Βιβλιο

Μισέλ Φάις, «Η ερευνήτρια» - Μια σκυταλοδρομία εαυτών

Ο Φάις γδύνει, απογυμνώνει τον φετιχοποιημένο, «καφκολογημένο» Κάφκα και τον ξαναντύνει με ρούχο πιο οικείο και καθημερινό

32014-72458.jpg
A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από τα τελευταία σχέδια του Φραντς Κάφκα,
Από τα τελευταία σχέδια του Φραντς Κάφκα, βρέθηκαν στα κατάλοιπα του Mαξ Μπροντ

Η Λίζυ Τσιριμώκου* γράφει για το νέο βιβλίο του Μισέλ Φάις, «Η ερευνήτρια», εκδόσεις Πατάκη

Πώς θα ήταν αν πάθαινε κανείς ασφυξία μέσα στον ίδιο του τον εαυτό; Αν γινόταν πολύ μικρή ή κι αν έκλεινε τελείως η τρύπα μέσα από την οποία ξεχύνεται κανείς στον κόσμο εξαιτίας της πιεστικής παρατήρησης;

- Φραντς Κάφκα, Τα ημερολόγια


Η παραπάνω εγγραφή από τα καφκικά ημερολόγια αποτελούσε το μότο του Μισέλ Φάις στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, Όπως ποτέ (2019), το οποίο μαζί με το Από το πουθενά (2015) και τη Lady Cortisol (2016) συνθέτουν μια άτυπη τριλογία βασανιστικής ενδοσκόπησης. Η Ερευνήτρια, κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί συνέχεια ή κορύφωση εκείνων των αφηγηματικών ακροβασιών εκτελώντας, με ανεβασμένο τον πήχη, μια περίτεχνη και τολμηρή σχοινοβασία. Θαρρείς και αυτός ο ασφυκτικά πιεσμένος εαυτός βρήκε τρόπο να τινάξει το περίκλειστο σύμπαν και ξεχύνεται ορμητικά, αλλά με ελεγχόμενη χρήση της εκλυόμενης φυγόκεντρης δύναμης.

Η ερευνήτρια του τίτλου είναι ένα διάμεσο ηχείο που πηγαινοφέρνει μηνύματα από τη λαβυρινθώδη επικράτεια του Κάφκα. Εμμονική αναγνώστρια του Τσεχοεβραίου συγγραφέα, ταυτιζόμενη σχεδόν με κάθε θηλυκό χαρακτήρα της εργογραφίας του, μεθοδική στην παραφορά της και ακόρεστη στην περιέργειά της για τη μυχιότητα του ψυχισμού του, ιχνηλατεί και το παραμικρό στοιχείο που μπορεί να συμπληρώνει το «γνωστικό αντικείμενό» της.

Η υπόθεση εργασίας αυτού του βιογραφικού μυθιστορήματος, είδος στο οποίο θητεύει επιτυχώς ο Φάις, είναι ότι το «παράπλευρο» έργο του συγγραφέα της Δίκης, του Πύργου και της Αμερικής γίνεται στην πορεία κεντρικό και σημαίνον. Τα ημερολόγια, τα όνειρα, η αλληλογραφία, τα ιδιωτικά κι ενδόμυχα κείμενα επικοινωνούν ευθέως με τα καταξιωμένα ως «κλασικά» πλέον αναγνώσματα του λογοτεχνικού μοντερνισμού – ή, όπως ασεβώς, το διατυπώνει η Ερευνήτρια: «τα ισχυρά, ανεξίτηλα και ακατάλυτα πεζογραφικά χαρτιά σας δεν είναι τα διάσημα, περιώνυμα και ογκώδη μυθιστορήματά σας».

Με αυτά λοιπόν τα ρινίσματα προσωπικής, ενδόμυχης γραφής, «σκεπτόμενες εικόνες» που πασχίζουν να γίνουν φράσεις, ρετάλια ιστοριών, ξεκούρδιστες, περιγραφές και παλιλλογίες, η Ερευνήτρια προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τον άλλον Κάφκα, που βέβαια δεν τεμαχίζεται, είναι ενιαίος, απλώς δεν μπορεί να φωτίζεται πανταχόθεν – αυτό όμως είναι και το στοίχημά της: ένα ολιστικό πορτρέτο, κυκλωμένο από παντού. Το έκκεντρο και φυγόκεντρο να γίνει, ει δυνατόν, κεντρομόλο.

Το χαώδες υλικό στοιχειοθετείται λοιπόν σε τρία επίπεδα, δίκην περιστρεφόμενων αναλογίων, που δυνητικά ομοχρονούν, διαβάζονται ταυτόχρονα, δεδομένης της διαμεσότητας της Ερευνήτριας: Ημερολογιακές εγγραφές (ασαφώς και αναπόταμα χρονοθετημένες, μεταξύ χρονολογίας θανάτου και γέννησης: 1924-1883?)· Τεφρό σημειωματάριο (25 αριθμημένα σημειώματα οιονεί τελετουργικού φόνου, εμμονικές σκέψεις εις εαυτόν)· και σειρά επιστολών που απευθύνονται αόριστα αλλά εύγλωττα στον γνωστό-άγνωστο Κ. της καφκικής γραφής («Κύριε Κ.»), πλην της τελευταίας και απροκάλυπτης («Lieber Anschel, lieber Franz»).

Όπως στα περισσότερα κείμενα του Φάις, έκδηλη είναι κι εδώ η θεατρικότητα. Δηλώνεται άλλωστε και προκαταρκτικά: το βιβλίο ανοίγει με σκηνικές οδηγίες «Σχετικά με το ημερολόγιο», «Σχετικά με το σημειωματάριο» και «Σχετικά με τις επιστολές». Ιδανικά λοιπόν ο αναγνώστης-θεατής μπορεί να φανταστεί έναν σκηνικό χώρο τριμερώς διαρρυθμισμένο, όπου θα αναπτύσσονται ταυτόχρονα αυτές οι αφηγηματικές μονωδίες, προσπαθώντας ίσως η μια να επισκιάσει την άλλην. Ούτως ή άλλως, κατά σημεία, οι φωνές διαπλέκονται, με τις διαμεσικές ικανότητες της Ερευνήτριας διαβάζουμε-ακούμε τον Κάφκα να απαντά, να διαλέγεται με προγόνους, συγκαιρινούς κι επιγόνους λογοτέχνες, να συνομιλεί με τους οικείους του (γονείς, αδελφές, φίλους, «ερωμένες»), να παρακολουθεί ακόμα και την υφαρπαγή των γραπτών του από τον γνωστό και μη εξαιρετέο εγκάρδιο φίλο του:

«Μπήκες στο δωμάτιό μου με μια τριγωνική μαύρη μεγάλη βαλίτσα. Παράχωσες βιαστικά όλα μου τα χειρόγραφα, τα σημειωματάρια και τα βιβλία. Σε κοιτούσα κουκουλωμένος μέσα από τα σκεπάσματα. Δεν έκλεβες, καθώς έκανες πολύ θόρυβο. Ήσουν προκλητικά αφηρημένος και σκόνταφτες οπουδήποτε». Στη διάταξη του βιβλίου, η αφηγηματική ροή είναι διακοπτόμενη, οι ημερολογιακές εγγραφές εναλλάσσονται με τις αράδες του τεφρού σημειωματάριου και με τις επιστολές. Ωστόσο, στις «οδηγίες χρήσεως» υπογραμμίζεται ότι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει κατά παράταξη ή σε παραδειγματική σειρά τα γραφόμενα: «Ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον κυκλικό αναγνωστικό κανόνα, να τον παραβεί κατά βούληση, ακόμη και να τον αγνοήσει».

Αν οι ημερολογιακές εγγραφές είναι διαφανείς στη μυχιότητά τους, το τεφρό σημειωματάριο, σε δευτεροπρόσωπη γραφή, πυκνώνει τις αινιγματικές εικόνες τετελεσμένου ή επικείμενου, οραματικού ή συμβολικού και καθαρτήριου φόνου του συγγραφέα (;) που πρέπει να βγει από τη μέση και, σαν Λερναία Ύδρα, επανεμφανίζεται πολλαπλασιασμένος:

«Σ’ ένα μακρύ τραπέζι κάθονται τρεις άντρες… Τους περικυκλώνεις σαν το ζώο που προσεγγίζει το θήραμά του… Το εγχείρημά σου δυσκολεύει περαιτέρω, αφού πλέον δεν έχεις να σκοτώσεις μόνον αυτόν που έχεις να σκοτώσεις, αλλά και τρία ομοιώματά του. Εκτός τούτου, έχεις να επιλύσεις δύο όχι και τόσο αμελητέα προβλήματα. Πρώτον, ποιος είναι πιο δύσκολος αντίπαλος: ο πρωτότυπος ή τα αντίγραφα;».

Αυτές οι ξέφρενες κι εξουθενωτικές προσομοιώσεις φόνου έχουν τον πιο λαχανιαστό ρυθμό της σύνολης αφήγησης. Η τελευταία «σημείωση της τέφρας» (XXV) είναι μπεκετικής κοπής: «Η αποτυχημένη δολοφόνος κι ο επιτυχημένα μη δολοφονημένος κάθονται αντικριστά σε δυο καρέκλες. Σωπαίνουν. Κι όμως ακούμε αυτά που λένε».

Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Φάις γδύνει, απογυμνώνει τον φετιχοποιημένο, «καφκολογημένο» Κάφκα και τον ξαναντύνει με ρούχο πιο οικείο και καθημερινό. Το ότι τούτο το γδύσιμο-ντύσιμο δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά με πιστοποιημένες αναφορές, πραγματολογικές λεπτομέρειες και διασταυρωμένα στοιχεία το συνειδητοποιεί ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου, όπου παρατίθενται οι «Σημειώσεις της ερευνήτριας», ο βιβλιογραφικός υπομνηματισμός του όλου εγχειρήματος.

Συναρπαστικό αφήγημα τόσο για τους γνώστες όσο και για τους απλούς αναγνώστες του Κάφκα από έναν αφοσιωμένο μαθητή. Ένα «καντίς» για τον δάσκαλο.


* Η Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ