Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 15ο

Μυθιστόρημα - 15ο Μέρος (15/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27

Είπα «πύλη», αλλά βέβαια ο όρος είναι υπερβολικός. Όπως και η ζωή μου από σήμερα το πρωί, αν και αυτή είναι εκτός συναγωνισμού.

Στην πραγματικότητα, η πύλη αυτή δεν είναι παρά το κεντρικό άνοιγμα του μαντρότοιχου που περιβάλλει το υπαίθριο μπαρ. Ουσιαστικά, το ίδιο το κτίριο είναι μικρό: δεν μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από δεκαπέντε με είκοσι άτομα το πολύ. Αλλά η περιφραγμένη αυλή είναι αρκετά εκτεταμένη, σπαρμένη με γκαζόν, και με μαιανδρικές γραμμές από πλάκες σχιστολίθου που σχηματίζουν μικρά μονοπατάκια εδώ κι εκεί. Μου δημιουργείται η εντύπωση πως το μπαρ φτιάχτηκε πριν από κάμποσες δεκαετίες, και έκτοτε κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να το εκμοντερνίσει — ίσως λόγω της απουσίας ανταγωνισμού. Μικρό το κακό. Είναι αυτό που είναι, και νομίζω πως αρκεί στο χωριό κάτι τέτοιο. Και παίζει Ντέιβ Μπρούμπεκ. Σαξόφωνο. Ντραμς. Πιάνο. Και κάτι άλλο. Νομίζω πως είναι ο μόνος μουσικός που μπορώ να καταλάβω ποιος είναι. Με χαλαρώνει. Νομίζω.

Καθόμαστε σε ένα από τα τραπεζάκια που έχουν άμεση πρόσβαση σ’ αυτή την πύλη που λέμε, για να μπορούμε να βλέπουμε ταυτόχρονα και μέσα και έξω από την αυλή. Για την ακρίβεια, για να βλέπω εγώ — και για να παίρνω αέρα. Είχαμε μεγάλη άνεση επιλογής, γιατί είμαστε οι πρώτοι πελάτες. Και, αν κρίνω από το πάθος του κόσμου για περίπατο στον παραλιακό δρόμο, μπορεί να μείνουμε και οι τελευταίοι.

Ο σερβιτόρος είναι κι αυτός νεαρός. Φοράει κοντομάνικο πουκάμισο, ένα είδος που θα ορκιζόμουν ότι είχε καταργηθεί εδώ και μια γενιά, και χαμηλοκάβαλο τζιν παντελόνι με ρεβέρ. Έχει ένα πολύ εξεζητημένο χτένισμα: τα μαλλιά του είναι πνιγμένα στο τζελ και φτιάχνουν κάτι σαν μπούκλα πάνω από το μέτωπό του. Έχει φακίδες. Ίσως να μην έχει τελειώσει το σχολείο καλά-καλά. Εννοείται πως μοιάζει κομπάρσος σε παλιά ταινία. Και ποιος δεν μοιάζει εδώ πέρα;

Μας φέρνει το κρασί μας μετά από ελάχιστη αναμονή. Είπαμε, είμαστε οι μόνοι πελάτες εδώ. Πήραμε κρασί γιατί είναι το μόνο ποτό που πίσω, ουσιαστικά. Ο Ισμαήλ απλώς με μιμήθηκε. Έτσι κι αλλιώς, ο Ισμαήλ δεν πίνει. Το ποτήρι του είναι όλο δικό μου. Μαζί με τα ποτήρια μας, ο νεαρός σερβιτόρος με τις φακίδες και το αστείο, κάπως τραγικό, χτένισμα αφήνει στο τραπεζάκι μας και ένα μπολ με ποπ-κορν. Φαίνεται πολύ περήφανος που το κάνει αυτό. Γελάω από μέσα μου γιατί το ποπ-κορν πάει με το κρασί τόσο λίγο, που δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάτι άλλο ακόμη πιο άστοχο. Αλλά παρ’ όλα αυτά παίρνω ένα άσπρο σκασμένο καλαμπόκι και το βάζω στο στόμα μου. Ανόητο εκ μέρους μου, γιατί κολλάει κατευθείαν σε ένα παλιό μου σφράγισμα και με ενοχλεί. Δεν θα δυσανασχετήσω όμως. Ήρθαμε εδώ, σκέφτομαι ακούγοντας τη μουσική που βγαίνει μέσα από δύο μεγάλα ηχεία κρεμασμένα από τη μέσα μεριά της μάντρας, για να περάσουμε καλά. Για να χαλαρώσουμε και να διασκεδάσουμε. Έτσι δεν είναι;

Σηκώνω το ποτήρι μου και το τείνω προς τον Ισμαήλ.

«Στην υγειά σου, φύλακα-άγγελέ μου», του λέω. «Σε ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες. Σ’ ευχαριστώ για όλα».

Το λέω όλο αυτό χαμογελαστή και με το χέρι μου που κρατά το ποτήρι σταθερό προς το μέρος του. Ο Ισμαήλ αναστενάζει σχεδόν αδιόρατα, αλλά όχι τόσο αδιόρατα ώστε να μην το καταλάβω, και σηκώνει κι αυτός το ποτήρι του.

«Εις υγείαν», μου λέει, και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.

Πίνω μια γουλιά, ενώ εκείνος ίσα που βρέχει τα χείλη του. Ή δεν τα βρέχει καν. Ποιος ξέρει τι παθαίνουν οι άγγελοι αν ακουμπήσει επάνω τους μια σταγόνα κρασί. Μπορεί να ανατινάζονται. Ή να παίρνουν φωτιά. Ή να μετατρέπονται σε βατραχάκια. Ή σε φρύνους. Τέτοια πράγματα.

Χαμογελάω βαρύθυμα, και δεν λέω όχι σε μία γουλιά ακόμη. Είναι ένα λευκό, μάλλον δυνατό κρασί, που μυρίζει ξύλο ποτισμένο σε κάτι που δεν μπορώ να το καταλάβω. Κάτι που το έχουν καπνίσει και μετά το άφησαν σε μια γωνιά να σμιλευτεί με τον χρόνο. Αν εξαιρέσουμε τη δύναμη, μου θυμίζει κάπως εμένα.

Χαμογελάω πάλι, αλλά με πολλή πίκρα αυτή τη φορά. Ξέρω πως διαπράττω αμάρτημα έτσι, καθώς δεν πρέπει ούτε στιγμή να μην είμαι πλημμυρισμένη ευγνωμοσύνη, μα και πάλι…

Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω.

Όλα είναι τόσο μπερδεμένα. Η ζωή μου, η Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή, το Σημείο, η προετοιμασία, το τρέξιμο μέχρι εκεί, ο άγγελος πάνω στη γέφυρα σαν από μηχανής θεός, η Φορντ Θάντερμπερντ, το περίστροφό του στο ντουλαπάκι, ο ύπνος μου καθώς ταξιδεύαμε, το χωριό, η Κοπελιά, η κοπέλα της ρεσεψιόν, το διπλό κρεβάτι, το μπάνιο μου, η μορφή στον καθρέφτη, τα παλιά-καινούργια μου ρούχα, η βόλτα μας, οι κομπάρσοι, η αίσθηση πως όλα αυτά εδώ είναι παλιά, η φωνή εκείνης τής άλλης μέσα μου, η κρίση της αγοραφοβίας…

Νομίζω πως έχω πολλούς λόγους να κομπάζω για την πιο μπερδεμένη ζωή ανάμεσα σε όλους μου τους γνωστούς. Βέβαια, οι γνωστοί μου, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και πολλοί. Έχω πιο μπερδεμένη ζωή από τους περισσότερους ανθρώπους, αν το καλοσκεφτείς. Και ακόμη είμαστε…

Κοιτάζω το ρολόι μου. Εννιά και δέκα.

«Σε μία ώρα», του λέω.

Με κοιτάζει ανέκφραστα, λες και πονάει κάθε φορά που κουνάει ελάχιστα τους μυς του προσώπου του.

Δεν το συνεχίζω. Αντί για εμένα, κάτι λέει ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας ένας γλάρος. Έξω, στο βάθος, ένα καραβάκι ταξιδεύει στη θάλασσα, σχεδόν παράλληλα με την ακτή. Τα νερά που αφήνει πίσω του όμως δείχνουν πως λογικά έχει αποπλεύσει από κάπου κοντά. Πρέπει να υπάρχει ένα λιμανάκι προς τη μεριά που εγώ ονομάζω «δεξιά». Είναι η πρώτη εικόνα ζωής του χωριού που έχω· οτιδήποτε άλλο είναι τόσο εσωστρεφές, που με πνίγει. Σαν να αρχίζουν και να τελειώνουν όλα μέσα στα όρια αυτού του περίκλειστου οικισμού —όλα: όλος ο κόσμος—, που μοιάζει κουλουριασμένος στον εαυτό του και απόμακρος λες και τον βασανίζουν τύψεις.

Γιατί έχουμε έρθει εδώ;

Πού είμαστε;

Τι πρόκειται να συμβεί;

Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειές. Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω.

«Ήρθαμε λοιπόν», του λέω, με ένα μικρό γυάλινο ράγισμα στην καρδιά. «Και… πότε λες να κάνεις τις δουλειές σου; Αύριο;»

Ο Ντέιβ Μπρούμπεκ συνεχίζει ακάθεκτος. Αυτός, και η ορχήστρα του. Σαξόφωνο. Ντραμς. Πιάνο. Και κάτι άλλο. Ο Ισμαήλ σφίγγει το στόμα του, εμφανώς ενοχλημένος. Ξέρει πως δεν θα τον αφήσω ήσυχο. Και πράγματι δεν θα τον αφήσω. Δεν έχω κανένα λόγο να τον αφήσω. Η ζωή μου είναι στα χέρια του, δεν το αμφισβητώ, αλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να μου ανοιχτεί και να μου πει την αλήθεια. Δεν είμαι παιδί. Δεν γεννήθηκα χθες. Δεν γεννήθηκα καν σήμερα. Απλώς σήμερα ξανάρχισα να ζω.

«Πες μου», επιμένω.

Πιάνει πάλι το ποτήρι του, και το φέρνει στα χείλια. Θα πιει άραγε αυτή τη φορά;

Μπα. Δεν πίνει. Είναι απλώς αμήχανος και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Εγώ όμως πίνω. Εγώ δεν είμαι άγγελος. Δεν θα με κάψει το κρασί — το πολύ-πολύ να με μεθύσει. Πολύ που με νοιάζει.

Γλείφω τα χείλια μου και τον κοιτάζω στα μάτια, που κρύβουν εκείνους τους ξένους αστερισμούς. Ωραία μάτια, πανάθεμά τον. Αποφεύγει το βλέμμα μου και κοιτάζει προς το πλάι και πίσω μου. Είναι και δειλός, εκτός των άλλων. Μα φυσικά. Θα…

Όχι, δεν αποφεύγει το βλέμμα μου. Κάποιοι βγαίνουν στην αυλή από το εσωτερικό του μπαρ. Λογικά θα υπάρχει και πίσω είσοδος, που θα την ξέρουν οι ντόπιοι και οι παλιοί παραθεριστές. Στρέφω το βλέμμα και τους βλέπω. Είναι τέσσερις. Τρεις άντρες με κατάχλωμα πρόσωπα και μία κάπως αφύσικα ψηλή κοπέλα, ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω με στενά πέτσινα ρούχα. Νέοι, όλοι τους. Οι δύο από τους άντρες με τα μαύρα τισέρτ και τα ξυρισμένα κεφάλια είναι νεαροί και μοιάζουν τρομερά μεταξύ τους, σαν ομοζυγωτοί δίδυμοι. Και ο τρίτος… ο τρίτος, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι δεν είναι ξανθός όπως ο ήρωάς μου αλλά με στιλπνά, κατάμαυρα μαλλιά, είναι… είναι φτυστός ο Βλαντιμίρ.

Είναι ο Βλαντιμίρ. Η καρδιά μου αναπηδά κατρακυλώντας στο στήθος μου με ένα βογκητό και έναν θρήνο.

Τι γίνεται εδώ; Τι συμβαίνει;

Βλαντιμίρ…;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28

Ντρέπομαι τρομερά που έχω γυρίσει το κεφάλι μου για να τον δω, και για να δω και όλους τους υπόλοιπους, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω. Πρέπει να δω. Και πρέπει να εξακολουθήσω να βλέπω. Απλώς αυτό: πρέπει.

Η καρδιά μου συνεχίζει να χτυπά δυνατά, και κάπως άρρυθμα πια, αναστατωμένη κι εκείνη όπως κι εγώ. Γιατί δεν ήταν μόνη η Μίνα ερωτευμένη μαζί του — ερωτευμένη με τον Βλαντιμίρ. Ούτε μόνο οι αναγνώστριές μου. Όχι βέβαια.

Ήμουν κι εγώ.

Ήμουν κι εγώ ερωτευμένη με τον Βλαντιμίρ, και ίσως σε αυτό ακριβώς να οφειλόταν και η επιτυχία των βιβλίων μου. Βιβλίων μάλιστα —πράγμα που διπλασίαζε την αξία της επιτυχίας τους— που δεν είχαν καμιά ουσιαστική στήριξη από τη συγγραφέα τους, καθώς αυτή η μυστηριώδης άγνωστη διαφύλασσε την προσωπική της ζωή μακριά από τα πολύ-πολύ χαμηλά φώτα της όποιας διασημότητας θα μπορούσε ποτέ να λάβει. Τα βιβλία μου δεν παρουσιάζονταν σε βιβλιοπωλεία και σε καταστήματα πώλησης καλλυντικών, η Μαίρη Νόρντικ δεν έκανε περιοδείες και δεν έδινε συνεντεύξεις σε περιοδικά, σάιτ και βιβλιοφιλικές ομάδες —ή τουλάχιστον δεν έδινε με τη φωτογραφία της από δίπλα, γιατί ποτέ της δεν είχε μια φωτογραφία, σε κανένα μέσον, ποτέ και πουθενά—, δεν είχε φίλους κριτικούς βιβλίου για να μιλά μαζί τους και για να τα πίνει στα μπαρ, ενώ το βιογραφικό της στο Goodreadsήταν απλώς δυο κούφιες αράδες στη σειρά, και η παρουσία της στο Facebookάρχιζε και τελείωνε σε μία στεγνή και διόλου προσωπική επαγγελματική Σελίδα που κανείς δεν τη φρόντιζε και είχε βαθμό επισκεψιμότητας πολύ κοντά στο απόλυτο, ολοστρόγγυλο μηδέν. Ουσιαστικά, όλοι ήξεραν πως η Μαίρη Νόρντικ ήταν κάτι ψεύτικο, κάτι φτιαχτό, κάτι κατασκευασμένο, και κανείς δεν αναφερόταν σ’ αυτήν, ποτέ. Ούτε κανείς ενδιαφερόταν να μάθει κάτι για τα προσωπικά της, πόσο δε μάλλον να τη γνωρίσει από κοντά. Δεν ενέπνεε κάποια συμπάθεια, ούτε εξίταρε κανέναν. Το μόνο που ενδιέφερε τις αναγνώστριες των μυθιστορημάτων της ήταν ο Βλαντιμίρ και η Μίνα, η Μίνα και ο Βλαντιμίρ. Αυτή είναι η μοίρα των λογοτεχνών χωρίς πρόσωπο. Αυτή είναι η μοίρα των ψευδωνύμων συγγραφέων.

Και, ναι: όλες μα όλες οι φαν των πέντε μου βιβλίων ήταν ερωτευμένες με τον αθάνατο εραστή που κυνηγούσε τον θάνατό του — έναν θάνατο που, όταν επιτέλους ερχόταν, θα τον λύτρωνε από τη φρικτή μοίρα των εσαεί καταραμένων, των πλασμάτων εκείνων που δεν μπορούν να ζήσουν ανθρώπινα επειδή ακριβώς είναι εγκλωβισμένοι στην αιωνιότητα, και ανίκανοι να πεθάνουν. Μαζί τους όμως, ξαναλέω, ήμουν κι εγώ ερωτευμένη μαζί του. Κι αυτό οι αναγνώστριές μου το ήξεραν πολύ καλά. Και το εκτιμούσαν. Ξεχείλιζε από κάθε μου λέξη και φούντωνε από βιβλίο σε βιβλίο. Σ’ αυτό το παιχνίδι, ήμασταν όλες μαζί. Μάλιστα, ήμασταν μαζί ακόμη και με τη Μίνα, τη μεγάλη μας και αιώνια ανταγωνίστρια, αυτήν που είχε στα χέρια της την καρδιά του, λατρεύοντάς την, αλλά που ταυτόχρονα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να την τρυπήσει με τον καλά ακονισμένο πάσσαλο από ξύλο λεύκας που είχε πάντα δεμένο στον τορνευτό μηρό της. «Μια καρδιά που έτσι κι αλλιώς πέθαινε κάθε στιγμή για την αγάπη της, για να αναστηθεί αμέσως μετά», όπως θα έγραφε η Μαίρη Νόρντικ. Αυτή ήταν η Μίνα, μια δικιά μας, μια αδελφή μας, κάποια που μπορούσαμε να καταλάβουμε, κάποια που ζούσε έξω και πέρα από όλες εμάς, άγνωστη συγγραφέα και φανατικές αναγνώστριες — κι αυτός ήταν ο Βλαντιμίρ.

Και τώρα… και τώρα νά τον μπροστά μου. Σ’ αυτό το αρχαίο, άκομψο μπαρ, ενός χωριού που, όπως και η πραγματική συγγραφέας των μυθιστορημάτων που εξιστορούσε τις περιπέτειες και τον έρωτά του, ζούσε επίσης στην αφάνεια, άγνωστο, παρατημένο στη λήθη και στη μοναξιά, εγκλωβισμένο σε μία παγίδα του χρόνου.

Νά τος λοιπόν. Με σάρκα και οστά.

Ο Βλαντιμίρ.

Και τι σάρκα…

Έμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Και με την καρδιά μου να τον καλωσορίζει βροντοχτυπώντας.

Βλαντιμίρ, λέω, όμως η λέξη δεν μπορεί να βγει από το στόμα μου. Μένει εκεί, μαζί μου, μέσα μου, τυραννώντας τη γλώσσα και τον ουρανίσκο μου, βρεγμένη από το κρασί που έχω μόλις πιει και που δεν πρόλαβε ακόμα να με μεθύσει.

Βλαντιμίρ.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια καθώς εκείνος πάει να καθίσει με την παρέα του σε ένα άλλο τραπέζι του μπαρ, δέκα μέτρα μακριά μας, σε εκείνο τον ταπεινό κήπο με το πατημένο γκαζόν και τις πλάκες σχιστολίθου που σχημάτιζαν μικρά μονοπάτια.

Βλαντιμίρ, λέω για μια τρίτη φορά.

Και τότε επιτέλους, καθώς κάθεται στην καρέκλα του, με βλέπει κι εκείνος.

Το κεφάλι του γέρνει για να παρατηρήσει καλύτερα, και τα πυκνά μαλλιά του, σαν ζωντανά, μετατοπίζονται στο μέτωπό του και πέφτουν πάνω από το δεξί του μάτι, ενώ το στόμα του, πλαισιωμένο από εκείνο το γενάκι που θυμίζει σωματοφύλακα του Δουμά —το σήμα-κατατεθέν του—, φουσκώνει σαν να το τσίμπησε μέλισσα. Μένει έτσι για λίγα δευτερόλεπτα, πριν ανασηκωθεί πάλι, ορθώνοντας το κορμί του, που είναι λυγερό, αδύνατο και γυμνασμένο σαν λάστιχο και σαν σχοινί από παλιό πειρατικό μαζί. Είναι τόσο έντονα όμορφος· και τόσο άγριος και επικίνδυνος, σαν πάνθηρας. Κι εκείνο το πονηρό-αγορίστικο ύφος… εκείνη η έντονη νότα της ειρωνείας μπορεί, Θεέ μου, να με τρελάνει.

Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, μας πλησιάζει. Και τώρα πια η καρδιά μου στριφογυρνά κάτω από το στέρνο μου ψάχνοντας να βρει λέξεις για όλα αυτά που νιώθει, για όλα αυτά που την καίνε και τη βασανίζουν. Θαρρώ πως δεν ζω πια. Θαρρώ πως ό,τι έφτιαξα με τα χέρια μου και με το μυαλό μου τα τελευταία δύο χρόνια, και ό,τι δεν κατάφερα να κάνω αυτό το πρωί, με οδηγούσαν από την πρώτη στιγμή εδώ, στο μπαρ του ανώνυμου χωριού, στο τέλος τού πουθενά και στην αρχή, τη μήτρα, των πάντων.

Δεν ξέρω πώς θα αντέξω αυτή τη συνάντηση.

Δεν ξέρω τι συμβαίνει και γιατί συμβαίνει.

Δεν ξέρω τίποτα για τίποτα.

Κλείνω τα μάτια, μα και πάλι το μετείκασμα της μορφής του παραμένει πίσω από τα σφαλιστά μου βλέφαρα, και είναι σαν να τον βλέπω καθώς διασχίζει εκείνα τα ελάχιστα βήματα που μας χωρίζουν, για να έρθει εδώ, κοντά μου, δίπλα μου, και να με αρπάξει μέσα στην αδηφάγα αγκαλιά του, και να με πνίξει με όλη του την υπεράνθρωπη δύναμη — και την αγάπη του.

Τον νιώθω που φτάνει· που σταματά από πάνω μου. Που με κοιτά και με τρώει με το βλέμμα, και με καταπίνει. Κι εκείνη η άλλη μέσα μου στριφογυρνά και τρέχει χτυπώντας τα τοιχώματα του θώρακά μου για να πεταχτεί έξω και να σταθεί ανάμεσά μας. Μόνο αυτή μπορεί να με σώσει, και μόνο αυτή έχει κυριαρχικά δικαιώματα επάνω του. Η Μίνα.

Όμως τίποτε δεν συμβαίνει. Όμως δεν είναι άλλο από μια βουβή φωνή, μια αίσθηση πάθους, ένα χέρι μόνο που χειροκροτεί στο σκοτάδι του στήθους μου.

Βλαντιμίρ.

Η Μίνα το φωνάζει μαζί μου, το φωνάζει με τη σιωπή μου, και μένει κι αυτή εκεί, ανήμπορη, φυλακισμένη, εξόριστη, να ουρλιάζει άηχα.

Βλαντιμίρ.

Είμαστε δυο, και είμαστε μία, και είμαστε και οι δυο στο έλεός του. Τίποτε δεν μπορεί να μας σώσει πια. Τα χέρια μας είναι δεμένα, όπως και οι γλώσσες μας. Μπορούμε μόνο να υπομένουμε τον έρωτά του. Αυτό το μακρόσυρτο νυχτερινό τραγούδι που σείει τα κλαδιά των κυπαρισσιών. Σιγοντάροντάς το, το ντραμς της ορχήστρας του Ντέιβ Μπρούμπεκ παίζει τώρα έναν τρελό ρυθμό. Έναν ρυθμό ζούγκλας. Το σαξόφωνο, από εκεί που ήταν γλυκό και παιχνιδιάρικο, έξυπνο, διανοουμενίστικο, ξαφνικά γίνεται ένα τρυπάνι που βυθίζεται περιστροφικά στα αυτιά μου. Το πιάνο διαλύεται σε χίλια κομμάτια, οι νότες του κατρακυλούν και σπάνε στις πλάκες του σχιστολίθου σαν να ’ναι φτιαγμένες από μαύρο πάγο.

Και έπειτα εκείνος γέρνει πάλι το κεφάλι, χαμογελά —τον βλέπω παρά τα σφαλισμένα μου μάτια, τον βλέπω και καίω ολόκληρη, φλέγομαι, πετάω σπίθες προς κάθε κατεύθυνση— και σταυρώνει τα χέρια στο φαρδύ του στήθος, πάνω στο κατάμαυρο πουκάμισο με τα δύο ξεκούμπωτα κουμπιά και τον μεγάλο, μυτερό γιακά. Το παντελόνι του τυλίγει τους μηρούς του σαν να ’ναι φυτρωμένο επάνω τους, σαν φιδίσιο δέρμα αλλά με το φίδι ακόμη από κάτω του. Οι σκούρες δερμάτινες μπότες του μοιάζουν να έχουν τρίξει σε μέρη άγνωστα, μέρη επικίνδυνα, που γλιστρούν. Και να έχουν γυρίσει από εκεί.

Τώρα θα μου μιλήσει, τώρα θα πει το όνομά μου.

Τώρα θα με χαιρετήσει.

Τώρα θα με φάει.

Τα μαλλιά του πέφτουν ανέμελα πάνω από το δεξί του μάτι.

«Ισμαήλ», λέει.

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ