Βιβλιο

Προδημοσίευση από το βιβλίο της Donna Tartt «Η Μυστική ιστορία»

Διαβάστε πρώτοι ένα απόσπασμα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει στις 24/5 από τις εκδόσεις Διόπτρα

62222-137653.jpg
A.V. Team
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Donna Tartt - Η Μυστική ιστορία: Προδημοσίευση του βιβλίου

Προδημοσίευση - Donna Tartt, «Η Μυστική ιστορία»: Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ολιγογράφος, με περίπου ένα βιβλίο ανά δεκαετία, εκκεντρική, με κοφτερή και σαγηνευτική γραφή, βραβευμένη με Πούλιτζερ, η Ντόνα Τάρτ (Donna Tartt) δημιουργεί ιστορίες που συνδυάζουν τον λυρισμό με το σασπένς και συνεχίζει εδώ και τριάντα και πλέον χρόνια να εμπνέει και να μαγνητίζει νέες γενιές αναγνωστών. Το βιβλίο της με τίτλο «Μυστική ιστορία» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διόπτρα σε νέα μετάφραση από τον Μιχάλη Δελέγκο στις 24 Μαΐου, ενώ θα ακολουθήσουν το προσεχές φθινόπωρο τα μυθιστορήματά της «Ο μικρός φίλος» και «Η καρδερίνα».

Προδημοσιεύση από το βιβλίο της Donna Tartt«Μυστική ιστορία» (εκδ. Διόπτρα)

ΥΠΑΡΧΕΙ, ΑΡΑΓΕ, ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ αυτό που αποκαλούμε «μοιραίο ελάττωμα», εκείνη η έντονη μαύρη ρωγμή που ανοίγει τη ζωή στα δύο, ή ανήκει αποκλειστικά στη σφαί- ρα της λογοτεχνίας; Κάποτε πίστευα ότι δεν υπήρχε. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει. Και νομίζω ότι το δικό μου είναι το εξής: μια νοσηρή λαχτάρα για το παράδοξο, όποιο κι αν είναι το τίμημα.

A moi. L’ histoire d’ une de mes folies.*

Ονομάζομαι Ρίτσαρντ Πέιπεν. Είμαι είκοσι οκτώ ετών και πρώτη μου φορά είδα τη Νέα Αγγλία και το Κολέγιο του Χάμπντεν στα δεκαεννιά μου. Είμαι Καλιφορνέζος, όχι μόνο επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλιφόρνια, αλλά και, όπως διαπίστωσα πρόσφατα, λόγω ιδιοσυγκρασίας. Αυτό το τελευταίο το παραδέχομαι μόνο τώρα, μετά το περιστατικό. Όχι ότι έχει σημασία.

Μεγάλωσα στο Πλέινο, ένα μικρό χωριό στα βόρεια της Σίλικον Βάλεϊ. Ήμουν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας μου είχε βενζινάδικο και η μητέρα μου καθόταν στο σπίτι, ώσπου μεγάλωσα και τα πράγματα δυσκόλεψαν, οπότε αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά. Έγινε τηλεφωνήτρια στα γραφεία ενός από τα μεγάλα εργοστάσια που έφτιαχναν τσιπάκια για υπολογιστές έξω από το Σαν Χοσέ.

Πλέινο. Αυτή η λέξη μου φέρνει στον νου κινηματογράφους ντράιβ ιν, τροχόσπιτα, κύματα ζέστης που αναδίδονται από την άσφαλτο. Τα χρόνια που πέρασα εκεί μου διαμόρφωσαν ένα παρελθόν αναλώσιμο σαν πλαστικό κύπελλο. Κάτι που φαντάζομαι ότι, από μια άποψη, ήταν σπουδαίο δώρο. Με το που έφυγα από το σπίτι, κατάφερα να πλάσω μια καινούρια και πολύ πιο ευχάριστη ιστορία, όλο επιρροές από ένα εντυπωσιακό και σκόπιμα απλουστευμένο περιβάλλον. Ένα φανταχτερό παρελθόν, εύκολα αποδεκτό από τους ξένους

Η λάμψη αυτής της ψεύτικης παιδικής ηλικίας μου –με τις πισίνες και τους πορτοκαλεώνες και τους ακόλαστους γοητευτικούς γονείς που δούλευαν στη βιομηχανία του θεάματος– επισκίασε το πληκτικό πρωτότυπο. Για να είμαι ειλικρινής, όταν σκέφτομαι την πραγματική παιδική ηλικία μου, αδυνατώ να θυμηθώ οτιδήποτε παραπέρα από έναν θλιβερό κυκεώνα αντικειμένων: τα αθλητικά παπούτσια που φορούσα όλο τον χρόνο, βιβλία ζωγραφικής και κόμικ από το σουπερμάρκετ, την παλιά ξεφούσκωτη μπάλα ποδοσφαίρου που δάνειζα στους γείτονες για να παίξουν. Ήταν ελάχιστα τα πράγματα που είχαν ενδιαφέρον, και ακόμα λιγότερα ήταν αυτά που παρουσίαζαν κάποια ομορφιά. Ήμουν ήσυχος, ψηλός για την ηλικία μου, γεμάτος φακίδες. Δεν είχα πολλούς φίλους, αλλά δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν σε δική μου επιλογή ή στις περιστάσεις. Τα πήγαινα καλά στο σχολείο, απ’ ό,τι φαίνεται, αλλά όχι και εξαιρετικά. Μου άρεσε να διαβάζω –τις περιπέτειες του Τομ Σουίφτ, τα βιβλία του Τόλκιν– αλλά και να βλέπω τηλεόραση, κάτι που έκανα χωρίς μέτρο, ξαπλωμένος στη μοκέτα του άδειου καθιστικού μας τα ατελείωτα και πληκτικά βράδια μετά το σχολείο.

* Σ’ εμένα. Η ιστορία μιας από τις τρέλες μου. Από το έργο του Αρθούρου Ρεμπώ Μια Εποχή στην Κόλαση, Παραληρήματα ΙΙ, Αλχημεία του Λόγου (ΣτΜ).

Ειλικρινά δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε άλλο από εκείνα τα χρόνια, παρά μόνο μια διάθεση που διαπότιζε τα περισσότερα από αυτά, ένα αίσθημα μελαγχολίας συνδεδεμένο με την τηλεοπτική σειρά «Ο Υπέροχος Κόσμος του Ντίσνεϊ» που έβλεπα κάθε Κυριακή βράδυ. Η Κυριακή ήταν θλιβερή μέρα –νωρίς για ύπνο, σχολείο το επόμενο πρωί, μόνιμη αγωνία μήπως δεν ήμουν καλά διαβασμένος–, αλλά καθώς έβλεπα τα πυροτεχνήματα να σκάνε στον νυχτερινό ουρανό, πάνω από τα φωταγωγημένα κάστρα της Ντίσνεϊλαντ, με κυρίευε μια πιο γενική αίσθηση φόβου, μην τυχόν μείνω φυλακισμένος στην ανιαρή ρουτίνα σπίτι-σχολείο, σχολείο-σπίτι. Μια προοπτική που, για μένα τουλάχιστον, δικαιολογούσε όλες τις απαισιόδοξες σκέψεις μου. Ο πατέρας μου ήταν μίζερος, το σπίτι μας άσχημο, η μητέρα μου δεν ασχολούνταν και πολύ μαζί μου. Τα ρούχα μου ήταν φτηνιάρικα και τα μαλλιά μου πολύ κοντοκουρεμένα, και κανένας συμμαθητής μου δεν φαινόταν να με συμπαθεί ιδιαίτερα. Και αφού αυτή ήταν η πραγματικότητα που ζούσα πάντα, δεν είναι να απορεί κανείς που προέβλεπα ότι τα πράγματα θα ακολουθούσαν τον ίδιο καταθλιπτικό δρόμο. Με λίγα λόγια, ένιωθα ότι η ζωή μου είχε μολυνθεί, μ’ έναν ανεπαίσθητο μεν αλλά ουσιώδη τρόπο.

Υποθέτω, λοιπόν, ότι δεν είναι παράξενο που δυσκολεύομαι να εναρμονίσω τη ζωή μου με εκείνη των φίλων μου, ή τουλάχιστον με τη ζωή που φαντάζομαι ότι ζουν εκείνοι. Ο Τσαρλς και η Καμίλα είναι ορφανοί (πόσο ήθελα να ήμουν κι εγώ ορφανός όταν ήμουν μικρός!) και τους ανέθρεψαν γιαγιάδες και ηλικιωμένες θείες σε ένα σπίτι στη Βιρτζίνια. Μου αρέσει να σκέφτομαι μια τέτοια παιδική ηλικία, με άλογα και ποτάμια και ευκάλυπτους. Και ο Φράνσις. Η μητέρα του, όταν τον γέννησε, ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών – ένα αναιμικό ιδιότροπο κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και πλούσιο μπαμπά, που το έσκασε με τον ντράμερ του συγκροτήματος Vance Vane and his Musical Swains. Γύρισε στο σπίτι έπειτα από τρεις εβδομάδες, ενώ ο γάμος της ακυρώθηκε μέσα σε έξι εβδομάδες. Και ο παππούς και η γιαγιά, όπως αρέσει στον Φράνσις να λέει, τους μεγάλωσαν και τους δυο σαν αδέλφια, αυτόν και τη μητέρα του, τους ανέθρεψαν τόσο μεγαλόψυχα που εντυπωσιάστηκαν ακόμα και οι κουτσομπόληδες – με Αγγλίδες παραμάνες και ιδιωτικά σχολεία, καλοκαίρια στην Ελβετία, χειμώνες στη Γαλλία. Κι ας μην ξεχνάμε και τον ντόμπρο Μπάνι. Τα παιδικά του χρόνια δεν τα χαρακτήρισαν τίποτα αριστοκρατικές συνήθειες, όπως άλλωστε και τα δικά μου. Μεγάλωσε όμως σαν κλασικός Αμερικανός. Ο πατέρας του ήταν διάσημος ποδοσφαιριστής που έγινε τραπεζίτης. Τέσσερα αδέλφια, όλα αγόρια, σε ένα μεγάλο σπίτι στα προάστια. Είχαν ένα σωρό παιχνίδια, έπαιζαν τένις και πάντα γύρω τους βρίσκονταν μεγαλόσωμα σκυλιά λαμπραντόρ. Περνούσαν τα καλοκαίρια στο Κέιπ Κοντ, φοιτούσαν σε οικοτροφεία κοντά στη Βοστόνη και έκαναν εκδρομές με το αυτοκίνητο στη διάρκεια του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Μια ανατροφή που φαινόταν σε ό,τι κι αν έκανε ο Μπάντι, από τον τρόπο που σου έσφιγγε το χέρι μέχρι το πώς έλεγε ένα ανέκδοτο.

Δεν έχω ούτε είχα ποτέ κάτι κοινό με αυτούς, πέρα από τη γνώση ελληνικών και τη χρονιά που πέρασα κάνοντας παρέα μαζί τους. Και αν η αγάπη είναι κάτι που μοιράζεσαι με τους άλλους, φαντάζομαι πως τη μοιραστήκαμε κι αυτή, αν και αντιλαμβάνομαι ότι αυτό θα φανεί παράξενο μόλις μάθετε την ιστορία που πρόκειται να αφηγηθώ.

Από πού ν’ αρχίσω;

Τελειώνοντας το λύκειο, πήγα σε ένα μικρό κολέγιο στη γενέτειρά μου (οι γονείς μου είχαν αντιρρήσεις, αφού μου είχαν ξεκαθαρίσει ότι με προόριζαν για βοηθό του πατέρα μου στο βενζινάδικο – ένας από τους πολλούς λόγους που καιγόμουν να το σκάσω) και, τα δύο χρόνια που πέρασα εκεί, σπούδασα Αρχαία Ελληνικά. Όχι από αγάπη για τη γλώσσα, αλλά επειδή έκανα προπαρασκευαστικά μαθήματα για την ιατρική (τα λεφτά, βλέπετε, ήταν ο μόνος τρόπος να φτιάξω τη ζωή μου, και οι γιατροί βγάζουν πολλά, quod erat demonstrandum)* και ο σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού μού πρότεινε να μάθω μια γλώσσα για να καλύψω τις μονάδες που ήταν υποχρεωτικό να έχει κανείς από μαθήματα ανθρωπιστικών σπουδών. Και αφού τα μαθήματα τύχαινε να γίνονται τα απογεύματα, διάλεξα τα Ελληνικά, για να μην αναγκάζομαι να ξυπνάω νωρίς κάθε Δευτέρα πρωί. Ήταν μια απόφαση εντελώς στην τύχη, που, όπως θα διαπιστώσετε, αποδείχτηκε μοιραία.

Τα πήγα καλά στα Ελληνικά, αρίστευσα, και μάλιστα πήρα έπαινο από το τμήμα κλασικών σπουδών στο τελευταίο έτος της φοίτησής μου. Ήταν το αγαπημένο μου μάθημα, επειδή ήταν το μόνο που γινόταν σε κανονική αίθουσα – ούτε βάζα με καρδιές αγελάδων, ούτε μυρωδιά φορμόλης ούτε κλουβιά με πιθήκους που τσίριζαν. Στην αρχή πίστευα ότι με σκληρή προσπάθεια θα κατάφερνα να ξεπεράσω την εμφανή αηδία και αποστροφή για το επάγγελμά μου, ότι ίσως με ακόμα πιο σκληρή δουλειά θα κατόρθωνα να προσποιηθώ ότι έχω κάποια κλίση σε αυτό. Αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. Καθώς περνούσαν οι μήνες, παρέμενα αδιάφορος, για να μην πω ότι ένιωθα σιχαμάρα για τη βιολογία. Οι βαθμοί μου ήταν κακοί. Με περιφρονούσαν τόσο οι καθηγητές όσο και οι συμφοιτητές μου. Έκανα μια στροφή που ακόμα κι εγώ θεώρησα καταστροφική και πύρρειο. Άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα αγγλικής φιλολογίας χωρίς να το πω στους γονείς μου. Ένιωθα ότι έτσι αυτοκτονούσα, ότι σίγουρα θα το μετάνιωνα, ενώ είχα ακόμα την πεποίθηση ότι ήταν καλύτερα να αποτύχω σε έναν επικερδή τομέα παρά να επιτύχω σε κάποιον που ο πατέρας μου (ο οποίος δεν είχε ιδέα ούτε από θετικές ούτε από θεωρητικές επιστήμες) με είχε πείσει ότι ήταν εντελώς ασύμφορος και που θα με οδηγούσε αναπόφευκτα στο να κάθομαι στο σπίτι σε όλη μου τη ζωή και να του ζητάω λεφτά. Τα οποία λεφτά, όπως φρόντισε να με διαβεβαιώσει κατηγορηματικά, δεν είχε σκοπό να μου δώσει.

Έτσι, σπούδασα φιλολογία, που μου άρεσε περισσότερο. Το σπίτι μου, όμως, συνέχισε να με ψυχοπλακώνει. Δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω την απελπισία που μου προκαλούσε το περιβάλλον μου. Αν και τώρα υποψιάζομαι, κρίνοντας από τις συνθήκες και τον χαρακτήρα μου, ότι θα ήμουν δυστυχής όπου κι αν βρισκόμουν, είτε στο Μπιαρίτς, είτε στο Καράκας, είτε ακόμα και στο Κάπρι. Εκείνη την εποχή ήμουν σίγουρος ότι η δυστυχία μου ήταν συνυφασμένη μ’ εκείνο το μέρος. Ίσως αυτό να ίσχυε εν μέρει. Παρόλο που ο Μίλτον* είχε δίκιο μέχρι ένα σημείο –το μυαλό είναι αυτόνομο και μπορεί από μόνο του να κάνει την κόλαση παράδεισο και ούτω καθεξής–, ήταν ξεκάθαρο ότι το Πλέινο χτίστηκε με πρότυπο όχι τον παράδεισο, αλλά ένα άλλο, πιο θλιβερό μέρος.

* Όπερ έδει, δείξαι. Αυτό ακριβώς που πρέπει να αποδείξουμε. Φράση που χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους μαθηματικούς στο τέλος μαθηματικής ή λογικής απόδειξης για να δηλωθεί ότι το αποτέλεσμα είναι αυτό που ζητείται να αποδείξουμε.

* Ο Τζον Μίλτον (1608-1674) Άγγλος ποιητής, με πιο σημαντικό έργο του το Paradise Lost, Ο Απολεσθείς/Χαμένος Παράδεισος, που έχει χαρακτηριστεί αριστούργημα και έπος του αγγλικού πουριτανισμού.

Η «Μυστική ιστορία» της Donna Tartt, η «Βίβλος» της Dark Academia λογοτεχνίας

Donna Tartt - «Μυστική ιστορία» (εκδ. Διόπτρα)

Η «Μυστική ιστορία» αποτελεί εμβληματικό βιβλίο της Dark Academia λογοτεχνίας, αλλά και την κυριότερη ίσως πηγή έμπνευσης για την Dark Academia αισθητική που έχει κατακλύσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επηρεάζοντας τις αναγνωστικές, στιλιστικές και lifestyle επιλογές νέων σε όλο τον κόσμο. To λογοτεχνικό σύμπαν που δημιούργησε η Donna Tartt αναπαράγεται στο Tik Tok με τη δημιουργία αμέτρητων βίντεο από νέους αναγνώστες σε όλο τον κόσμο καθιστώντας το μια από τις επιδραστικότερες τάσεις των τελευταίων χρόνων, που εξιδανικεύει την ανάγνωση, αναδεικνύοντας τα βιβλία σε αντικείμενο-φετίχ.

Η υπόθεση του βιβλίου «Μυστική ιστορία» 

Μια συντροφιά έξυπνων, εκκεντρικών και απροσάρμοστων νεαρών που σπουδάζουν σε ένα κορυφαίο κολέγιο της Νέας Αγγλίας ανακαλύπτουν, κάτω από την επιρροή του χαρισματικού καθηγητή τους Κλασικής Φιλολογίας, έναν τρόπο σκέψης και ζωής που δεν έχει καμία σχέση με την ανιαρή καθημερινότητα των συνομηλίκων τους.

Όταν όμως ξεπερνούν τα όρια της καθιερωμένης ηθικής, καταλαμβάνονται από εμμονές και ολισθαίνουν σταδιακά από τη διαφθορά στην προδοσία, με αναπόφευκτη κατάληξη την κυριαρχία του κακού πάνω τους.

Η Μυστική ιστορία είναι μια ανεστραμμένη αστυνομική ιστορία που αφηγείται ένας από τους έξι μαθητές, ο Ρίτσαρντ Παπέν, ο οποίος ανακαλεί χρόνια αργότερα τις συνθήκες που οδήγησαν στη δολοφονία του φίλου τους Έντμουντ «Μπάνι» Κόρκεραν αποκαλύπτοντας σταδιακά τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία και στις επιπτώσεις της στη ζωή των υπόλοιπων φίλων της συντροφιάς.

Trivia

  • Η Μυστική ιστορία είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Donna Tartt, που εκδόθηκε αρχικά τον Σεπτέμβριο του 1992.
  • Το βιβλίο διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό κολέγιο στο αγροτικό Βερμόντ, που ονομάζεται Κολέγιο Χάμπντεν. Οι αναγνώστες έχουν υποθέσει ότι βασίζεται στο Κολέγιο Μπένινγκτον, που παρακολούθησε η Tartt.
  • H Donna Tartt έγραψε τη Μυστική ιστορία στα 29 της (1992) και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μόνο δύο βιβλία ακόμα.
  • Το μυθιστόρημα είχε αρχικά τον τίτλο The God of Illusions.
  • Η Μυστική ιστορία έχει μεταφραστεί σε 24 γλώσσες και έχει ξεπεράσει τα 5 εκατομμύρια πωλήσεις.
  • Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον συγγραφέα Bret Easton Ellis, ο οποίος ήταν στην ίδια τάξη αποφοίτησης με την Tartt στο Κολέγιο Μπένινγκτον.
  • Γίνεται λόγος για τη μεταφορά του βιβλίου σε ταινία εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν το έχει καταφέρει ποτέ. Ο Alan J. Pakula εξασφάλισε αρχικά τα δικαιώματα για την ταινία, αλλά πέθανε προτού το έργο αποκτήσει δυναμική. Το 2002, οι Gwyneth και Jake Paltrow έκαναν συμφωνία με την Miramax για την παραγωγή της Μυστικής ιστορίας, όπως αναφέρει το Town & Country. Ωστόσο ο πατέρας τους πέθανε εκείνη τη χρονιά και το έργο αναβλήθηκε. Τελικά τα δικαιώματα επανήλθαν στην Tartt.
  • Το σκληρό εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης σχεδιάστηκε από τον αναγνωρισμένο γραφίστα της Νέας Υόρκης Chip Kidd και την Barbara de Wilde.
  • To hashtag #thesecrethistory προσεγγίζει τα 337 εκατομμύρια views στο Tik Tok.
  • Η Mυστική ιστορία ξεπερνά τις 500.000 κριτικές στο Goodreads.

Ντόνα Τάρτ: Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Ντόνα Τάρτ είναι Αμερικανίδα συγγραφέας που έγινε γνωστή στο κοινό και εγκωμιάστηκε από τους κριτικούς για τα πρώτα δύο μυθιστορήματά της, τη Μυστική ιστορία και τον Μικρό φίλο, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Το 2003 έλαβε το λογοτεχνικό βραβείο WH Smith για το βιβλίο Ο μικρός φίλος. Το μυθιστόρημά της Η καρδερίνα απέσπασε το βραβείο Pulitzer το 2014.

Γονείς της είναι ο Don και η Taylor Tartt. Γεννήθηκε στο Γκρίνγουντ του Μισισίπι, αλλά μεγάλωσε στην Γκρενάντα, πενήντα χιλιόμετρα από τη γενέτειρά της. Σε ηλικία πέντε ετών έγραψε το πρώτο της ποίημα, ενώ έργο της δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε λογοτεχνικό περιοδικό του Μισισίπι όταν ήταν 13 ετών. Εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι το 1981 και εντάχθηκε στην αδελφότητα ΚΚΓ. Στο πρώτο έτος των σπουδών της η γραφή της τράβηξε την προσοχή του Willie Morris. Κατόπιν σύστασης του Morris, ο Barry Hannah δέχτηκε την Tartt στο μάθημα Δημιουργικής Γραφής που δίδασκε, όπου, σύμφωνα με τον ίδιο τον Hannah, το επίπεδο της Tartt ήταν ανώτερο από εκείνο των τελειόφοιτων φοιτητών. Κατόπιν προτροπής του Morris και άλλων, η Tartt έκανε μετεγγραφή στο Κολέγιο Μπένινγκτον το 1982, όπου απέκτησε φιλικές σχέσεις με συμφοιτητές της, όπως ο Bret Easton Ellis, η Jill Eisenstadt και ο Jonathan Lethem. Στο Μπένινγκτον σπούδασε Κλασική Φιλολογία με καθηγητή τον Claude Fredericks. Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Βιρτζίνια και στη Νέα Υόρκη.

Donna Tartt
© NTG profscan

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.