Νικήτας Κακκαβάς: Δημιουργικές γέφυρες Ιατρικής και Λογοτεχνίας
Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή την έκδοση του πρόσφατου βιβλίου του «Κάθετος χρησμός» (LIBRON Εκδοτική)
Ο καρδιολόγος, συνθέτης και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας συνομιλεί με τον καρδιολόγο και συγγραφέα-λογοτέχνη Νικήτα Κακκαβά.
Στον χώρο της ιατρικής συναντά κανείς «βαρετούς» συνήθως συναδέλφους χωρίς κανένα άλλο ενδιαφέρον για δημιουργικές παραμέτρους της ζωής πλην μιας αυστηρά πρακτικής-τεχνικής προσέγγισης όχι μόνον στο ιατρικό επάγγελμα αλλά και στα περί «των Ανθρώπων και της Ζωής» πνευματικά ζητήματα (άλλωστε και η έκφραση «ιατρικό λειτούργημα» έχει χάσει το νόημα της στις μέρες μας αφού ξενίζει ακόμη και τον ίδιο τον γιατρό). Έτσι οι σπάνιες συναντήσεις με φωτεινές προσωπικότητες νέων (μάχιμων) γιατρών όπως ο Νικήτας Κακκαβάς με κάνουν να πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη πνευματική μαγιά και ζωντανό υλικό το οποίο παραμένει κρυμμένο ενώ ο «διακριτικός» τυμβωρύχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φέρει στο φως προς κοινή ωφέλεια. Ο Νικήτας Κακκαβάς γράφει λογοτεχνία και ομολογώ ότι ο χαρισματικός του λόγος με έχει εντυπωσιάσει σε ότι δικό του έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Η γλώσσα του Κακκαβά είναι ζωντανή, γλαφυρή, βαθειά ποιητική και παράλληλα μουσική. Οι ιστορίες του είναι ευανάγνωστες. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθεί την αφήγηση με μιαν ανάσα. Οι ιστορίες του ενώ αρχικά αναδεικνύουν την επιφάνεια των δεδομένων (τον φαινοτυπικό δηλαδή χαρακτήρα των ηρώων του) στη συνέχεια προχωρούν βαθύτερα στον πυρήνα της ύπαρξης τους.
Ο Νικήτας Κακκαβάς γεννήθηκε στη Φλώρινα το 1971 με καταγωγή από το Αμύνταιο και την Αρκαδία. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην Καρδιολογία. Είναι παντρεμένος και έχει δυο γιούς. Ασκεί την καρδιολογία μέσα από το ιδιωτικό του ιατρείο στην Φλώρινα. Με τη λογοτεχνική συγγραφή ασχολείται ερασιτεχνικά από τα φοιτητικά του χρόνια. Κείμενα του έχουν φιλοξενηθεί στον αθηναϊκό τύπο (ΒΗΜΑ magazine, Ελευθεροτυπία, περιοδικό «ΦΩΤΟγραφος» κλπ), καθώς και σε επιλεγμένους διαδικτυακούς τόπους. Το 2016 βραβεύτηκε στην κατηγορία ΔΙΗΓΗΜΑ στοN 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «ΜΙΜΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ» (2016) που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ».
Έχει γράψει μεταξύ άλλων: (1) «Συντηρητές μνήμης - ιστορίες από την ιστορία μιας πολίχνης» (εκδόσεις ΠΗΓΗ / 2012), (2) «Μικρό Ημερολόγιο Καραντίνας (αυτοέκδοση σε περιορισμένα αντίτυπα-2013), (3) «Δυσμενής μετάθεση-όψεις της επαρχίας στην ελληνική ποίηση» (εκδόσεις ΠΗΓΗ-2018), (4) «PHOTOGREY- ιστορίες σε ευαισθητοποιημένο χαρτί χωρίς καταπιεστική τεχνοτροπία» (διηγήματα/ εκδόσεις ΡΩΜΗ -2021), (5) «ΚΑΘΕΤΟΣ ΧΡΗΣΜΟΣ» (μυθιστόρημα/ εκδόσεις BRAINFOOD- 2022).
Με αφορμή την έκδοση του πρόσφατου βιβλίου του που έχει τίτλο «Κάθετος χρησμος» συνομιλήσαμε με τον Νικήτα Κακκαβά για την προσωπική του ιστορία της γραφής, για τα βιώματα εκείνα που μπορεί να σχετίζονται με την επιθυμία για δημιουργία, για τη δική του ξεχωριστή σχέση μεταξύ της άσκησης της ιατρικής και της λογοτεχνίας και για όλα εκείνα τα πνευματικά ζητήματα για τα οποία μπορούν να ειπωθούν λιγότερα αλλά για τα οποία αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε απείρως περισσότερα.
Θ.Δρ.: Πόσο πίσω σε πάει η προσωπική σου ιστορία της γραφής; Ποτέ θεωρείς ότι άρχισες να γράφεις ενσυνείδητα;
Ν.Κ.: Κατ’ αρχήν, Θανάση, να σε ευχαριστήσω για τη συνέντευξη στη φιλόξενη Athens Voice. Σε ευχαριστώ για τη γενναιοδωρία σου να μου δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουν τα γραπτά μου και κάποιοι αναγνώστες, με τους οποίους δεν θα υφίσταται εύκολα συνθήκη γνωριμίας.
Η πρώτη μου λογοτεχνική μου «προσπάθεια» ήταν μάλλον μια ατάκα που ξεστόμισα στο Κατηχητικό, ήμουν δεν ήμουν 6 χρονών. Στην αίθουσα υπήρχε μια μεγάλη επιγραφή με το ρητό του Μένανδρου «Ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η». Κι εγώ πετάχτηκα με σοβαρότητα ενήλικα και ξεστόμισα στον έκπληκτο ιερέα: «Πάτερ, πόσο ωραίο θα ήταν αν έγραφε: “Ως χαρίεν έστι Χριστιανός, όταν Χριστιανός η”». (γέλια). Για να σοβαρευτούμε λιγάκι, εντός μου εγγράφηκε οριστικά η επιθυμία να γράφω, όταν διάβασα το σπουδαίο βιβλίο του Πατρίκ Ζισκίντ «Το κοντραμπάσο». Άγουρος αναγνώστης αντιλήφθηκα σχεδόν διαισθητικά το βάθος και την ακρίβεια ανάλυσης που μπορεί να κρύβει η λογοτεχνία, ακόμα και ολιγοσέλιδα κείμενα, όπως το συγκεκριμένο βιβλίο του Ζισκίντ.
Θ.Δρ.: Πώς είδε την κλίση σου στο γράψιμο η πατρική σου οικογένεια; Πώς, ίσως, επέδρασε η παιδική σου ηλικία στη διαμόρφωση αυτής της τάσης;
Ν.Κ.: Ένα μόνο θα σου πω, Θανάση, ενώ προαλειφόμουν μέχρι και τη Β’ Λυκείου για φιλόλογος, οι γονείς μου με «ώθησαν» τελικά στην Ιατρική (γέλια). Για να σοβαρευτούμε, νομίζω πως στην τάση να διηγούμαι ιστορίες, να γίνω αυτό που λένε οι Αμερικάνοι “story-teller”, με επηρέασαν αφενός ο παππούς μου, από τη μεριά της μητέρας μου και αφετέρου ένας αδερφός της μητέρας μου, ο θείος μου Στέφανος.
Ο παππούς μου ήταν ανάπηρος του Εμφυλίου Πολέμου· στα εικοσιπέντε του χρόνια τραυματίας στον Εμφύλιο. Δεν ήταν ούτε μ’ αυτούς, ούτε με τους άλλους, παράπλευρη παρουσία. Εφεξής ανάπηρος πολέμου, κρατούμενος στο σπίτι του. Για να μην ξεχνά τη στιγμή του τραυματισμού, φρόντισε ο φιλεύσπλαχνος Θεός να μην βλέπει καλά και να τον επισκέπτονται συχνά ηλεκτροφόρες κρίσεις. Ευτυχώς με το πέρασμα του χρόνου η Θεία Πρόνοια ανατράπηκε και οι κρίσεις σταμάτησαν. Τον θυμάμαι να μου διηγείται διαρκώς ιστορίες από τον Εμφύλιο, τη μακρά νοσηλεία του στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών ή παραμύθια της Μακεδονίας και να κρέμομαι από το στόμα του· τραγουδούσε, δε, καταπληκτικά τα τραγούδια της Βέμπο, του Γούναρη, του Μητσάκη και το βαλκανικό Yovano Yovanke.
Ο θείος Στέφανος υπήρξε η αφορμή για να γνωρίσω τις τρεις μεγάλες και ισόβιες μου αγάπες: τα βιβλία, τη μουσική και το σινεμά. Θυμάμαι στα 12 μου να επισκέπτομαι συχνά το εργένικο του διαμέρισμα και να χαζεύω τα βιβλία του, τοποθετημένα με τάξη σε μια μεταλλική βιβλιοθήκη: σταχυολογώ από μνήμης τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη, την «Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου, το «Ζ» του Βασιλικού, το πρωτόλειο του Σκαρμπαδώνη, τα τέσσερα βιβλία για το σινεμά του Βασίλη Ραφαηλίδη, τα πρώτα βιβλία του Umberto Ecco, ποιήματα του Ναζίμ Κιχμέτ... Επίσης, με έπαιρνε συχνά στις δοκιμαστικές προβολές της τοπικής Κινηματογραφικής Λέσχης, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος και στο τέλος να μαζεύουμε μαζί το φιλμ στις μπομπίνες με μουβιόλα- σκηνή βγαλμένη από το φιλμ του Τορνατόρε «Σινεμά ο Παράδεισος»! Τέλος, από αυτόν πρωτάκουσα jazz, r’n’blues, Σαββόπουλο, το Reflectionς του Χατζιδάκι, τους Stranglers, τους Jethro Tull ενώ με πήγε στα 14 μου χρόνια σε μια ταβέρνα της Θεσσαλονίκης στις 40 Εκκλησίες, όπου και άκουσα τον Αργύρη Μπακιρτζή με τους νεοσύστατους τότε «Χειμερινούς Κολυμβητές» του.
Θ.Δρ.: Υπήρξαν πρότυπα συγγραφέων ή/και αντίστοιχων συγγραφικών έργων που έγιναν πηγή έμπνευσης για εσένα. Ποιον θα έβαζες αριθ. 1 συγγραφέα σε αυτή την πιθανή επιδραστική λίστα και αν υπήρξαν και άλλες προσωπικότητες (όχι μόνον συγγραφείς) στο χώρο της τέχνης που άσκησαν γοητεία πάνω σου με το έργο ή την ζωή τους;
Ν.Κ.: Αν και έχω διαλέξει την πεζογραφία ως όχημα έκφρασης, ως αναγνώστης αγάπησα περισσότερο την ποίηση. Και ο υποψιασμένος αναγνώστης, το ασκημένο μάτι εντοπίζει διαρκώς σε κάθε βιβλίο μου τις επιδραστικές αντηχήσεις της ποίησης στον πεζό μου λόγο. Μπορώ εύκολα να απαριθμήσω μια δεκάδα συγγραφέων που το έργο τους αναμφίβολα με έχει επηρεάσει, όπως ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Γιώργος Σκαρμπαδώνης, ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Δημοσθένης Παπαμάρκου, ο Κώστας Μουρσελάς, ο Δημήτρης Καλοκύρης, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Θωμάς Κοροβίνης κ.ά. Ωστόσο, έχω ζηλέψει το ευσύνοπτο, ευθύβολο και ολιγαρκές της ποιητικής γραφής λ.χ. των Αργύρη Χιόνη, Μίμη Σουλιώτη, Γιάννη Κοντού, Γιώργου Μαρκόπουλου, Γιώργου Χ. Θεοχάρη, Χρήστου Λάσκαρη, Θοδωρή Ρακόπουλου, Αντώνη Φωστιέρη, Μανώλη Αναγνωστάκη, Αλέξη Ασλάνογλου κλπ. Πώς να το κάνουμε; Η ποίηση έλεγε πάντοτε πληρέστερα και με διαύγεια ό,τι προσπαθεί η αμήχανη περίφραση του λόγου μας να ψελλίσει. Πάντως αν έπρεπε να ονοματίσω τη μεγαλύτερη ή την πλέον καταλυτική επίδραση που είχε στην όλη μου ψυχοδομή ένας καλλιτέχνης, χωρίς δισταγμό θα πω ότι αυτός ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος· για μένα αυτός υπήρξε η μήτρα όλων. Μην βλέπετε τον Νιόνιο τώρα! Ο Σαββό στο χρονικό διάστημα 1970-1990 έδωσε συναρπαστικό έργο, άναψε άπαξ και δια παντός ένα ηλεκτρικό τσίρκο στο μυαλό όσων τον άκουσαν. Ο Θωμάς Κοροβίνης θυμάται ότι ο πολύς Γιώργος Σαββίδης, καθηγητής στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ (ο σπουδαιότερος μελετητής του Καβάφη και προσωπικός φίλος του Σεφέρη), είπε στους έκπληκτους φοιτητές ότι ο Σαββόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές· ο Σκαρμπαδώνης έγραψε μάλιστα ότι ο Σαββό είναι ο εθνικός ποιητής των νεώτερων χρόνων. Οι στίχοι από τα τραγούδια «Μαύρη Θάλασσα», «Μπάλος», η «Δημοσθένους Λέξις», «Ζεϊμπέκικο», «Ολαρία Ολαρά», «Οι παλιοί μας φίλοι» κ.ά. γαλβάνισαν τα σπλάγχνα μου και μου έδειξαν έναν δρόμο να νοηματοδοτώ λοξά το προφανές. Ο Σαββό υπήρξε στην εφηβεία μου η Ωραία Πύλη που έπρεπε να περάσω για να φτάσω σε ό,τι άλλο αγάπησα και αποθησαύρισα από τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο και την Τέχνη γενικά.
Θ.Δρ.: Πώς συνδέονται, πιστεύεις, (αν συνδέονται) μεταξύ τους το λογοτεχνικό γράψιμο και η ιατρική την οποίαν ασκείς ως επάγγελμα; Βοηθάει σε κάτι το ένα το άλλο ή μήπως η σχέση των δύο είναι αδιάφορη σε εσένα;
Ν.Κ.: Η Ιατρική είναι «ανθρωπιστική επιστήμη» – άλλο πως έχει καταντήσει στις μέρες μας. Και αφού είναι «ανθρωπιστική επιστήμη», θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως έχει εξίσου μια υπόγεια αλλά απευθείας σχέση με τη λογοτεχνία και την Τέχνη εν γένει, τουλάχιστον όσο έχει και με τις λεγόμενες «Θετικές Επιστήμες», όπως λχ τη Χημεία ή τη Φυσική. Θα πρότεινα, μάλιστα, στους Κοσμήτορες των Ιατρικών Σχολών να σκεφτούν πολύ σοβαρά να εμπλουτίσουν το πρόγραμμα σπουδών της Ιατρικής με μαθήματα Λογοτεχνίας ή Ιστορίας της Τέχνης, μόνο κερδισμένοι θα βγουν οι νέοι γιατροί και οι ασθενείς τους. Μια επιπρόσθετη απόδειξη ότι η Ιατρική στρέφει τον ψυχικά προετοιμασμένο σχεδόν υποχρεωτικά προς την Τέχνη και τη συγγραφή ειδικότερα είναι και η πληθώρα των γιατρών, που, παράλληλα με την άσκηση της Ιατρικής, υπήρξαν σπουδαίοι λογοτέχνες. Γιατροί ήταν ο εμβληματικός ποιητής Σίλερ, ο πατέρας της μικρής φόρμας Άντον Τσέχοφ, ο Φρανσουά Ραμπελέ, ο Τζόσεφ Κρόνιν με το διαχρονικό «Κάστρο» του ή ο Στανισλάβ Λεμ, που οι νεολαίοι θα ξέρουν σίγουρα το διάσημο έργο του σήμερα «Σολάρις». Απαριθμώ στην τύχη και χωρίς αξιολογική σειρά και εγχώριους σπουδαίους γιατρούς-λογοτέχνες: Μανώλης Αναγνωστάκης, Γιώργος Χειμωνάς, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Τάκης Σινόπουλος, Μανώλης Πρατικάκης, Περικλής Σφυρίδης, Θωμάς Ιωάννου, Δημήτρης Πέτρου κ.ά. (να μη λησμονήσω και τον άγνωστο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, του οποίου τα διηγήματα αγάπησα βαθιά για την ευαισθησία τους).
Οι τόποι που ασκείται η Ιατρική (ιατρείο, νοσοκομείο) είναι «εργαστήρια της ανθρώπινης ψυχής». Ο υποψιασμένος αντικρύζει καθημερινά τα πιο φωτοευαίσθητα συναισθήματα: τη μοναξιά, την απόγνωση, τον φόβο, τη συντροφικότητα, την ελπίδα… Σαν γιατρός θα γνωρίζεις υποχρεωτικά και εκ του σύνεγγυς την αρρώστια και τον φόβο του θανάτου. Θα δεις τους ανθρώπους να θυμώνουν, να σκληραίνουν, να λιποψυχούν, να παραιτούνται, να κλείνονται στον εαυτό τους εξαιτίας του πόνου και της αρρώστιας. Θα δεις τους πιο θαρραλέους να λυγίζουν, το χαμόγελο να γίνεται δάκρυ, την πίστη να λιγοστεύει. Ο γιατρός γράφει καθημερινά χιλιόμετρα ανάμεσα στην Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο. Η Τέχνη είναι το πιο παυσίλυπο αντίδοτο, ένα δροσερό καταφύγιο για να ξαποστάσει ο γιατρός για λίγο από τις πύρινες έγνοιες που τον περιβάλλουν απειλητικά. Εσύ, Θανάση, ως μάχιμος γιατρός αλλά ταυτοχρόνως και συγγραφέας και μουσικός, πιστεύω να εννοείς ό,τι εννοώ.
Θ.Δρ.: Αν δεν ήσουν γιατρός, θα έγραφες και πάλι λογοτεχνία; Υπάρχουν προφανώς αφηγήσεις ασθενών και ιστορίες ασθένειας που πήραν σάρκα και οστά μέσα στα κείμενά σου;
Ν.Κ.: Πιθανότατα αλλά είναι σίγουρα πως θα ό,τι έγραφα θα ήταν εντελώς διαφορετικό στη θεματική, στην αισθητική και στο συναισθηματικό αποτύπωμα. Η Ιατρική είναι ένα βάπτισμα πυρός που δεν μπορείς να αγνοήσεις, επηρεάζει άπαξ και δια παντός την κοσμαντίληψη σου και την συναισθηματική σου προδιάθεση. Η Ιατρική μάλιστα είναι σαν το αλκοόλ· δεν λένε πως μόνο άμα μεθύσεις, αποκαλύπτεται ο αληθινός σου χαρακτήρας; Έτσι συμβαίνει και με την Ιατρική, γίνεται μεγεθυντικός φακός και αποκαλύπτει την πραγματική ψυχική σου αρματωσία· αν είσαι φιλοχρήματος γίνεσαι περισσότερο φιλοχρήματος, αν είσαι σκληρόπετσος γίνεσαι ακόμα σκληρότερος, αν είσαι ψυχοπονιάρης μια φορά με την Ιατρική γίνεσαι δέκα. Για αυτό και στα δικά μου βιβλία μου ο γιατρός είναι πάντοτε εκεί. Πολύ συχνά τα πρόσωπα των ιστοριών είναι φανταστικά, αλλά κατ’ εικόνα και καθ΄ομοίωσιν αληθινών ασθενών μου.
Θ.Δρ.: Πώς αντιμετωπίζουν οι ασθενείς σου (όσοι την γνωρίζουν) τη λογοτεχνική σου δημιουργική πλευρά; Θέλεις οι ασθενείς σου να μαθαίνουν αυτή σου την άλλη δραστηριότητα;
Ν.Κ.: Νομίζω πως οι περισσότεροι με αντιμετωπίζουν με μια συγκατάβαση που μου θυμίζει τον στίχο του Καββαδία «(…) ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει» (γέλια). Πάντως χαίρομαι πολύ, κάθε φορά που κάποιος ασθενής διαβάζει ένα βιβλίο μου. Μιας και είναι η μόνη μου ελπίδα να δει, πίσω από το προσωπείο της επαγγελματικής τύρβης, το αληθινό μου πρόσωπο. Να αντιληφθεί το εσωτερικό μου ζόρι να γίνω καλός άνθρωπος, κόντρα στα βαρίδια της καθημερινής ρουτίνας.
Θ.Δρ.: Για την τοπική κοινωνία της Φλώρινας (η Φλώρινα όπως και η Θεσσαλονίκη παραμένουν βέβαια πάντα μέσα στο λογοτεχνικό σου κάδρο σε όλα τα κείμενα σου) τι ακριβώς πλάσμα είναι ο γιατρός Νικήτας Κακαβάς;
Ν.Κ.: Αδυνατώ να το προσδιορίσω. Ελπίζω πάντως να αντιλαμβάνονται τον μεγάλο κόπο της συνεχούς προσπάθειας μου να είμαι επαρκής και έντιμος ως γιατρός, συμπονετικός ως άνθρωπος, ενδιαφέρων συγγραφέας, καλός μπαμπάς και ιδανικός αλλά ουχί ανάξιος… εραστής για τη γυναίκα μου Άσπα. Εν τέλει, την αγωνία μου να είμαι πολυτεχνίτης αλλά όχι … ερημοσπίτης (γέλια).
Θ.Δρ.: Πώς αντιμετωπίζει η σύζυγος και τα παιδιά σου τον γιατρό και πώς τον λογοτέχνη-συγγραφέα Νικήτα Κακαβά; Έχει διαφορετική αντιμετώπιση η κάθε σου πλευρά ή τελικά απλά παραμένεις για εκείνους πάντα ο διαχρονικός μπαμπάς και σύζυγος Νικήτας χωρίς να εκφράζουν άποψη για τις δικές σου επιλογές και κλίσεις;
Ν.Κ.: Ο ευφυέστατος Αλέκος Σακελλάριος έλεγε πως ακόμα και ο πιο σπουδαίος Στρατηγός, ο πιο αυστηρός Καθηγητής Πανεπιστημίου ή πιο διάσημος καλλιτέχνης στον γενέθλιο τόπο του θα είναι πάντοτε ο «Κωστάκης» ή «ο μικρός της κυρίας Ευαγγελίας». Έτσι και στην περίπτωση μου, κανείς στο σπίτι μου δεν έχει πάρει στα σοβαρά - ευτυχώς! – τη συγγραφική μου δραστηριότητα. Αν Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι και εγώ ο ίδιος δεν θεωρώ πως είμαι τίποτα «συγγραφέας» ή «λογοτέχνης», δεν με βολεύει το καλάμι σαν … όχημα, για να το καβαλήσω. Έχω, φυσικά, δεχθεί την πετριά της συγγραφής στο Δόξα Πατρί και έκτοτε κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα αλλά μέχρι να φθάσω να ονοματίζω τον εαυτό μου ομότεχνο, φερ’ ειπείν, του Ισίδωρου Ζουργού ή του Γιώργου Ιωάννου, αυτό… πάει πολύ! Πάντως, ακριβώς επειδή είμαι ένας μάχιμος κλινικός γιατρός που εργάζεται 8-12 ώρες την ημέρα και ταυτόχρονα πασχίζω να είμαι ουσιαστικά παρών στον ενεστώτα χρόνο της παιδικής ηλικίας των δυο μου γιών, γράφω … ασθμαίνοντας. Γράφω, δηλαδή, όποτε, όπου και όπως μπορώ, ξεκλέβοντας λίγα λεπτά από τον ούτως ή άλλως λιγοστό ελεύθερο μου χρόνο. Για παράδειγμα, τα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου μου “Photogrey”, τα σχεδίασα στο μυαλό μου σε εφημερίες, στο Ιατρείο μέχρι να ντυθεί ο ασθενής ή την ώρα που περίμενα τον μικρό μου γιο να τελειώσει τα μαθήματα ποδοσφαίρου. Για να σου εξομολογηθώ και κάτι, Θανάση, ένας λόγος που γράφω είναι για να συνεχίζω να… γοητεύω ακόμα με κάποιον τρόπο ο αφελής τη σύντροφο μου Άσπα, αφού κάτω από το εκτυφλωτικό φως του γάμου ο έρωτας είναι θνησιγενής. Τελικά, όλα για ένα κορίτσι γίνονται στο βάθος (γέλια).
Θ.Δρ.: Θυμάμαι ένα συγκλονιστικό παλαιότερο κείμενό σου που βασίζεται σε μια πραγματική εμπειρία οδύνης, όταν κλήθηκες να αναγνωρίσεις τα πτώματα των γονέων σου μετά τον απροσδόκητο χαμό τους που συνδέθηκε με τροχαίο δυστύχημα. Με είχε συγκινήσει τόσο εκείνο το μεγαλειώδες κείμενο και στάθηκα στην ζεματισμένη-παγωνιά μιας καταραμένης ψυχραιμίας που απαιτεί από τον δημιουργό ένα τόσο ηλεκτρικά φορτισμένο κείμενο. Θα σε παρακαλέσω να μας πεις κάτι για αυτή την μοναδική εμπειρία γραφής και ζωής.
Ν.Κ.: Αναφέρεσαι, Θανάση, στο αφήγημα μου «Μικρό Ημερολόγιο Καραντίνας». Ο τρόπος που χάθηκαν κι οι δυο γονείς μου ήταν πραγματικά τραγικός: κάηκαν από μηχανική βλάβη του αυτοκινήτου στο κέντρο ενός χωρίου και – δεν θα το πιστέψεις! - σε απόσταση μόλις πέντε λεπτών από τον Σταθμό Πυροσβεστικής Έδεσσας και το Γενικό Νοσοκομείο της πόλης!
Το βιβλίο γράφτηκε τις πρώτες 40 ημέρες από εκείνο το τροχαίο, κυριολεκτικά ένα «ημερολόγιο καταστρώματος εν μέσω θυέλλης», σχεδιάστηκε πάνω στην κουπαστή της θλίψης την ώρα που την χτυπούσαν τα κύματα. Ήταν η εξομολόγηση ενός γιού που βρέθηκε μπροστά στον απροσδόκητο χαμό και των δυο γονιών του και έγινε ξαφνικά ένα ορφανό σαραντάχρονο παιδί. Το έγραψα σχεδόν ψυχαναγκαστικά στις πιο απίθανες ώρες: έγραφα στο laptop μεσημέρια, χαράματα, περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πριν το μνημόσυνο, στη μόνωση της βόλτας μου στο βουνό. Έγραφα μόνο και μόνο για να ξεφορτώσω λίγο από το ασήκωτο φορτίο λύπης που πλάκωσε την καρδιά μου. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ίσως το έγραψα και από μια υποσυνείδητη παρόρμηση: να πάρω στο μέλλον τους γιους μου από το χέρι και να τους οδηγήσω εκεί, όπου βρέθηκα ο ίδιος τις πρώτες αυτές σαράντα ημέρες, τις ημέρες της καραντίνας μου. Τη «ξενάγηση» αυτή, που καταγράφηκε στο χαρτί, μπορεί όμως να τη διαβάσει πλέον ο καθένας αλλά ίσως είναι συχνά ασήκωτη και ανυπόφορη για τους ευαίσθητους. Αναρωτιέμαι συχνά αν θα άντεχαν όλοι, λόγου χάρη, στην «υψικάμινο των Επειγόντων», όπου αναζητούσα με αγωνία την τραυματισμένη μητέρα μου; Ποιος θα μπορούσε να σταθεί δίχως δυσφορία δίπλα μου στο νεκροτομείο πάνω από το απανθρακωμένο πτώμα του πατέρα μου ή μπροστά από τα φέρετρα των δυο νεκρών μου; Δεν θα ήταν εξαιρετικά άβολη για τον αναγνώστη η θέση του αμέτοχου παρατηρητή στην ιδιωτικότητα και στη μόνωση της σοφίτας μου, στον ύπνο του μικρού μου γιου, στις μεσημεριάτικες μοναχικές βόλτες στο γενέθλιο τόπο; Εν τέλει στα πλέον μύχια τοπία της ψυχής μου;
Τώρα πια είμαι σίγουρος πως, έστω και με μικρές παράπλευρες παρενέργειες, σε όσους πέφτει στα χέρια το βιβλίο μου, παρακολουθούν το δράμα μου μέχρι το τέλος. Ίσως γιατί αυτή η πρώιμη χαρτογράφηση του προσωπικού μου πένθους θα φανεί γνωστή σε κάποιους που ήδη ναυάγησαν. Θα τους μοιάζει ότι μοιάζει μ’ αυτά που πέρασαν και αυτοί. Άλλοι τη διαβάζουν από συμπόνοια, άλλοι «ανυποψίαστοι μελλοντικοί πληγέντες» επειδή βλέπουν σε προοικονομία δικά τους μελλοντικά δράματα. Είναι και πολλοί εκείνοι που διαβάζουν μέχρι τέλους το «Ημερολόγιο» γιατί «αιμοβόρο πλάσμα ο άνθρωπος, δεν χορταίνει να παρακολουθεί τη δυστυχία. Αρκεί να πέφτει στα κεφάλια των άλλων», όπως γράφω σε κάποιο σημείο. Θανάση, μου επιτρέπεις να συμπληρώσω κάτι εδώ;
Θ.Δρ.: Παρακαλώ!
Ν.Κ.: Δράττομαι της ευκαιρίας εδώ να εκφράσω και ένα παράπονο: το κείμενο αυτό απορρίφθηκε από όλους τους εκδοτικούς οίκους, στους οποίους απευθύνθηκα για την έκδοση του. Και θεωρώ, χωρίς υπεροψία αλλά και χωρίς ψευδεπίγραφη μετριοφροσύνη, πως άξιζε να γίνει βιβλίο και να φτάσει στο αναγνωστικό κοινό. Ευτυχώς, χάρη στις δυνατότητες επικοινωνίας που δίνει πια το Διαδίκτυο και με έναν μαγικό σχεδόν τρόπο που έγινε ερήμην μου, το «Μικρό Ημερολόγιο Καραντίνας» κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι (από mail σε mail θα … έπρεπε να πω) κι έφτασε να διαβαστεί από 1000-2000 άτομα! Και το πιο συγκινητικό: έχω λάβει εκατοντάδες e-mail από αναγνώστες κάθε ηλικίας που μου δηλώνουν με κάθε τρόπο πόσο καθαρτήρια και συγκλονιστική υπήρξε η ανάγνωση του, ιδίως από όσους έχουν βιώσει το ασήκωτο φορτίου του πένθους. Σκέφτομαι, πόσοι από τους συγγραφείς βιβλίων που φιγουράρουν στη λίστα με τα «ευπώλητα» (σημ: ορισμένα σύγχρονα Άρλεκιν υπό την αιγίδα «ευυπόληπτων» εκδοτικών οίκων) αξιώθηκαν μια τέτοια άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη; Και αυτό είναι μια παρηγορία.
Θ.Δρ.: Το τελευταίο σου βιβλίο «Κάθετος Χρησμός» ξεκινάει με την αναγγελία του θανάτου του πρωταγωνιστή της ιστορίας που πρόκειται να συμβεί 24 ώρες μετά τον θάνατο ενός αγνώστου άνδρα. Η διαδρομή της αναζήτησης αυτού του αγνώστου άνδρα τροφοδοτεί την μυθοπλασία του έργου «Κάθετος Χρησμός». Τι είναι τελικά αυτό το βιβλίο; Πολιτικό θρίλερ, αστυνομικό μυθιστόρημα, μυθοπλασία με αληθινά πρόσωπα σε φανταστικούς διαλόγους; Βάλε μας λίγο στην ουσία του βιβλίου σου.
Ν.Κ.: Το βιβλίο αυτό είναι όλα όσα προανέφερες και πολλά περισσότερο. Θέλω να πω, ότι όταν το έγραψα έθεσα στον εαυτό μου μια πρόκληση. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να μπορεί να το διαβάσει ο καθείς με ευκολία, να είναι αυτό που λέμε «ευανάγνωστο». Ταυτοχρόνως ήθελα, ανάλογα με την προσωπικότητα του, την ιδεολογία ή τις ιδεοληψίες του, τη λογοτεχνική του επάρκεια, ο κάθε αναγνώστης να εισπράξει κάτι διαφορετικό από την ανάγνωση. Γιατί άλλο «ευανάγνωστο» και άλλο «απλοϊκό» Για αυτό αρκετοί θα το δουν απλά ως «ένα ακόμα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή» ή «ένα πολιτικό θρίλερ με φόντο την μετεμφυλιακή και την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης». Δεν είναι και λίγοι που θα το κατηγορήσουν επειδή εγκολπώνει «λύματα συνωμοσιολογίας» (σημειώνω πως για τον ίδιον ακριβώς λόγο κάποιοι άλλοι ίσως να το λατρέψουν). Ωστόσο, προβλέπω (αν και ελπίζω να διαψευστώ πανηγυρικά) ελάχιστοι θα εννοήσουν τις πραγματικές συγγραφικές προθέσεις μου. Βαυκαλίζομαι να πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό έχει μεγαλύτερο ορυκτό νοηματικό βάθος και η πολιτική εσάνς, ο αφηγηματικός ρυθμός που δανείζομαι από το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας ή κάποια ιχνοστοιχεία πολιτικής συνωμοσιολογίας, είναι τα προφανή που καλείται ο έμπειρος αναγνώστης να προσπεράσει για να φτάσει στον πυρήνα. Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες για τη βλάστημη σχεδόν παρομοίωση, αλλά μοιάζει με κάποιοι τραγούδια- κομψοτεχνήματα του Μάνου Χατζιδάκι ως προς τούτο: πολλοί τα ακούν αλλά ελάχιστοι μπαίνουν στον αληθινό κόπο του Χατζιδάκι, λίγοι τελικά εννοούν αυτό που λέγαμε παλιά «τι ήθελε να πει ο ποιητής». Και τονίζω μια ακόμη φορά, για τους κακοήθεις και τους επιπόλαιους αναγνώστες, ουδεμία απόπειρα σύγκρισης επιχειρώ μεταξύ εμού και του ανυπέρβλητου Μάνου, για να μην τρελαθούμε, έτσι;
Θ.Δρ.: Η χρονική αναγγελία του θανάτου στον πρωταγωνιστή στην εισαγωγή του βιβλίου Κάθετος Χρησμός με παραπέμπει στον μαυροφορεμένο άνδρα που παρήγγειλε στον ήδη άρρωστο Wolfang Amadeus Mozart ένα Requiem που θα ήταν και το τελευταίο του (επί της ουσίας ιστορικά ημιτελές) έργο του. Πέραν της διαδρομής του βιβλίου σε όλη την νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος το σπουδαίο θέμα που βάζει το βιβλίο είναι η διαχείριση της ζωής όταν το προσδόκιμο επιβίωσης είναι πολύ σύντομο. Ποια είναι η προσωπική σου θέση και σχέση Νικήτα Κακαβά με το κορυφαίο αυτό βιολογικό και φιλοσοφικό ζήτημα μιας ακριβέστατης πρόβλεψης του τέλους της ζωής;
Ν.Κ.: Εκπλήσσομαι, Θανάση, που μπόρεσες διαισθητικά να εντοπίσεις ότι είχα συνειρμικά στο μυαλό αυτήν ακριβώς τη συγκλονιστική σκηνή από το φιλμ του Mίλος Φόρμαν, όταν έγραφα το απόσπασμα με τον Μαυροντυμένο άνδρα της βάρκας! Σχετικά, όμως, με το βασικό σου ερώτημα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως και σε όλα τα ανθρώπινα, η ζωή μας διαψεύδει διαρκώς. Όσο κι αν προσπαθούν οι «τεχνοκράτες» της Υγείας να προϋπολογίσουν – λες και πρόκειται για φόρο ή οφειλή σε δάνειο - με επιστημονικό ή επιστημονικοφανή τρόπο το λεγόμενο «προσδόκιμο επιβίωσης» σε τελικού σταδίου νοσήματα, συχνά η προδιαγεγραμμένη πορεία που προβλέπουν δεν είναι ευθεία αλλά τεθλασμένη γραμμή. Εμένα μ’ απασχολεί κάτι άλλο, προσπαθώ να μαντέψω τι να σκέφτεται στα αλήθεια για «το φοβερό του θανάτου μυστήριο» ο μελλοθάνατος ασθενής με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, με καρκίνο, με νεφρική ανεπάρκεια, με σκλήρυνση κατά πλάκας κ.ο.κ. Νομίζω πως την ώρα που εξετάζω τέτοιους ασθενείς, παρότι σιωπηλοί, ακούω τις κρυφές, βασανιστικές τους έγνοιες: «Θα με θυμάται κάποιος σε δέκα χρόνια;», «Θα με νοσταλγεί κανείς;». Ή, άλλες φορές, μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας Υπερήχων, αισθάνομαι το βουβό τους κλάμα, για τη ζωή που έζησαν και για τη ζωή που δεν έζησαν. Τον πικρό τους λυγμό που γεννάει όχι ο φόβος για τον θάνατο που θα ΄ρθει, αλλά ο φόβος για ό,τι δεν πρόλαβε ακόμα να έρθει να τους βρει, ό,τι δεν πρόλαβαν να δουν, να ακούσουν και να γνωρίσουν. Παίρνω όρκο, μάλιστα, πως μια φορά μια εικοσάχρονη με έναν σπάνιο καρκίνο του αίματος ψιθύριζε επαναληπτικά «μέσα στης καρδιάς τα φύλλα» τον στίχο του Σολωμού «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Θ.Δρ.: Γιατί γράφει τελικά λογοτεχνία ο Νικήτας Κακαβάς;
Ν.Κ.: Ζω στα βορειοδυτικά της χώρας, στη Φλώρινα, στην «πινέζα του χάρτη» που έλεγαν και οι παλιότεροι. Και η επαρχία – η όποια επαρχία - είναι σκληρός και δύσβατος τόπος για να επιβιώσουν αυτοί που είναι έμπλεοι από κάτι φωτοευαίσθητα αισθήματα, όπως η ευσυγκινησία, η ονειροπόληση, η διαφορετικότητα και το χώμα της είναι άγονο και επιπλέον δεν μπορεί εύκολα να δουλευτεί, ώστε να ευδοκιμήσουν εκεί κάτι περίεργοι τύποι που γουστάρουν «μια ελευθερία ζόρικια», που λέει και ο Σαββόπουλος. Όταν μετοίκησα οριστικά στη Φλώρινα, αντιλήφθηκα αμέσως ότι όποιος αποφασίσει να μείνει στην επαρχία της Ελλάδας – την όποια επαρχία - πρέπει να εφοδιαστεί καλά, ώστε να αντιμετωπίσει τη λειψυδρία της πλήξης, τον γομφίο της μοναξιάς, την ηγεμονία της κακοήθειας, το διάστρεμμα της ειρωνείας, τον ανήκεστο, έστω και διαλείποντα, συμβιβασμό. Με δυο λόγια, να βρει «διάδρομο διαφυγής», την «Έξοδο Κινδύνου». Ε, η δικιά μου «Έξοδος Κινδύνου», όταν τα πράγματα γίνονται ζόρικα εδώ στο βορειοδυτικό μου διαμονητήριο, είναι το γράψιμο.
Πάντως, οφείλω να παραδεχθώ ότι υπάρχει και ένα άλλο «κίνητρο». Γράφω γιατί θέλω να αφήσω πίσω μου σημάδια, όπως ο Κοντορεβυθούλης στο παραμύθι που μας έλεγε η μαμά. Σημάδια για να με γνωρίσουν στο μέλλον, ενήλικες και μεσήλικες πλέον, καλύτερα και οριστικά οι δυο μου γιοί, ποιος ήμουν, πως σκεφτόμουν, τι αισθήματα είχα για τον κόσμο και τους ανθρώπους του. Συγκινούμαι μέχρι δακρύων άμα σκέφτομαι πως τριάντα ή σαράντα χρόνια από σήμερα (εγώ θα βρίσκομαι πια σε άλλους λειμώνες) οι γιοί μου θα ανοίγουν ξανά και ξανά τα βιβλία μου για «συνομιλήσουν» μαζί μου. Ή, γιατί, μέσα από ό,τι έγραψα, θα συστηθώ ουσιαστικά και στα παιδιά των παιδιών μου, δεν θα είμαι για αυτούς μια φιγούρα, αγαλματάκι αμίλητο και ακούνητο, σε μια φωτογραφία στο οικογενειακό άλμπουμ.
Θ.Δρ.: Παρατηρώντας την κατολίσθηση της κλασικής ελληνικής παιδείας και κυριότερα τη στατιστικά (πολύ) σημαντική μείωση του λεξιλογίου των σύγχρονων Ελλήνων θεωρείς ότι θα εξακολουθούν να διαβάζονται λογοτεχνικά κείμενα στην ελληνική γλώσσα στο μέλλον; Υπάρχουν κάποιες εκτιμήσεις κοινωνιολόγων που πιστεύουν ότι η ελληνική γλώσσα σε 30-50 χρόνια θα ομιλείτε ως καθημερινή διάλεκτος σε λιγότερο από 25% των πολυεθνικών κοινοτήτων, οι οποίες θα κατοικούν στο οποίο γεωγραφικά καθορισμένο τότε ελλαδικό κρατίδιο.
Ν.Κ.: Η συρρίκνωση του προφορικού και γραπτού λόγου των σύγχρονων Ελλήνων αποτελεί κατά τη γνώμη ένα κρίσιμης σημασίας εθνικό ζήτημα· δεν έχουν να κάνουν όλα μόνο με την «οικονομία», «την ηρεμία των αγορών», «τα ελληνοτουρικά» ή «το δημογραφικό». Για να δώσω στους αναγνώστες να αντιληφθούν το μέγεθος της καταστροφής που συνεπάγεται η λεξιπενία και η αργή φθορά της ελληνικής γλώσσας, θα χρησιμοποιήσω τον ζόφο μιας άλλης υποθετικής εικόνας. Σκεφθείτε πως καθημερινά, λίγο-λίγο αλλά σταθερά, αρχίζει να καταστρέφεται και να εξαφανίζεται από την ελληνική επικράτεια ό,τι τέλος πάντων συνθέτει το «ελληνικό σκηνικό», την τοπιογραφία της Ελλάδας. Σκεφθείτε, δηλαδή, να γκρεμίζονται και να χάνονται, λόγου χάρη, ένα-ένα τα μικρά λευκά σπιτάκια στις Κυκλάδες, οι υπεραιωνόβιες εκκλησίες στα χωρία της Ηπείρου ή της Πελοποννήσου, τα αρχοντικά στο Νυμφαίο ή στα Λαγκάδια, οι κίονες από τους αρχαίους ναούς στο Σούνιο, στην Κόρινθο ή στην Ολυμπία, τα γραφικά σπιτάκια στην Πλάκα, στα στενά του Ρεθύμνου ή του Ναυπλίου και στη θέση τους να υψώνονταν οικήματα από μπετόν αρμέ, από αυτά που συναντά κανείς στη Νέα Υόρκη, στο Τόκιο ή στο Ντουμπάι, τα οποία πιθανόν και θα είναι πιο σύγχρονα και πιο χρηστικά; Ένα τέτοιο ενδεχόμενο φαντάζει σχεδόν εφιαλτικό, η Ελλάδα που θα προέκυπτε θα ήταν ένας άλλος τόπος! Ε, λοιπόν, ισοδύναμη αισθητική, πολιτισμική και εθνική καταστροφή είναι η καθημερινή απαξίωση και απώλεια λέξεων που ακούγονταν και γράφονταν σ΄αυτήν τη νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης για εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια και η αντικατάσταση τους από ξενικούς όρους αυτούσιους ή παραφθαρμένους ala… greeklish.
Είναι πια σχεδόν σίγουρο πως το 2050 για τον εικοσάχρονο Έλληνα θα είναι άγνωστες οι ελληνικές λέξεις ζείδωρος, ραστώνη, ευπροσήγορος, νεωλκώ, ευκταίος, αβελτηρία, ακρόπρωρο, εγκόλπιο, νάμα, εγχειρίδιο κ.ο.κ. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό, κάποιοι ντεμέκ προοδευτικοί καταδικάζουν την έγνοια για τη γλώσσα μας και τις λέξεις ως «εθνικιστικό αναχρονισμό», ενώ είναι αρκετοί αυτοί που μιλάνε για «αναπόφευκτη εξέλιξη» ή «αναγκαστική προσαρμογή τώρα που ο πλανήτης έγινε ένα παγκόσμιο χωριό». Ωστόσο και η μεγαλύτερη καταστροφή έχει μια γλύκα στην αρχή αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Θ.Δρ.: Νικήτα, υπάρχουν κάποια πράγματα που θα ήθελες να έχουν γίνει διαφορετικά στη μέχρι σήμερα ζωή σου; Τι θα ήθελες να αλλάξεις στη μέχρι σήμερα πορεία σου αν μπορούσες να το κάνεις;
N.K.: Tώρα που πάτησα και εγώ τα πρώτα -ηντα, άρχισαν αναπόφευκτα οι απολογισμοί των χρόνων που έζησα μέχρις εδώ. Και οι απαντήσεις που δίνω είναι αμφίρροπες. Άλλοτε είμαι πανευτυχής και αυτάρκης, «το πρόσημο είναι θετικό μέχρι τώρα, καλά το έφερες το κάρο της ζωής σου μέχρι εδώ, ρε μπαγάσα! Πάμε για άλλα!», κάνω ασκήσεις αυτοπεποίθησης στον καθρέπτη. Και άλλοτε με πιάνει μια μελαγχολία και η ψυχοφθόρος αίσθηση μιας ματαίωσης, που συνόψισε πολύ εύστοχα ο αεί βωμολόχος Τζον Λένον σε μια συνέντευξη του στους ΤΙΜΕS: “Ι feel I could make every fuckin’ one of them better”. Τέλος πάντων! Αν ισχύει το γνωστό τσιτάτο «Ένας άνδρας πρέπει στη ζωή του να φυτέψει ένα δέντρο, να κάνει ένα παιδί και να γράψει ένα βιβλίο», μάλλον καλούτσικα τα κατάφερα μέχρις εδώ. Μια αμυγδαλιά, που φύτεψα, παραμένει αειθαλής και καρποφόρα, έκανα όχι έναν άλλα δυο γιους και έγραψα μέχρι στιγμής τέσσερα βιβλία.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Συνέντευξη με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Στον ίδιο δρόμο»
Η σημασία αυτού του συστήματος ανισότητας, η καταχρηστική χρήση του όρου και το ζοφερό μας μέλλον
Ξεφυλλίζουμε νέα βιβλία και προτείνουμε ιδέες και τίτλους για τις γιορτές των Χριστουγέννων
Οι δυσκολίες μιας οικογένειας μεταναστών στην Αμερική, ένας ύμνος στην αγάπη
Τα λόγια τα λέμε, αλλά πόσες φορές τα εννοούμε; Πολλές φορές άλλα σκεφτόμαστε, άλλα θέλουμε, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάριος Μάζαρης εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να διαβάζουμε βιβλία στα παιδιά μας
Στο «Θέλω» της Τζίλιαν Άντερσον θα βρείτε μερικές από τις απαντήσεις
Η συγγραφή στο εξωτερικό είναι επάγγελμα και όχι πάρεργο
Ο συγγραφέας μάς εξηγεί όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το νέο βιβλίο του «Πάντα η Αλεξάνδρεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
«Οι βιβλιοπώλες σώζουν ζωές. Τελεία και παύλα», δήλωσε μέσω του εκδότη του
Το τελευταίο της βιβλίο, που το υλικό του το δούλευε καθ’ ομολογίαν της για δέκα χρόνια, επιχειρεί ένα είδος λογοτεχνικής ταχυδακτυλουργίας
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Το Men in Love ξαναπιάνει την ιστορία της διαβόητης παρέας αμέσως μετά το τέλος του καλτ βιβλίου του 1993
O 76χρονος Αμερικανός συγγραφέας έχει αφήσει τη σειρά βιβλίων ημιτελή από το 2011
Μια συζήτηση για το βιβλίο του «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο Έρωτας και Ασθένεια του David Morris
Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία και η ΕΕ χρειάζονταν διαχειριστές, όχι ηγέτες, η κ. Μέρκελ ήταν ό,τι έπρεπε
Η ελληνική κρίση καταλαμβάνει 37 μόνο σελίδες από τις 730 των απομνημονευμάτων της
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.