Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 5ο

Μυθιστόρημα - 5ο Μέρος (05/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Καθώς βρίσκομαι ξαφνικά να προχωράω με τα μαύρα, σχεδόν επίσημα ρούχα μου μέσα στο σπίτι επιθεωρώντας το σαν την πεθερά ή σαν αξιωματικός του στρατού, αποδιώχνω με ένα ανατρίχιασμα κάθε εικόνα της συμπαντικής αποθήκης με τις χαμένες στιγμές από το μυαλό μου —άλλωστε δεν ήταν δικές μου σκέψεις, και καλά που το κατάλαβα εγκαίρως, χώρια που, ακόμα και αν ήταν της Μίνα, εμένα μού φαίνονταν αρκετά γλυκερές—, σταματώ, σκύβω, βάζω τα παπούτσια μου και κάνω ακόμη δυο-τρία βήματα προς την κουζίνα, τινάζοντας από πάνω μου και τα τελευταία ψίχουλα από τους υπαρξιακούς εφιάλτες της τυραννισμένης ηρωίδας μου. Θα έπρεπε να κάτσει λίγο στην άκρη. Συγγνώμη, γλυκιά μου, αλλά…

…Αχ! ΑΧ!

Ναι, λοιπόν. Καλά το θυμόμουν: τα παπούτσια με χτυπάνε.

Δεν το πιστεύω.

Δεν το πιστεύω!

Θα περάσω τα τελευταία μου λεπτά έξω από την αποθήκη του Κόσμου φορώντας ένα ζευγάρι στενά παπούτσια.

Σκέφτομαι για κάτι λιγότερο από μία στιγμή μήπως θα έπρεπε να τα βγάλω. Κάνω ένα νοητό «όχι» με το κεφάλι —ναι, είμαι γενναία αν το αποφασίσω— και προχωρώ περήφανα προς την κουζίνα. Ε, όχι: το σχέδιό μου παραείναι συγκεκριμένο και πλήρες για να χαλάσει από ένα ζευγάρι στενές μαύρες γόβες με κόκκινα συρμάτινα κορδονάκια.

Δεν θα τις βγάλω.

Αν και με χτυπάνε τρομερά…

Ευχαριστημένη από τον εαυτό μου, φτάνω στην κουζίνα και την τακτοποιώ. Πλένω γρήγορα τα ελάχιστα που υπάρχουν για να πλυθούν, τα σκουπίζω όπως-όπως και τα βάζω στη θέση τους. Είναι το λιγότερο που πρέπει να κάνω, και το ξέρω.

Όταν τελειώνω, το ρολόι τοίχου του ΙΚΕΑ λέει 08:05. Ο χρόνος τρέχει ξέφρενα, και βουτάει με το κεφάλι στον γκρεμό με τις άλλες περασμένες στιγμές.

Κουνάω το κεφάλι για να μου φύγει αυτή η χαζή ποιητική διάθεση εκείνης της άλλης γυναίκας που σαλεύει μέσα μου και κοιτάζω ένα γύρω. Όλα είναι όπως έπρεπε να είναι. Στη θέση τους. Και εγώ έτοιμη, παρά τα στενά μου παπούτσια. Και έχω μιάμιση ολόκληρη ώρα στη διάθεσή μου.

Ωραία.

Ε, Φωνή;

Φωνή…;

«Φωνή;»

Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή δεν μου απαντάει. Αλλά ξέρω πως είναι κάπου εκεί. Και με παρατηρεί. Ίσως μάλιστα να έχει πάρει και κανένα σημειωματάριο και να σημειώνει αυτά που κάνω… και αυτά που παραλείπω να κάνω.

Αλήθεια, παρέλειψα κάτι;

Στενεύω τα μάτια, σκύβω το κεφάλι και προσπαθώ να σκεφτώ. Όχι, όλα έγιναν καλά, και έγιναν στην ώρα τους. Χαλαρώνω τους ώμους και βγάζω ένα «αχ», όχι πόνου αυτή τη φορά. Είναι ωραίος αναστεναγμός, και με γεμίζει.

Τι έχουμε τώρα λοιπόν; Τι λέει το πρόγραμμα; Τι απέμεινε;

Λοιπόν, άραγε γιατί να έλεγα όχι στην πιθανότητα ενός δεύτερου καφέ;

Μπορεί η πιο ιερή στιγμή της ημέρας για τον καθένα να είναι η ώρα που φτιάχνει τον πρώτο πρωινό του καφέ — μπορεί τότε ακριβώς να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο και με το εσώτερο είναι του — μπορεί εκείνη η στιγμή να είναι η πιο μυρωδάτη, πιο μοσχοβολιστή και πιο αρωματική από όλες τις άλλες του εικοσιτετραώρου… ναι, ναι, όλα αυτά, συμφωνώ. Αλλά καμιά φορά, και ειδικά αν είναι η τελευταία σου φορά, όταν είσαι μόνος στην κουζίνα σου, και όταν όλα είναι σωστά καμωμένα, και όταν έχεις ένα σχέδιο, και όταν το εκτελείς πιστά, και όταν είσαι… όταν είσαι μόνος γενικώς… και σίγουρος… και… Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι υπάρχουν κάποιες ξεχωριστές περιπτώσεις, κάποιες ξεχωριστές περιστάσεις, που ο δεύτερος καφές είναι ακόμη καλύτερος και από τον πρώτο. Πιο… πιο σωστός. Πιο πλήρης. Πιο καφές.

Δεν το λέω πειστικά, αλλά το πιστεύω.

Κι ας μου λέει κάτι μέσα μου πως απλώς τα σκέφτομαι όλα αυτά κωλυσιεργώντας. Να κωλυσιεργήσω όμως από τι; Και πώς; Θα είμαι στην ώρα μου εκεί που πρέπει να είμαι. Αυτό δεν αλλάζει, ούτε θα αλλάξει.

Οπότε:

Κοιτάζω την καφετιέρα μου. Δεν είναι ακριβή, δεν είναι κάποια πολύ τέλεια μάρκα, δεν είναι ντιζαϊνάτη, δεν είναι καν καλή. Βασικά, δεν είναι καν μέτρια, ή χλιαρή. Είναι ένα μικρό μηχάνημα της σειράς που εκτελεί μία πολύ συγκεκριμένη λειτουργία, όχι πάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν το κάνει ούτε αυτό σωστά. Και δεν κάνει και τίποτε άλλο.

Αλλά νά που τώρα μού κλείνει το μάτι.

«Πάει οχτώ και δέκα», μου λέει.

«Δεν πειράζει», της απαντώ. «Όλα καλά».

«Είσαι σίγουρη;» μου λέει.

«Ναι», απαντώ. «Είμαι σίγουρη».

«Μήπως θέλεις να το ξανασκεφτείς;»

«Ας γελάσω, εσπρεσιέρα».

«Καλά. Θα τον ετοιμάσεις αυτόν τον δεύτερο καφέ λοιπόν;»

«Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρη πια. Τον θέλω, στ’ αλήθεια τον θέλω, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει».

«Αν ρωτάς εμένα, είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου».

«Ο καφές;»

«Ασφαλώς».

«Μα τι θα ’λεγες εσύ; Είσαι μια καφετιέρα, βλέπεις τον κόσμο σαν προέκταση του εαυτού σου».

«Ίσως να φταίει αυτό. Λοιπόν; Τι θα κάνεις;»

«Σου είπα. Δεν είμαι σίγουρη».

«Μήπως θέλεις να καπνίσεις ένα τσιγάρο ακόμη;»

«Όχι, δεν νομίζω».

«Δεν σου άρεσε;»

«Έτσι κι έτσι».

«Είσαι… είσαι έτοιμη, δηλαδή;»

«Ναι, είμαι έτοιμη».

Και να μην είμαι έτοιμη, έτσι απαντώ στην εσπρεσιέρα μου όταν με ρωτάει.

Ναι, είμαι έτοιμη.

Η εσπρεσιέρα μου αναστενάζει. Αναστενάζω κι εγώ.

Ναι, λέω πάλι, αν και όχι φωναχτά αυτή τη φορά. Ναι, είμαι σίγουρη. Είμαι έτοιμη.

Ναι, είμαι έτοιμη.


Ή έτσι νομίζω.

Δεν ξέρω πώς είναι να είσαι έτοιμος. Ξέρω μόνο πως μέσα στο στήθος μου έχει συμβεί κάτι, ή έχει εγκατασταθεί κάτι που είναι όμορφο.

Μου θυμίζει παιδική ζωγραφιά. Είναι συγκινητικό, νομίζω. Εκτός και εάν το βλέπω εγώ συγκινητικό επειδή είμαι ευσυγκίνητη. Δεν ξέρω. Αλλά αυτό το κάτι είναι ζεστό, και πολύχρωμο και χαρωπό, με τον τρόπο του. Ένα συναίσθημα πλήρωσης.

Κι αυτό, ξέρω τι είναι.

Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη, όπως είπα στην εσπρεσιέρα, αλλά ξέρω τι είναι αυτό το κάτι που έχει εγκατασταθεί στο στήθος μου. Είναι η βεβαιότητα ότι πήρα την απόφαση να δώσω μια και να περάσω μέσα από τον τοίχο.

Είναι αυτό που ήθελα πάντα, από πάντα. Να δώσω μία και να περάσω μέσα από τον τοίχο. Και είναι αυτό που ήξερα πως δεν θα κάνω ποτέ μου. Γιατί δεν είμαι ο άνθρωπος που δίνει μια και περνά μέσα από τον τοίχο, ή που απλώς χτυπά επάνω του. Είμαι το ακριβώς αντίθετό του.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, το ήθελα, το ονειρευόμουν και το λαχταρούσα.

Να είμαι, λέει, μέσα σε ένα αμάξι. Και να είναι μπροστά μου αυτός ο τοίχος. Και να ξέρω πως δεν είναι παρά ένα απλό εμπόδιο: κάτι που μπορεί να παρακαμφθεί. Ή μάλλον, όχι να παρακαμφθεί, αλλά να διαλυθεί. Κάτι που μπορείς να περάσεις από μέσα του, έτσι και το θέλεις. Να δώσεις μια και να περάσεις από μέσα του. Μέσα από τον τοίχο. Ή να συντριβείς στην πορεία. Αν και —κι αυτό βέβαια έχει τη σημασία του— ποτέ δεν σκεφτόμουν αυτό το ενδεχόμενο, ότι δηλαδή μπορεί να συντριβείς στην πορεία, ότι υπάρχει περίπτωση να συντριβείς έτσι και πέσεις με τόση δύναμη πάνω στον τοίχο. Δεν έχει να κάνει με τον αυτοκτονικό μου ιδεασμό αυτό, με την αυτοκτονικότητά μου, με την αυτοκτονική μου πρόθεση. Και δεν έχει αν κάνει, γιατί πάντα ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα να περάσω από μέσα του έτσι και το επιχειρούσα. Έτσι και έδινα μια.

Και αυτό ήταν που με εξουθένωνε τελικά: το γεγονός ότι δεν το έκανα, ότι δεν έδινα μια, αν και ήξερα πως δεν θα συντριβόμουν επάνω στον τοίχο, αν και ήξερα πως θα τον γκρέμιζα και θα βρισκόμουν από την άλλη μεριά, αλώβητη. Και δεν το έκανα επειδή ήξερα, επίσης, ότι εγώ δεν ήμουν για τέτοια. Δεν ήμουν φτιαγμένη να ορμάω πάνω σε τοίχους. Ήμουν φτιαγμένη για το αντίθετο. Για να πηγαίνω αργά (μέτρια, χλιαρά) προσπαθώντας να αποφεύγω τους τοίχους. Ήμουν φτιαγμένη για να πηγαίνω προσεχτικά. Όπως πρέπει. Καθώς πρέπει. Αυτό ήξερα. Αυτό ήμουν.

Ωστόσο… Ωστόσο ο τοίχος δεν έπαψε ποτέ να είναι εκεί, αιώνιος σαν αρχαίο δέντρο, και να με περιμένει. Ή να περιμένει όλους τους άλλους, όλες τις στρατιές των άλλων που θα επέλεγαν επιτέλους να κάνουν την αποκοτιά να πατήσουν το γκάζι και να ορμήσουν επάνω του και να τον γκρεμίσουν περνώντας απέναντι, από την άλλη μεριά — αλώβητοι, ίσως· ή και όχι. Έτσι ήμουν φτιαγμένη εγώ, και έτσι ήταν φτιαγμένος ο τοίχος. Και έτσι ήταν φτιαγμένοι αυτοί οι άλλοι.

Όμως δεν ήμουν εγώ αυτοί. Εγώ είχα επιλέξει την ήσυχη ζωή που δεν περιλαμβάνει ολέθρια ή μη χτυπήματα σε τοίχους. Μια ζωή ήρεμη, μετρημένη, σοβαρή. Χωρίς θορύβους. Μια ζωή τακτοποιημένη σαν συρτάρι. Σαν σωστό και καθωσπρέπει συρτάρι. Ή, έστω, τακτοποιημένη σαν τα δικά μου συρτάρια.

Όλα μου τα συρτάρια είναι τακτοποιημένα. Τα συρτάρια με τα εσώρουχα, τα συρτάρια με τα σεντόνια, τα συρτάρια με τις πετσέτες, τα συρτάρια με τις μπλούζες — και τα συρτάρια με τα κουζινικά.

Μοιάζουν με αεροφωτογραφίες χωραφιών στην Ολλανδία: καμία τουλίπα δεν γέρνει το κεφαλάκι της στο χωράφι του γείτονα — α, όχι. Η καθεμιά έχει τη θέση της. Όλα τα σεντόνια είναι διπλωμένα έτσι ώστε να έχουν τις ίδιες διαστάσεις. Όλες οι κάλτσες είναι διπλωμένες ανά σωστό ζεύγος και οι κλειστές άκρες τους είναι γυρισμένες και βαλμένες μέσα στις ανοιχτές, και αυτά τα πακετάκια είναι βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι ώστε να πιάνουν τον πιο μικρό —δηλαδή πιο σωστό— χώρο που γίνεται. Κι ας υπάρχει κι άλλος χώρος στο συρτάρι. Κι ας πιάνουν μονάχα το μισό.

Γιατί; Γιατί μερικά πράγματα δεν γίνονται ή έτσι ή αλλιώς. Γίνονται μόνο έτσι. Κι αυτό ισχύει και για τα συρτάρια μου. Ή μάλλον… για όλα μου τα συρτάρια, εκτός από ένα. Αυτό με τα μαχαιροπίρουνα.

Εκεί φλέρταρα λίγο με την ιδέα του τοίχου. Φλέρταρα, αν και φλέρταρα μυστικά. Μυστικά και, σχεδόν, παράνομα.

Είχα δύο πλαστικές θήκες για τα μαχαιροπίρουνα. Ολόιδιες. Τη μία πάνω από την άλλη. Στην πάνω-πάνω, τα μαχαίρια, τα πιρούνια, τα κουτάλια, τα κουταλάκια και τα πιρουνάκια ήταν βαλμένα σαν στρατιώτες για επιθεώρηση. Όλα τους άψογα, και σωστά.

Αλλά στην από κάτω…

Στην από κάτω είχα άλλο ένα σετ μαχαιροπίρουνα, και τα είχα πάντα ανακατωμένα. Τα μισά πιρούνια στη θέση των κουταλιών, τα κουτάλια βαλμένα άλλα έτσι κι άλλα ανάποδα, τα κουταλάκια του γλυκού μπερδεμένα στις υπόλοιπες θήκες…

Μαγεία.

Αλλά κρυφή μαγεία. Μυστική. Προσωπική. Μαγεία αποκλειστικά και μόνο για εμένα.

Γιατί βέβαια κανείς ποτέ δεν θα σήκωνε την επάνω πλαστική θήκη για τα μαχαιροπίρουνα για να δει τι γινόταν από κάτω. Για την ακρίβεια, στην υποθετική περίπτωση που κάποιος άνοιγε το συρτάρι μου, κανείς ποτέ δεν θα αναρωτιόταν γιατί αυτή η θήκη για τα μαχαιροπίρουνα ήταν τόσο ψηλά, ενώ το συρτάρι ήταν τόσο βαθύ.

Αλλά δεν είχε σημασία αυτό. Καλά έκαναν και δεν αναρωτιόνταν αυτοί οι φανταστικοί άλλοι που ανοίγουν ξένα συρτάρια και τα ψαχουλεύουν. Σημασία είχε μόνο που εγώ ήξερα τι συνέβαινε από κάτω, στη δεύτερη, κρυφή θήκη. Πόσο ανακατωμένα ήταν εκείνα τα μαχαιροπίρουνα. Πόσο χαοτικά ήταν βαλμένα.

Και ήταν μέρες —κάτι μέρες περίεργες, κάτι μέρες παράξενες— που μου άρεσε να πηγαίνω κατά κει, να ανοίγω το συρτάρι, να βγάζω έξω την τακτοποιημένη θήκη για τα μαχαιροπίρουνα, την πάνω-πάνω, και να ελέγχω το χάος τής από κάτω. Και τότε δεν κρατιόμουν και χαμογελούσα, και τα μάτια μου πρέπει να έκαιγαν λιγάκι, και με τα χέρια ανακάτωνα κι άλλο τα ήδη μπερδεμένα μαχαιροπίρουνα, και τους άλλαζα θέση ξανά και ξανά, και χτυπούσα, έτσι, λιγάκι στον τοίχο. Εκείνο τον τοίχο που με περίμενε, παρά την κούρασή του όλα αυτά τα χρόνια της υπομονής. Τον τοίχο μου, που με περίμενε υπομονετικά, στωικά, και που τώρα, καθώς με έβλεπε να ανακατώνω τα μαχαιροπίρουνα, ίσως και να γελούσε λιγάκι. Ή έστω να κολακευόταν με το μυστικό φλερτ μου. Την κρυφή μας σχέση.

Νά, όπως και τώρα, που πάω στο συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα, βγάζω έξω την τακτοποιημένη θήκη, την πάνω-πάνω, και ελέγχω το χάος τής από κάτω. Και αρχίζω και ανακατώνω κι άλλο τα ήδη μπερδεμένα μαχαιροπίρουνα, και τους αλλάζω θέση, και χαμογελάω, και τα μάτια μου καίνε λιγάκι.

Κι έπειτα ανατριχιάζω ολόκληρη, και εκείνο το όμορφο και συγκινητικό κάτι που έχει εγκατασταθεί στο στήθος μου χάνεται προς στιγμήν, και τα μάτια μου δεν καίνε μόνο αλλά θολώνουν κιόλας, κι όπως γυρίζω το βλέμμα μου προς το ρολόι από το ΙΚΕΑ, οι δείκτες του φαίνονται θολοί, και πεταρίζουν, και ίσα που διακρίνω πως η ώρα πήγε οχτώ και τέταρτο.

Οχτώ και τέταρτο κιόλας. Με το τίποτα.

Τριάντα έξι χρόνια κιόλας. Με το τίποτα.

Και ούτε ένας τοίχος για να περάσεις με το αμάξι από μέσα του, ούτε τίποτα, τίποτα.

Και νά τη πάλι η μελοδραματική Μίνα μέσα μου. Νά τη πάλι που παίρνει το πάνω χέρι. Δεν έχει πεθάνει ακόμη, δεν έχει χαθεί.

Υπάρχει, υπάρχει.

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ