Βιβλιο

Ο νεαρός Μάνγκο ερωτεύεται

Για το μυθιστόρημα του Douglas Stuart, «Ο νεαρός Μάνγκο» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Douglas Stuart, «Ο νεαρός Μάνγκο» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Douglas Stuart (Μεταίχμιο): Μια ζωντανή απεικόνιση της ζωής της εργατικής τάξης, και μια συγκινητική και αγωνιώδης ιστορία της επικίνδυνης πρώτης αγάπης δύο νεαρών αντρών

Σκοτεινό, ζοφερό, αλλά και με κάποιον τρόπο απελευθερωτικό και, ίσως, ακόμη και αισιόδοξο, το δεύτερο, μετά τη θυελλώδη παγκόσμια επιτυχία τού «Σάγκι Μπέιν», μυθιστόρημα του Douglas Stuart θα πιάσει από τα πέτα τον αναγνώστη, ή έστω θα τον αγκαλιάσει στοργικά, και θα του πει και θα του δείξει πράγματα που θα τον κάνουν, συχνά, να λιποψυχήσει, και μάλιστα με ακόμη πιο σκληρό τρόπο απ’ ό,τι το έκανε το «Σάγκι Μπέιν». Έχουμε να κάνουμε με έναν σκοτεινό ρεαλισμό που δεν μπορεί παρά να επηρεάσει κάθε αναγνώστη, μια περιδιάβαση σε ένα στενάχωρο τοπίο, σε μια Γλασκώβη άχαρη και λασπωμένη, ένα μέρος που μπορεί να σε καταβροχθίσει ή να σε τσακίσει πολύ εύκολα — και μετά να σε ξεχάσει. Ένα μέρος «αντρικό, και βέβαια έναν τόπο «από πάντα» διχασμένο: ή θα είσαι με τη μια μεριά, ή με την άλλη. Αυτήν που αποφάσισε το αίμα στις φλέβες σου. Αλλά νά που υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις: κάποιος μπορεί να αγαπήσει κάποιον από το άλλο στρατόπεδο, το εχθρικό. Κι αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι ένα παιδί, ένας έφηβος, παραμελημένος, αφελής, και μόνος.

Επαναλαμβάνουμε ότι αυτό το δραματικό, ερωτικό, άγριο μυθιστόρημα ενηλικίωσης με τους ολοζώντανους διαλόγους και τη στακάτη πρόζα δεν είναι ένα βιβλίο που το διαβάζει κανείς όντας αμέτοχος. Δεν γίνεται να μείνεις αμέτοχος. Δεν μπορείς να αφήσεις απέξω τα συναισθήματά σου. Θα το διαβάσεις συχνά δακρυσμένος, και θυμωμένος, ακόμη και φοβισμένος. Αλλά και με χαρά, και με χαμόγελο, και με ανακούφιση, εκεί που υπάρχει ένα μικρό φωσάκι αισιοδοξίας: στα χτυποκάρδια του, και στη ζεστή ερωτική του ιστορία, που σε πολλούς βέβαια θα μοιάσει εξίσου σπαραχτική και με το υπόλοιπο σκηνικό.

Ο Douglas Stuart ξέρει καλά να τα κάνει όλα αυτά, όπως ξέρει (πάρα πολύ) καλά τον τόπο του, το παρελθόν του και τη σκοτεινή ιστορία του. Τη διαιρεμένη μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών Γλασκώβη των 80s, χωρισμένη μεταξύ πλούσιων και φτωχών, χωρισμένη μεταξύ ανδρών και γυναικών, και βέβαια χωρισμένη μεταξύ της μεγάλης μάζας των ετεροφυλόφιλων και των υπολοίπων. Το έκανε μία φορά με το «Σάγκι Μπέιν», το ξανακάνει τώρα, πιο ώριμος, με τον «Μάνγκο». Βιβλίο που, να σημειωθεί, δεν είναι συνέχεια του προηγούμενου, δεν είναι κάποιου είδους σίκουελ. Απλώς βρίσκονται και τα δύο στο ίδιο σύμπαν.

* * *

«Ο νεαρός Μάνγκο» του Douglas Stuart (Μεταίχμιο)

Ο έμπειρος Μιχάλης Μακρόπουλος, συγγραφέας και μεταφραστής, ανέλαβε τη μεταφορά του μυθιστορήματος (430 σελίδες μεγάλου σχήματος) στη γλώσσα μας, και το αποτέλεσμα είναι πανέμορφο. Τον ρωτήσαμε πόσο σκληρό, αφενός, είναι να διαβάζεις (και να δουλεύεις πάνω σε) ένα κείμενο που μιλά για βία, και ειδικά σεξουαλική βία, σε ένα απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο σε σχέση με τα βιβλία φαντασίας και τρόμου (στα οποία ο Μ.Μ. έχει μεγάλη πείρα), και αφετέρου πόσο δύσκολο είναι να μεταφράζεις έναν συγγραφέα που συχνά χρησιμοποιεί ιδιόλεκτο, το ιδίωμα του τόπου του. Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του!

Σε ένα βαθύτατα σκληρό (μα και εξίσου τρυφερό) κείμενο σαν τον «Νεαρό Μάνγκο», τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο «ρεαλιστικός» είναι ο ρεαλισμός του. Αν είναι, η βία σ’ αυτό έχει στον αναγνώστη βαθύτερο αντίκτυπο απ’ ό,τι σε ένα βιβλίο τρόμου, όπου εντέλει την περιμένεις και δεν ξαφνιάζεσαι. Στον «Νεαρό Μάνγκο», όταν ξεσπά η βία (για να χρησιμοποιήσω τον ελληνικό τίτλο της ταινίας «Deliverance» του Τζον Μπούρμαν) στη λίμνη όπου έχουν κατασκηνώσει οι δυο άντρες με το αγόρι, όσο απειλητική κι αν είναι η ατμόσφαιρα που έχει εξαρχής πλάσει ο Stuart, καταλαμβάνει παρ’ όλα αυτά τον αναγνώστη εξαπίνης, γεννώντας του ωστόσο, συνάμα, ένα αίσθημα δικαίωσης, χάρη πάλι στη μαστοριά του συγγραφέα, που πλάθει χαρακτήρες τους οποίους νιώθεις δίπλα σου. Έτσι, κι ο μεταφραστής αφήνεται μ’ έναν τρόπο στη ροή του βιβλίου, αφήνει τις σελίδες του να τον οδηγούν, σαν να ’ναι ταυτόχρονα μεταφραστής κι αναγνώστης, που περιμένει να δει τι θα γίνει ενώ την ίδια στιγμή το διηγείται ξανά στη γλώσσα μας. Και η μετάφρασή του, όπως κάθε άλλη, είναι ένα πάντρεμα της φυσικότητας της δικής μας γλώσσας με το ύφος του συγγραφέα σε μιαν άλλη γλώσσα. Μια συνάντηση, ας πούμε, του μεταφραστή και του κειμένου στο μέσον του ποταμού που εξ ανάγκης χωρίζει δυο γλωσσικούς κόσμους. Αλλά αντιστοιχίες πάντα υπάρχουν, ως και στην πιο σκληρή αργκό. Κι από την άλλη οι συμβιβασμοί, εξυπακούεται, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Η αναγνωστική απόλαυση γεννιέται από ένα κείμενο που ταυτόχρονα είναι ξεκάθαρα ελληνικό και ταυτόχρονα δεν θα μπορούσε ποτέ να ’ναι ελληνικό μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Έχει και η μετάφραση αφενός τη δυσκολία της, αφετέρου τη χάρη της…

Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Μάνγκο και ο Τζέιμς προέρχονται και οι δύο από τις εργατικές συνοικίες της Γλασκόβης, οι καταβολές τους όμως είναι εντελώς διαφορετικές – ο Μάνγκο είναι προτεστάντης και ο Τζέιμς καθολικός. Θα έπρεπε να είναι ορκισμένοι εχθροί για να επιβιώσουν στον βίαιο, αρρενωπό και δογματικό κόσμο που τους περιβάλλει. Κι όμως, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, ο Μάνγκο και ο Τζέιμς έρχονται πολύ κοντά, καθώς βρίσκουν καταφύγιο στον περιστερώνα που έχει φτιάξει ο Τζέιμς για τα αγωνιστικά του περιστέρια. Ερωτεύονται και ονειρεύονται να βρουν ένα μέρος όπου θα υπάρχει μια θέση και για αυτούς. Η απειλή της αποκάλυψης είναι όμως διαρκής και η ενδεχόμενη τιμωρία ανείπωτη. Κι όταν αρκετούς μήνες αργότερα η μητέρα του Μάνγκο τον στέλνει εκδρομή για ψάρεμα σε μια λίμνη στη Δυτική Σκοτία, μαζί με δυο παράξενους μέθυσους με σκοτεινό παρελθόν, ο Μάνγκο θα αναγκαστεί να φτάσει στα όρια των αντοχών του και θα προσπαθήσει να επιστρέψει σε έναν τόπο ασφαλή, σε έναν τόπο όπου αυτός κι ο Τζέιμς ίσως να έχουν ένα μέλλον.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Douglas Stuart (Ντάγκλας Στιούαρτ, Γλασκόβη 1976) σπούδασε στο Royal College of Art του Λονδίνου. Ζει και εργάζεται ως σχεδιαστής μόδας στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Σάγκι Μπέιν», μεταφράστηκε σε 34 γλώσσες και τιμήθηκε με το Βραβείο Booker. Το δεύτερο, «Ο νεαρός Μάνγκο», ανακηρύχθηκε Βιβλίο της Χρονιάς για τη Washington Post, το Time, το Kirkus Reviews, τον Guardian, το Amazon, και το Readers Digest.

Douglas Stuart
Douglas Stuart © Sarah Blesener

* * *

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα. Είναι οι δύο πρώτες σελίδες του 7ου κεφαλαίου.

Η Μο-Μόου πέρασε το πρωινό προσπαθώντας να φιλιώσει ξανά με την Τζόντι. Πότε σιδέρωνε τα ίδια τέσσερα πιατόπανα και πότε κοιτούσε πένθιμα το τηλέφωνο, όποτε πλησίαζε όμως η Τζόντι, αυτή έστρωνε το χαμόγελό της κι έκρυβε την ντροπή που ’χε νιώσει γιατί την είχε απορρίψει η κόρη της με τόση περιφρόνηση. Σαν για να αποδείξει ότι είχε βάλει μυαλό, πέρασε έπειτα το απόγευμα μαγειρεύοντας μοσχάρι και λουκάνικο με πατάτες στην κατσαρόλα. Η κουζινούλα ήταν υγρή απ’ τον ατμό. Ο αέρας ήταν αρμυρισμένος από τον ζωμό βοδινού και τα κρεμμύδια.

Ο Μάνγκο ξάπλωσε στη μοκέτα στον διάδρομο και στερέωσε τα πόδια του στον τοίχο. Απολάμβανε τον χαρούμενο ήχο που έκανε κόβοντας με το μοναδικό καλό τους μαχαίρι, κι αυτόν της κουτάλας καθώς ανακάτευε. Πού και πού η Τζόντι τον δρασκέλιζε πηγαίνοντας στην τουαλέτα. Η απαυδισμένη ματιά της τον ικέτευε να μεγαλώσει επιτέλους. «Προδότη!» έκρωξε. «Δείξε λίγο αυτοσεβασμό». Τελικά τα παράτησε, έπαψε να τον αγριοκοιτάζει κι άρχισε να τον χτυπάει στο πλευρό με τη μύτη του ποδιού —«Αχ, συγγνώμη»— παριστάνοντας ότι το ’κανε κατά λάθος κάθε φορά που περνούσε. Όμως ο Μάνγκο ήταν πιστός σκύλος. Δεν το κουνούσε ρούπι. Τελικά σηκώθηκε και την ακολούθησε τριγύρω στο σπίτι. Η Τζόντι στέγνωνε τα μακριά μαλλιά της κι αυτός μπήκε αθόρυβα στην κάμαρά της και λίγο λίγο την πλησίασε, ώσπου καθόταν κοντά της κι έπειτα δίπλα της, μέχρι που το αριστερό του χέρι ήταν γυρισμένο με τη χούφτα προς τα πάνω τώρα κι αυτή έριχνε μέσα τα τσιμπιδάκια της. Την ικέτεψε σιγανά να έρθει για φαγητό και ήταν ολοφάνερο ότι δεν θα την άφηνε στην ησυχία της ώσπου εκείνη να συμφωνούσε.

Ήρθε, λοιπόν, και η αδερφή του να καθίσει μαζί τους στο τραπέζι με το πτυσσόμενο φύλλο. Κάθισε πλάγια στην καρέκλα της, με τα πόδια από την ίδια μεριά, θαρρείς και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σηκωνόταν και να έφευγε. Αυτό έκανε τον Μάνγκο νευρικό. Η Μο-Μόου γέμισε με την κουτάλα κύπελλα με πατάτες, μεγάλες και λευκές σαν χιονόμπαλες, που επέπλεαν μέσα σε σκληρά κομμάτια λουκάνικο. Ύστερα τα έπνιξε όλα σε μια λίμνη μοσχομυριστής σάλτσας.

Η μητέρα του είχε πλύνει το πρόσωπό της μετά την τελευταία της βάρδια, όμως ο Μάνγκο έβλεπε ακόμη ίχνη από το έντονη βιολετιά μάσκαρά της όταν χαμογελούσε. Καθώς βουτούσαν το ψωμί τους στη σάλτσα, αυτή έκανε κουβεντούλα για τους τύπους που σύχναζαν στο σνακ μπαρ· αυτούς που έτρωγαν αργά τη νύχτα εκεί, που περνούσαν τη ζωή τους τριγυρνώντας στο σκοτάδι. Φτερούγιζαν μέχρι εκείνη σαν σκόροι, είπε, και χωρίς ντροπή τής έλεγαν κάθε λογής προσωπικά πράγματα που δεν θα έπρεπε ποτέ να τα ξεστομίσουν στο φως της μέρας.

«Και τότε μου ’πε η Μπιγκ Έλα ότι η τελευταία τσούπρα που ’χε στη δούλεψή της δεν πουλούσε μονάχα λουκάνικα και τηγανητά αυγά. Είχε γράψει η βρομιάρα μέχρι και κρυφό τιμοκατάλογο κι απ’ ό,τι έπαιρνες μια δεκάδα, σου τον έπαιζε μία φορά τζάμπα». Η Μο-Μόου χαχάνισε με την ιστορία και για μια στιγμή φάνηκε πολύ ευτυχισμένη για να ’ναι μια συντετριμμένη γυναίκα. «Τις πρώτες τρεις βδομάδες είχα όλους εκείνους τους νταλικιέρηδες να με ρωτάνε ποιο ήταν το σπέσιαλ. Τους έλεγα ότι ’ταν σάλτσα κάρι και τηγανητές πατάτες και με κοιτούσαν λες κι ήμουν βλάκας. “Όχι”, έλεγαν, “το σπέσιαλ σπέσιαλ”».

Η Τζόντι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Θα ’πρεπε ίσως να το δοκιμάσεις».

«Τι; Δεν αγγίζω εγώ το κορμί κανενός άντρα για δύο σελίνια». Η Τζόντι κοίταξε φευγαλέα τον Μάνγκο. Ήξεραν και οι δυο την αλήθεια, ότι η Μο-Μόου είχε κάνει χειρότερα και για λιγότερα λεφτά. Τα πόδια του αναζητούσαν τα δικά της κάτω απ’ το τραπέζι, προσπαθώντας να την κλοτσήσουν προτού χαλάσει εκείνη το γεύμα. Οι άκρες των χειλιών της είχαν ήδη στραβώσει χλευαστικά. «Ίσως, αν πουλούσες τον εαυτό σου με την ουγγιά, να ’πιανες καλύτερη τιμή».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ