λίγες στιγμές — αν και εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία και μου έσφιξε για μισό δευτερόλεπτο τα μπράτσα καθώς ξεκολλούσαμε ο ένας από τον άλλο… δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε η διακριτική κίνησή του. Περισσότερο από παραβίαση του σώματός μου, ήταν μια ενθαρρυντική δήλωση: Είσαι όμορφη. Μου αρέσεις. Καλή συνέχεια, θα σε σκέφτομαι… Προχωρώ πιο πέρα ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση από αυτούς και χώνομαι σε έναν από τους κάθετους προς το παραλιακό μέτωπο δρόμους. Αυτοί είναι όλοι τους λίγο στενότεροι, αλλά με εξίσου πολύ κόσμο με τους κύριους δρόμους της χαρούμενης ξύλινης πολιτείας. Εδώ τα σπίτια με τις ατραξιόν είτε δεν έχουν καθόλου πόρτες, είτε έχουν εξόδους, και όχι εισόδους. Λογικό. Στρίβω πάλι δύο φορές και μπαίνω σε έναν ακόμη κύριο δρόμο, παράλληλο με τον προηγούμενο. Ακόμη περισσότερος κόσμος, ακόμη περισσότερο στριμωξίδι. Όμως δεν με πειράζει. Αρκεί να αποφασίσω επιτέλους να μπω κάπου. Θέλω να μου αποκαλυφθεί η μαγεία. Είμαι εθισμένη στη μαγεία. Από χθες. Το σκέφτομαι λιγάκι, και κοιτάζω το ρολόι μου.Θεέ μου! Είναι δέκα και δέκα ακριβώς. Η ώρα που τα ρολόγια χαμογελούν. Τα ρολόγια με δείκτες. Δέκα και δέκα: χαμογελάκι. Η αγαπημένη ώρα των διαφημιστών κάθεμάρκας ρολογιού με δείκτες.

Κοίτα να δεις. Είναι δέκα και δέκα ακριβώς.

Πέρασαν τριάντα έξι ώρες από την ώρα που ξαναγεννήθηκα.

Γυρίζω προς το μέρος του Ισμαήλ για να τον δω και να του το πω. Είναι μιάμιση μέρα τώρα που με έσωσες. Μιάμιση μέρα τώρα που είμαστε μαζί, εσύ κι εγώ. Φύλακα-άγγελέ μου.

Ο Ισμαήλ δεν είναι εκεί.

Με έναν περίεργο τρόπο, αισθάνομαι πως πρέπει να θορυβηθώ, μα πως, ταυτόχρονα, δεν πρέπει. Επειδή δεν χρειάζεται. Κάπου εδώ θα είναι, και θα με βλέπει εκείνος. Οι άγγελοι που μας προστατεύουν δεν είναι ορατοί πάντα. Για την ακρίβεια, σπανίως τούς βλέπει κανείς. Αλλιώς θα το ξέραμε, και θα μιλούσαμε όλο γι’ αυτούς. Όμως όχι, είναι κρυμμένοι πίσω από τις σκιές και τις λάμψεις της ζωής: κάπου μέσα στην καρδιά μας. Αν ήταν φανεροί, θα έμοιαζαν περισσότερο με αστυνομία και δικαστές. Και δεν θα τους είχαμε, άρα, ανάγκη πια, θα μας ήταν βάρος. Ωστόσο, μολονότι κρυμμένοι, είναι εκεί. Είναι εδώ.

«Δεν φοβάμαι», ψιθυρίζω, και σαν να ακούω μέσα μου τον Ισμαήλ να μου ψιθυρίζει ενθαρρυντικά, συσπώντας ανεπαίσθητα έναν μυ στο πλατύ, καθαρό μέτωπό του.

Κάνοντας να συνεχίσω τον δρόμο μου, πέφτω επάνω σε μια άλλη παρέα, γελάμε όλοι μαζί, ξεκολλάμε ζητώντας συγγνώμες, και αμέσως μετά χτυπάω με όλη μου τη δύναμη πάνω σε έναν νεαρό που φοράει ένα κιτρινωπό κοντομάνικο πουκάμισο. Κρατάει ένα χαρτονένιο πιατάκι με κάτι που τρώει μέσα, κι όπως προσπαθεί κι εκείνος να μην πέσει επάνω μου, το πιατάκι αναποδογυρίζει από τα χέρια του και αδειάζει όλο το περιεχόμενό του στο παντελόνι του, πριν καταλήξει με ένα γκελ ακόμα στο έδαφος. Καταστροφή.

«Ω Θεέ μου», του λέω, «συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη, εγώ φταίω. Δεν σας είδα».

Ο νεαρός κοιτάζει το παντελόνι του, μένοντας με ένα πλαστικό πιρουνάκι στο ένα χέρι, και μια χαρτοπετσέτα στο άλλο. Τα έχει χάσει, σαστίζει μπροστά στη ζημιά, αλλά τελικά κοιτάζει προς το μέρος μου, μου χαμογελά κάπως σφιγμένα και ανασηκώνει τους ώμους.

«Μικρό το κακό», μου λέει. «Έχω φάει και καλύτερη πατατοσαλάτα. Και βασικά δεν νομίζω να έχω φάει χειρότερη. Δεν ξέρω καν αν είναι πράγματι πατατοσαλάτα».

Γελάω, αν και το ξέρω πως, παρά το αστείο του, δεν πρέπει. Είναι ντροπή. Μπορεί μεν να αυτοσαρκάζεται για να με κάνει να μη νιώσω περισσότερο άσχημα από όσο ήδη νιώθω, αλλά ο άνθρωπος έγινε στ’ αλήθεια χάλια. Ωστόσο δεν τα καταφέρνω να σταματήσω το γέλιο μου. Και, ακριβώς επειδή προσπαθώ να το καταπνίξω, ξεσπάει αυθόρμητο από μέσα μου, κάνοντάς με να σκύψω προς τα μπροστά κρατώντας την κοιλιά μου από τα γέλια.

«Συγγνώμη…» του λέω πάλι, αυτή τη φορά με πραγματική δυσκολία. «Συγγνώμη, περνάω μία περίοδο πολύ έντονου στρες, και αλλαγών, και…» —μα γιατί τού τα λέω αυτά;— «…μεγάλων αλλαγών, πώς να σας το πω… κατακλυσμιαίων αλλαγών, και…» Ό,τι θέλω θα λέω. Σε όποιον θέλω, όποτε θέλω. Είμαι ελεύθερη. «Και τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, αν και αυτό ακριβώς κάνω, νομίζω πως τα νεύρα μου είναι τεντωμένα πάνω από το κανονικό, εννοώ πολύ πάνω, και δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ωστόσο…»

Ο νεαρός σκουπίζει το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα. Με κοιτάει σαν να έπεσα από το φεγγάρι, ή ιδέα μου είναι;

«Ωστόσο;…» λέει.

«Ωστόσο το είπατε και χαριτωμένα», ομολογώ. «Αστεία. Αυτό».

Χαμογελάει πλατιά.Έχει δυο λακκάκια στα μάγουλα. Ίσως και μερικές φακίδες.

«Ευχαριστώ», λέει μόνο.

«“Ευχαριστώ”». Τον κοροϊδεύω λιγάκι. «Έχετε γεμίσει πατατοσαλάτα το παντελόνι σας. Και μάλιστα πολύ δεύτερης ποιότητας. Οπότε», λέω και σταματώ. Γύρω μας, ο κόσμος συνεχίζει να περπατά συζητώντας και βρίσκοντας πολύ χαριτωμένα και ενδιαφέροντα όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. «Οπότε», ξαναλέω, «θα σας κεράσω κάτι καλύτερο. Για να επανορθώσω».

Τα μάγουλά του κοκκινίζουν. Το φως από τους διάσπαρτους προβολείς, τα κρεμασμένα λαμπιόνια και τις λυχνίες έξω από τα κιόσκια δεν είναι ακριβώς εκτυφλωτικό, αλλά δεν είναι και λίγο. Φαίνεται κατακάθαρα πως κοκκινίζει σαν παιδί. Είναι όμορφος, και του πάει.

«Προς… προς Θεού», λέει. «Δεν είναι ανάγκη».

Και κοκκινίζει κι άλλο. Κάποιον μού θυμίζει. Ή, πιο σωστά: κάποιαν. Κάποιαν που είχε βαρεθεί να ντρέπεται και να κοκκινίζει μια ζωή.

«Όχι», του λέω. Μιλάω με έναν άντρα που φορά ένα κιτρινωπό κοντομάνικο πουκάμισο και πιστεύει για τον εαυτό του ότι δεν είναι τίποτε σπουδαίο, τίποτε πραγματικά ξεχωριστό, ότι είναι μέτριος, χλιαρός. Όπως εκείνη η κάποια. «Επιμένω. Εκτός αν έχετε κάποια δουλειά».

«Δουλειά;…»

Σωστά. Τι δουλειά; Είμαστε σε λούνα-παρκ, σε εποχή διακοπών. Είναι καλοκαίρι, κι αυτό εδώ είναι ένα παραθεριστικό χωριό. Τι δουλειά μπορεί να έχει ο άνθρωπος του Θεού;

«Εννοώ… αν έχετε να δείτε κάποιον, να… να βρεθείτε με την παρέα σας».

«Είμαι μόνος μου βασικά, αλλά…»

«Τότε έκλεισε», αποφασίζω.

Είναι ωραίο να έχεις εσύ το πάνω χέρι. Αναζωογονητικό. Και είναι απολύτως ρεαλιστικό το γεγονός να είναι μόνος του αυτός ο συγκεκριμένος άντρας εδώ. Δεν έχουμε όλοι παρέες. Δεν μπορούμε να τις αντέξουμε. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Κάποιοι ήρθαμε εδώ για να υποφέρουμε τη ζωή μόνοι. Άλλοι την υποφέρουν ανά ζεύγη.

«Δεν θα δεχτώ αντιρρήσεις», τον προειδοποιώ, και τον βλέπω να τα χάνει κι άλλο. «Απλώς», λέω για να τον ηρεμήσω λιγάκι, «επειδή ήρθα μόλις εδώ στο πάρκο, ή ό,τι είναι τέλος πάντων, δεν ξέρω καλά τα κατατόπια».

Το θύμα μου μπερδεύει το χαμόγελό του και προσπαθεί κάτι να κάνει με το πλαστικό πιρούνι που κρατάει ακόμη στο χέρι του. Μοιάζει λίγο σαν να διευθύνει μία αόρατη ορχήστρα σερβίτσιων.

«Αλήθεια όμως δεν είναι ανάγκη», λέει τελικά.

Θεέ μου, πάψε πια να επιμένεις. Κόψ’ το αυτό το τροπάρι. Τι άνθρωπος είσαι;

Όχι, μη μου απαντήσεις σ’ αυτό. Μην το κάνεις.

«Αυτό θα το αποφασίσω εγώ», του λέω τελικά, με περισσότερη έπαρση από όση χρειάζεται.

Ή μήπως δεν πρέπει να έχει μέτρο ούτε η έπαρση; Είναι κάτι που πρέπει να σκεφτώ αργότερα. Είναι τόσο πολλά αυτά που πρέπει να σκεφτώ! Είμαι τραγικά καινούργια σ’ αυτό το παιχνίδι της ισχύος ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες — ανάμεσα στους ανθρώπους. Ένα παιχνίδι που, αν δεν σε απορρίψει εξαρχής, μπορεί να σε συνθλίψει.Αλλά, από την άλλη, έχεις και κάποιες πιθανότητες να το κερδίσεις, έτσι και δεν φοβηθείς τους κανόνες του.

«Μαίρη», του λέω. «Μαίρη».

«Χαίρω πολύ», λέει.

«Μόνο αυτό;»

«Έεε… Οράτιος».

«Οράτιος;»

«Οράτιος, ναι…»

Το πιπιλάω λιγάκι στο στόμα μου.

«Καλώς», καταλήγω. «Οπότε πάμε, τι καθόμαστε; Έχει ένα σωρό κιόσκια εδώ πέρα που πουλάνε φαγητό. Δεν θα είναι όλα για πέταμα. Κοίτα τους όλους πώς τρώνε, Οράτιε. Έλα, πάμε να βρούμε το καλύτερο».

«Πώς θα… πώς θα το βρούμε;» ρωτάει.

Δεν έχω κάτι να του απαντήσω εδώ, οπότε απλώς τον αρπάζω από το μπράτσο και τον τραβάω για να διασχίσουμε το ποτάμι των ανθρώπων, κάτι που πια μού έχει γίνει δεύτερη φύση. Με ακολουθεί γιατί τα ’χει χαμένα, γιατί είμαι πιο δυνατή από αυτόν, και γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αλλά και γιατί κατά βάθος ξέρει πως ό,τι γίνεται, γίνεται και για το δικό του καλό. Δεν είναι σοφό να γυρίζουμε την πλάτη στο καλό που μας περιμένει. Εγώ έκανα μια ολόκληρη ζωή για να το καταλάβω. Και δεν πρόκειται να το ξεχάσω πια.

Τη στιγμή που βρισκόμαστε δίπλα στη σειρά με τα κιόσκια, ένα ζευγάρι αφήνει τα ψηλά ξύλινα σκαμπό του και φεύγει πιασμένο αγκαλιά, ενώ η γυναίκα ξεκαρδίζεται με κάτι που λένε. Αφήνω το θύμα μου και αρπάζω τα σκαμπό σαν να είναι λάφυρο που δεν θα αφήσω κανέναν συμπολεμιστή από το πειρατικό μου να μου πάρει από τα χέρια.

«Κάτσε», του λέω. Είναι ώρα να αφήσουμε τις ευγένειες και τους τύπους.

Κάθεται χωρίς πολλά-πολλά, εξακολουθώντας να κρατάει το πιρούνι του και τη μαδημένη χαρτοπετσέτα. Χαμογελάω βλέποντάς το και στρέφομαι προς τον πωλητή. Δεν έχει φαγητά πάνω στον πάγκο του. Έχει μόνο μεγάλα χάρτινα ποτήρια μπίρας. Οh là là!

«Δεν θα φάμε», γυρίζω και λέω στο θύμα μου. «Θα πιούμε».

Με κοιτάζει προσπαθώντας να σχηματίσει ακόμη ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Δεν του βγαίνει. Το μόνο που καταφέρνει είναι να τονίσει τα λακκάκια στα μάγουλά του.

«Δύο, παρακαλώ», λέω στον χοντρό άντρα με τη μακριά γενειάδα που κρατάει το κιόσκι. Έχει πολλά τατουάζ στα χέρια, καθώς και στη βάση του λαιμού του. Ίσως και σε όλο του το σώμα.

Σουφρώνει τα χείλια και κάνει ένα νόημα με το κεφάλι, σαν να άκουσε μόλις από τα χείλη μου μια πολύ σοφή κουβέντα, και μας γεμίζει με γρήγορες, ζυγισμένες κινήσεις δύο ποτήρια από ένα κοντόχοντρο ανοξείδωτο βαρέλι, κόβοντας τον αφρό που ξεχειλίζει με ένα ξυλάκι παγωτού. Τις αφήνει μπροστά μας, στον πάγκο, που είναι υγρός. Μέχρι προχθές, αυτό θα με έκανε να νιώθω άβολα. Αλλά όχι τώρα. Όχι τώρα. Τώρα μού αρέσει.

Πιάνω το ποτήρι μου και το υψώνω προς το μέρος του τροπαίου μου. Μέχρι πριν λίγο θα με πείραζε που δεν είναι και ο Ισμαήλ μαζί μου, που δεν τον βλέπω, που δεν ξέρω αν ή από πού με παρατηρεί φυλώντας τα νώτα μου. Αλλά όχι τώρα. Όχι τώρα.Τώρα μού αρέσει.

Χαμογελώ στον νέο μου φίλο, αυτόν τον μέτριο, τον χλιαρό άντρα με τα λακκάκια και τις φακίδες και το πλαστικό πιρουνάκι στο χέρι,το κιτρινωπό κοντομάνικο πουκάμισο και το λερωμένο με άνοστη πατατοσαλάτα παντελόνι, που είναι μόνος στις διακοπές του, και που κατά πάσα βεβαιότητα θα είναι μόνος και μετά.

«Στην υγειά μας», του λέω. «Στις καινούργιες αρχές».

Δειλά, όπως τού ταιριάζει, σηκώνει κι αυτός το ποτήρι του και πάει να το τσουγκρίσει με το δικό μου. Από όσο ξέρω, κανείς δεν τσουγκρίζει χάρτινα ή πλαστικά ποτήρια. Αν μη τι άλλο, δεν ακούγεται κανένας ευχάριστος θόρυβος, και βασικά δεν βγαίνει κανένας ήχος απολύτως. Αλλά δεν του λέω όχι, και καταφέρνουμε να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας άτσαλα, χύνοντας αφρό πάνω στα δάχτυλά μας.

«Εις υγείαν», λέει.

Πίνω τη μισή μου μπίρα με μία διαδοχή από μικρές γουλιές, νιώθοντας την ανάσα μου να κόβεται. Ξεδιψάω όσο δεν έχω ξεδιψάσει σε όλη μου τη ζωή. Σαν να είναι κι αυτό μια τέχνη που μαθαίνεται: η τέχνη να ξεδιψάς. Την ίδια στιγμή, το μάτι μου πιάνει μια κίνηση στα δεξιά μου. Μια ιδιαίτερη κίνηση. Μια φιγούρα που την ξέρω. Είναι ο κακοσουλούπωτος σερβιτόρος του παραλιακού καφενείου. Φοράει ένα αρχαίο κοστούμι, τα κυριακάτικά του, αν και εξακολουθεί να είναι λερός και απεριποίητος. Με κοιτάζει καθώς προχωρά, και μου κλείνει το μάτι. Ανατριχιάζω. Και ορκίζομαι μέσα μου πως θα τον ξεχάσω αμέσως — για να μη με διασπάσει από το εδώ και τώρα· και για να μην ανακατευτώ. Και επειδή είναι τόσο τρομακτικός, σαν προφητεία μεγάλου κακού.

«Τι καλή μπίρα!» αναφωνώ ανέμελα στρεφόμενη προς τον νέο μου φίλο. «Δεν είναι;»

Εκείνος ίσα που έχει βρέξει τα χείλια του.

«Τρομερή», λέει.

«Μη μου λες ψέματα, Οράτιε, θα σε μαλώσω», τον προειδοποιώ.

Κοιτάζω πάλι, διακριτικά. Ο σερβιτόρος έφυγε. Τον κατάπιε το πλήθος. Ωραία.

«Και τώρα πιες», λέω, «κανονικά».

Με υπακούει, γιατί έτσι έχει μάθει. Γιατί έτσι είναι προγραμματισμένος. Πόσο σε καταλαβαίνω, μικρέ μου. Να ’ξερες πόσο πολύ σε καταλαβαίνω…

«Λοιπόν;» του λέω πίνοντας άλλη μια γουλιά, έτσι για το καλό. Νιώθω απέραντα ανακουφισμένη. «Δεν μου είπες την ιστορία σου. Πες μου τη».

«Α», κάνει, «την… την ιστορία μου;»

«Ναι». Το μάτι μου πρέπει να παίζει. «Ποιος είσαι, πώς βρέθηκες εδώ, τι κάνεις — όλα αυτά».

«Έεε… Είστε… είσαι σίγουρη; Γιατί δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσα. Στον λόγο μου».

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Μέρος 27ο

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ