Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 16ο

Μυθιστόρημα - 16ο Μέρος (16/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29

Ισμαήλ;

Ποιος Ισμαήλ; Γιατί Ισμαήλ;

Ανοίγω τα μάτια και τον κοιτάζω. Το βλέμμα του —γελαστό, παιχνιδιάρικο, μισοειρωνικό— είναι καρφωμένο στον άγγελό μου. Και ο άγγελός μου του το αντιγυρίζει. Έπειτα ο Βλαντιμίρ ξεσταυρώνει τα χέρια και τον δείχνει με το δάχτυλο. Είναι κάτι σαν χειραψία. Αλλά δεν είναι κιόλας.

Η καρδιά μου θα σπάσει. Από τα πάντα. Και από ζήλια. Νομίζω κυρίως από ζήλια.

Ο Ισμαήλ καθαρίζει τον λαιμό του. Κάτι που δεν έκανε ούτε καν όταν μού πρωτομίλησε.

«Βενιαμίν», λέει.

Τι; Βενιαμίν; Τι Βενιαμίν; Γιατί Βενιαμίν;

Ο Βλαντιμίρ κουνάει πάνω-κάτω το μπράτσο του, με τον δείκτη πάντα τεντωμένο. Όλο του το πρόσωπο είναι φωτισμένο από χαρά,τα γαλάζια μάτια του πετάνε σπίθες, αλλά εκείνο το πονηρό-αγορίστικο ύφος, εκείνη η αψάδα της ειρωνείας, δεν λέει να φύγει. Ο Ντέιβ Μπρούμπεκ και η ορχήστρα του παίζουν πιο σιγά τώρα. Σαν να κρυφακούν κι αυτοί. Κάποιος χαϊδεύει απαλά τα ντραμς.

«Ήρθες κρυφά», λέει ο Βλαντιμίρ-Βενιαμίν. «Αλλά ήρθες, μπαγάσα».

Μπαγάσα;

Δεν έχει καταργηθεί αυτή η λέξη; Δεν είναι παλιά; Ίσως αρχαία; Ή έστω μεσαιωνική;

Ο Ισμαήλ μοιάζει να κοκκινίζει. Δεν έχει απλώσει το χέρι του, δεν έχει κινηθεί καν, το ύφος του είναι ανεξιχνίαστο και ούτε μισός μυς δεν παίζει στο πρόσωπό του, όπως άλλωστε το συνηθίζει, αλλά μοιάζει να έχει κοκκινίσει. Ποιος θα το ’λεγε; Ποιος; Για όνομα του καλού Θεού.

Τους κοιτάζω και τους δυο. Μια τον έναν και μια τον άλλον. Και ξαφνικά θυμάμαι τον τρόπο που επικοινωνούσαμε μέχρι τώρα με τον άγγελό μου: ο ήχος από το στόμα του δεν ταξίδευε ανάμεσά μας χάνοντας τον χρόνο του· ακουγόταν απευθείας μέσα στο κεφάλι μου. Μέχρι τώρα;… Ή μήπως όχι; Ή μήπως κάποια στιγμή άλλαξε όλο αυτό, το θαύμα πέρασε, κουράστηκε, και πια τον άκουγα κανονικά; Δεν έχω ιδέα, δεν πρόσεχα, είχα αλλού το μυαλό μου. Όπως με ένα παλιό ψυγείο που κάνει θόρυβο: σε ενοχλεί όσο το ακούς, αλλά δεν καταλαβαίνεις πότε παύει να μουγκρίζει το μοτέρ του. Δεν ξέρω τι έγινε και πότε, πάντως τώρα ο Ισμαήλ ακούστηκε όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Έστω, καθώς έλεγε εκείνη τη μία λέξη. Είμαι σίγουρη. Ακούστηκε όπως ακριβώς και ο σωσίας του Βλαντιμίρ. Ο Βενιαμίν.

Τι συμβαίνει;

Τι στο καλό συμβαίνει;…

Κάθομαι όσο πιο πίσω μπορώ στην καρέκλα μου, σαν να χαϊδεύω κι εγώ τα ντραμς μου, όσο πιο διακριτικά και πιο ήσυχα μπορώ. Ξαφνικά, θέλω να γίνω αόρατη. Ξαφνικά, λαχταράω να ήμουν αόρατη. Και να καθόμουν εκεί, σε μια γωνιά, βλέποντάς τους. Τον Ισμαήλ. Και τον… τον Βενιαμίν.

Τι συμβαίνει;

Τι στο καλό συμβαίνει;…

Όμως νά που δεν είμαι αόρατη. Και ο σωσίας του ήρωά μου με βλέπει —με έχει δει, φυσικά, από την πρώτη στιγμή— και γυρνά προς το μέρος μου. Ανατριχιάζω ολόκληρη. Ανατριχιάζει επάνω μου οτιδήποτε μπορεί να ανατριχιάσει — και κάποια επιπλέον πράγματα, που γενικά δεν ανατριχιάζουν υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά αυτές εδώ οι συνθήκες δεν είναι κανονικές: είναι ο ορισμός τού μη κανονικού. Και στο μεταξύ ο Βενιαμίν με κοιτά με εκείνο το χαμόγελό του —μικρό, ειρωνικό, ακαταμάχητο, πανέμορφο, δικό του— και γέρνει λίγο ακόμη προς τα δεξιά, ενώ τα μαλλιά του ακολουθούν την κλίση του κεφαλιού του σαν να έχουν δική τους ζωή.

«Δεν θα μας συστήσεις;» λέει κοιτώντας μεν εμένα, αλλά απευθυνόμενος στον άγγελό μου, και τον κοιτάζω σαν να ξεστόμισε μόλις τη θανατική μου καταδίκη.

Και μετά κοιτώ τον Ισμαήλ, που στέκεται πεισματικά ακίνητος και αμίλητος, σαν παγοκολόνα — έστω: σαν την πιο όμορφη, πιο αισθαντική παγοκολόνα του κόσμου.

«Η Μαίρη», λέει μόνο, λες και κουβαλάει ένα δεμάτι ξύλα. Η Μαίρη. Και μετά, επιβεβαιώνοντας το όνομα του παλιού μου αγαπημένου: «Και ο Βενιαμίν».

«Ο Βενιαμίν», επαναλαμβάνω κι εγώ, και δεν ξέρω γιατί αλλά μισοαπλώνω το χέρι μου προς το μέρος του, σε μια άτολμη μίμηση χειραψίας.

Εκείνος κάνει μισό βήμα προς τα μπροστά, και πιάνει το χέρι μου στο δικό του, σφιχτά και κουνώντας το μία φορά, σαν να μου μεταδίδει κάποιο μήνυμα. Μια ηλεκτρική εκκένωση με παγώνει από τα δάχτυλα μέχρι τον ώμο, και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω μετά. Δεν ξέρω τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μήπως απλώς βάζουμε τις φωνές;

«Καλωσορίσατε», μου λέει.

«Ευχαριστώ πάρα πολύ», του απαντώ, και αμέσως κοκκινίζω, και η ορχήστρα του Ντέιβ Μπρούμπεκ αρχίζει ένα κακόφωνο κρεσέντο σαν να με κοροϊδεύει. «Είναι πολύ ωραία εδώ στο χωριό σας», συνεχίζω απτόητη, με το μυαλό μου στο παγωμένο μου χέρι. Δεν ξέρω αν ήταν αληθινή ηλεκτροπληξία, αλλά αν πράγματι ήταν δεν θα μου φαινόταν απίθανο. Μπορεί αυτός ο Βενιαμίν να είναι ηλεκτροφόρος. Σαν χέλι. Σαν σαλάχι. Σαν πυλώνας ενέργειας.

«Είναι ακόμη πιο ωραία τώρα», λέει εκείνος.

Για όνομα του Θεού. Για όνομα του καλού Θεού. Γιατί να το πει;

«Ναι», του λέω, και η ορχήστρα με κοροϊδεύει ξανά.

Ο Βλαντιμίρ-Βενιαμίν αφήνει επιτέλους το χέρι μου και το φέρνει γρήγορα στο λεπτό μούσι που κυκλώνει τα χείλη του, ίσως για να γευτεί τον ιδρώτα των δαχτύλων μου —πράγμα που νομίζω ότι με τρελαίνει—, ενώ όλη αυτή την ώρα —πόση να ήταν; πολλή, πάρα πολλή, δεν μπορώ να την υπολογίσω— δεν έχει σταματήσει να φυλακίζει το βλέμμα μου στο δικό του, σαν χορτασμένη γάτα που κρατάει ένα πουλί στα νύχια της από συνήθεια και καπρίτσιο. Πόσο τυχερή ήμουν που, από σύμπτωση βέβαια —τι άλλο;—, υπήρχαν εκείνα τα καλλυντικά στο μπάνιο του δωματίου μας, μαζί με μία μάσκαρα, ένα κραγιόν και ένα απαλό ρουζ. Πόσο ανέλπιστα τυχερή.

Ω Θεέ μου. Ω Θεέ μου.

Μένω να τον κοιτώ σαν να ’ναι ηλιοβασίλεμα και να ’μαστε μόνοι οι δυο μας σε ένα νησί, και είναι τόσα να του πω που το στόμα μου λιγώνεται, μελώνει και δεν βγάζει μιλιά. Ευτυχώς. Ευτυχώς. Δεν θα το άντεχα αλλιώς.

Ήδη μετά δυσκολίας αντέχω αυτό που συμβαίνει. Κι αυτά που λέω. Κι αυτά που δεν γίνεται να πω.

«Θα… μείνετε μέρες;» Τώρα φυσικά απευθύνεται στον Ισμαήλ, που τον κοιτάζει μεν με το γνωστό του ύφος, μα σαν να είναι ποτισμένο πια σε κάτι πολύ κοντινό σε… σε μίσος; Δεν είμαι σίγουρη. Όμως κάτι υπάρχει εδώ, κάτι κρύβεται, και πρέπει να μάθω αμέσως τι είναι. Με αφορά άμεσα, και δεν έχει βέβαια να κάνει μόνο με τους δυο τους. Ίσως, σκέφτομαι με τρόμο και ταραχή, ποτέ να μην αφορούσε μόνο τους δυο τους. Αλλά τι; Τι μπορεί να συμβαίνει;

Δεν θα το μάθω όσο ο Βενιαμίν είναι εδώ, δίπλα μας. Φύγε, σε παρακαλώ, άνθρωπέ μου. Φύγε, να χαρείς.

Και, ναι, εισακούστηκα. Δεν άκουσα καν τι του απάντησε ο Ισμαήλ, ή αν του απάντησε καν, αλλά νά που φεύγει. Γυρίζει στην παρέα του, στην πανύψηλη κοπέλα με τα πέτσινα και τους δύο δίδυμους νεαρούς. Γυρίζει, αλλά αφού πρώτα, βέβαια, στραφεί πάλι προς το μέρος μου για να μου κάνει μία μικρή υπόκλιση. Ίσα-ίσα για να δω τα μαλλιά του να του σκεπάζουν το μέτωπο και το ένα του μάτι. Σαν να είναι ζωντανά. Σαν να είναι όλος βυθισμένος στο νερό, και το ρεύμα να παίζει μαζί τους όπως συνηθίζει να παίζει με τα φύκια.

Θεέ μου, ο ήρωάς μου, το πλάσμα που έπλασα με τη φαντασία μου είναι εδώ, είναι ζωντανός, είναι υπαρκτός, και είμαι μαζί του στο ίδιο υπαίθριο μπαρ, και ακούμε την ορχήστρα του Ντέιβ Μπρούμπεκ.

Ο ήρωάς μου. Ένα βαμπίρ που θέλει να μου πιει το αίμα, και να με φάει. Ένα βαμπίρ που πια έγινε άνθρωπος.

Και, Θεέ μου, θέλω να χορέψω επάνω του.

Και πια ο άγγελός μου δεν μου φτάνει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30

Πίνω το κρασί μου που, για κάποιο λόγο, είναι ακόμη δροσερό. Δεν έχουν περάσει πάνω από λίγα λεπτά όλα κι όλα αφότου καθίσαμε, κι ας νιώθω πως επέλασαν ολόκληρες ώρες από πάνω μου, και πως πια έχει αλλάξει η εποχή — πως έχω αλλάξει εποχή εγώ. Και τώρα νά που το ποτήρι μου είναι άδειο, κι εγώ θέλω να πιω.

Γυρίζω ελαφρά την πλάτη μου για να δω τον σερβιτόρο, φοβούμενη όμως μην τυχόν ο Βενιαμίν νομίσει ότι ψάχνω πάλι αυτόν. Τι να κάνω; Πώς να το αποφύγω; Το κρασί του Ισμαήλ. Ναι, αυτό είναι. Οι άγγελοι δεν πίνουν. Απλώνω το χέρι μου και αρπάζω το ποτήρι του χωρίς να του ζητήσω την άδεια. Τώρα τα μάτια του καίνε, και τα αστέρια μέσα τους έχουν χαθεί, πνιγμένα σε μια καυτή μεμβράνη από δάκρυα.

Ο άγγελός μου… κλαίει; Ή είναι ζήλια αυτό που βλέπω;

Ο Ισμαήλ ζηλεύει. Και ζηλεύει τον φίλο του — τον γνωστό του· ό,τι μπορεί να τον έχει.

«Πες μου», του λέω, αφού πιω βιαστικά, σαν διψασμένη, μια μεγάλη γουλιά από το κρασί του, που σχεδόν με πνίγει.

Δεν μιλάει αμέσως. Μπορεί να μη βλέπω πια άγνωστους αστερισμούς στα μάτια του, μπορεί η φωνή του να φτάνει με καθυστέρηση στα αυτιά μου, μπορεί να έχει εξανθρωπιστεί από τη ζήλια, αλλά κάποια βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του είναι πολύ ισχυρά για να αλλάξουν.

«Σου είπα πως έχω μια δουλειά», λέει τελικά, και το στήθος του ανεβοκατεβαίνει σε έναν αναστεναγμό που δεν μπαίνει στον κόπο να τον κρύψει.

Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειές.Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω.

«Νομίζω πως είναι ώρα να μου πεις τι δουλειά είναι αυτή η τόσο επείγουσα», του λέω, και φέρνω πάλι το ποτήρι στα χείλη μου.

«Δεν είναι δική σου δουλειά», λέει απλά.

Το βλέμμα του περνά πάνω από τον ώμο μου, και ξέρω ακριβώς ποιον κοιτάζει. Θέλω να στραφώ κι εγώ προς τα εκεί, μα δεν το τολμώ — ούτε πρέπει. Αν και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, και τι μου επιτρέπεται να κάνω.

Δεν έχω ιδέα για τίποτε πια. Αν και μέχρι τώρα ήξερα τα πάντα, ένα προς ένα.

Η ζωή μου υπήρξε απολύτως τακτοποιημένη και ήσυχη. Ακόμη και όταν ανακάλυψα πως μπορούσα να γράψω εκείνα τα βιβλία, δεν άλλαξα συνήθειες. Απλώς συνέχισα να δουλεύω. Η ζωή μου άρχιζε και τελείωνε μέσα στο σπίτι μου, κι αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν με πείραξε πραγματικά. Δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή πως μου έλειπαν πράγματα, ή ότι οι άλλοι, ή οι άλλες, ζούσαν σε ένα πιο ψηλό, πιο φαντασμαγορικό επίπεδο από εμένα. Ήμουν ήσυχη, και ήμουν ευτυχισμένη με τον τρόπο μου. Κι αν δεν υπήρχε εκείνη η Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή να με διατάξει, κι αν δεν υπήρχαν από παλιά όλες εκείνες οι εικόνες για μια έξοδο από όλα αυτά, ακόμη θα ήμουν στο σπίτι μου, στο γραφείο μου, στον καναπέ μου, με τα δάχτυλά μου πλεγμένα στη γούνα ενός άλλου σκυλιού, με μια κούπα τσάι να αχνίζει χειμώνα-καλοκαίρι στο τραπεζάκι μπροστά μου, με ένα βιβλίο στην ποδιά μου, με το τηλεκοντρόλ να αναπαύεται πάνω σε μια στοίβα περιοδικά και το λάπτοπ μου να περιμένει υπομονετικά να το ανοίξω και να αρχίσω να το χαϊδεύω και να το ταλαιπωρώ. Δεν ήταν άσχημα όλα αυτά: ήταν πολλά, και ήταν καλά. Και ήταν δικά μου. Ολόδικά μου. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν με είχε προετοιμάσει για… για το αναπάντεχο. Για κάτι τόσο άλλο, τόσο ξένο, τόσο αλλότριο, που έκανε το μυαλό μου να στριφογυρνά και να μην μπορεί να πιαστεί από πουθενά. Νιώθω όπως τα βράδια, που πέφτει κανείς να κοιμηθεί αποφασισμένος να κάνει μία σειρά από σκέψεις για να λύσει ένα πρόβλημα και να βάλει τα πράγματά του σε τάξη ώστε να ξεκινήσει την επόμενη μέρα του χωρίς πονοκέφαλο και ζαλάδες — και όμως δεν τα καταφέρνει, το μυαλό του ξεγλιστρά και χάνεται, κι όταν ο νυσταγμένος άνθρωπος το καταλαβαίνει και ξεκινά πάλι από την αρχή, το κατευθύνει μόνο μέχρι ένα σημείο και πάλι, κι έπειτα εκείνο το σκάει ξανά και κάνει τα δικά του, μπλέκεται σε ασυνάρτητες σκέψεις, κολυμπά σε λιμνάζουσες εικόνες, σκορπίζει σε φασματικά περιβάλλοντα χωρίς λογική. Κάπως έτσι και τώρα. Οι σκέψεις μου προσπαθούν να επικεντρωθούν κάπου, μόνο κάπου, μα γρήγορα διαλύονται και η καθεμιά τους παίρνει ένα δικό της μονοπάτι, σαν κορύνες που τις χτυπά μια σιδερένια μπάλα του μπόουλινγκ και τις διαλύει, ή σαν πουλιά που φεύγουν τρομοκρατημένα από το φίδι που χώθηκε στη φωλιά τους, πεινασμένο για μακελειό.

Μου φεύγει ένας αναστεναγμός και σκύβω το κεφάλι.

Δεν είναι δική σου δουλειά.

Ναι, δεν είναι. Αλλά έγινε. Το λένε τα πάντα μέσα μου, και μία φωνή (όχι εκείνη η αυστηρή και βαριεστημένη) μου το φωνάζει επιτακτικά — δεν μπορεί όλα αυτά να είναι μια κούφια σύμπτωση.

«Πέθανα», του λέω. «Αν δεν ήσουν εσύ εκεί, αν δεν ερχόσουν εσύ εκεί, για να με σώσεις, για να μου απλώσεις το χέρι και να με τραβήξεις, τώρα θα ήταν πράγματι δική σου δουλειά. Αλλά ήρθες. Και με έσωσες. Και τώρα είμαστε εδώ. Μαζί. Άρα, έγινε και δική μου. Το καταλαβαίνεις αυτό, δεν το καταλαβαίνεις; Μίλα μου».

Τώρα πια σχεδόν φωνάζω, και μάλιστα τη στιγμή ακριβώς που η ορχήστρα του Ντέιβ Μπρούμπεκ τελειώνει το κομμάτι της με ένα κρεσέντο χαμηλών τόνων, με μια χούφτα από νότες που σκορπάνε και λιώνουν εδώ κι εκεί στον αέρα, σαν να αποσύρεται σκύβοντας το κεφάλι, στις μυτίτσες των ποδιών. Νιώθω όλα τα μάτια καρφωμένα επάνω μου. Και κυρίως εκείνα τα δύο που ήξερα τόσο καλά. Εκείνα τα γαλανά μάτια που στη γυαλάδα τους «ταξιδεύουν οι αιώνες», ενώ «θύελλες μαίνονται μέσα τους, και τρικυμίες που απειλούν να σε παρασύρουν σε κολασμένες αβύσσους χωρίς σωτηρία».

Γιατί τα είχα γεννήσει, τα είχα πλάσει και τα είχα κάνει να ματώνουν εκείνα τα μάτια.

Για μένα.

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ