Βιβλιο

«Λαβύρινθος» του Μπουρχάν Σονμέζ: Ολική απώλεια μνήμης στον Βόσπορο

Ποια είναι τα στοιχεία που διαμορφώνουν την ταυτότητά μας; Και τι είναι πιο απελευθερωτικό για τον άνθρωπο, να γνωρίζει το παρελθόν ή να το λησμονεί;

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 852
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Λαβύρινθος» του Μπουρχάν Σονμέζ, εκδ. Καστανιώτη

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Λαβύρινθος» του Μπουρχάν Σονμέζ, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη

Κλεισμένος στο σπίτι μου, θύμα κι εγώ του covid –ο οποίος φαίνεται καταφεύγει στις τελευταίες εφεδρείες στην αναζήτησή του για ξενιστές– το έχω ρίξει στα χαρτομάντιλα για την καταρροή και στη λογοτεχνία για την ανακούφιση της ψυχής.

Μια τέτοια ανακούφιση ήρθε να μου προσφέρει ο Τούρκος συγγραφέας Μπουρχάν Σονμέζ με το μυθιστόρημά του «Λαβύρινθος». Στην κατάστασή μου, μαντρωμένος μέσα με τον covid να περιπολεί στους δικούς μου λαβυρίνθους, ο ήρωας του Σονμέζ, που από την αρχή κιόλας του βιβλίου βρίσκεται να έχει πηδήξει από τη γέφυρα του Βοσπόρου σε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, αποδεικνύεται ιδανικός –όχι αυτόχειρ– περισπασμός στη δική μου ταλαιπωρία.

Κι ενώ ο πυρετός ανεβαίνει στο ισχνό σαρκίον μου, καταβυθίζομαι στον ψυχικό κόσμο του Τούρκου ήρωα, ενός μουσικού που η πτώση του από τη γέφυρα του Βοσπόρου επέφερε εκτός από ένα σπασμένο πλευρό και μια ολική απώλεια μνήμης.

Ο ήρωας δεν θυμάται απολύτως τίποτα από την προηγούμενη ζωή του, ενώ οι φίλοι του προσπαθούν να τον προσανατολίσουν ξανά σ’ αυτή και οι συγγενείς του τον αντιμετωπίζουν με τρυφερότητα και καλοσύνη. Όμως εκείνος αποζητάει τη μοναξιά στην προσπάθεια να συνδεθεί με τον εαυτό του – αλλά ποιος είναι ο εαυτός του; Ποιες ήταν οι σκέψεις του για τον Θεό, για τη ζωή και τον θάνατο; Τι πίστευε κάποτε; Κι αυτό το σπίτι που τον έφεραν από το νοσοκομείο, γιατί δεν του λέει κάτι; Ήταν τραγουδοποιός, όμως τα τραγούδια που έγραφε στο παρελθόν, τώρα του φαίνονται γεμάτα ατέλειες που η σημερινή του ιδιοσυγκρασία δεν τα ανέχεται. Αρέσκεται να περιφέρεται μονάχος στην πόλη του, στην Κωνσταντινούπολη:

«Η νύχτα έχει τη δική της μυρωδιά. Τα φύκια της θάλασσας λασπώνουν την άσφαλτο. Τα ξερόκλαδα είναι καλυμμένα με τη σκόνη από τις οικοδομές. Η υγρασία από τα τείχη περνάει στις παρακείμενες γειτονιές. Η μυρωδιά της νύχτας μαζί με έναν άνεμο αρωματισμένο με θυμίαμα απλώνεται αργά αργά και τυλίγει ολόκληρη την Ιστανμπούλ από τα υπόγεια μέχρι τις σοφίτες, από τους κήπους έως κάτω από τις γέφυρες… Από μακριά ακούγονται σειρήνες».

Κι ενώ ο ήρωας του Σονμέζ αναζητεί κάποιες αναμνήσεις που θα του φέρουν πάλι στη μνήμη την παλιά του ταυτότητα –που για την ώρα μοιάζει οριστικά χαμένη– εγώ, ανάμεσα σε βοτανο-φάρμακα, πολυβιταμίνες και γιατροσόφια ιαματικά κατακλύζομαι από αναμνήσεις της Κωνσταντινούπολης. Προχωράω στην Ιστικλάλ ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος ακούγοντας από μακριά το κουδούνισμα του τραμ. Πίνω το σαλέπι μου στο καφέ όπου σύχναζε ο Πιερ Λοτί με θέα τον Κεράτιο Κόλπο. Παίρνω το πλοίο για τα Πριγκιπονήσια και ψάχνω τη βίλα που έμενε ο Τρότσκι. Τρώω ψάρι στην παραλία του Βοσπόρου κι επισκέπτομαι το Πατριαρχείο ως ευλαβής περιηγητής. Βλέπω απ’ έξω την Αγιά Σοφιά και δίπλα το κακέκτυπό της, γνωστό και ως Μπλε Τζαμί. Κατεβαίνω στο υπόγειο Υδραγωγείο με την μυσταγωγική μουσική και την κολώνα με το κεφάλι της Μέδουσας. Εκεί κοντά είναι το ξενοδοχείο που μου αρέσει να μένω, το Sura.

Αχ, Πόλη, πότε θα σε ξαναδώ!

Ευχαριστώ τον μεταφραστή Θάνο Ζαράγκαλη και τις εκδόσεις Καστανιώτη για την επιλογή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ