Βιβλιο

«Άκου το λιοντάρι»: Στο νέο μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου χωράμε όλοι

Αποτυχίες, διαψεύσεις, απώλειες, αλλά και αντοχή: Είμαστε όλοι εμείς, και τραγουδάμε ακόμα

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σώτη Τριανταφύλλου

«Άκου το λιοντάρι» της Σώτης Τριανταφύλλου: Ένα πικρό ροκ-εν-ρολ μυθιστόρημα για τη σύγχρονη Ελλάδα, γραμμένο με άφθονο χιούμορ και σαρκασμό (Εκδόσεις Πατάκη)

Ένας πολύ βασικός κανόνας στη λογοτεχνία είναι να γνωρίζεις από πριν τους χαρακτήρες σου, τους ήρωες που θα χρησιμοποιήσεις, και να φτιάξεις μικρά πορτρέτα τους, μικρά βιογραφικά με τα σημαντικότερα στοιχεία της ζωής τους, συγκεντρωμένα τακτικά-τακτικά σε έναν φάκελο. Κατά πάσα πιθανότητα, ελάχιστα μόνο από αυτά θα αναφέρεις γράφοντας το βιβλίο – ή και τίποτα. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Ο συγγραφέας υποχρεούται να γνωρίζει καλά όλους τους ήρωές του εκ των προτέρων, ακόμη και τους δεύτερους, ή και τους κομπάρσους. Μόνο έτσι οι πράξεις τους, οι ατάκες τους, οι αντιδράσεις τους, θα είναι τρόπον τινά λογικές, σωστές, και όχι αυθαίρετες. Και μόνο τότε το βιβλίο σου θα είναι ειλικρινές. Κι αν θέλουμε κάτι από τη λογοτεχνία, εκτός από την καθαυτό ιστορία, αυτό είναι ακριβώς η ειλικρίνεια.

Αυτό που συμβαίνει στο «Άκου το λιοντάρι» (352 σελίδες, Εκδόσεις Πατάκη), ομολογούμε πως δεν θυμόμαστε να το έχουμε ξανασυναντήσει. Η Σώτη Τριανταφύλλου, δεν ξέρει απλώς απέξω κι ανακατωτά τους ήρωές της, που είναι και πολλοί, δεν έχει ανοίξει φακέλους για καθέναν από αυτούς, ούτε απλώς έχει ακολουθήσει σαν σκιά τα βήματά τους τα τελευταία τριάντα και βάλε χρόνια της ζωής τους: τα παραθέτει όλα αυτά, χτίζει την ιστορία της με όλα αυτά, το βιβλίο της είναι τα περιστατικά που όρισαν τη ζωή τους, τα λόγια που είπαν, οι σκέψεις που έκαναν, τα μπαρ που πήγαν, τα βιβλία που διάβασαν ή απλώς ξεφύλλισαν, οι εκπομπές που είδαν στην τηλεόραση, οι κασέτες που έγραψαν, τα τραγούδια που άκουγαν στο αμάξι, τα ποτά που έπιναν, τα τσιγάρα που κάπνιζαν, τα παπάκια και οι μηχανές που καβάλαγαν, οι δουλειές που έκαναν, τα μαγαζιά που άνοιγαν, τα παιδιά που έκαναν ή δεν έκαναν. Σταματώ εδώ, γιατί κυριολεκτικά τα διασταυρούμενα στοιχεία ζωής, και χαρακτήρα, των ηρώων της είναι τόσο πολλά, που ΕΙΝΑΙ το βιβλίο – σαν εκείνο τον τόσο λεπτομερή κινέζικο χάρτη του Μπόρχες, που ήταν μεγάλος όσο και ο κόσμος.

Το «Άκου το λιοντάρι» μιλάει με έναν σπαρακτικό, στο βάθος του, τρόπο για τις αποτυχίες, τις διαψεύσεις και τις απώλειες μιας γενιάς –πάνω κάτω, των σημερινών πενήντα-κάτι με εξήντα–, αλλά το κάνει με πολύ γούστο, με χιούμορ, με σαρκασμό, με έξω καρδιά, με μια πολύ ώριμη στωικότητα, γιατί ξέρει πως, όπως η ίδια η ζωή, είναι ακριβώς αυτό: μια μαύρη κωμωδία. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εδώ, όπως δεν υπάρχουν και «δεύτερα» πρόσωπα ή κομπάρσοι. Όλοι –πλην ενός, του Ηλία: μα ο Ηλίας από την αρχή του βιβλίου είναι στη ΜΕΘ, με μηχανική υποστήριξη, τσακισμένος από πτώση με μηχανάκι– είναι ισότιμοι. Και όλοι έχουν «το μερίδιό τους σε πόνο, αρρώστια, λάθη κι απογοήτευση», και όλοι τους πενθούν «τις χαμένες ελπίδες της νιότης τους». Ή και δεν τις πενθούν: τις διασκεδάζουν. Σάμπως έτσι δεν κάνουμε όλοι;

«Άκου το λιοντάρι» της Σώτης Τριανταφύλλου (Εκδόσεις Πατάκη)

Το βιβλίο είναι γραμμένο με μια πολύ ακριβή πρόζα, #diplis, και το προτείνουμε σε οποιονδήποτε θέλει να καλυτερεύσει το δικό του στιλ. Το θεωρούμε μάθημα δημιουργικής γραφής από μόνο του. Ολοζώντανοι και πανέξυπνοι διάλογοι, κυριολεκτικά σαν να τους ακούς δίπλα σου –ακόμα περισσότερο: σαν να τους έχεις πει εσύ–, μια οξύτατη ματιά που παρατηρεί και ανατέμνει τα πάντα, και από πίσω μια μνήμη που ανασύρει εκείνα τα θραύσματα αναμνήσεων –ή μάλλον τα ωραία πυροτεχνήματα αναμνήσεων– από τα οποία είμαστε όλοι φτιαγμένοι. Εντυπωσιάζει επίσης το πόσο εύκολα αλλάζει φύλο ανάλογα με το ποιος ήρωάς της βρίσκεται σε πρώτο πλάνο κάθε φορά. Γράφει εξίσου καλά (και «σωστά») και τις γυναίκες, και τους άντρες, ακόμα και όταν μιλά για σεξ και για «παραστρατήματα». Νιώθεις διαρκώς να βρίσκεσαι στο πλατό μιας ταινίας κάποιου σύγχρονου Γούντι Άλεν, μόνο που παίρνεις και εσύ μέρος στο γύρισμα.

Και βέβαια το βιβλίο είναι ροκ. Από την αρχή ώς το τέλος. Οι αναφορές σε τραγούδια, άλμπουμ, τραγουδιστές και συγκροτήματα είναι αρκετές δεκάδες – θα ακούγαμε σίγουρα αυτή τη λίστα αν κάποιος την ανέβαζε στο Spotify. Το ροκ εντ ρολ δεν είναι κάτι που η Σώτη Τριανταφύλλου το ξέρει μόνο καλά, ως γνωστόν είναι απολύτως συνδεδεμένο με τη ζωή της, είτε μιλάμε για δίσκους, κασέτες και ραδιόφωνο είτε για μπαρ και, φυσικά, για συναυλίες. Ή για το ροκ των πόλεων, πόσω δε μάλλον της Αθήνας, με την οποία είναι αθεράπευτα ερωτευμένη. Άλλωστε, αυτό το μυθιστόρημα ξεχειλίζει Αθήνα από παντού.

Έξοχο βιβλίο, παρηγορητικό, που θα το διαβάσετε με ταχύτητα, χαρά, συγκίνηση – και με γέλιο. Πικρό γέλιο μεν, αλλά έτσι πάνε αυτά. Θεωρούμε τη Σώτη την καλύτερη Ελληνίδα συγγραφέα, και εντυπωσιαζόμαστε (και ζηλεύουμε) από το πόσο ωριμάζει από βιβλίο σε βιβλίο. Κι επειδή η γλώσσα μας έχει αυτό το πρόβλημα με τα γένη, λέγοντας «καλύτερη Ελληνίδα συγγραφέα» εννοούμε και από τους άντρες συγγραφείς.

Σώτη Τριανταφύλλου

* * *

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο (από τις σελίδες 61-67):

Το βράδυ που έγινε «η νύχτα του δυστυχήματος» έμοιαζε ανοιξιάτικο· ή ίσως να ήταν ο Ηλίας που είχε ανοιξιάτικη διάθεση. Σκεφτόταν πως, αν έμεναν γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Σποράδων όπως παλιά, θα έβγαινε στον δρόμο και θα βάδιζε ανάμεσα στα φώτα μαζί με το σκυλάκι του. Αφού πούλησαν εκείνο το σπίτι, η Μυρτώ τον έπεισε να έρθουν στο Μαρούσι για περισσότερη ησυχία – «Η οδός Πατησίων» έλεγε «δεν είναι τόπος να μεγαλώνεις παιδιά. Ίσως να ήταν στη δεκαετία του ’70, όταν ήσασταν μικροί με τον Σαράντη, αλλά δεν είναι πια». Ντρεπόταν να πει: «Η γειτονιά έχει γεμίσει μετανάστες· κι έχει το μεγαλύτερο ποσοστό εξώσεων στην Αθήνα». Όμως εκείνος δεν ήθελε ησυχία: «Ησυχία σού συνιστά ο γιατρός» σκεφτόταν· πολύ λιγότερο τον ένοιαζε η φυλετική καθαρότητα και η γενική καθαριότητα. Νοσταλγούσε τη Φωκίωνος Νέγρη· όχι όπως είχε καταντήσει γεμάτη λιγδερά σουβλατζίδικα με κακόηχα ονόματα –Σουλάτσο, Μεζεδομαχίες, Μπακαλόγατος–, αλλά όπως τη φανταζόταν όταν ήταν η γειτονιά της μητέρας του και της Καρολίνας. Κυρίως της Καρολίνας, που από το ’67 σύχναζε στο Top Hat, όπου χόρευαν ροκ εντ ρολ μέχρι το πρωί κι έκαναν διαγωνισμούς χορευτικής αντοχής. Μια φορά, μια βραχύβια μπάντα, οι Βία Βένετο, που ερμήνευε κυρίως ιταλικές επιτυχίες, είχε παίξει για χάρη της Καρολίνας το «Sweet Caroline» του Νιλ Ντάιαμοντ. Βία Βένετο: έτσι έλεγαν τη Φωκίωνος Νέγρη όταν η Καρολίνα ήταν νέα. Αν ήταν όμορφη, θα είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της· αλλά δεν ήταν όμορφη, ήταν ένα σχεδόν τέλειο σύνολο ατελειών – κι αυτό την έκανε να διαφέρει· άλλοτε η διαφορά της από τα περισσότερα κορίτσια αρκούσε, άλλοτε δεν αρκούσε. Ούτε είχε κάποιο ταλέντο· δεν είχε κανένα ταλέντο. Λίγο αργότερα, το 1971, έκανε φωνητικά –«ου ου» και «ε ε»– και χτυπούσε το ντέφι σ’ ένα ποπ συγκρότημα με το όνομα Νιρβάνα, που κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό δισκάκι 45 στροφών και εμφανίστηκε σ’ ένα φεστιβάλ ελληνικής ποπ. Οι αφανείς Έλληνες Νιρβάνα έπαιζαν στα κλαμπ γύρω από την Πατησίων και μέχρι την Πλάκα: στο Τσιντσίν – ένα υπόγειο που στη συνέχεια έγινε σκυλάδικο· ίσως και στην Κουίντα, που είχε γίνει διάσημη από τη στριπτιζέζ Ρίτα Κάντιλλακ με τον τεράστιο πλατινέ κότσο· η Καρολίνα δεν θυμόταν. Αυτό που θυμόταν –πώς θα μπορούσε να το ξεχάσει;– ήταν ότι ένα βράδυ είχε δει στην Κουίντα τον Ομάρ Σαρίφ κι ότι της είχε φανεί κοντός. «Μιλάμε για χρυσές εποχές, για μεγαλεία» έλεγε ο Ηλίας προσπαθώντας να της αποσπάσει αφηγήσεις. Η Καρολίνα, για να μετριάσει το θάμβος, είχε πει: «Ένα άλλο βράδυ, είχα δει τον Γιώργο Πάντζα…». «Που τότε ήταν ζεν πρεμιέ» επέμεινε ο Ηλίας. «Βeautiful people» σκεφτόταν αναστενάζοντας de profundis, αλλά στην Καρολίνα δεν άρεσε να είναι κάποια που κάπου, κάποτε, στα βάθη του εικοστού αιώνα, έπαιζε ντέφι κάνοντας «ου ου» – τη μακρινή εποχή όπου οι παράνομοι εραστές συναντιούνταν σε ξενοδοχεία με ονόματα όπως Τα Πιτσουνάκια, Love και Μιράντα, κι όταν στην Ελλάδα είχαν ακόμα γεύση τα βερίκοκα.

Ο Ηλίας όμως πονούσε πολύ γι’ αυτό το παρελθόν από το οποίο απουσίαζε: πίστευε ότι το παρόν δεν άξιζε να βιωθεί· πως από τότε που είχε γίνει είκοσι χρονών, από τότε που είχε μπει στην ΑΣΟΕΕ και είχε πάψει να τρέχει στις πίστες των καρτς, η ζωή ήταν άνοστη και τιποτένια. Το ’73 οι Νιρβάνα άνοιγαν τα καθημερινά σόου των Πελόμα Μποκιού· μιλάμε για δόξες, σκεφτόταν· κατέβαινες στο υπογειάκι της Ζωοδόχου Πηγής και οι μπάντες ήταν εκεί, έπαιζαν κάθε μέρα. Μάλιστα, μια μαγική νύχτα του 1970, η Καρολίνα είχε αποπλανήσει τον Τόνυ Πινέλλι σ’ ένα κλαμπ στον Άγιο Κοσμά – τον τροβαδούρο από τη Φλωρεντία! Η ίδια το αρνιόταν, αλλά ο Ηλίας είχε, όπως έλεγε, «πηγές». Πάντα πρωτοπορία η Καρό! Ακόμα και στον Άγιο Κοσμά είχε φτάσει πρώ­τη απ’ όλους: στο κλαμπ Ανναμπέλλα, όπου έβαζε μουσική η διάσημη ντισκ τζόκεϊ Μπούκυ Κοβαλένκο – κι όπου ο Τόνυ Πινέλλι τραγουδούσε «Μελαγχολία του Σεπτέμβρη». Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Η Καρολίνα ήταν τότε το μοναδικό κορίτσι, όχι μόνο στη γειτονιά αλλά σε ολόκληρη την Αθήνα, στον Πειραιά και στα περίχωρα, που είχε πάει στο ροκ φεστιβάλ του Γουάιτ· με μια παρέα Ολλανδών χίπις. Απολάμβανε μια ελευθερία χωρίς περιορισμούς: η Καρολίνα δεν θυμόταν μαμαδίστικες προειδοποιήσεις όπως «Οι άντρες θέλουν μονάχα ένα πράγμα» ή «Θα σας ρίξουν στάχτη στο ποτό και θα σας πηδήξουν» – ή το ακόμα πιο περιπετειώδες που έλεγαν στα κορίτσια στη δεκαετία του 1970: «Θα σας πουλήσουν για σκλάβες σε εμπόρους λευκής σαρκός». Με τον καιρό, η Καρολίνα έμαθε πως οι άνδρες ήταν αρκετά πιο περίπλοκοι, ή πιο απλοί· συνήθως, δεν ήθελαν τίποτα· αλλά ακόμα κι όταν ήθελαν, δεν έριχναν στάχτη σε ποτά· δεν χρειαζόταν στάχτη για να πηδηχτείς μαζί τους. Πηδιόσουν κι ύστερα ντυνόσουν κι έφευγες. Απ’ όλα όσα έκανε η Καρολίνα όταν ήταν πολύ νέα, το μόνο που είχε ανησυχήσει τους γονείς της ήταν ο ρόλος του πτώματος που είχε παίξει σε ένα B-movie: οι παππούδες Καίσαρη, αν και εντελώς άσχετοι στα ζητήματα του τρόμου και του σεξ –ο πατέρας της Καρολίνας και της Φραγκίσκης είχε βιοτεχνία καπέλων–, φοβούνταν μήπως επρόκειτο για πορνό με νεκρόφιλους. Όταν ξανάπαιξε ρόλο πτώματος, και μάλιστα σφαγμένου, δεν είπαν τίποτα· είτε είχαν συνηθίσει, είτε δεν το έμαθαν. Αμφότερες οι χαζοταινίες παίχτηκαν αργότερα σ’ ένα ντράιβ ιν στη Μαλακάσα, αλλά η Καρολίνα αρνιόταν ότι ήταν όντως εκείνη το πτώμα· τα πτώματα. Όλα αυτά ο Ηλίας δεν χόρταινε να τα ακούει· νοσταλγούσε τη νεανική ζωή της Καρολίνας λες κι ήταν η δική του· ή μάλλον επειδή δεν ήταν η δική του: «Καρό, η μικρότερη κόρη του Τρελού Καπελά» έλεγε. Η Καρολίνα σκεφτόταν πως ο Ηλίας αναπολούσε ένα παρελθόν που δεν ήταν ποτέ παρόν. […]

Για το φεστιβάλ του Γουάιτ υπήρχαν αποδείξεις: φωτογραφίες, αφίσες, εισιτήρια· όλα κιτρινισμένα από τον χρόνο. Σ’ εκείνο το βόρειο νησί της Μάγχης, η Καρολίνα είχε δει με τα μάτια της και είχε ακούσει με τα αυτιά της τους Who, τους Jethro Tull, τους Doors, τους Free, τους Emerson, Lake & Palmer, μαζί με εξακόσιες χιλιάδες ροκάδες απ’ όλο τον κόσμο· τύφλα να ’χει το Γούντστοκ δηλαδή – «Εγώ» έλεγε μελαγχολικά ο Ηλίας «είδα τον Μπόυ Τζορτζ στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Και στη συναυλία, που ήταν χάλια, μέθυσα κι έγινα χάλια».

― Υπερβολές, απαντούσε ο Σαράντης. Υπερβολάρες. Η συζήτηση για τ’ ότι θα ήταν ωραίο να έχουν γεννηθεί σε μια άλλη χώρα επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά με όλο και περισσότερη πικρία.

― Μα, είδαμε τους U2 στη Θεσσαλονίκη· τον Ίγκυ στο Ρόδον…τους Cure… Παρ’ ολίγο να πάμε, χωριστά, στους Rage Against the Machine το 2000, τότε που έγιναν τα επεισόδια… Είχαμε το μερίδιό μας από συναυλίες.

― Το ’76 ο Πολ ΜακΚάρτνεϋ περιέλαβε στην ευρωπαϊκή περιοδεία το Ζάγκρεμπ, αλλά όχι την Αθήνα… Το Ζάγκρεμπ!

― Μα, Ηλία, λογικέψου. Ακόμα κι αν ερχόταν στην Αθήνα, εμείς πηγαίναμε στο προνήπιο…

Ο Σαράντης προσπαθούσε να τον παρηγορήσει: «Η Καρολίνα λέει ότι στο φεστιβάλ του Γουάιτ έβρεχε κι ότι κοιμούνταν μες στις λάσπες… Αν κι έπαιξαν οι Ten Years After, δεν τους θυμάται καθόλου. Ούτε τους Jefferson θυμάται· την έχω ρωτήσει πολλές φορές. Είτε έκανε σεξ στο αντίσκηνο μέσα στις λάσπες, είτε ήταν μαστουρωμένη· είτε και τα δύο φυσικά. Μαγικά μανιτάρια κι έτσι… ψυχεδέλεια…».

Αχ, αχ, αχ… Oύτε τον Λέοναρντ Κόεν θυμάσαι; Μα, πώς μπορείς να μη θυμάσαι τον Τζιμ Μόρρισον; Είχες πέσει σε κώμα;

O Σαράντης ήταν σίγουρος ότι η Καρολίνα δεν συμμεριζόταν τη νοσταλγία του Ηλία κι ότι, αν ήθελε να θυμάται κάτι από το παρελθόν, ήταν το φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, εκείνα τα ελαφρά τραγουδάκια που ακούγονταν στα αθηναϊκά αναψυκτήρια. Πεππίνο ντι Κάπρι: Ρομπέρτααα/ Lo sai/ Non è vero/ Che non ti voglio più… Γιουροβίζιον, τέτοια πράγματα. Κι όσο για τη γιορτή του σεξ, ο Σαράντης είχε ακούσει την Καρολίνα να λέει ότι στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η σεξουαλική απελευθέρωση είχε βολέψει τους άντρες – οι οποίοι δεν είχαν ιδέα από σεξουαλική τεχνική κι ούτε νοιάζονταν για το πώς ένιωθες· αν ένιωθες τίποτα δηλαδή.

Στις 6 Απριλίου θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου στο Public Συντάγματος, όπου η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου θα συνομιλήσει με τον μεταφραστή Ανδρέα Παππά. Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο City Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ