Βιβλιο

Κρύβοντας την αλήθεια για τη ραδιενέργεια στη μετά Στάλιν ΕΣΣΔ

«Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» της Natasha Pulley είναι ένα ιστορικό δράμα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα που δίνει φως στην πραγματικότητα μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο μακριά μας όσο πιστεύουμε…

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κρύβοντας την αλήθεια για τη ραδιενέργεια στη μετά Στάλιν ΕΣΣΔ
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Bing.

Για το μυθιστόρημα της Natasha Pulley, «Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» (μετάφραση Χριστιάννα Σακελλαροπούλου, 472 σελίδες, Εκδόσεις Διόπτρα)

Αν πιστεύατε ότι ένα βιβλίο με κεντρικό του θέμα τη ραδιενέργεια και τις επιπτώσεις της στους έμβιους οργανισμούς —στα φυτά, στα πουλιά, στα ζώα, στους ανθρώπους…— δεν μπορεί να είναι συναρπαστικό, ή ότι ένα βιβλίο που συχνά-πυκνά αναφέρεται σε μονάδες μέτρησης της ραδιενέργειας —κιουρί, μπεκερέλ, ρέντγκεν, ρεμ, ραντ, γκρέι…— δεν μπορεί να είναι ένα από τα πιο αγωνιώδη θρίλερ της χρονιάς, ή ότι ένα μυθιστόρημα με ήρωα έναν εξόριστο σε γκουλάγκ επιστήμονα —υποσιτισμένο και με τα κόκαλά του εύθρυπτα από έλλειψη ασβεστίου— δεν θα μπει στην καρδιά σας — τότε η «Μισή ζωή του Βαλέρι Κ» θα σας διαψεύσει. Έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα μυθιστόρημα που πατά στέρεα στην παράδοση των κλασικών οικο-θρίλερ, και ταυτόχρονα με ένα βιβλίο που έχει τόσο πολλή έρευνα από πίσω του που σαστίζεις. Το κυριότερο: κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι —δυστυχώς— πέρα για πέρα αληθινό. Δεν «εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα», αλλά «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Και αυτά τα γεγονότα είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα. Τα πυρηνικά ατυχήματα, η μυστικότητα που τα καλύπτει σε συγκεκριμένα κράτη, και ο τρόπος που σκοτεινοί μηχανισμοί προσπαθούν να τα εξαφανίσουν από τη δημοσιότητα, είναι στις μέρες μας πιο δραματικά παρόντα από ποτέ.

«Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» της Natasha Pulley, εκδ. Διόπτρα

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, η πλοκή του είναι εξαιρετική, ο ρυθμός ταχύτατος, το ερωτικό στοιχείο απρόβλεπτο, το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται σπάνιο: μια πόλη-φάντασμα της Σιβηρίας, και ένα στρατόπεδο εργαστηρίων που «κανονικά» δεν υπάρχουν πουθενά στον χάρτη. Και μόλυνση: πανταχού παρούσα. Και απόκρυψη της αλήθειας. Και σπουδαίοι πρώτοι και δεύτεροι χαρακτήρες. Φυσικά ο αναγνώστης θα αγαπήσει τον πρωταγωνιστή, θα ταυτιστεί μαζί του, και θα αγωνιά σε κάθε του βήμα. Αυτό είναι δεδομένο. Όμως ο χαρακτήρας που είναι πιο ζωντανός, με έναν παράξενο, σχεδόν ανατριχιαστικό τρόπο, είναι βέβαια ο Σενκόφ, ο αξιωματικός τής KGB. Συναρπαστικός ήρωας! Η Πούλι δεν ξέρει απλώς να σκιαγραφεί χαρακτήρες, αλλά τους ζωντανεύει μπροστά μας με ζηλευτή άνεση. Έξοχα παρατηρητική, χρησιμοποιεί μικρές λεπτομέρειες που δεν τις αντιλαμβανόμαστε άμεσα, αλλά λειτουργούν μέσα μας όσο διαβάζουμε και αποκαλύπτονται όταν πρέπει. Χαρισματική!

Να μην παραλείψουμε, βέβαια, και έναν άλλο ήρωα που δίνει μια ξεχωριστή νότα στο βιβλίο: τον Άλμπερτ. Ο Άλμπερτ είναι χταπόδι, και πιθανότατα δεν υπάρχει βιβλίο με ήρωα (έστω και δευτεραγωνιστή) ένα χταπόδι που να μην είναι ένα καλό βιβλίο. Η «Μισή ζωή του Βάλερι Κ» είναι κάτι παραπάνω από απλώς καλό βιβλίο. Προτείνεται ανεπιφύλακτα.

«Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» της Natasha Pulley, εκδ. Διόπτρα: Η υπόθεση του βιβλίου

Το 1963, σε ένα στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία, ο πρώην βιοχημικός Βαλέρι Κολχάνοφ εξασφαλίζει τα αναγκαία για να επιβιώσει: τις σωστές διασυνδέσεις με τους δεσμοφύλακες για πρόσβαση σε φαγητό και τσιγάρα, ζεστές μπότες, και τις μικρές χαρές της ζωής για να μην τρελαθεί. Μια μέρα όμως, η μέντοράς του στο πανεπιστήμιο επεμβαίνει και τον πηγαίνει από το παγωμένο γκουλάγκ σε μια μυστηριώδη κρυφή πόλη, σε απόσταση αναπνοής από ένα συγκρότημα πυρηνικών αντιδραστήρων. Ολόγυρα υπάρχει ένα δάσος τόσο κατεστραμμένο, που τα δέντρα του μοιάζουν να έχουν σκουριάσει εκ των έσω. O Βαλέρι ξαναγίνεται ο δρ Κολχάνοφ και προορίζεται να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του μελετώντας την επίδραση της ραδιενέργειας στην τοπική πανίδα. Αλλά, ενώ εργάζεται, προκύπτουν κάποια ανησυχητικά ερωτήματα: Γιατί υπάρχει τόσο υψηλή συγκέντρωση ραδιενέργειας στην περιοχή; Τι ακριβώς κρύβουν από τους ανυποψίαστους πολίτες που ζουν στην πόλη; Κι αν συνεχίσει να ψάχνει τις απαντήσεις, άραγε θα μείνει ζωντανός μέχρι το τέλος της ποινής του;

Natasha Pulley - βιογραφικό

Η Natasha Pulley σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «The Watchmaker of Filigree Street», έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, προτάθηκε στα Αναγνώσματα του Καλοκαιριού από την Guardian, ψηφίστηκε Καλύτερο Βιβλίο του Μήνα στην πλατφόρμα Amazon, εντάχθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Πρώτου Μυθιστορήματος της Λέσχης Συγγραφέων, και απέσπασε το βραβείο Betty Trask. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Bedlam Stacks» (2017), «The Last Future of Pepperharrow» (2019), «The Kingdoms» (2021) και «Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» (2022). Ζει μόνιμα στο Μπρίστολ.

Natasha Pulley
© Jamie Drew, 2018

* * *

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η μισή ζωή του Βαλέρι Κ» της Natasha Pulley

Ένα μικρό, πλην χαρακτηριστικό, απόσπασμα από το Έκτο Κεφάλαιο

Ήταν ιδιαίτερος ο ήχος που έκανε το νυστέρι κόβοντας την άκρη της ουράς ενός ποντικού. Αφού κατέληξε με τρία κομμάτια ουράς και τρία φρενιασμένα ποντίκια συσπειρωμένα στο γεμάτο μαρούλι κουτί τους, έπρεπε να σταματήσει και να βγάλει τη μάσκα και τα γυαλιά του, για να πιέσει τα μάτια με τα δάχτυλά του. Δεν ήταν μόνος στο εργαστήριο, όμως οι άλλοι παρίσταναν ότι δεν το πρόσεξαν. Στηρίχτηκε στο τραπέζι και γύρισε προς τον τοίχο, περιμένοντας να καταλαγιάσει η λύπη.

«Λοιπόν, πώς κατέληξες στο γκουλάγκ;» ρώτησε κάποιος.

Όταν σήκωσε το κεφάλι, όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Κανείς δεν είπε πώς το ήξεραν. Η δρ Ρεζόφσκαγια πρέπει να το ανέφερε· μάλλον δεν το θεωρούσε τόσο σημαντικό. Αλλά εκείνος ένιωσε εκτεθειμένος. Η Ιλένκο δεν είχε φανεί ακόμα· πρέπει να είχε τοποθετηθεί σε κάποιο άλλο εργαστήριο. «Έκανα μια χρονιά στο εξωτερικό ως προπτυχιακός φοιτητής, στο Βερολίνο. Κάπου καταγράφτηκε κάποια στιγμή, και με συνέλαβαν το… ’56».

«Αυτό ήταν όλο;» ρώτησε μια κοπέλα.

Ο Βαλέρι φρόντισε να μείνει σοβαρός. «Αν περνούσες οποιοδήποτε διάστημα σε καπιταλιστική χώρα σ’ έστελναν στο γκουλάγκ, ό,τι κι αν έκανες εκεί».

Όλοι αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Ένας νεαρός φάνηκε να ενοχλείται.

«Αν ήσουν αληθινά πιστός στο Κόμμα, θα είχες αυτοπυροβοληθεί πριν δουλέψεις για τον εχθρό, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ήταν ο εχθρός τότε, τα σύνορα ήταν ανοιχτά. Μιλάμε για το 1937. Το Κόμμα μ’ έστειλε».

«Μα τότε…»

«Ένας στους τρεις κρατούμενους στα γκουλάγκ είναι ακαδημαϊκός», είπε αργά, επειδή ήταν παράξενο να συναντά κάποιον που δεν το ήξερε. Είχε την εντύπωση ότι το γνώριζαν οι πάντες. Είχαν βγει όλα στο φως μετά τον θάνατο του Στάλιν κι αυτός ήταν ο λόγος που ο Βαλέρι μόνο που δεν έβαλε τα γέλια όταν τον συνέλαβαν τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα. Θα μπορούσες να καλύψεις όλη τη Σιβηρία με παπιέ μασέ από τα άρθρα που γράφτηκαν για τις συλλήψεις και τις δίκες, αλλά το Κρεμλίνο συνέχισε την ίδια ακριβώς πρακτική, χωρίς την ίδια μυστικότητα, αλλά με ύφος μεταμέλειας. «Οι άνθρωποι δεν στέλνονται εκεί γι’ αυτό που έκαναν, αλλά γι’ αυτό που μπορεί να κάνουν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες».

«Και γιατί δεν το ξέρει κανείς; Αν υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι, πώς και δεν έχουμε συναντήσει κανέναν;»

Ο Βαλέρι ήθελε να ρωτήσει τι εννοούσε ο νεαρός λέγοντας «δεν το ξέρει κανείς». Προφανώς εννοούσε κανείς κάτω των είκοσι πέντε. Αλλά θα ήταν άκαρδο εκ μέρους του. «Επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν πρακτικές δεξιότητες, οπότε καταλήγουν σε χειρωνακτική εργασία, που σημαίνει τοποθέτηση στα ορυχεία, σε θερμοκρασίες εξήντα βαθμούς υπό του μηδενός, και πεθαίνουν. Γι’ αυτό δεν έχετε συναντήσει κανέναν».

«Δεν μπορεί να είναι τόσο πολλοί», επέμεινε ο νεαρός και ο Βαλέρι κατάλαβε πόσο εξοργιστικός πρέπει να είχε γίνει ο ίδιος, όταν προσπάθησε να πει στην Ιλένκο ότι δεν ήταν εκεί σε ρόλο μαμάς.

Τη θαύμασε ακόμα περισσότερο που δεν του είχε ρίξει μπουνιά στη μύτη. «Ο πληθυσμός της Σοβιετικής Ένωσης είναι τώρα γύρω στα εκατόν είκοσι εκατομμύρια». Οι αριθμοί του έρχονταν εύκολα. «Σύμφωνα με τα αρχεία της ίδιας της Κα Γκε Μπε που δημοσιοποιήθηκαν στη Δύση, άρα είναι συντηρητικές εκτιμήσεις, είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από στρατόπεδο εργασίας κάποια στιγμή μεταξύ 1932 και 1953. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για προηγούμενα χρόνια, και τα σημερινά είναι απόρρητα. Οι επίσημες εκτιμήσεις είναι ότι δύο απ’ αυτά τα είκοσι εκατομμύρια πέθαναν στα στρατόπεδα, αλλά θα ’πρεπε να σημειώσω ότι, αν κάποιος φαίνεται έτοιμος να πεθάνει από το κρύο ή την ασιτία, καταγράφεται στα αρχεία ως αποφυλακισμένος, όχι αποθανών. Άρα, ένας στους εφτά ανθρώπους έχει μπει σε στρατόπεδο εργασίας και, βάσει των αρχείων της Κα Γκε Μπε, ένας στους δέκα εξ αυτών έχει πεθάνει».

Το τηλέφωνο κουδούνισε μέσα στη σιωπή που ακολούθησε. Ήταν δίπλα στον Βαλέρι, οπότε το σήκωσε. «Εργαστήριο Βιολογίας». «Μπορείς», είπε ο Σενκόφ από την άλλη άκρη της γραμμής, χωρίς να μπει στον κόπο να δηλώσει την ταυτότητά του ή πώς είχε ακούσει τα λεγόμενά του από διακόσια μέτρα μακριά, στο γραφείο ασφαλείας, πέρα από οχτώ κλειστές πόρτες, «να μην ξεσηκώσεις τον φοιτητόκοσμο σε αντικαθεστωτικές διαμαρτυρίες από την πρώτη κιόλας εβδομάδα σου εδώ;»

«Δεν φαίνονται να με πιστεύουν ιδιαίτερα, άρα είμαστε εντάξει», απάντησε ο Βαλέρι.

«Είναι ενδιαφέρον να έχουμε έναν τόσο αποφασιστικό ισορροπιστή στο ανθρώπινο δυναμικό του κέντρου. Βαδίζεις σε τεντωμένο σκοινί», του είπε ο Σενκόφ μ’ έναν τρομακτικά ήπιο τόνο κι έκλεισε τη γραμμή.

Ο Βαλέρι ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε προς τους φοιτητές. «Ήταν ο σύντροφος Σενκόφ και μου είπε να το βουλώσω. Τα συμπεράσματα δικά σας».

«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια», είπε κάποιος άλλος με οργισμένο τόνο. «Θα το ήξεραν οι πάντες».

Ο Βαλέρι κούνησε το κεφάλι, γιατί το σκεφτόταν για χρόνια και ακόμα δεν μπορούσε να βρει έναν τρόπο να το κάνει ν’ ακουστεί πραγματικό. Ένα στρατόπεδο εργασίας, ολόκληρη η ανόητη ιδέα, ήταν απ’ αυτά που επινοούν οι συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού και οι σκηνοθέτες ταινιών τρόμου. Ήταν εξωπραγματικό ακόμα και να σου περάσει από το μυαλό να μεταχειριστείς ανθρώπους όπως τους μεταχειρίζονταν εκεί. Αν μιλούσε για ώρες και ώρες, ίσως και να τα κατάφερνε· αλλά εκείνος δεν ήθελε να το συζητάει ούτε για πέντε λεπτά, όχι για πέντε ώρες. «Το ξέρουν οι πάντες», δήλωσε.

Αναμφίβολα σκέφτονταν ότι προσπαθούσε να φανεί μυστηριώδης και ενδιαφέρων, κι ήταν φυσικό· θα ’πρεπε να το δεχτεί με εγκαρτέρηση αν κάποιος απ’ αυτούς του κάρφωνε κανέναν παγοκόφτη στο κεφάλι.

Η δρ Ρεζόφσκαγια βγήκε από το γραφείο της. «Αυτή η ξαφνική σιωπή δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι καλύπτετε όλοι μια λογομαχία», είπε πρόσχαρα όπως πάντα. Τα παπούτσια της λαμποκοπούσαν.

Ο νεαρός γύρισε θυμωμένος προς το μέρος της. «Συντρόφισσα, εδώ υποχρεωνόμαστε να μοιραζόμαστε το εργαστήριο με έναν προδότη. Αυτό θα σπιλώσει τον φάκελο όλων μας. Εγώ ξεπατώθηκα για μια θέση εδώ, και τώρα…»

«Και τώρα το Κόμμα σε τοποθέτησε εδώ. Καμία αντίρρηση;» είπε μειλίχια η Ρεζόφσκαγια. Αν είχε ταραχτεί βρίσκοντας το εργαστήριό της στα πρόθυρα εξέγερσης, δεν το άφησε να φανεί καθόλου.

«Όχι», απάντησε χολωμένα εκείνος.

«Ονειροβατείτε αν νομίζετε ότι ακόμα κι ένας στους χίλιους ανθρώπους που στέλνονται στα γκουλάγκ είναι ένοχος. Ο ίδιος ο Στάλιν έλεγε ότι αξίζει να συλλάβεις χίλιους ανθρώπους για να βρεις έναν κατάσκοπο. Αντιλαμβάνεστε ότι οι άνθρωποι συλλαμβάνονταν αδιακρίτως και βασανίζονταν για να ομολογήσουν, έτσι;» Ακολούθησε μια ηλεκτρισμένη σιωπή που έτριζε από αντιπάθεια. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τέτοια πράγματα, και σίγουρα όχι από το στόμα κάποιου που στεκόταν μέσα στο δωμάτιο μαζί τους. Ο Βαλέρι ευχήθηκε να μην τα είχε πει, αφού κατανοούσε τη δυσφορία τους. Αν ήσουν το αθώο θύμα μιας τερατώδους ανοησίας, αποκτούσες αυτομάτως ηθική υπεροχή άπαξ και διά παντός. Πράγμα που σήμαινε ότι τώρα ένιωθαν όλοι ταπεινωμένοι, γιατί εκεί που η αντιπάθειά τους φαινόταν γνήσια ανησυχία, αποδεικνυόταν τώρα ρηχή κι επιπόλαιη, αφού εκείνος ήταν ένας οσιομάρτυρας κι όλοι αυτοί κατάπτυστοι. Κι αυτό το συναίσθημα ήταν επικίνδυνο να το τρέφουν όλοι απέναντί του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ