Βιβλιο

Πιλάρ Κιντάνα, «Η σκύλα»: Φτώχεια, βία, και πληγές που δεν κλείνουν

Ένας κόσμος που μοιάζει πολύ με τον δικό μας, αν ο δικός μας είχε ριχτεί στην Κόλαση

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πιλάρ Κιντάνα, «Η σκύλα»
Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της πρωτότυπης έκδοσης (Librería Lerner, Μπογκοτά 2018).

Πιλάρ Κιντάνα, «Η σκύλα»: Το σκληρό μυθιστόρημα της Κολομβιανής συγγραφέως που μεταφράζεται σε περισσότερες από 18 γλώσσες (μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Εκδόσεις Πατάκη)

Η «Σκύλα» είναι ένα απροειδοποίητο χτύπημα στο στομάχι· κι ένα από τα βιβλία εκείνα που θέλει πολλά κότσια για να το γράψεις. Είναι η ιστορία της Νταμάρις, που είναι παντρεμένη με τον Ροχέλιο, σε έναν μικρό οικισμό στις ακτές του Ειρηνικού, στην Κολομβία.

Σχεδόν όλοι είναι φτωχοί εκεί πέρα, λευκοί, μαύροι, μιγάδες, ιθαγενείς —και η Νταμάρις με τον Ροχέλιο ακόμη πιο φτωχοί από τους περισσότερους—, πουλάνε ψευτοπράγματα στους τουρίστες ή ψαρεύουν ή κυνηγούν για να βάλουν κάτι στο τηγάνι, ή καθαρίζουν τα λιγοστά σπίτια των πλουσίων, που κι αυτοί τούς πληρώνουν όποτε το θυμηθούν. Οι μέρες τους περνούν βουτηγμένες στην ίδια θανάσιμη, αποβλακωτική ρουτίνα, με λίγη ή καθόλου δουλειά, ή με πολλή και απάνθρωπη πότε-πότε, υπομένοντας τη βροχή που δεν σταματά να πέφτει, μια βροχή που μπορεί να είναι σκέτη ψιχάλα καμιά φορά αλλά να γυρίσει σε τρομερή καταιγίδα μέσα σε μερικές στιγμές και να κρατήσει έτσι ώρες ολόκληρες, αναγκάζοντας τους πάντες να κάθονται όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας σαπουνόπερες και ριάλιτι, όλα με τη σειρά. Τα σπίτια των ανθρώπων εκεί είναι παραπήγματα φτιαγμένα από ετερόκλητα υλικά, και είναι «χτισμένα» πάνω σε στύλους για να μην τα πάρει το νερό, αν και στάζουν συνέχεια και σαπίζουν λίγο-λίγο. Οι περισσότεροι παίρνουν ρεύμα τραβώντας καλώδια, μαγειρεύουν όπως και ό,τι μπορούν, δεν έχουν μπάνιο και πλένονται στη σκάφη, ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς — με το αιώνιο κολάν της η Νταμάρις, που το έχει για τις δουλειές, και με εκείνο το μπλουζάκι με τα τιραντάκια.

Ο Ροχέλιο πάλι, όταν δεν λείπει στη θάλασσα με τα καΐκια «παντός καιρού», είναι μονίμως θυμωμένος και αγριωπός, το ζευγάρι δεν τα πάει καλά, ενώ η Νταμάρις, από τη μεριά της, δεν λέει να πάρει απόφαση πως δεν μπορούν να κάνουν παιδί, όσο και να προσπαθούνε. Ενώ χρωστάνε παντού και ψωνίζουν με το τεφτέρι από τον μπακάλη, δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν στους ντόπιους μάγους που τους λένε τις κατάλληλες προσευχές και τους καπνίζουν με ειδικά χόρτα για να δέσει επιτέλους εκείνη παιδί. Όμως τα μάγια δεν πιάνουν. Απελπισμένη, κι ενώ πια πέρασε και τα σαράντα και όλες της οι φίλες έχουν παιδιά και εγγόνια, η Νταμάρις θα πιστέψει κάποια στιγμή πως βρήκε τη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα που την ακολουθεί από κορίτσι: θα υιοθετήσει μια σκυλίτσα για υποκατάστατο παιδιού. Θα την έχει όλη δικιά της —ο Ροχέλιο έχει τρία αγριόσκυλα, που η Νταμάρις δεν τα αγαπά—, θα της κάνει όλα τα χατίρια και θα περνάνε όμορφα οι δυο τους.

Μεγαλώνει πράγματι το κουταβάκι της από δύο ημερών, ταΐζοντάς το γάλα με το σταγονόμετρο, και το ’χει μη στάξει και μη βρέξει, σε βαθμό που εκνευρίζει τον άντρα της, με τον οποίο η ίδια δεν θέλει πια πολλά-πολλά: κοιμούνται εδώ και καιρό σε χωριστά ντιβάνια. Μόνο που, μεγαλώνοντας, η σκυλίτσα της δεν θα θέλει να μένει περιορισμένη στο παράπηγμα· θα προτιμά να κάνει βόλτες στα βράχια, στο δάσος, στη ζούγκλα και στους πέρα οικισμούς, και να λείπει μέρες και νύχτες ολόκληρες, τρελαίνοντας από την ανησυχία την Νταμάρις. Μια Νταμάρις που παράλληλα κάνει ό,τι μπορεί για να σουλουπώσει κάπως μέσα της το παρελθόν, να το φέρει στα μέτρα της, και να το κάνει έτσι που να μοιάζει καλύτερο από ό,τι ήταν στ’ αλήθεια. Γιατί, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, τη βαραίνει ένας χαμός και μια μεγάλη ενοχή, τέτοια που δύσκολα μπορεί να την αντέξει άνθρωπος.

Ένα ωμό, πολύ σκληρό βιβλίο, μικρό μεν —όχι πάνω από 140 σελίδες όλες κι όλες: είναι μια νουβέλα— αλλά οξύ και δυνατό σαν εκείνα τα μυρμήγκια της Κολομβίας που, πολλά μαζί, είναι ανίκητος στρατός. Ή σαν τα μικροσκοπικά ντόπια κουνούπια που δεν μπορείς να τα διώξεις με τίποτα…

Νά και ένα μικρό απόσπασμα, στην πολύ ωραία μετάφραση της Χριστίνας Θεοδωροπούλου:

* * *

Η Νταμάρις συνέχισε να κακομαθαίνει τη σκύλα, μέχρις ότου χάθηκε στο δάσος. Αυτό συνέβη μια νύχτα που η Νταμάρις ήταν μόνη της, ο Ροχέλιο είχε βγει για ψάρεμα μ’ ένα αλιευτικό παντός καιρού. Ο Ντέιντζερ, ο Ολίβο και ο Μόσκο είχαν μόλις φάει έξω από το κιόσκι και η Νταμάρις χάιδευε το κεφάλι της σκύλας για να την καληνυχτίσει, μια και ετοιμαζόταν να μπει στην παράγκα. Ξαφνικά ο Ντέιντζερ άρχισε να γαβγίζει με κατεύθυνση προς το δάσος. Τα άλλα δυο σκυλιά μπήκαν σε επιφυλακή και η σκύλα βγήκε από το κιόσκι, προχώρησε μερικά μέτρα και στάθηκε δίπλα στον Ντέιντζερ. Προς τα εκεί που γάβγιζαν δεν υπήρχαν σπίτια ούτε άνθρωποι, οπότε η Νταμάρις υπέθεσε πως θα ήταν κάποιο ζώο, ένα οπόσουμ, ένας σκαντζόχοιρος, κάνας αγριόχοιρος που είχε χαθεί ή ήταν άρρωστος. Δεν είχε φεγγάρι και ήταν κατασκότεινα, το μοναδικό φως τριγύρω ήταν από τη λάμπα στο κιόσκι. Δεν μπορούσε να δει ούτε ν’ ακούσει τίποτα από μακριά, όμως τα σκυλιά γίνονταν όλο και πιο νευρικά και, με την τρίχα σηκωμένη, γάβγιζαν δυνατά.

Η Νταμάρις άρχισε να καλεί τη σκύλα της για να την καθησυχάσει και να γυρίσει κοντά της. «Τσίρλι!» φώναζε, για πρώτη φορά χωρίς να ντρέπεται να προφέρει μεγαλόφωνα το όνομα που είχε κοροϊδέψει η ξαδέλφη της. «Τσίιιιιρλιιιιι!» Όμως τότε ο Ντέιντζερ όρμησε τρέχοντας μπροστά και τον ακολούθησαν όλοι, ακόμη και η σκυλίτσα της, που χώθηκε μαζί τους στο τροπικό δάσος.

Η Νταμάρις τους άκουγε να γαβγίζουν και να κινούνται ανάμεσα στα χαμόδεντρα. Επειδή ήταν ξυπόλυτη και μπορεί να υπήρχε κάποιο φίδι, καμιά έχιδνα το πιθανότερο, που βγαίνουν τη νύχτα και είναι άγριες και πολύ δηλητηριώδεις, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει να τα φωνάζει από το κιόσκι. Δοκίμασε διάφορες φωνές –εξοργισμένη, ουδέτερη, γλυκιά, ικετευτική– δίχως κανένα αποτέλεσμα, ώσπου επικράτησε σιγή και δεν ακούγονταν πια άλλα γαβγίσματα ούτε τίποτα. Μπροστά της βρισκόταν μόνο το πυκνό δάσος, ήσυχο σαν θηρίο που μόλις είχε καταπιεί τη λεία του.

Πιλάρ Κιντάνα, «Η σκύλα» (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη)

Η Νταμάρις πήγε στην παράγκα, φόρεσε τις γαλότσες της, άρπαξε τη ματσέτα και τον φακό και κατευθύνθηκε ίσια στο δάσος, κατά κει που είχαν πάει τα σκυλιά. Δεν ένιωσε ούτε στιγμή φόβο για όλα όσα συνήθως τη φόβιζαν σ’ αυτό το δάσος – το σκοτάδι, τις έχιδνες, τα θηρία, τους νεκρούς, τον συγχωρεμένο τον Νικολασίτο, τον συγχωρεμένο τον Χοσουέ και τον συγχωρεμένο σενιόρ Τζιν, τα φαντάσματα για τα οποία είχε ακούσει να μιλάνε όταν ήταν μικρή… Αλλά δεν την εξέπληξε το θάρρος της. Μόνο μια σκέψη είχε: Η σκυλίτσα κινδύνευε κι εκείνη έπρεπε να τη σώσει.

Περπατούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα δίχως να απομακρύνεται πάρα πολύ για να μη χαθεί μες στα σκοτάδια, φωτίζοντας προς κάθε κατεύθυνση, κάνοντας θορύβους και φωνάζοντας τη σκύλα της και τον Ντέιντζερ, τον Ολίβο και τον Μόσκο. Αφού κανένα δε γύριζε πίσω ούτε συνέβαινε κάτι, αποφάσισε να προχωρήσει πιο βαθιά στο δάσος. Πήγε στη ρεματιά που χώριζε την ιδιοκτησία των Ρέγες από εκείνη των γειτόνων, στον φράχτη δίπλα στον κεντρικό δρόμο, στον γκρεμό στην άκρη του πλατώματος και μέχρι τους φοίνικες μιλπέσος, όπου κατέληγε ο μοναδικός δρόμος που υπήρχε προς εκείνη την πλευρά.

Έβλεπε μόνο ό,τι φωτιζόταν από τον φακό, επιμέρους κομμάτια από διάφορα πράγματα, από ένα τεράστιο φύλλο, από τον κορμό κάποιου δέντρου καλυμμένου με μούσκλια, από το φτερό ενός τεράστιου σκόρου με πολλά μάτια που, ξαφνιασμένος από το φως, πέταξε και φτερούγισε πανικόβλητος γύρω απ’ το κεφάλι της… Οι γαλότσες της μπλέκονταν στις ρίζες και βούλιαζαν στη λάσπη, σκόνταφτε, γλίστραγε και, για να κρατηθεί όρθια, ακουμπούσε τα χέρια της σε σκληρές επιφάνειες, νοτισμένες ή ινώδεις. Την άγγιζαν πράγματα τραχιά, τριχωτά ή αγκαθωτά, κι εκείνη αναπηδούσε νομίζοντας πως ήταν καμιά αράχνη, κανένα φίδι απ’ αυτά που ζουν στα δέντρα ή καμιά αιμοδιψής νυχτερίδα, αλλά δεν τη δάγκωσε τίποτα, την τσιμπούσαν μόνο τα κουνούπια, όμως δεν την ένοιαζε και συνέχιζε να ψάχνει μες στο σκοτάδι. Η ζέστη ήταν τόσο υγρή, την ένιωθε να κολλάει στο δέρμα της σαν γλίτσα, και της φαινόταν ότι ο σαματάς από τα βατράχια και τους γρύλους, ανυπόφορος σαν τη μουσική της ντισκοτέκ του άλλου οικισμού, δεν ερχόταν από το τροπικό δάσος, αλλά μέσα από το κεφάλι της. Το φως του φακού άρχισε να χαμηλώνει και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να γυρίσει στην παράγκα, κλαίγοντας ηττημένη, πριν σβήσει εντελώς.

Κοιμήθηκε αμέσως, όμως ο ύπνος της δεν ήταν καθόλου ξεκούραστος. Ονειρευόταν θορύβους και σκιές, ότι ήταν ξύπνια στο κρεβάτι της, ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί, ότι κάτι της επιτιθόταν, ότι το πυκνό δάσος είχε μπει μες στην παράγκα και τυλιγόταν γύρω της, ότι την κάλυπτε με γλίτσα και γέμιζε τ’ αυτιά της με τον ανυπόφορο ήχο των ζουζουνιών ώσπου και η ίδια μεταμορφωνόταν σε δάσος, σε κορμό δέντρου, σε μούσκλια, σε λάσπη, σ’ όλα αυτά μαζί, και ύστερα έβρισκε τη σκυλίτσα της, που της έγλειφε το πρόσωπο για να την καλωσορίσει. Όταν ξύπνησε, εξακολουθούσε να είναι μόνη. Έξω μαινόταν η καταιγίδα, ο άνεμος μαστίγωνε τις στέγες και οι βροντές έκαναν τη γη να σείεται. Το νερό έμπαινε απ’ τις χαραμάδες κι έτρεχε μέσα στην παράγκα.

Σκέφτηκε τον Ροχέλιο, που βρισκόταν σ’ ένα άθλιο καΐκι μες στη μανία της καταιγίδας μ’ ένα σωσίβιο μοναχά κι ένα αδιάβροχο για να προστατεύεται, αλλά ανησύχησε περισσότερο για τη σκυλίτσα εκεί έξω στο δάσος, μουσκεμένη, ξυλιασμένη απ’ το κρύο, κατατρομαγμένη, χωρίς να μπορεί να τη σώσει, και ξανάβαλε τα κλάματα.

* * *

H Πιλάρ Κιντάνα γεννήθηκε το 1972 στο Κάλι της Κολοµβίας. Το 2007 συγκαταλέχθηκε µεταξύ των 39 καλύτερων συγγραφέων κάτω των 39 ετών της Λατινικής Αµερικής από το Hay Festival. Το 2010 τιµήθηκε µε το ισπανικό Βραβείο Μυθιστορήµατος La Mar de Letras για το «Coleccionistas de polvos raros» (2007). Η «Σκύλα» (La Perra) πρωτοκυκλοφόρησε στην Κολοµβία το 2018 και απέσπασε το Premio Biblioteca de Narrativa Colombiana. Μεταφράζεται σε περισσότερες από 18 γλώσσες, ενώ απέσπασε επίσης το αγγλικό βραβείο PEN και το Βραβείο Literaturpreis 2021 στη Γερµανία. Το 2021 κυκλοφόρησε το µυθιστόρηµά της «Los abismos», που τιµήθηκε µε το Βραβείο Alfaguara στην Ισπανία.

Πιλάρ Κιντάνα
Πιλάρ Κιντάνα © Manuela Uribe

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ