- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Βγαίνουμε στην κυκλοφορία και, ξαφνικά, νιώθω τα βλέμματα όλου του κόσμου επάνω μου. Η πόλη και το οδικό της σύστημα, αυτός ο χάρτης των αρτηριών, των φλεβών και των αγγείων, μοιάζει σαν να έχει αποτυπωθεί στα τοιχώματα ενός δοχείου, κι εμείς να είμαστε στον πάτο του, μόνοι και δαχτυλοδεικτούμενοι, γυρνώντας περιστροφικά προς τα επάνω. Δεν ξέρω τι να κάνω για να ξεπεράσω το άγχος. Κι αν μας δουν; Ψέματα. Μας βλέπουν ήδη. Τι θα πουν; Τι λένε; Τι λέει ο κόσμος σε αυτές τις περιπτώσεις; Δεν ξέρω, αλλά υποπτεύομαι πως μάλλον δεν θα λέει τίποτε καλό.
Το έσκασε με έναν άγγελο. Το έσκασε με έναν άντρα. Παράτησε το σπίτι της, τη δουλειά της, τις υποχρεώσεις της, τα πράγματά της, για να φύγει μ’ αυτόν. Και ποιος είναι αυτός, τελικά; Τι θέλει εδώ, στον κανονικό κόσμο, τον κόσμο των ανθρώπων και των ωραίων παθών τους;
Στρέφω το κεφάλι και τον κοιτάζω, ψάχνοντας για λίγη παρηγοριά. Το προφίλ του είναι ήρεμο και σοβαρό, σοβαρό και ήρεμο, αδιατάραχτο, και κατά κάποιον τρόπο ακατάδεχτο. Απλώς οδηγεί, επειδή είναι κάτι που πρέπει να κάνει· κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει.
Ή μήπως μπορεί;
Γιατί δεν πετάει με τα φτερά του, γιατί δεν διακτινίζεται όπως ανέκαθεν διακτινίζονται όλοι οι άγγελοι; Γιατί οδηγεί ένα αυτοκίνητο, και μάλιστα ένα τέτοιο αυτοκίνητο, ένα αυτοκίνητοκινηματογραφικό, ένα αυτοκίνητο που ξεχωρίζει επιδεικτικά ανάμεσα σε όλα τα άλλα;
Δεν ξέρω τι να κάνω και τι να πω. Βασικά, ετοιμάζομαι να του πω κάτι, μα την τελευταία στιγμή δεν το κάνω. Και τι να του πω; Πάμε κάπου που να μην έχει κόσμο, εδώ είμαστε εκτεθειμένοι, εδώ μάς βλέπουν; Αποκλείεται, θα γίνω ρεζίλι. Άλλωστε, εγώ ήμουν που αυτή επέμενα να τον ακολουθήσω. Άρα πρέπει να κάνω υπομονή. Και να μη δίνω σημασία στα βλέμματα του κόσμου, και στις σκέψεις τους. Και στα ειρωνικά τους χαμόγελα.
Το έσκασε με έναν άγγελο.
Κλείνω τα αυτιά μου και σκύβω ελαφρά, προσπαθώντας να μαζευτώ κάπως και να μη δίνω πολύ στόχο. Ίσως φταίει που το αυτοκίνητο είναι ανοιχτό. Αν και αυτό που του λείπει είναι η οροφή, για κάποιο λόγο νιώθω πιο κοντά στην άσφαλτο. Πιο κοντά στη γη, και σε αυτό που υπήρξα. Χους. Χώμα. Και…
Νά το. Νά το πάλι: όλοι με κοιτάνε, και με δείχνουν με το δάχτυλο.
Το μυαλό μου θολώνει σαν να κλαίω εσωτερικά, και απλώνω το χέρι μου χωρίς να το σκεφτώ, μηχανικά, και ανοίγω το ντουλαπάκι που βρίσκεται μπροστά μου. Δεν ξέρω τι ψάχνω, αλλά το καταλαβαίνω όταν το βλέπω: ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά ηλίου. Τα αρπάζω και κλείνω αμέσως το ντουλαπάκι, ενώ την ίδια στιγμή καταλαβαίνω τι άλλο υπήρχε εκεί μέσα, πίσω από τα γυαλιά.
«Συγγνώμη», του λέω, ντροπιασμένη από την αδιακρισία μου, και φοράω τα γυαλιά.
Αμέσως ο κόσμος γίνεται καλύτερος. Πιο απόμακρος, πιο ευγενικός. Ισιώνω την πλάτη μου και κοιτάζω λοξά προς το μέρος του. Μοιάζει να μη έχει ακούσει καν, προσηλωμένος όπως είναι στην οδήγηση και στο ανεβοκατέβασμα των ταχυτήτων με εκείνο τον λεβιέ που ξεπροβάλλει λοξά πίσω από το τιμόνι.
«Ναι», λέει απλά μετά από λίγο.
Με ακούει λοιπόν. Και προφανώς ξέρει ότι είδα τι βρισκόταν πίσω από τα γυαλιά, μέσα στο ντουλαπάκι του. Εκείνο το κατάμαυρο σαν τη νύχτα, βαρύ περίστροφο με την κοντή κάννη.
Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να χρειάζεται ένας άγγελος ένα περίστροφο, αλλά δεν με νοιάζει. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, και για το αυτοκίνητο. Ένας άγγελος δεν χρειάζεται κάποιου είδους όχημα για να μετακινείται. Όμως αυτός εδώ έχει ένα. Άρα;
Άρα;
Χαμογελάω με νόημα κοιτώντας μπροστά, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά μου. Δεν ξέρω γιατί χαμογελάω με νόημα, δεν έχω ιδέα τι νόημα είναι αυτό, αλλά πια νιώθω μέρος ενός μεγάλου, κοσμικού, θεϊκού σχεδίου, και αυτό μού αρκεί. Ας έχει ό,τι θέλει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του, αυτού του καρχαρία που μας κουβαλά στη ράχη του. Είναι ένας άγγελος, διάολε. Το αξίζει. Όλα τού επιτρέπονται.
Ο καρχαρίας μας τώρα στρίβει απαλά, στρωτά, με μια φαρδιά, απλωτή κίνηση, σαν να γλιστράει σε έναν πολύ μεγαλύτερο δρόμο με μεγάλη εσωτερική κλήση. Και ταυτόχρονα γουργουρίζει. Είναι όμορφα, και κάπως υπνωτιστικά. Είμαι εδώ, είμαι ζωντανή, κάθομαι δίπλα σε έναν άγγελο και πηγαίνουμε μαζί (μαζί!) για να κάνουμε όλα αυτά που πρέπει να γίνουν.
Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειές.Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω.
Χαμογελάω πάλι, με νόημα.
Γυρίζω πάλι, και τον κοιτάζω. Οδηγεί: πάντα ήρεμος και πάντα σοβαρός.
Ο άγγελός μου. Ο φύλακας-άγγελός μου. Ο Ισμαήλ.
Θέλω να απλώσω το χέρι μου και να τον πιάσω, να τον αγγίξω, να τον χαϊδέψω, αλλά δεν το κάνω. Αντ’ αυτού, παραδίνομαι νυσταγμένη στο υπνωτιστικό γουργούρισμα του σκούρου καρχαρία. Κλείνω τα μάτια για να κοιμηθώ.
Λίγο πριν παραδοθώ στον ύπνο, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω φορέσει τη ζώνη ασφαλείας. Ίσως να μην υπάρχει καν, σκέφτομαι. Αλλά θα το ελέγξω μετά. Τώρα θέλω μόνο να κοιμηθώ. Αυτό μόνο. Είμαι κουρασμένη.
Γέρνω ελαφρά το κεφάλι μου προς τα αριστερά, σαν να το ακουμπώ σε έναν ώμο που είναι εκεί για μένα, και γλιστράω στον ύπνο, ξέροντας πως ακόμα χαμογελώ. Με νόημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Όταν ξυπνώ, έχουμε βγει πια από την πόλη. Κι αυτό, με έναν τρόπο, με γεμίζει ενθουσιασμό. Σαν να ’μαι παιδί, να ’ναι πάλι καλοκαίρι, και να μου δίνεις ένα λαχταριστό παγωτό φράουλα.
Ο δρόμος είναι επαρχιακός. Όχι η εθνική, όχι ένας μεγάλος και φαρδύς αυτοκινητόδρομος. Έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, που τις χωρίζει μία μισοσβησμένη από τον χρόνο διακεκομμένη γραμμή. Αριστερά και δεξιά μας έχει χωράφια, και μεγάλες ακαλλιέργητες εκτάσεις με θάμνους, αγριόχορτα καιδέντρα, διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Πέρα στα δεξιά, βόσκει ένα σκόρπιο μικρό κοπάδι αγελάδες, αμέριμνο από τα πάντα. Ο ουρανός είναι γαλανός και διακοσμημένος με μικρά σύννεφα από βαμβάκι και φαντασία. Στο πρόσωπό μου, έτσι όπως το έχω γείρει στα δεξιά, το ρεύμα του αέρα με δροσίζει ευχάριστα. Θα ήθελα να είχα μακριά μαλλιά για να μου τα πετούσε προς τα πίσω και να ανακάτευε τις φράντζες μπροστά από τα μάτια μου. Βγάζω το χέρι έξω από την πόρτα και το αφήνω να κοντράρει τον άνεμο. Αν είχα μακριά μαλλιά, θα φορούσα ένα μαντίλι στο κεφάλι όσο θα ταξιδεύαμε. Για τις φράντζες. Χαμογελάω. Και γιατί να μην το φορέσω ούτως ή άλλως;
Γυρίζω προς τα πίσω πετώντας τη ματιά μου στον Ισμαήλ, που εξακολουθεί να οδηγεί πάντα με εκείνο τον χαρακτηριστικό του απόμακρο και άκρως συγκεντρωμένο τρόπο. Πιάνω το μαντίλι που είναι δεμένο στο λουρί του μπάκπακ μου, το λύνω και το φοράω στο κεφάλι, σαν μαντίλα. Έπρεπε να φορούσα ένα έντονο κόκκινο κραγιόν τώρα, για να συμπλήρωνα την εικόνα. Μου έρχεται να γελάσω.
«Μου πάει;» τον ρωτάω γυρνώντας ολόκληρη προς το μέρος του.
Ο άγγελος στρέφει ελάχιστα και με κοιτάζει. Η προσοχή του είναι ολότελα δοσμένη στην οδήγηση, αν και εδώ που είμαστε δεν έχει ούτε ένα άλλο αυτοκίνητο.
«Ναι», λέει μόνο. Αλλά κι αυτό μού είναι αρκετό.
Μου πάει λοιπόν.
Και τότε θυμάμαι το πακέτο που είχα αγοράσει.
Σκύβω πάλι προς τα πίσω, ανοίγω το μπάκπακ και ψαρεύω τα τσιγάρα μου. Δεν είναι υποκατάστατο των κόκκινων χειλιών, αλλά είναι κάτι. Και μάλιστα κάτι σχετικό. Παίρνω ένα τσιγάρο και αφήνω το πακέτο στο πλατύ οριζόντιο ντουλαπάκι που χωρίζει τις θέσεις μας. Είναι τόσο μεγάλο που μπορείς να φας εκεί πάνω. Χαμογελάω πλατιά. Και τότε συνειδητοποιώ πως, διάολε, δεν έχω αναπτήρα. Δεν τον έχω πάρει μαζί μου. Πόσο ανόητη, Θεέ μου! Ναι, όσοι πέφτουν από γέφυρες δεν χρειάζονται αναπτήρες, αλλά —όπως μία ζωγραφισμένη πίπα δεν είναι μία κανονική πίπα— ένα πακέτο τσιγάρα δεν είναι ένα πακέτο τσιγάρα όταν δεν συνοδεύεται από έναν αναπτήρα.
Ξεφυσάω, κρατώντας ακόμη το τσιγάρο στο στόμα.
Ο Ισμαήλ απλώνει το χέρι του με τεντωμένο τον δείκτη και πατάει κάτι δεξιά από το τιμόνι του καρχαρία, δίπλα από το αρχαίο ραδιόφωνο, πιέζοντάς το προς τα μέσα.
Ο ηλεκτρικός αναπτήρας του αυτοκινήτου.
Σχεδόν μού έρχεται να γελάσω πάλι. Ή να κλάψω. Ή να ξεφωνίσω.
Δεν λέω τίποτε όμως, ούτε κάνω κάτι. Απλώς τον κοιτάω λοξά, και περιμένω να δω τι θα γίνει. Και γίνεται: μετά από κάπου τριάντα δευτερόλεπτα, ο αναπτήρας πετάγεται με έναν ήχο κλείστρου. Περιμένω λίγο ακόμα, και μετά, αφού δεν γίνεται κάτι άλλο, απλώνω το χέρι μου και τον τραβάω προς τα έξω. Εσωτερικά, έχει πυρακτωθεί. Τα μάτια μου δακρύζουν. Ή, όχι ακριβώς: καλύπτονται από μία υγρή, αλμυρή μεμβράνη. Ανάβω το τσιγάρο μου και βάζω τον ηλεκτρικό αναπτήρα πίσω στη θέση του, προσεχτικά για να μη μου πέσει. Γιατί το χέρι μου τρέμει λιγάκι. Ίσως από συγκίνηση, ποιος να ξέρει.
Δεν βήχω αυτή τη φορά. Δεν θα ξαναβήξω ποτέ.
Απολαμβάνω το κάπνισμα για όλους τούς πιθανούς λόγους —η πύκνωση του καπνού μέσα μου, η ελαφριά ζάλη της νικοτίνης, η αίσθηση της αποκοτιάς και της απαγόρευσης, το παράλογο του πράγματος, η φαντασίωση πως όλα αυτά είναι μια ταινία τού σινεμά— αλλά και για έναν επιπλέον: ο Ισμαήλ έχει χαμηλώσει την ταχύτητα για να μη μου παίρνει ο αέρας τη στάχτη και για να μη γεμίζει σπίθες ο αέρας γύρω από το πρόσωπό μου. Εννοείται πως τα σκέφτεται κάτι τέτοια: είναι άγγελος· αυτή είναι η δουλειά του. Και υποθέτω πως σε αυτή τη δουλειά δεν υπάρχουν κακοί επαγγελματίες.
Όταν το τσιγάρο μου τελειώνει, μου ανοίγει το τασάκι του αυτοκινήτου. Μέσα, είναι ολοκάθαρο. Σαν να μην έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ. Όπως και όλο το αμάξι δηλαδή: αν και τόσο παλιό, μοιάζει του κουτιού.
«Τι μάρκα είναι;» τον ρωτάω.
Γυρίζει και με κοιτάζει, με ένα ελαφρύ —πιο ελαφρύ δεν έχει— συνοφρύωμα.
«Ο καρχαρίας», του λέω. «Το αυτοκίνητό σου».
Γυρίζει πάλι προς τα μπροστά, στο καθήκον.
«Φορντ Θάντερμπερντ», λέει. «Το μοντέλο του 1965».
«Του 1965!…» επαναλαμβάνω. «Κάπως παλιό, ε;»
Δεν απαντάει.
«Δεν τα φτιάχνουν πια όπως τότε», λέω, μάλλον αποτυχημένα.
Ούτε και τώρα λέει κάτι, πράγμα λογικό. Όμως δεν θα το βάλω έτσι εύκολα κάτω.
«Και πόσο τρέχει;» ρωτάω.
Το στήθος του φουσκώνει ανεπαίσθητα. Πρέπει να με βαριέται πολύ. Κακώς.
«Φτάνει τα διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Πιάνει τα εκατό σε έντεκα δευτερόλεπτα. Ζυγίζει δύο τόνους, έχει οχτακύλινδρο κινητήρα και τριακόσιους ίππους».
«Παρά τον βαρύ της προφυλακτήρα;» λέω, εντυπωσιασμένη από την ποσότητα των πληροφοριών που μου επιδαψίλευσε.
«Ναι».
«Γουάου…» λέω, εντυπωσιασμένη. Αν και όχι στ’ αλήθεια. Αν δεν κάνω πολύ μεγάλο λάθος, μάλλον μού έδειξε μόλις ότι δεν θέλει να τον ενοχλώ. Δεν θέλει να συζητάμε. Εξ ου και η πολυλογία. Καλά λοιπόν. Όπως αγαπάτε.
Κλείνω το τασάκι, αφού πρώτα σβήνω προσεκτικά το τσιγάρο μου. Σχεδόν ντρέπομαι που το λερώνω, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Είναι καλοκαίρι, και φοβάμαι πολύ τις πυρκαγιές.
Τώρα το τοπίο έχει αλλάξει αισθητά, καθώς ο δρόμος γίνεται ολοένα και πιο ανηφορικός. Τα καλλιεργημένα χωράφια έχουν δώσει τη θέση τους σε εκτενείς περιοχές γεμάτες θάμνους και ρείκια, με συστάδες πεύκων και σημύδων να ξεφυτρώνουν άναρχα ανάμεσά τους, ενώ οι αγροί αντικαταστάθηκαν από άγονες βραχώδεις εκτάσεις. Είναι κάπως… περίεργα. Ακόμη και ο ουρανός έχει αλλάξει. Τα λευκά φουντωτά συννεφάκια έχουν σκορπίσει, και παντού από πάνω μας έχει απλωθεί ένα πελώριο γκρι και γαλάζιο χαλί, που μοιάζει να κρύβει κάτι από πίσω του: μια επικείμενη ταραχή.
Αντιλαμβάνομαι πως μου αρέσει αυτό. Πως το προτιμώ.
«Πού πάμε;»
Η ερώτηση βγαίνει αυθόρμητα από τα χείλη μου, χωρίς καν να τη σκεφτώ. Άλλωστε δεν πέρασαν και πολλά λεπτά αφότου πήρα την απόφαση να μην τον ξαναενοχλήσω. Επίσης, δεν είμαι αυτό που θα λέγαμε αρχετυπικά αυθόρμητη, και τα λόγια μου μου καίνε λιγάκι το στόμα. Όμως δεν έχει σημασία. Ούτε έχω καμιά πραγματική διάθεση να στενοχωρηθώ. Παρέα είμαστε, έτσι δεν είναι; Και δεν έχει κυλήσει πολλή ώρα αφότου πέταξε σαν υπερήρωας μέχρι το Σημείο για να με πιάσει στον αέρα με το παντοδύναμο χέρι του.
Γυρίζω και τον κοιτάω πίσω από τα γυαλιά μου. Ο Ισμαήλ αναστενάζει πριν μου απαντήσει. Ή έτσι φαίνεται σε εμένα.
«Να καταλύσουμε κάπου».
Να καταλύσουμε κάπου. Τι γλώσσα είναι αυτή;
«Πάμε να… Πάμε σε ξενοδοχείο;»
Γλείφει βιαστικά τα χείλη του, με την άκρη της γλώσσας. Νά λοιπόν που μπορείς να φέρεις σε δύσκολη θέση έναν άγγελο. Κοίτα να δεις. Ποιος θα το ’λεγε.
«Ακριβώς», είπε. «Ναι».
«Δεν φαίνεται να έχει πολλά ξενοδοχεία η περιοχή», λέω, καθώς φτάνουμε πια προς το τέλος της ανηφόρας, που εκείνη η Φορντ Θάντερμπερντ, μοντέλο του 1965, ανεβαίνει με πείσμα και αντοχή πεζοναύτη.
Ο Ισμαήλ δεν μου λέει κάτι άλλο. Είναι αρκετά κολλημένος ήδη στα σκοινιά, και επιλέγει να μην εμπλακεί σε μια συζήτηση που ξέρει ότι δεν του πολυαρέσει.
Οπότε δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω από το να ανάψω ακόμη ένα τσιγάρο, απολαμβάνοντας το άγριο τοπίο. Δεν κάνω συχνά εκδρομές —βασικά, δεν κάνω ποτέ εκδρομές, δεν βγαίνω ποτέ από την πόλη παρά μόνο για ολιγοήμερες διακοπές μία φορά τα δύο χρόνια— και αυτό εδώ το ταξίδι είναι ό,τι πιο κοντά σε περιπέτεια έχω ζήσει όσο καιρό θυμάμαι τον εαυτό μου. Μόνη, παρέα με έναν επίσης μοναχικό άντρα, σε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο του 1965 —έναν λυγερό, παντοδύναμο καρχαρία—, κάπου στα βουνά, πολύ έξω από την πόλη. Και χωρίς καν να ξέρω πού ακριβώς είμαστε, πού πάμε και πόση ώρα ταξιδεύουμε ήδη.
Αλήθεια, πόση ώρα ταξιδεύουμε ήδη;
Θυμάμαι πως δεν έχω πια κινητό —άλλη μία καινοτομία— και κοιτάζω το ρολόι μου, φοβούμενη ελαφρά πως θα δείχνει δέκα και δέκα. Και πως ίσως όλα αυτά δεν είναι παρά μια στιγμιαία φαντασίωση που έχω την αρχική στιγμή της πτώσης μου στο κενό. Πως είμαι ακόμη εκεί, και πως πέφτω σημαδεύοντας την άσφαλτο. Όχι. Είναι τρεις το μεσημέρι. Οπότε, ναι, είμαι εδώ. Είμαι στ’ αλήθεια εδώ. Με έναν άγγελο: τον προσωπικό μου φύλακα. Αλλά, Θεέ μου, πόση ώρα κοιμόμουν; Και γιατί; Πόσο κουρασμένη, πόσο συναισθηματικά εξουθενωμένη μπορεί να ήμουν και να μην το είχα καταλάβει, για να αφεθώ έτσι μέσα σε ένα ξένο αυτοκίνητο;
Σβήνω προσεκτικά το τσιγάρο μου στο τασάκι και προσπαθώ να προσανατολιστώ. Προφανώς και δεν είναι δυνατόν να τα καταφέρω, αλλά το επιχειρώ ούτως ή άλλως. Σαν κάποιος μέσα μου να μου το ζητά. Όχι η Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή. Αλλά μια άλλη. Νομίζω πως ξέρω σε ποιαν ανήκει. Εγώ την έχω γεννήσει.
Φυσικά, δεν καταφέρνω τίποτε. Τα βουνά είναι βουνά, και τα δέντρα δέντρα. Δεν ξέρω καν προς τα πού πέφτει ο Βορράς. Κι αν το ήξερα, και πάλι δεν θα μου έλεγε κάτι. Δεν είμαι άνθρωπος που μπορεί να προσανατολίζεται εύκολα, και καμιά φορά χάνομαι ακόμη και στους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης. Ωστόσο, ακόμη και σε εμένα είναι φανερό πως έχουμε φτάσει πια σχεδόν στην κορυφή εκείνων των υψωμάτων. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις αυτό. Φτάνουμε στην κορυφή, και ένα σμάρι πουλιά σπεύδουν να μας υποδεχτούν με κραυγές, δείχνοντάς μας το ένα στο άλλο έτσι όπως πετούν πάνω από το γεμάτο πυκνές συστάδες δέντρων ανώτατο υψομετρικό σημείο. Τα κοιτάζω πίσω από τα γυαλιά μου. Είναι γλάροι, αν δεν κάνω λάθος. Φωνακλάδες, ενοχλητικοί και αδηφάγοι. Τα μονίμως πεινασμένα περιστέρια της θάλασσας.
Πεινασμένα περιστέρια… Ξαφνικά, συνειδητοποιώ πως πεινάω κι εγώ. Σημάδι, το δίχως άλλο, πως όντως δεν ζω μια φαντασίωση. Κανείς δεν φαντασιώνεται ένα άδειο στομάχι καθώς βουτάει με το κεφάλι από μια γέφυρα. Όχι. Πεινάω στ’ αλήθεια. Έχω να βάλω οτιδήποτε στο στόμα μου —εκτός από καφέ και τσιγάρο— από χθες το απόγευμα. Μου περνά από το μυαλό να ρωτήσω τον Ισμαήλ αν έχει τίποτε κρακεράκια ή οτιδήποτε άλλο στο αμάξι του, γιατί δεν βρίσκω πρέπον να ξανανοίξω το ντουλαπάκι. Την πρώτη φορά βρήκα ένα περίστροφο μέσα. Ποιος ξέρει τι άλλο θα βρω έτσι και ψάξω καλύτερα.
Δεν διακινδυνεύω να τον ρωτήσω. Απλώς γυρίζω πάλι και τον κοιτάζω. Μου αρέσει. Και πια νιώθω ότι τον έχω συνηθίσει. Ότι… τον γνωρίζω καλά. Είναι μια περίεργη αίσθηση αυτή: να ξέρεις καλά τον προσωπικό σου άγγελο, ενώ μέχρι πριν από λίγο δεν ήξερες ότι είχες έναν. Όμως τελικά, κι ενώ η Θάντερμπερντ μπαίνει μέσα στην τελευταία πυκνή συστάδα των δέντρων που στεφανώνουν την κορυφή ακολουθώντας τον δρόμο, το στόμα μου ανοίγει από μόνο του.
«Τι καλά που θα ’τανε να πετυχαίναμε, λέει, κανένα εστιατόριο, ε; Ή έστω καμιά καντίνα. Εσύ τρως άραγε;» προσθέτω, καθώς θέλω να εκφράσω οπωσδήποτε εκείνη την ανόητη απορία μου. Ανόητη γιατί οι άγγελοι προφανώς και δεν πεινούν, όχι για ανθρώπινο φαγητό αν μη τι άλλο, αλλά και γιατί είναι πιθανότατα το τελευταίο πράγμα που πρέπει να με ενδιαφέρει. Ζω μια εξωπραγματική εμπειρία, έχω την πιο στενή επαφή με το υπερφυσικό που μπορεί να υπάρξει, και μιλάω για φαγητό. Αν είναι δυνατόν.
Ο Ισμαήλ ανοίγει ανεπαίσθητα τα χείλη του για να μου απαντήσει, όταν την ίδια στιγμή το αυτοκίνητό μας βγαίνει από τα δέντρα και βρίσκεται σε ένα ξέφωτο στολισμένο στο χείλος του με θάμνους. Ένα ξέφωτο πάνω από την απόκρημνη πλαγιά που κατηφορίζει πέρα χαμηλά, προς την αστραφτερή θάλασσα και το χωριό εκεί κάτω.
Η ανάσα μου κόβεται από την ομορφιά, και μένω να κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Ώστε εδώ ερχόμασταν τελικά. Αυτός ήταν ο προορισμός μας. Και γι’ αυτό έχει γλάρους εδώ πάνω στα βουνά.
Ω Θεέ μου, κοίτα εκεί…
Ο θαυμασμός μου είναι τόσο έντονος που ο Ισμαήλ τον αντιλαμβάνεται, και τελικά ξανακλείνει το στόμα σε εκείνη την ήρεμη, αν και τεταμένη, σοβαρή γραμμή και δεν μου απαντά. Δεν χρειάζεται, άλλωστε. Στο χωριό θα βρούμε ασφαλώς τα πάντα. Χαμογελάω, και ξέρω πως όλο μου το πρόσωπο φωτίζεται κάτω από την πολύχρωμη, καλοκαιρινή μαντίλα μου που την έχω δέσει στο πιγούνι. Αχ! Πόσο θα ’θελα να είχα μακριά μαλλιά για να μου τα συγκρατεί. Πόσο θα ’θελα να ήταν βαμμένο κόκκινο το στόμα μου.
Και πόσο θα ’θελα να πηγαίναμε πράγματι σε αυτό το παραθαλάσσιο χωριό, να τα καταφέρναμε, να μην ήταν όνειρο, να γινόταν επιτέλους κάτι θετικό σ’ αυτή τη μικρή, δική μου ζωή. Να μη στράβωνε κι αυτό το σχέδιο όπως όλα τα άλλα.
Στρέφομαι πάλι προς το μέρος του για να του πω κάτι, οτιδήποτε, πλημμυρισμένη χαρά, αναστατωμένη από την προσμονή και καρδιοχτυπώντας από την αγωνία — όταν βλέπω τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα —κάτι τρομερό για έναν άνθρωπο της ιδιοσυγκρασίας του— και τους ώμους του να σφίγγουν. Τινάζω το κεφάλι μου πάλι προς τα μπροστά, και ίσα που προλαβαίνω να δω εκείνη τη σκιά. Τρέχει σαν αστραπή από κάρβουνο διασχίζοντας τον δρόμο, ελάχιστα μέτρα μπροστά μας. Η Θάντερμπερντ στρίβει ολότελα προς τα αριστερά και ντελαπάρει. Το ειρηνικό ταξίδι μας ξαφνικά επιταχύνεται, τα λάστιχα σκληρίζουν, οι θάμνοι στην άκρη του δρόμου έρχονται προς το μέρος μας με ορμή και με κάτι σαν λαχτάρα. Μια τσιρίδα βγαίνει από τα χείλη μου, ενώ νιώθω τον ουρανό από ψηλά να συρρικνώνεται σαν χαρτί ποτισμένο με οινόπνευμα που του βάζεις φωτιά. Οι θάμνοι μάς πλησιάζουν κι άλλο, το αυτοκίνητό μας κάνει μία περιστροφή γύρω από τον άξονά του, και αμέσως μετά ακόμη μία, και ξέρω πως θα πέσουμε στον γκρεμό, σε εκείνη την απόκρημνη πλαγιά που καταλήγει ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό. Νά που τελικά θα τα κατάφερνα, έστω και τόσα χιλιόμετρα μακριά από το Σημείο, έστω και τόσες ώρες ταξίδι μακριά από τη γέφυρά μου. Θα τα κατάφερνα να πέσω, και να τσακιστώ. Σταματάω να φωνάζω και επικεντρώνομαι στο σκούρο σμαραγδί χρώμα των θάμνων, που γλείφουν τα χείλια τους παρακολουθώντας μας να οδεύουμε προς τον χαμό, προς τον θάνατο.
Η Θάντερμπερντ χώνεται με το μακρύ μπροστινό του μέρος με τον ενισχυμένο προφυλακτήρα μέσα στους θάμνους, ισοπεδώνοντάς τους. Όμως λίγα εκατοστά πριν αρχίσει να κατρακυλά στην πλαγιά, ακινητοποιείται με έναν γοερό βόμβο που μοιάζει με κλάμα γίγαντα φερμένο με τον αέρα από κάπου μακριά. Χώμα, φύλλα και σπασμένα κλαδιά γεμίζουν το οπτικό μου πεδίο, καθώς το τζάμι του παρμπρίζ είναι έτοιμο να μου διαλύσει το πρόσωπο, αρχικά, και μετά να στεφανώσει το κεφάλι μου καθώς θα το σπάω για να περάσω από την άλλη μεριά.
Τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει.
Ένα χέρι, ένα αγγελικό χέρι, με τα δάχτυλα ανοιχτά, με συγκρατεί ακουμπώντας με σταθερή δύναμη στο στέρνο μου. Το στόμα μου κρεμά, τα μάτια μου έχουν πεταχτεί από τις κόγχες τους και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ωστόσο το χέρι του Ισμαήλ με κρατά, το παρμπρίζ δεν με θέλει πια, η Θάντερμπερντ έπαψε να περιστρέφεται και να τρέχει, και ο γκρεμός έμεινε μόνος, πεινασμένος, χωρίς εμάς.
«Τι…;» ξεκίνησα να λέω, ακούγοντας ένα τρομακτικό γέλιο πάνω από το κεφάλι μου. Ένα χάχανο. Οι γλάροι. Μας περιγελούσαν. Τα πουλιά.
«Ένα αγριογούρουνο», μου λέει.
«Αγριογούρουνο;»
«Ναι. Είσαι καλά;»
Κουνάω πάνω-κάτω το κεφάλι μου. Ναι, είμαι καλά.
«Ναι», του λέω. «Είμαι καλά. Ξαφνιάστηκα μόνο. Ε…εσύ;»
Ο άγγελος με μιμείται και κουνά κι αυτός το κεφάλι του. Αλλά δεν λέει κάτι. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο μπροστά, στο γκριζωπό σύννεφο που βγαίνει από το καπό της Θάντερμπερντ.
«Πρέπει να το φτιάξω», μου λέει.
«Να το…;»
Σταματώ και πάλι, γιατί ο Ισμαήλ έχει ήδη ανοίξει την πόρτα του και βγαίνει έξω. Ωστόσο εξακολουθώ να νιώθω το χέρι του στο στήθος μου. Εκείνη την αγγελική ζώνη ασφαλείας.
Δεν θα μ’ άφηνε να πεθάνω. Ναι: ήταν ο φύλακας-άγγελός μου. Δεν έπρεπε να φοβάμαι. Δεν έπρεπε να ξαναφοβηθώ. Ποτέ πια. Ποτέ πια στη ζωή μου ολόκληρη.
Ανοίγω την πόρτα μου για να πάω κι εγώ εκεί που πήγαινε εκείνος.
Έχει ήδη ανοίξει το καπό, από όπου εξακολουθούν να βγαίνουν πυκνοί καπνοί. Μένει για λίγο να τους κοιτάζει, και μετά βγάζει με αργές κινήσεις το σακάκι του. Προχωρά προς τις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου, το αφήνει μέσα και σηκώνει τα μανίκια του, διπλώνοντάς τα με έναν ατημέλητο, χαριτωμένο στα μάτια μου τρόπο. Έπειτα ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ και βγάζει ένα βαλιτσάκι από μέσα. Μια εργαλειοθήκη, υποθέτω.
«Ξέρεις κι από τέτοια;» τον ρωτώ βλέποντάς τον να έρχεται προς το μέρος μου, καθώς έχω ξαφνικά βρει μεγάλο ενδιαφέρον στο εσωτερικό της μηχανής και στους καπνούς που βγαίνουν από εκεί μέσα.
Με κοιτάζει με εκείνο το ατάραχο, σοβαρό βλέμμα του.
«Λίγα», λέει. Δεν μπορούσε να πει κάτι λιγότερο από αυτό, ή να το διατυπώσει πιο λιτά.
Αφήνει την εργαλειοθήκη του κάτω, την ανοίγει και βγάζει ένα μεγάλο κομμάτι στουπί.
«Θα το καθαρίσεις;» τον ρωτάω. «Πιστεύεις ότι μπορείς να το φτιάξεις; Με λίγο τρίψιμο ή κάτι τέτοιο;»
Δεν μπορώ να σταματήσω τη φλυαρία. Επιπροσθέτως, νιώθω πεταλούδες να πετούν στην κοιλιά μου. Τον ερωτεύομαι.
Δεν ξέρω αν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Μάλλον όχι. Τι μπλέξιμο.
Αλλά γιατί όχι; Ποιος το λέει αυτό το όχι; Και ποιος ξέρει απ’ αυτά, τέλος πάντων; Ξεφυσάω επειδή είναι το μόνο που μπορώ να κάνω με σιγουριά.
Ο Ισμαήλ χώνεται μέχρι τη μέση κάτω από το καπό. Τον κοιτάζω, και μετά διαισθάνομαι ότι αυτή ακριβώς η πιο κατάλληλη, η πιο ενδεδειγμένη στιγμή για να ανάψω ένα τσιγάρο ακόμη. Αν μη τι άλλο, πεινάω τόσο πολύ, που ακόμη και αυτό θα είναι ένα υποκατάστατο. Έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Αλλά το θέλω κιόλας γιατί ταιριάζει με τη δραστηριότητα του αγγέλου μου.
Το ανάβω πράγματι και, κάνοντας μεταβολή, κοιτάζω κάτω, πέρα από την πλαγιά, στενεύοντας τα μάτια καθώς ο καπνός γλιστρά κάτω από τα γυαλιά μου. Το χωριό εκτείνεται από τη μια μέχρι την άλλη μεριά ενός κολπίσκου. Ένας λιμενοβραχίονας μπαίνει πολλά μέτρα μέσα στη θάλασσα, σαν ένα μεγάλο L. Δύο ή τρία κτίρια όλα κι όλα ξεχωρίζουν ανάμεσα στα υπόλοιπα, επιβλητικά απέναντι στα απλωμένα μονώροφα ή διώροφα σπίτια. Αυλές, στενοί πλακόστρωτοι δρόμοι, και μια προκυμαία όπου περπατούν καναδυό δεκάδες άνθρωποι. Μοιάζουν τόσο μικροί από εκεί ψηλά.
Γυρνώ πάλι προς το μέρος του, τη στιγμή που εκείνος ανασηκώνεται.
«Το έφτιαξες;» τον ρωτάω. Έχω πολύ θράσος, κι εκείνη η άλλη μέσα μου το διασκεδάζει.
Με κοιτά σκουπίζοντας τα χέρια του με ένα κομμάτι λευκό πανί.
«Ίσως», λέει. Και αμέσως μετά: «Μπορείς να το βάλεις μπροστά για να δούμε αν παίρνει μπρος, σε παρακαλώ;»
Τα μάτια μου φωτίζονται πίσω από τα γυαλιά μου. Τι ανέλπιστη τύχη!
«Ασφαλώς!» λέω φωναχτά και τρέχω προς την πόρτα του οδηγού, με το τσιγάρο καρφωμένο στα χείλια μου.
Κάθομαι στη θέση του και λοξεύω το κεφάλι για να τον δω πίσω από το ανοιχτό καπό. Μου κάνει νόημα, και στρίβω το κλειδί. Τίποτε δεν ακούγεται. Μένει σκυφτός εκεί μέσα για λίγο ακόμα, και έπειτα μου κάνει πάλι νόημα. Το στρίβω πάλι. Και πάλι τίποτε.
Το πετυχαίνουμε την τρίτη φορά, και μου έρχεται να πανηγυρίσω από τη χαρά μου. Το πρόσωπό μου έχει φωτιστεί ολόκληρο, και η μόνη μου στενοχώρια είναι που δεν μπορώ να το δω — δεν έχω καθρέφτη. Έπειτα καταλαβαίνω πως φυσικά και έχω. Σκύβω πάλι και κοιτάζομαι στον αριστερό καθρέφτη του αυτοκινήτου, και, ναι: το πρόσωπό μου λάμπει.
Με έναν κοφτό αλλά και απαλό ταυτόχρονα ήχο, το καπό κλείνει και ο άγγελος έρχεται προς το μέρος μου. Γλιστράω γρήγορα-γρήγορα προς τη δικιά μου θέση, για να του κάνω χώρο. Χωρίς να ανοίξει την πόρτα του, πηγαίνει στο πορτ-μπαγκάζ και αφήνει τα πράγματά του. Μετά κατεβάζει τα μανίκια του και φοράει ξανά το σακάκι του. Κάνει τα πάντα όπως πρέπει να γίνουν. Ασφαλώς. Είναι τέτοια η φύση του, άλλωστε. Μεθοδική. Ήρεμη. Δυνατή. Συγκροτημένη.
«Ξέρεις», του λέω όταν κάνει μία μανούβρα για να βγούμε πάλι στον δρόμο, «λίγο πριν πεταχτεί εκείνο το αγριογούρουνο μπροστά μας… Αλήθεια, αγριογούρουνο ήταν;»
Δεν μου απαντά.
«Ναι, εκείνο το αγριογούρουνο τέλος πάντων. Λοιπόν, λίγο πριν σκεφτόμουν πόσο άδικο θα ήταν να μην τα καταφέρναμε τελικά. Να μη φτάναμε στο χωριό, εννοώ. Να συνέβαινε κάτι που…» Σταματώ και ανασηκώνω τους ώμους. Δεν ξέρω αν το προσέχει. «Και νά που συνέβη. Αλλά παραλίγο. Γιατί στην πραγματικότητα ξεπεράσαμε το κακό. Την ατυχία».
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Είναι μάλλον ανέκφραστος. Δεν ξέρω.
«Ξέρεις τον νόμο του Μέρφι, έτσι δεν είναι;»
Το μέτωπό του ζαρώνει, ανεπαίσθητα.
«Ναι», λέει.
«Ναι, φυσικά και τον ξέρεις. “Ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει”. Όλοι τον ξέρουν. Και επιβεβαιώνεται καθημερινά. Αλλά όχι αυτή τη φορά». Του χαμογελάω. «Όχι αυτή τη φορά», ξαναλέω.
Δεν φαίνεται καν να με παρακολουθεί.
«Ωστόσο», συνεχίζω, «ίσως να μην ξέρεις πώς αποδεικνύεται ο νόμος του Μέρφι. Το ξέρεις;»
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Ελάχιστα. Ίσα που μπορεί να το παρατηρήσει κανείς, αν είναι καλά συγκεντρωμένος επάνω του.
«Ωραία! Θα σου το πω εγώ. Λοιπόν, το πιο γνωστό παράδειγμα του νόμου είναι αυτό με την αλειμμένη με βούτυρο φέτα ψωμί. Όσες φορές και να σου πέσει κατά λάθος η φέτα από το χέρι ή από το πιάτο σου, πάντα θα πέσει με την αλειμμένη της πλευρά στο πάτωμα. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Εκτός και αν θέλεις να αποδείξεις τον νόμο του Μέρφι σε κάποιον που δεν τον πιστεύει. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι. Αρνητές. Ξέρεις τι γίνεται τότε;»
Κουνάει πάλι το κεφάλι του, αρνητικά. Μάλλον.
«Λοιπόν, τον φωνάζεις αυτόν τον τύπο και του λες την ιστορία με τη φέτα το ψωμί. Και ταυτόχρονα, αλείφεις μια φέτα. Την αλείφεις με βούτυρο και μέλι. Ή με ό,τι έχεις. Με φιστικοβούτυρο. Με ταχίνι. Ό,τι θες. Και μετά την αφήνεις να πέσει επίτηδες στο πάτωμα, για να του αποδείξεις τον νόμο του Μέρφι, και να πειστεί. Ξέρεις πώς πέφτει τότε η φέτα;»
Ο Ισμαήλ κουνά για τρίτη φορά το κεφάλι του, πάλι πιθανότατα αρνητικά.
«Με την αλειμμένη μεριά από πάνω», του λέω ενθουσιασμένη, παρακολουθώντας την έκφρασή του.
Η οποία δεν αλλάζει. Κάθεται ίσιος, ατάραχος, σοβαρός και ήρεμος, εξακολουθώντας να οδηγεί στον στενό επαρχιακό δρόμο.
Όμως, όταν παίρνουμε σιγά-σιγά να κατηφορίζουμε προς το παραθαλάσσιο χωριό, χαμογελάει.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Η Ιστορία, το βίωμα, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες συμπορεύονται με τη μυθοπλασία
Η χαρισματική αφήγηση του Morris, μέσα από σημαντικές πηγές και σπουδαίο documentation
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.