Βιβλιο

Σκοτεινό μαύρο, κόκκινο αίμα, και άγρια ροκ

Το «Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα είναι ένα θυελλώδες νουάρ από την Αργεντινή που τρέχει με χίλια και δεν χαρίζεται σε κανέναν

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Για το μυθιστόρημα «Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα (μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, 232 σελίδες, Εκδόσεις Carnίvora)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Bing.

Για το μυθιστόρημα «Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα (μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, 232 σελίδες, Εκδόσεις Carnίvora)

Μαύρο, κατάμαυρο νουάρ (αν μπορούμε να το πούμε έτσι — αλλά και πώς αλλιώς να το πούμε), μυθιστόρημα δρόμου που θυμίζει σε όλα του road movie, με το δικό της πειραγμένο σάουντρακ επίσης, κολασμένο λατινοαμερικάνικο γουέστερν (τύπου, «Ο Κακός, ο Πιο Κακός, και ο Πολύ Χειρότερος»), μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ κι ας μην έχει πεθάνει ο κόσμος (πεθαίνουν όμως τόσο πολλοί στις σελίδες του, και όλοι πριν της ώρας τους), ένα βιβλίο που βγάζει διαρκώς τη γλώσσα του, στα πάντα — και όχι μόνο επειδή λαχανιάζει από το αδιάκοπο τρέξιμο, την ασταμάτητη δράση, τον αλλόφρονα πανικό, τις εξάρσεις παράλογης βίας, και την υφέρπουσα παράνοια που πετάγεται διαρκώς μέσα από ένα κουτί, μασκαρεμένη σε κλόουν (αλλά και από τη συγκίνηση — παράδοξο, αλλά ισχύει). Δεν θυμόμαστε να έχουμε διαβάσει κάτι ανάλογο. Νομίζουμε πως πρέπει να στύψεις πολλά γαλλικά πολάρ για να βγάλεις κάτι που να το πλησιάζει. Αν υπάρχει μετρητής λογοτεχνικής αδρεναλίνης, στο «Chamamé» η βελόνα του θα τρελαθεί και θα τα παρατήσει.

«Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα, Εκδόσεις Carnίvora

Οι κεντρικοί ήρωες είναι δύο: ο Μανουέλ Οβεχέρο, ή «Σκύλος», και ο Νοέ Καραμπαχάλ, ή «Πάστορας». Εδώ, όλοι έχουν ένα παρατσούκλι, που τους το έχουν κολλήσει κάποια στιγμή οι φίλοι τους, οι εχθροί τους, οι συγκρατούμενοί τους, ή οι σύντροφοί τους στις συμμορίες. Όλοι ανήκουν σε μια συμμορία άλλωστε. Και όλοι κυνηγούν —λυσσαλέα: πιο λυσσαλέα δεν γίνεται— τους υπόλοιπους, για να πάρουν ματωμένη, άγρια εκδίκηση.

Και όλοι τρέχουν με τα γρήγορα, σπινταριστά, φτιαγμένα αυτοκίνητά τους, αμερικάνικα αμάξια που βρυχώνται στις σελίδες τού «Chamamé», αφήνουν όλα τα υπόλοιπα πίσω, και σχεδόν περνούν στο υπερδιάστημα πριν ντελαπάρουν, σαν ένα Millenium Falcon με ρόδες και σπασμένη εξάτμιση. Αν μη τι άλλο, η περιγραφή από τον αφηγητή Σκύλο για το πώς όλα χάνονται δεξιά και αριστερά του όταν σανιδώνει τη Σεβρολέτ του, λουσμένα σε λευκές ακίδες και δόρατα λάμψης, ξεπερνώντας όλους τους διώκτες του, όλα τα περιπολικά και όλο τον κόσμο, θυμίζει εντελώς Star Wars, την ίδια στιγμή που οι περισσότερες άλλες σκηνές θυμίζουν Mad Max, κόμικς, μάνγκα, αστυνομικές exploitation ταινίες των 70s, ταινίες φυλακής, φιλμ τρόμου, μιούζικαλ, you name it — όλα τα υποείδη τού crime (και όχι μόνο) είναι εκεί, απλώς on steroids. Και όλα αυτά όσο πιο R-rated γίνεται (προειδοποιούμε!), όσο πιο sex & drugs & rock’n’roll μπορεί να φανταστεί κανείς. Η βία, το gore, η τρέλα, η αργκό, η γλώσσα της πιάτσας, η γλώσσα γενικώς, όλα είναι στα άκρα στο παραληρηματικό, εθιστικό, απολύτως διασκεδαστικό «Chamamé».

Η δε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη (που έχει μεταφράσει όλα τα βιβλία του οίκου) είναι συναρπαστική. Και, όπως ο Σκύλος και ο Πάστορας, δεν κωλώνει σε κανένα σημείο.

Αν σας αρέσει το νουάρ, ο Ταραντίνο στις καλύτερές του (όλοι τού λένε να το γυρίσει ταινία, αλλά το «Chamamé» είναι το «Reservoir Dogs» ριγμένο στην Κόλαση της πάμπας — προσωπικά, μάλιστα, θα θέλαμε τους Αδελφούς Κοέν να το κάνουν, αφού τους κρατήσουμε ατάιστους πρώτα και τους βάλουμε να δουν τις παλιές δικές τους ταινίες), αν αγαπάτε τα ζόρικα λούμπεν αγόρια με λίγο μυαλό αλλά πολλές γνώσεις σε ροκ καψουροτράγουδα και κανέναν φόβο να πέσουν στη φωτιά, θα ερωτευτείτε το μυθιστόρημα του Ογιόλα. Και θα ψάξετε και τα υπόλοιπα βιβλία της Carnίvora, που είναι ταγμένη στο λάτιν νουάρ, αλλά επίσης ερωτευμένη με την καλή, παραδοσιακή πλην ΚΑΙ ψαγμένη, τυπογραφία. Υψηλής αισθητικής βιβλία, με άποψη.

* * *

«Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα (Εκδόσεις Carnίvora): Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 9

«Δες εδώ τι ωραίο κοκαλάκι σού έχουμε, Σκύλε!» μου είπαν εκείνο το βράδυ.

Κι εγώ, σαν μαλάκας, το έχαψα…

«Δεν είναι δουλειά, μια προειδοποίηση μόνο», μας κοπάναγε ο Μανσάνα, όσο ο Νοέ κι εγώ φορούσαμε τις στολές.

Ο αρχιφύλακας Χουάν Αντόνιο Βελάσκες.

Ο Μανσάνα, για μας τους ακατοίκητους. Ο τύπος ήταν περίπτωση. Προσοχή! Όχι ότι δεν ήτανε η πιο μεγάλη λέρα στη γαλέρα. Απλώς, τύχαινε να υπακούει σ’ ένα μόνο αφεντικό. Σε κανέναν άλλο. Δεν πουλιόταν. Δεν το διαπραγματευόταν καν.

«Ο Βελάσκες είναι σαν τη βαρύτητα», ξεφούρνισε ένας που είχε βγάλει το γυμνάσιο, «ο μαλάκας, καταφέρνει να πετάει πάντα προς τα κάτω».

Κάποιοι κάναμε «ααα!» και ο Πάστορας ρώτησε τι ήταν η βαρύτητα. Κι ο καλός ο μαθητής διηγήθηκε την ιστορία του Νεύτωνα, του δέντρου, την Εισαγωγή στις Φυσικές Επιστήμες και της Παναγιάς τα μάτια, πού να θυμάμαι τώρα… κι από τότε ο Νοέ άρχισε να φωνάζει τον αρχιφύλακα Μανσάνα. [μήλο] Γιατί να μην απλοποιούμε τα πράγματα;

Βγήκαμε απ’ τη στενή με δυο SUV, ντυμένοι Στρουμφάκια. Σ’ αυτό που επέβαινε ο Πάστορας οδηγούσε ένας τύπος απ’ την αστυνομία του Μπουένος Άιρες που τον έλεγαν Ετσάιρε. Στο άλλο ήμουν εγώ στο τιμόνι και είχα τον Μανσάνα μαζί μου.

Έπρεπε να πάμε να πούμε δυο φωνήεντα σε μια συμμορία που ετοιμαζόταν να την πέσει σε μια χρηματαποστολή.

Κι αν ένα θωρακισμένο διαλυόταν σ’ εκείνον το δρόμο, δε γινόταν να μην το πάρει χαμπάρι το αφεντικό του Μανσάνα.

O Σαπουκάι.

Σ’ εκείνον αναλογούσαν διόδια για οτιδήποτε συνέβαινε στο συγκεκριμένο κομμάτι της ασφάλτου. Τίποτα δεν του ξέφευγε. Και ιδίως μια πληροφορία σαν κι αυτή. Διότι, για να φρενάρεις ένα τεθωρακισμένο όχημα, πρέπει να μιλήσεις με πολύ κόσμο. Αυτό είναι το κακό, άμα πας να βάλεις χέρι σ’ ένα χοντρό πακέτο. Πολύς ο ντόρος, μαλάκα μου. Πολύς ο κόσμος που ξέρει ότι έχεις όρεξη να γαμήσεις και –το χειρότερο– πότε και πού μπορούν να σε τσακώσουν με τα παντελόνια κατεβασμένα.

Πιο άσχημο κι απ’ το να χέζεις με ρεντικότα.

«Δεν είναι δουλειά, προειδοποίηση είναι», ο Μανσάνα συνέχιζε να μου πρήζει τ’ αρχίδια με το ίδιο παραμύθι.

«Ναι, εντάξει, το κατάλαβα…»

«Ναι, εσύ το καταλαβαίνεις, Σκύλε. Γι’ αυτό σε παίρνω μαζί. “Τσακ μπαμ” θα γίνει η φάση. Από εσένα δυο πράγματα θέλω μόνο: να τους σταματήσεις… και να ’χεις τον Πάστορα από κοντά».

Έβαλα τα γέλια.

«Αν δε θες να ’χεις μπερδέματα, δεν κουβαλάς μαζί σου τον Νοέ».

«Τον Νοέ τον θέλω για την περίπτωση που έχουμε μπερδέματα, Σκύλε. Για την περίπτωση που στραβώσουν τα πράγματα».

«Γι’ αυτό σέρνεις ολόκληρη ομάδα; Για μια προειδοποίηση;»

«Ναι, για να είμαι σίγουρος».

Για να είμαι σίγουρος ‒ τώρα μάλιστα, ωραία άποψη για τη σιγουριά είχε ο μπάτσος: να δώσει μια καραμπίνα στον Πάστορα.

Το πράμα δεν είχε καν αρχίσει κι εγώ ήξερα ήδη πώς επρόκειτο να καταλήξει.

* * *

Από την παρουσίαση του βιβλίου «Chamamé» του Λεονάρδο Ογιόλα (Εκδόσεις Carnίvora)

Με μια λέξη που δεν απαντάται στο βιβλίο διαλέγει να τιτλοφορήσει το μυθιστόρημα που του χάρισε το Βραβείο Dashiell Hammett 2007 ο Λεονάρδο Ογιόλα: Τη λέξη «chamamé» που θα μπορούσε να αναφέρεται τόσο σε μια απ’ τις τοποθεσίες στις οποίες εκτυλίσσεται η δράση, όσο και στον ρόλο που διαδραματίζει η μουσική σε όλο το έργο: Το chamamé είναι ένα είδος μουσικής και χορού της αργεντίνικης ακτογραμμής, παρότι τα τραγούδια που «ακούγονται» στο μυθιστόρημα ελάχιστη σχέση έχουν με το συγκεκριμένο είδος. Ενδεχομένως, ο τίτλος εξηγείται από την ποικιλία των «οργάνων» που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αφηγηθεί την ιστορία του. Η κριτική αναφέρθηκε στο έργο ως ένα αναπάντεχα τολμηρό κλείσιμο του ματιού στο αμερικάνικο γουέστερν, οι καταστάσεις που περιγράφονται σ’ αυτό, ωστόσο, συχνά θυμίζουν κλασικές αμερικάνικες ταινίες δράσης και αποτυπώνουν ένα τοπίο που προσιδιάζει περισσότερο σ’ έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, στο στιλ του Mad Max, και σκηνές που φέρνουν στον νου ταινίες δρόμου ανάλογες με το «Θέλμα και Λουίζ», ενώ οι ήρωές του είναι πλάσματα σμπαραλιασμένα, τυφλωμένα απ’ το φως του ήλιου που χτυπά στο παρμπρίζ, δίχως να μπορούν να διακρίνουν τον δρόμο απ’ τους αντικατοπτρισμούς που σχηματίζει η καυτή άσφαλτος. Με σκηνικό τα μπαρ, τα μπουρδέλα και τα βενζινάδικα των μικρών επαρχιακών πόλεων που φυτοζωούν δίπλα στην Εθνική και με κεφάλαια που είτε τρέχουν στο δρόμο με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της Σεβρολέτ του πρωταγωνιστή, είτε ανακαλούν αδύνατους έρωτες και επεισόδια μιας παιδικής ηλικίας με πρόωρη ανάπτυξη, το «Chamamé» αναδεικνύει την άσφαλτο σε πεδίο αναζήτησης νοήματος για τις κενές και άσκοπες ζωές των πρωταγωνιστών του, καθώς δεν υπάρχουν καλοί και κακοί σ’ αυτό το μυθιστόρημα, παρά μόνο κακοί με κάποιες —λιγοστές— καλές πλευρές. Αδίστακτοι και τραχείς αντιήρωες, παραβατικότητα που η ανατρεπτική γραφή του Ογιόλα μετουσιώνει σε λογοτεχνική ελευθερία.

Λεονάρδο Ογιόλα: Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Λεονάρδο Ογιόλα (Μπουένος Άιρες, 1973), εκτός από συγγραφέας είναι κριτικός κινηματογράφου και συνεργάτης των περιοδικών Rolling Stone και Orsai, στην αργεντίνικη έκδοσή τους. Με επιρροές από τους κλασικούς Βορειοαμερικάνους του είδους και δασκάλους τον Γκιγιέρμο Όρσι και τον Ερνέστο Μάγιο, ο Ογιόλα εμπλουτίζει το νουάρ με στοιχεία τόσο της ποπ κουλτούρας όσο και με πυκνές αναφορές στους ιθαγενείς πολιτισμούς της πατρίδας του. Συγχρόνως, παραμένοντας πιστός στο λατινοαμερικάνικο δείγμα γραφής, αποκλείει μετά βδελυγμίας από το πάνθεον των ηρώων του τους εκπροσώπους του νόμου. Όπως, άλλωστε, έχουν πει γι’ αυτόν: «Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που αγαπά να γράφει για το περιθώριο, αυτός είναι Λεονάρδο Ογιόλα». Καθότι: «Για να υπάρξει μυθοπλασία και για να γίνει πιστευτή από τον αναγνώστη, πρέπει να περιέχει ένα προκάλυμμα αλήθειας. Οι κόσμοι που εγώ σκιαγραφώ είναι θλιβερά διάσημοι: οι πάντες ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει εκεί. Μας έμαθαν όμως να κοιτάμε απ’ την άλλη. Στη δική μου περίπτωση, δεν υπάρχει κοινωνική καταγγελία, μόνο η πραγματικότητα που αναλαμβάνει να κάνει πιο στέρεη τη μυθοπλασία».

Λεονάρδο Ογιόλα © Alberto Zárate
© Alberto Zárate
Για τον εκδοτικό Carnívora

Carnívora: Literatura negra: Σαρκοβόρες εκδόσεις για μαύρους καιρούς ή μαύροι καιροί για σαρκοβόρες εκδόσεις: Φανταστείτε την Carnívora σαν ένα Μαγαζάκι του Τρόμου. Κάτι σαν ένα μικρό μανάβικο με επιλεγμένα βιολογικά προϊόντα, εξωτικά φρούτα… Μόνο που στα καλάθια της Carnívora τα φρούτα είναι σαρκοβόρα. Μυθιστορήματα νουάρ: εγκλήματα, καρποί της τραγικής ισπανικής ιστορίας. Παράξενα και χυμώδη φρούτα από την πάμπα της Αργεντινής, τις πλαγιές των Άνδεων, την άγρια Παταγονία, τη ζούγκλα του Αμαζονίου, τις χαοτικές, προδοτικές και επικίνδυνα γοητευτικές μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής με τις φαβέλες τους και την τρυφηλή χλιδή τους. Γιατί νουάρ; Επειδή είναι το σκανταλιάρικο παιδί του λογοτεχνικού κανόνα, που κατόρθωσε να γοητεύσει σπουδαίους συγγραφείς, όταν διαπίστωσαν ότι «σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για θέματα της κοινωνίας και των καιρών μας, που είναι απαγορευμένα σε άλλα λογοτεχνικά μονοπάτια ή αντιμετωπίζονται, αισθητικά, ως ταμπού, τα οποία το νουάρ δε σέβεται». Γιατί ισπανόφωνο; Επειδή όσοι μιλούν αυτή τη γλώσσα, την τρίτη ομιλούμενη μητρική γλώσσα παγκοσμίως, έχουν πολλές ιστορίες να πουν για την πρόσφατη προσωπική τους ιστορία και την ιστορία του τόπου τους – όχι όμορφες τις πιο πολλές φορές. Γιατί η λογοτεχνία σε γλώσσα ισπανική είναι άλλοτε ευρωπαϊκή και άλλοτε εξωτική, πολλές φορές και τα δύο μαζί, ο ορισμός της αντίθεσης και της αντινομίας, η αγαπημένη τροφή του καλού και πρωτότυπου νουάρ. Με όχημα την Carnívora, οι μετρ του νουάρ σε γλώσσα ισπανική μάς επικοινωνούν τη σαθρή πραγματικότητα, τη δύναμη ανατροπής κάθε στιγμής, τη θεοποίηση της βίας, μαζί με τα όνειρα φυγής από τη ματαιότητα της καθημερινής ζωής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ