Βιβλιο

Μάγγη Μίνογλου: Οι εκδόσεις Κριτική έγιναν τριάντα πέντε χρόνων

Η εκδότρια, που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο τιμόνι τους, αποτιμά την πορεία και ονειρεύεται το μέλλον του ιστορικού εκδοτικού της οίκου.

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 831
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μάγγη Μίνογλου, εκδότρια, οίκος Κριτική
Η Μάγγη Μίνογλου των εκδόσεων Κριτική / © Ανδρέας Σιμόπουλος

Μάγγη Μίνογλου: Συνέντευξη με την εκδότρια των εκδόσεων Κριτική, που φέτος συμπληρώνουν 35 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά γράμματα.

Αδιάλειπτη παρουσία: Ποια ήταν τα τρία πρώτα βιβλία που κυκλοφορήσατε και ποια τα τρία τελευταία; Μετρώντας και αποτιμώντας τον συνολικό αριθμό, το νούμερο μαρτυρά πως έχετε τυπώσει χιλιάδες εκδόσεις. Από το πρώτο σινιάλο σας, επομένως, πριν τριάντα πέντε χρόνια, έως και σήμερα, πώς ορίζετε το στίγμα της Κριτικής και πόσο άλλαξε ή εμπλουτίστηκε η ταυτότητά σας στο πέρασμα του χρόνου;
Αν και μεγάλη η χρονική απόσταση που πρέπει να διανύσω, με ευχαριστεί πολύ αυτή η αναδρομή στο εκδοτικό παρελθόν μιας start up εκείνης της εποχής, που διατηρεί μέχρι σήμερα το άρωμα της νεανικής μου τόλμης. Η αρχική παραγωγή μας ήταν τα δοκίμια: «Η έκλειψη του Λόγου», του Μαξ Χορκχάιμερ, του οποίου έκανα τη μετάφραση εγώ και δεν το μετάνιωσα. «Αστική και Σοσιαλιστική Δημοκρατία», του Γκέοργκ Λούκατς, που εκδόθηκε από την Κριτική σε παγκόσμια πρώτη. Αλλά και το μυθιστόρημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Οι δουλειές του κ. Ιούλιου Καίσαρος», όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει με χιούμορ και πολλή ειρωνεία μια αλληγορία για τις μπίζνες των σύγχρονών του (και όχι μόνο) πολιτικών ανδρών. Τα τρία πρόσφατα βιβλία μας: Του Μπέρνχαρντ Σλινκ, «Χρώματα του αποχαιρετισμού», διηγήματα για σχέσεις που τελειώνουν αφήνοντας έντονο αποτύπωμα στην ψυχή μας. Του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Διάλογοι προσφύγων», ένα πεζογράφημα βασισμένο στη δική του εμπειρία της περιπλάνησης ανά την Ευρώπη μετά το 1933, που τον οδήγησε τελικά στη Δανία. Του Τόμας Μπέρνχαρντ, «Βαδίζοντας», μια πυκνή νουβέλα που εγκιβωτίζει όλες τις αρετές του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα.

Λογοτεχνία, δοκίμιο και πανεπιστημιακά συγγράμματα: Με ποια κριτήρια διαλέγετε τις κυκλοφορίες; Πώς επιλέγετε το «ρεπερτόριο» και πόσο έχουν αλλάξει, από τότε που ξεκινήσατε έως σήμερα, τα αναγνωστικά ήθη του τόπου;
Το μείγμα εξακολουθεί, όλα αυτά τα χρόνια, να περιλαμβάνει και τα τρία αυτά είδη, ανάλογα με την έρευνα αγοράς και τις προτάσεις που δεχόμαστε όσον αφορά τα πανεπιστημιακά συγγράμματα, και για τα άλλα δύο φυσικά ανάλογα με τα σημάδια των καιρών. Πάντα έχοντας ανοιχτές κεραίες στη νέα παραγωγή ξενόγλωσσης λογοτεχνίας αλλά και σε αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Γιάννης Σκαραγκάς, που πρέπει να πω ότι η δημιουργικότητά του με εντυπωσιάζει πάντα. Τα αναγνωστικά ήθη του τόπου, μέσα στα 35 αυτά χρόνια, λογικό είναι να έχουν αλλάξει πάρα πολύ, κυρίως λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας αλλά και όλων των αλλαγών που έχουν επισυμβεί στις προτιμήσεις των νέων και στην εν γένει νοοτροπία. Αλλά και εξαιτίας της εμφάνισης νέων παικτών που εμπλουτίζουν το εκδοτικό τοπίο με αξιόλογα βιβλία. Αυτό μας οδηγεί και στην αλλαγή του μείγματος των βιβλίων που εκδίδουμε με στόχο την ικανοποίηση ολοένα μεγαλύτερου κοινού. Για παράδειγμα, η σειρά Για Μη Ειδικούς περιλαμβάνει βιβλία Ελλήνων συγγραφέων και πραγματεύεται ζητήματα που ενδιαφέρουν στελέχη επιχειρήσεων σε θέματα διοίκησης, οικονομίας και νέων τεχνολογιών.

Ρώτησα το παραπάνω επειδή ο εκδοτικός σας οίκος θεωρείται ιστορικός. Μαζί με την Εστία, την Ωκεανίδα, τα Κείμενα (ενδεικτικές αναφορές) έρχεστε από μια εποχή που κατά τη διάρκεια των χρόνων άλλαξε άρδην εξαιτίας της νέας συνθήκης. Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να «ανοιχτείτε» για εμπορικούς λόγους προς πάσα κατεύθυνση;
Προηγουμένως απάντησα εμμέσως και σε αυτή την ερώτηση. Η πρόοδος μιας εκδοτικής επιχείρησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διεύρυνση της παραγωγής της και σε νέους τομείς όπου διακρίνει δυνατότητες επέκτασης. Φυσικά, δεν είναι εφικτό να εκδίδεις τα πάντα. Διαλέγεις όμως τομείς συγγενικούς με το προφίλ σου, κάτι που σημαίνει ότι μπορείς να αξιολογήσεις τον κάθε προτεινόμενο τίτλο.

Επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις, τα οικονομικά που είχα μάθει, τις ιστορίες και τα διδάγματα από την οικογένεια, έμποροι Μικρασιάτες όλοι: «Να τηρείς τις συμφωνίες, να είσαι φερέγγυος, να διαλέγεις καλούς συνεργάτες». Κι έτσι πέρασαν 35 χρόνια. 

Για ποια βιβλία είστε περήφανη που τα εκδώσατε, υπό την έννοια πως μύησαν το ελληνικό κοινό σε μοναδικούς δημιουργούς και απροσπέλαστα σύμπαντα;
«Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ», της Όσνε Σέιρσταντ, είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Νορβηγίδα πολεμική ανταποκρίτρια, βρέθηκε στις αρχές του μιλένιουμ στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν για να καλύψει τον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν και έμεινε τρία χρόνια φιλοξενούμενη στο σπίτι του βιβλιοπώλη Σουλτάν Χαν και της δεκαμελούς οικογένειάς του που ζούσαν όλοι μαζί σε τρία δωμάτια. Το βιβλίο είναι η προσωπική της εμπειρία όπου, εκτός από τις καθημερινές συνθήκες πολέμου, περιγράφει τη σχέση του βιβλιοπώλη με τα βιβλία, τη θρησκεία, τις συζύγους, τις αδελφές και τις κόρες του. Τα χαρακτηριστικά αυτού του βιβλίου αποτελούν για το ελληνικό κοινό ένα «απροσπέλαστο σύμπαν», ειδικά την εποχή που κυκλοφόρησε.

Δύσκολο να μαντέψει κανείς, αλλά πώς βλέπετε να εξελίσσεται η αγορά του βιβλίου; Λένε πως ο κόσμος αποφεύγει τις μεγάλες αφηγήσεις και επιθυμεί σελίδες με δομή τηλεοπτικών σειρών στις πλατφόρμες: μικρά κείμενα, κοφτά και λιτά το δέμας κεφάλαια. Μακριά από τα χρόνια πριν το Ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια, όταν ο κάθε δημιουργός είχε αδιαπραγμάτευτο ύφος γραφής και δεν υπολόγιζε παραμέτρους αγοράς και εμπορικούς κανόνες.
Η αλήθεια είναι όπως ακριβώς την περιγράφετε στην ερώτηση. Οι άνθρωποι δεν αφιερώνουν τώρα πια πολύ χρόνο σε μεγάλες αναγνώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βιβλία πολλών σελίδων, παλαιότερα και σύγχρονα, δεν βρίσκουν κι αυτά το κοινό τους. Απλώς, το τελευταίο διάστημα της πλούσιας εκδοτικής παραγωγής και της αύξησης της τιμής του χαρτιού (αύξηση κατά 60% από την αρχή του χρόνου), είναι κανείς πιο επιφυλακτικός να προχωρήσει σε μια τέτοια εκδοτική απόφαση. Η δική μας θέση είναι να μη μετακυλίουμε στον αναγνώστη την αύξηση του κόστους. Από την άλλη μεριά, εκτός από την ακρίβεια των ειδών πρώτης ανάγκης που αδειάζουν την τσέπη των δυνητικών αναγνωστών, έχουμε την εμφάνιση αρκετών νέων εκδοτών με πολύ αξιόλογα βιβλία, έτσι που ο αναγνώστης να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Αυτό, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν άκρως επιθυμητό, στις μέρες μας όμως δημιουργεί «συνωστισμό» θα έλεγα, στον βαθμό που τα βιβλιοπωλεία δεν έχουν όλα ελεύθερους πάγκους για να συμπεριλάβουν όπως θα ήθελαν τη νέα παραγωγή.

Πώς μπήκατε στον χώρο; Ξεκινήσατε από μικρή να ονειρεύεστε το επάγγελμα εκδότρια, ή η ενασχόληση προέκυψε από κάτι μοιραίο και ωραίο που συντέλεσε στην είσοδό σας;
Ήταν όντως μοιραίο, αλλά υπέροχο! Δεν το φαντάστηκα καν ως πιθανότητα να μου συμβεί. Ούτε είχα και ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία, που απαιτούσαν έναν εσωτερικό χώρο για συγκέντρωση σε ένα ανάγνωσμα. Ως παιδί προτιμούσα να είμαι έξω, να τρέχω, να παίζω με άλλα παιδιά, να μαζεύω κοχύλια, να βλέπω σινεμά, να ακούω μουσικές. Συνέβη κατά τύχη, όπως τόσα στη ζωή μας, όταν τρεις καλοί φίλοι, όλοι με σπουδές στη Γερμανία, μου έριξαν την ιδέα του εκδοτικού. Δίδασκα τότε Οικονομικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, άρα δεν μου έμενε χρόνος για να συμμετάσχω ενεργά στο νέο αυτό εγχείρημα. Το άφησα στους άλλους, παρακολουθώντας, ωστόσο, με μεγάλο ενδιαφέρουν τις εκδοτικές συναντήσεις μας. Αυτό από μόνο του ήταν κάτι άκρως γοητευτικό για μένα, που προερχόμουν από τον χώρο των θεωρητικών οικονομικών. Τα δοκίμια που εκδώσαμε στην αρχή είχαν μεγάλη απήχηση (ήταν άλλες εποχές τότε, όταν και οι φοιτητές μου ήξεραν ήδη πολλά από προσωπικά τους διαβάσματα). Σταδιακά διαπίστωσα ότι μια παράμετρος είναι οι καλές επιλογές τίτλων και η αισθητική τους εμφάνιση και μια δεύτερη είναι η οικονομική βιωσιμότητα μιας επιχείρησης! Έτσι, το 1992 μού ανατέθηκε εξ ολοκλήρου η διεύθυνση της Κριτικής. Τεράστια ευθύνη, άγχος, ξενύχτι, εξάντληση δυνάμεων, άλυτα προβλήματα, αλλά και μεγάλη πρόκληση. Ειδικά για μια γυναίκα σε έναν βασικά ανδροκρατούμενο κόσμο. Στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί. Επιστράτευσα όλες μου τις δυνάμεις, τα οικονομικά που είχα μάθει, τις ιστορίες και τα διδάγματα από την οικογένεια, έμποροι Μικρασιάτες όλοι: «Να τηρείς τις συμφωνίες, να είσαι φερέγγυος, να διαλέγεις καλούς συνεργάτες». Κι έτσι πέρασαν 35 χρόνια. Και γιορτάζουμε φέτος όλοι μαζί, συνεργάτες μου στην Κριτική, συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, τυπογράφοι, βιβλιοδέτες. Τους ευχαριστώ όλους πολύ για τη στήριξη και την εμπιστοσύνη!

Μάγγη Μίνογλου, εκδότρια, οίκος Κριτική
Η Μάγγη Μίνογλου των εκδόσεων Κριτική / © Ανδρέας Σιμόπουλος

Συγκίνηση, έξαψη, τόλμη, ρίσκο, πειραματισμός: Ποιες από τις παραπάνω λέξεις χαμήλωσαν σε ένταση μετά από τριάντα πέντε χρόνια, δεδομένου όμως και των νέων συνθηκών της αγοράς; Και ποιες λέξεις πρέπει πλέον να έχει στο μυαλό του κάθε ένας που θέλει να μπει στον σημερινό κόσμο των εκδόσεων;
Ίσως μικρότερη ένταση έχει πλέον ο πειραματισμός. Οι νέες συνθήκες της αγοράς μάς κάνουν «φρονιμότερους». Όλες οι άλλες συνεχίζουν αμείωτες. Αν μου επιτρέπετε, να προσθέσω άλλη μία: Επιμονή! Βοηθάει πολύ μπροστά σε εμπόδια και δυσκολίες. Όταν φυσικά ο επίδοξος εκδότης δεν αποβλέπει μόνο στο κέρδος και στην επικράτηση έναντι του ανταγωνισμού! Όταν αγαπάει αυτή τη δουλειά, όταν εμπνέεται από αυτήν. Παραδέχομαι, βέβαια, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε νέες προκλήσεις. Ίσως και σε αλλαγή παραδείγματος. Καθώς ο κόσμος αλλάζει δραστικά, οι εκδότες αναμετριούνται με τους κινδύνους να χάσουν το περιεχόμενο των βιβλίων τους, και αυτό είναι η περιουσία τους, η επένδυση μιας πολύχρονης πορείας. Από την άλλη μεριά, αναζητώντας την ευκολία τους, οι χρήστες δεν σκέφτονται ή δεν ξέρουν πόση επίπονη δουλειά ενσωματώνεται στην επεξεργασία ενός βιβλίου. Δύσκολη εξίσωση.

Πώς υποδέχεστε τους νέους Έλληνες συγγραφείς; Τι πρέπει να διαθέτει ένα αφήγημα για να σας προκαλέσει και να το εντάξετε στον οίκο σας;
Πρωτίστως θα πρέπει να διαθέτει πρωτοτυπία ως προς την ιστορία. Εννοώ μ’ αυτό όχι μια υπερβατική σύλληψη, χάριν μόνο του εντυπωσιασμού, αλλά μια ιστορία βασισμένη τόσο σε κάποιο γεγονός όσο και ίσως σε προσωπικά βιωματικά στοιχεία. Επειδή πιστεύω ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και τα δύο αυτά στη μυθοπλασία του. Δεύτερον, θα πρέπει να έχει καλά δουλεμένο κείμενο, κι αυτό φαίνεται εξ αρχής. Φαίνεται ποιος έχει μια «φωτιά» να καίει εντός του, έχει ωριμότητα στη διατύπωση, στο στήσιμο των προσώπων, στην πλοκή, ώστε να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Χαιρόμαστε για την πολυετή συνεργασία που έχουμε με τον διεθνώς βραβευμένο Γιάννη Σκαραγκά, του οποίου κυκλοφορούν στην Κριτική ήδη τρία μυθιστορήματα, ένας μονόλογος –«Η Κυρά της Ρω», που έκανε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, με συγκλονιστική ερμηνεία της Φωτεινής Μπαξεβάνη τα τελευταία χρόνια– και μία συλλογή θεατρικών. Ο Σκαραγκάς είναι ένας συγγραφέας με άριστες επιδόσεις σε διαφορετικά είδη πρόζας, ακούραστος τεχνίτης, με ιδιαίτερο στιλ, και είναι όντως σπουδαίο απόκτημα για τον οίκο μας. Τώρα ετοιμάζουμε το νέο του έργο, μια μυθιστορηματική βιογραφία της Μελίνας Μερκούρη, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Με τον Νίκο Ξένιο, που πρόσφατα εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, έχουμε επίσης μια εξαιρετική συνεργασία έχοντας ήδη σε κυκλοφορία δύο πολιτικά πεζά με ιστορικές αναφορές, τα οποία απέσπασαν πολύ επαινετικές κριτικές, και ετοιμάζουμε το νέο του μυθιστόρημα «Η πίσω πλευρά των δέντρων».

Τριανταπέντε χρόνια εκδόσεις Κριτική. Γιατί ονομαστήκατε έτσι; Και πώς θέλετε να ακούγεται και να θεωρείται το «σπίτι» σας στο μυαλό και τη συνείδηση του Έλληνα αναγνώστη; 
Το όνομα του εκδοτικού οφείλεται στη σειρά «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ», στην οποία εντάξαμε δοκίμια των Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Ντεριντά, Λούμαν, Μπερλίν κ.ά., με τα οποία κάναμε το ξεκίνημά μας. Στόχος όλων των στελεχών της Κριτικής ήταν και είναι να εδραιώσουμε ένα προφίλ εκδότη με μετρημένες, σε αριθμό τίτλων, αλλά κυρίως ποιοτικές εκδόσεις, ώστε να αποτελέσουμε εγγύηση για τους αναγνώστες. Με χαρά μου διαπιστώνω ότι αυτόν τον στόχο τον έχουμε πετύχει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ