Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 26ο

Μυθιστόρημα - 26ο Μέρος (26/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
O Άγγελός της - Μέρος 26ο

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49

Πλένω τα χέρια μου και, καθώς σκουπίζομαι με μερικές χειροπετσέτες, κοιτάζω ξανά το είδωλό μου στον καθρέφτη, αυτή τη φορά κάνοντας δυο βήματα προς τα πίσω. Έχω ώρες να αλλάξω ρούχα από το καταπίστευμα του ξενοδοχείου. Είναι άραγε αυτά που φοράω τώρα κατάλληλα ρούχα για μάχη; Γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει; Η Άννα είναι ντυμένη σαν υπερηρωίδα των κόμικς, οι δύο Τέσλα επίσης, ο Βενιαμίν —μολονότι πρέπει να σκάει με εκείνη τη μακριά καμπαρντίνα— επίσης, η Χελ και Στρομ είναι σκυλιά ή κάτι παρόμοιο οπότε δεν πιάνονται, αλλά εγώ; Με το λινό μου παντελονάκι, την αμάνικη μπλούζα μου, το τσαντάκι που έχω περασμένο χιαστί στους ώμους και τα σανδάλια μου; Για να μην πω για το καπέλο, που έχει χάσει κάθε χρησιμότητα εδώ και ώρες, καθώς δεν υπάρχει ήλιος για να με προστατεύσει.

Τι να κάνω; Να πεταχτώ μέχρι το δωμάτιό μας για να δω τι καλό έχει να μου προσφέρει η μαγική ντουλάπα; Ή όχι;

Νά ποια ερωτηματικά με βασανίζουν. Είμαι χειρότερη ακόμη και από τον Ισμαήλ με το ατσαλάκωτο κοστούμι του. Αν και αυτό —το κουστουμάκι— μοιάζει κάπως με στολή μάχης, αν το καλοσκεφτείς. Τουλάχιστον έχω χαζέψει μερικές τέτοιες χαριτωμένες ταινίες στην τηλεόραση, όπου ο ήρωας εξόντωνε τους αντιπάλους του φορώντας τα γαμπριάτικά του: πολύ κουλ. Αλλά εγώ; Εγώ σίγουρα δεν είμαι ο Τζον Γουίκ…

Ξεφυσάω κοφτά πέντ’-έξι φορές στη σειρά, σαν να γεννάω και να κάνω ωθήσεις, πετάω τις χειροπετσέτες στο ολόαδειο καλάθι δεξιά από τον νιπτήρα και βγαίνω έξω από το μπάνιο. Δεν έχω ιδέα για το πού πάω και τι πρόκειται να γίνει από δω και πέρα, κι αυτό είναι συναρπαστικό και πρωτόγνωρο μαζί. Και με γεμίζει ανατριχίλες. Και φόβο. Πολύ φόβο. Όμως δεν έχω τίποτε να χάσω, και το ξέρω καλά: αυτή εδώ είναι μια ζωή που μου χαρίστηκε· και έχω αποφασίσει να τη ζήσω στα όρια. Αρκετά με τα ημίμετρα.

Λίγο πριν βγω έξω, βλέπω πως πίσω από το μπαρ υπάρχει ένα ράφι με πολλά πακέτα τσιγάρα.

Κοκαλώνω.

«Έι, πουλάτε και τσιγάρα εδώ;» ρωτάω.

Ο μπάρμαν, που είναι πολύ νεαρός —όπως όλοι οι εργαζόμενοι σ’ αυτό το χωριό— και για κάποιον ακατανόητο λόγο φοράει μια ρεπούμπλικα στο κεφάλι, αφήνει το ποτήρι που σκούπιζε και με κοιτάζει.

«Ναι», λέει, «έχουμε άδεια».

«Ωραία, μπράβο», του λέω. «Έχετε και βαριά, να υποθέσω».

«Βαριά;»

«Όχι σαν αυτά», λέω βγάζοντας το μισοάδειο πακέτο μου. «Κάτι πιο… πιο βαρύ».

«Κάτι πιο βαρύ», επαναλαμβάνει ο νεαρός με τη ρεπούμπλικα κοιτώντας προς τα πίσω. «Ναι, έχουμε. Βασικά, νομίζω πως όλα είναι πιο βαριά από τα δικά σας».

«Μάλιστα. Ευχαριστώ». Τον κοιτάω με ένα ύφος που θα ταίριαζε σε υποψήφιο ληστή. «Θα μου διαλέξετε ένα πακέτο;» λέω βραχνά.

«Όποιο θέλω;»

«Ναι».

«Μήπως πουράκια; Σκεφτήκατε να καπνίσετε πουράκια;»

«Είναι βαριά;»

«Υποθέτω πως ναι. Εγώ δεν καπνίζω. Αλλά τέλος πάντων είναι πουράκια».

Το σκέφτομαι λίγο.

«Όχι. Θα πάρω ένα πακέτο κανονικά τσιγάρα».

Ο νεαρός πιάνει ένα κόκκινο πακέτο και το αφήνει μπροστά του, στο πάσο.

«Αυτό», λέει.

«Τέλεια επιλογή», λέω, χωρίς να έχω ιδέα γιατί το είπα.

Πληρώνω με μετρητά για τα τσιγάρα, για τη μακαρονάδα μου και για ό,τι πήραν οι υπόλοιποι και πάω να βγω.

«Ωραίο καπέλο», μου λέει ο νεαρός πίσω από το μπαρ.

Μένω ακίνητη.

«Τα αλλάζουμε;» του λέω.

«Τα καπέλα μας;»

«Ναι».

Ανασηκώνει τους ώμους.

«Ναι, αμέ, γιατί όχι», λέει.

Οπότε έχω καινούργια τσιγάρα πλέον, και καινούργιο καπέλο. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου. Κι όποιος νομίζει ότι έχει πιθανότητες, ας κοπιάσει.

Ξετυλίγω το φουλάρι μου, το δένω γύρω από τη μέση μου σαν ζωνάρι Ισπανού μονομάχου και πάω να συναντήσω την υπόλοιπη συμμορία.

Ο Ισμαήλ με κοιτάζει με ένα νανο-συνοφρύωμα και έναν μικρούλη αναστεναγμό. Του χαμογελάω και του χαϊδεύω το μάγουλο με την ανάστροφη των δαχτύλων μου καθώς περνάω από δίπλα του. Δεν δείχνει να του αρέσει αυτή η ένδειξη οικειότητας. Μάλλον δεν θα την πολυβρήκε του γούστου του. Κρίμα γι’ αυτόν.

Προχωρώ δυο βήματα ακόμη και σκύβω μπροστά από τον αδελφό του.

«Τα ξέρω όλα», του ψιθυρίζω, σιγανά για να μη μας ακούσει κανείς άλλος.

«Ποια;» μου λέει εκείνος το ίδιο σιγανά.

Βάζω το δάχτυλο στα χείλη μου και του κλείνω το μάτι. Σιγά μην του πω.

Ανασηκώνομαι. Όλοι γυρίζουν και με κοιτάνε. Ακόμη και τα σκυλιά.

«Δεν θα πάμε λοιπόν καμιά φορά σ’ αυτό το λούνα-παρκ; Δεν διασκεδάζετε ποτέ σας εσείς;»

Κανείς τους δεν απαντά, μα κάτι σπιθίζει στην ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Μυρίζει μπαρούτι που πρόκειται να σκάσει όπου να ’ναι. Ή να πάρει φωτιά. Ή ό,τι κάνει το μπαρούτι, τέλος πάντων.

Έφτασε η ώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50

Όταν παρκάρουμε τη Φορντ Θάντερμπερντ στον μεγάλο ανοιχτό χώρο στάθμευσης που ανοίγεται πίσω από την περιφραγμένη μικρογραφία πόλης, οι δίδυμοι είναι ήδη εκεί και μας περιμένουν, κρατώντας απαλά από τις αλυσίδες τους τα δύο μαλλιαρά κορίτσια, που μας κοιτούν να βγαίνουμε από τον καρχαρία με τις γλώσσες τους κρεμασμένες έξω και τα μάτια τους να κοιτάνε δεξιά και αριστερά. Με έναν κρότο σαν επιφώνημα ηφαιστείου, η διπλή εξάτμιση της Χάρλεϊ ξερνάει ακόμη δύο τολύπες καπνού πίσω από ένα φορτηγάκι, για να βήξει ακόμη μία φορά πριν ηρεμήσει για την ώρα. Η Άννα την κλειδώνει και αφιππεύει, σαν αμαζόνα της Άγριας Δύσης. Δεν είναι μία γυναίκα που τη θέλεις αντίπαλό σου. Ενόσω ο Ισμαήλ στρώνει δίπλα μου το σακάκι του και τον γιακά του ατσαλάκωτου πουκαμίσου του, ψάχνω τον Βενιαμίν — αλλά δεν τον βρίσκω. Γιατί δεν είναι εδώ; Φυσικά δεν έχασε τη διαδρομή. Ή μήπως δεν πήρε το αυτοκίνητό του μαζί; Κι αν όχι, γιατί; Γιατί να έρθει με τα πόδια;

Ή μήπως δεν περπάτησε για να έρθει;

Η ερώτηση έρχεται ουρανοκατέβατη στο μυαλό μου και με κάνει να κοιτάξω ψηλά. Υπάρχουν πολλά εκεί πάνω που μπορεί να είναι οτιδήποτε. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν πρέπει να σκέφτομαι πράγματα που με αποπροσανατολίζουν, πράγματα που με αναγκάζουν να αναπνέω κοφτά και κάνουν το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Πρέπει να μείνω συγκεντρωμένη στον στόχο μου. Στον στόχο μας.

Δεν πρέπει να αναπνέω κοφτά και να ανατριχιάζω. Ούτε να δαγκώνω τα χείλη μου και να σφίγγω με μανία τα δάχτυλά μου.

«Ηρέμησε».

Με τα χείλη σφιγμένα, ο Ισμαήλ με κοιτά σαν να είμαστε σε κηδεία απόστρατου αξιωματικού.

«Ήρεμη είμαι».

«Δεν είσαι».

«Μη φοβάσαι. Δεν είναι αυτό που νομίζεις».

Μου έρχεται να γελάσω. Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Αχ, καημένε μου Ισμαήλ, είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να νομίζεις. Μα είσαι τόσο αγαθός για να καταλάβεις οτιδήποτε.

Γυρίζω και τον κοιτάζω, και του χαμογελώ. Εύχομαι να φορούσα ένα κατακόκκινο κραγιόν και να του το κολλούσα όλο στα χείλια. Πώς θα το δεχόταν άραγε;

Α, δεν δίνω δεκάρα για το πώς θα το δεχόταν αυτός. Αρκεί που θα το έκανα εγώ. Μα τι κρίμα όμως. Δεν φοράω κατακόκκινο κραγιόν. Βασικά, δεν φοράω πια κανένα κραγιόν.

Τον κοιτάζω ξανά.

Δεν βαριέσαι.

Φτάνω κοντά του, σηκώνομαι στις μύτες των σανδαλιών μου και τον φιλάω αρπάζοντας το πρόσωπό του στα χέρια μου και τραβώντας όλο του το κεφάλι προς το μέρος μου. Το κορμί του παγώνει πάνω στο δικό μου, οι μύες του ατσαλώνουν, τα μάγουλά του αρπάζουν φωτιά και τα χείλη του παγώνουν. Θεέ μου, Ισμαήλ.

Θεέ μου.

Του έκοψα την ανάσα, και εκείνος έκοψε τη δική μου. Τα ήθελα και τα δυο, και τα κέρδισα και τα δυο. Και τώρα —μα πόσο γλυκός— με κοιτά λες και κατέβηκα από τον ουρανό φορώντας την πανοπλία μου, με δυο φτερά καρφωμένα στην πλάτη και ένα φλεγόμενο σπαθί στο χέρι.

Είναι αλαφιασμένος. Είναι ξαφνιασμένος. Είναι όμορφος.

Είναι ο φύλακας-άγγελός μου.

«Πάμε».

Γυρίζω απότομα και βλέπω τον Βενιαμίν να βγαίνει μέσα από τις σκιές. Τα μαλλιά του είναι αναστατωμένα, και τα μάτια του γεμάτα υγρασία. Στην καμπαρντίνα του σχεδόν μπορώ να δω τα σημάδια από τα χάδια ενός νυχτερινού σύννεφου.

Αναπνέω κοφτά. Ανατριχιάζω.Δαγκώνω τα χείλη μου και σφίγγω με μανία τα δάχτυλά μου.

«Πάμε», ξαναλέει.

Και λέω μέσα μου, Ναι, πάμε, ναι. Ό,τι πεις εσύ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51

Το βραδάκι όλος ο κόσμος θα μαζευτεί εδώ.

Δεν είχε άδικο τελικά ο φρικτός εκείνος σερβιτόρος, ταβερνιάρης, ή ό,τι ήταν τέλος πάντων. Όλος ο κόσμος είναι μαζεμένος εδώ. Οι δρόμοι της μικρής αυτής πολιτείας με τα ξύλινα σπίτια και την κεντρική πλατεία με τα κιόσκια και το καρουζέλ είναι γεμάτοι. Σχεδόν δεν μπορείς να προχωρήσεις. Οι επισκέπτες του λούνα-παρκ είναι τόσο πολλοί, που μου κόβεται η ανάσα. Ακόμη περισσότεροι από όσους πλημμύριζαν τον παραλιακό δρόμο του χωριού. Ακόμη και αυτή η μικρή γωνιά της γης —ποιος να το ’λεγε— είναι ένας τόπος που δεν έχει φτιαχτεί για μένα, και για όλους όσους είναι γεννημένοι σαν κι εμένα. Κάποιοι απλώς δεν ανήκουμε πουθενά, και πρέπει πάντα να προσπαθούμε λίγο περισσότερο. Ή και πολύ. Όμως δεν έχω δικαιολογίες. Πρέπει να βρω το κουράγιο, πρέπει να βρω τον τρόπο και να το ξεπεράσω. Έτσι και τα χάσω, έτσι και νιώσω την καρδιά μου να τρέμει και να χάνει τον ρυθμό της, όλα θα έχουν πάει στράφι.

Γιατί το ξέρω κι εγώ, όπως το ξέρουν και όλοι οι άλλοι. Όλοι: ο Ισμαήλ, ο Βενιαμίν, οι αδελφοί Τέσλα, η Άννα, ακόμη και οι δύο Τσέχοι που πια οσμίζονται αφηνιασμένα τον αέρα και το έδαφος, σαν τρελοί.

Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει τώρα, εδώ. Στο λούνα-παρκ. Σ’ αυτή τη μικροσκοπική πολιτεία με τα ξύλινα σπίτια που μόλις σήμερα το πρωί ξαναβάφτηκαν και επιδιορθώθηκαν.

Δεν ζούμε μέσα σε μία μεγάλη, άπλετη, δαιδαλώδη αφήγηση. Τα πάντα εδώ είναι συμπυκνωμένα. Αν ήμασταν βιβλίο, θα μπορούσες να μας διαβάσεις μέσα σε δύο απογεύματα.

Καθώς προχωρώ, παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να θυμηθώ πώς πρέπει να οργανώσω την αναπνοή μου για να κατεβάσω τον δείκτη του άγχους, που ξαφνικά αρχίζει και καλπάζει προς τα πάνω. Εισπνοή σε ένα στάδιο και εκπνοή σε τέσσερα; Σε τρία; Σε παραπάνω; Δεν θυμάμαι τίποτε. Οπότε κάνω ένα κόλπο. Καταπίνω μπόλικο-μπόλικο αέρα, κλείνω το στόμα μου, κρατάω την ανάσα μου, κι όταν είναι να σκάσω ξεφυσάω από τα χείλη όπως όταν φουσκώνουμε ένα μπαλόνι. Δική μου επινόηση, της στιγμής.

Αλλά δεν πιάνει.

Αρπάζω με όλη μου τη δύναμη τον Ισμαήλ από το μπράτσο και τον σταματώ.

«Θα με πιάσει κρίση πανικού», του λέω.

Με κοιτάζει.

«Καλώς. Πάμε να φύγουμε από δω», λέει.

«Δεν είσαι καλά!» Θεέ μου, έπρεπε να το περιμένω. «Δεν είσαι καλά, Ισμαήλ. Τι είναι αυτά που λες; Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά. Θα μου περάσει».

«Κι αν δεν σου περάσει;»

Ανασηκώνω τους ώμους.

«Θα δω τι θα κάνω». Παίρνω άλλη μία σειρά από λάθος ανάσες. «Είναι πολύ επικίνδυνος αυτός ο τύπος που ψάχνουμε;» ρωτάω μετά, ξεφυσώντας. «Πάρα πολύ επικίνδυνος;»

Ο Ισμαήλ δεν απαντά, αλλά μια απειροελάχιστα μικρούλα ρυτίδα στο μέτωπό του συσπάται κάπως. Πράγμα που εκλαμβάνω σαν, Ναι, είναι, το ξέρεις, τον είδες, γιατί ρωτάς;

«Τότε», του λέω, «μάλλον δεν θα υπάρχει λόγος να ανησυχώ για την κρίση πανικού μου. Σωστά; Θα έχω μεγαλύτερους κινδύνους να αντιμετωπίσω».

«Ήταν προσπάθεια για χιούμορ αυτό;»

Νομίζω πως αυτό ήταν ειρωνεία, ή σαρκασμός, αλλά δεν του το λέω. Αν μη τι άλλο, μου απάντησε όπως θα του απαντούσα κι εγώ. Ενηλικιώνεται σιγά-σιγά.

Όπως κι εγώ.

Παίρνω άλλη μια βαθιά ανάσα, πασχίζοντας να επικεντρωθώ σ’ αυτήν και όχι στον κόσμο που με κυκλώνει με τη μάζα και τις φωνές του και μου βαραίνει το στήθος — αλλά ούτε και σε εκείνον τον διάβολο που ήρθαμε να κυνηγήσουμε πριν να μας κυνηγήσει εκείνος.

Και τότε το πιάνει το μάτι μου.

«Μαλλί της γριάς!» φωνάζω, ενώ δύο περαστικοί περνούν ανάμεσά μας χωρίς καν να το καταλάβουν, λες και είμαστε αόρατοι. Ξαφνιάζομαι και η ίδια από τη φωνή μου. Μοιάζει κοριτσίστικη, παιδική, σαν να την έχεις λειάνει με μια λίμα νυχιών και να της έχεις αφήσει σημάδια.

Ο Ισμαήλ κοιτάζει εκεί που προσπαθώ να του δείξω. Βρισκόμαστε σε οπτική επαφή με το καρουζέλ, αλλά αρκετά μακριά από τον θόρυβο και τα γέλια των παιδιών που στριφογυρίζουν καβάλα στα πολύχρωμα αλογάκια.

«Έχει κενό πίσω από τον πάγκο», λέει. «Πάμε».

Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί, και διασχίζουμε το πλήθος που στριμώχνεται διαρκώς γύρω μας, μοιάζοντας να πολλαπλασιάζεται με κάθε στιγμή που περνάει. Το κάναμε και στον παραλιακό δρόμο αυτό, αλλά τότε ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερος. Εδώ είναι πολλοί. Πραγματικά πολλοί. Εδώ είναι όλοι. Και γίνονται διαρκώς ολοένα και περισσότεροι.

Ωστόσο φτάνουμε, και ο Ισμαήλ σχεδόν με σπρώχνει στο πλάι του πάγκου. Η κατασκευή ανάμεσα στα κιόσκια που πουλάνε σνακ, φαγητό στο χέρι, παιχνίδια και αναμνηστικά μοιάζει με υπόστεγο και έχει ένα κενό σαν φωλιά. Ο άγγελός μου έχει μάτια αετού. Κολλάω επάνω του και τον αγκαλιάζω, με το μάγουλό μου στο στήθος του. Ίσως θέλω να κλάψω λιγάκι. Ή απλώς να κάτσω έτσι και να τον αγκαλιάζω. Ή και τα δύο. Όμως αν τον αγκαλιάζω δεν θα χρειάζεται να κλαίω.

Θα μείνεις για πάντα μαζί μου; Θέλεις να γίνουμε ζευγάρι; Να μεγαλώσουμε μαζί; Να είμαστε ο ένας το παιδί του άλλου και να μας φροντίζουμε;

Οι λέξεις στριφογυρνάνε στο μυαλό μου και σχεδόν είμαι έτοιμη να τις πω, κι ας τον κάνω να σφίξει πάλι όλους τους μυς του λες και είναι φτιαγμένος από ελαστικό μέταλλο.

Όμως όχι, δεν θα του πω τίποτε. Θα τον αφήσω να καταλάβει μόνος του. Δεν είναι αγοράκι. Είναι ολόκληρος άντρας.

«Και τι άντρας», λέω κοιτώντας τον στα μάτια, ενώ εκείνος κατοπτεύει το πλήθος.

«Τι;»

«Τίποτα».

Θέλω να γελάσω μ’ αυτό το τίποτα, αλλά ξέρω πόσο λάθος θα ήταν. Όπως ξέρω επίσης πως όλα αυτά —ίσως ακόμα και η υποτιθέμενη κρίση πανικού— δεν είναι άλλο από αντιδράσεις στον πραγματικό, με σάρκα και οστά, θανάσιμο κίνδυνο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε εδώ.

Και τότε το σκέφτομαι καλύτερα.

Θανάσιμο.

Κάποιοι από όλους μας μπορεί να μην τα καταφέρουν. Ακόμη περισσότερο: το ξέρω πια. Κάτι μέσα μου ξέρει καλά, από τώρα, δεν ξέρω πώς και γιατί, αυτό που είναι να γίνει: θα έχουμε θύματα στις τάξεις μας.

«Ισμαήλ», λέω, και τον σφίγγω ακόμη περισσότερο.

Στρέφω το βλέμμα μου και τον κοιτάζω. Μου το ανταποδίδει.

«Να προσέχεις, σε παρακαλώ. Τι θα κάνω χωρίς εσένα;»

Κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι. Με ξεκολλάει από πάνω του και απομακρύνεται δυο βήματα από τη μικρή, στενή φωλίτσα μας. Και μου παίρνει ένα μαλλί της γριάς.

O Άγγελός της - Μέρος 26ο

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ